Φίλοι σε ανάγκη
Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για τις συμμαχίες
Του Stephen M. Walt*
Το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για να αποτρέψει έναν μεγάλο πόλεμο στην Ευρώπη, ένα έργο που επετεύχθη καλώς για πολλές δεκαετίες. Εκτός από τον σύντομο πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου το 1999, τα μέλη του δεν χρειάστηκε ποτέ να πολεμήσουν μαζί ή να συντονίσουν μια κοινή απάντηση στην επιθετικότητα —μέχρι πριν από ένα χρόνο, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Η απάντηση του ΝΑΤΟ προσφέρει έτσι νέα, πραγματικά στοιχεία για το πώς λειτουργούν στην πράξη οι σύγχρονες συμμαχίες.
Ιταλοί στρατιώτες στην Βουλγαρία, τον Δεκέμβριο του 2022. Stoyan Nenov / Reuters / Foreign Affairs illustration
—————————————————–
Η πρόσφατη συμπεριφορά της Ρωσίας και της Δύσης επιβεβαιώνει ότι τα κράτη συνάπτουν συμμαχίες όχι για να αντισταθμίσουν έναντι δυνάμεων αλλά για να αντισταθμίσουν έναντι απειλών. Ο τρόπος με τον οποίο το έκανε το ΝΑΤΟ έχει επίσης αποκαλύψει πολλά τόσο για τις αρετές της συμμαχίας όσο και για τις διαρκείς παθογένειές της. Ο πόλεμος ίσως να έδωσε στο ΝΑΤΟ μια νέα πνοή και να έδειξε την αξία των καθιερωμένων διαδικασιών του, αλλά υπογραμμίζει επίσης τον βαθμό στον οποίο τα ευρωπαϊκά μέλη του παραμένουν επικίνδυνα εξαρτημένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Καθώς ο κόσμος κινείται προς την πολυπολικότητα, οι συμμαχίες θα έχουν μόνο μεγαλύτερη σημασία. Σε μια εποχή όπου καμία χώρα δεν βρίσκεται αδιαμφισβήτητη στην κορυφή του διεθνούς συστήματος, η επιτυχία θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των αντίπαλων δυνάμεων να σχηματίσουν μια συνεκτική και ικανή ομάδα και να ασκήσουν συλλογική ισχύ. Πάνω απ’ όλα, η Ουκρανία και τα επακόλουθά της δείχνουν ότι οι ηγέτες φλερτάρουν την καταστροφή αν αποτύχουν να καταλάβουν γιατί σχηματίζονται συμμαχίες και πώς λειτουργούν.
ΠΕΤΥΧΕ ΜΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Η έννοια της ισορροπίας δυνάμεων -η ιδέα ότι οι χώρες συνήθως ενώνουν τις δυνάμεις τους για να ελέγξουν ισχυρούς αντιπάλους- υπάρχει εδώ και αιώνες, αλλά στην πραγματικότητα, αναζητούν συχνότερα συμμάχους ως απάντηση σε απειλές. Τα ισχυρά κράτη μπορούν να είναι πιο απειλητικά από τα πιο αδύναμα, φυσικά, αλλά το πού βρίσκονται και το πώς γίνονται αντιληπτές οι προθέσεις τους μπορεί να είναι εξίσου σημαντικό. Τα ισχυρά κράτη είναι συνήθως πιο ανησυχητικά για τους άμεσους γείτονές τους, ειδικά όταν εμφανίζονται πρόθυμα να χρησιμοποιήσουν βία για να αλλάξουν το status quo.
Αυτή η τάση εξηγεί γιατί η Μόσχα θεώρησε την διεύρυνση του ΝΑΤΟ ως απειλή: μια ισχυρή συμμαχία πλούσιων δημοκρατιών πλησίαζε τα ρωσικά σύνορα. Επιπλέον, το ισχυρότερο μέλος αυτής της συμμαχίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεσμεύτηκε ανοιχτά στην διάδοση των φιλελεύθερων θεσμών και είχε χρησιμοποιήσει βία για να το πράξει σε αρκετές πρόσφατες περιπτώσεις. Νιώθοντας απειλή, η Μόσχα απάντησε πλησιάζοντας την Κίνα και προσπαθώντας να εμποδίσει το ΝΑΤΟ να κινηθεί πιο ανατολικά, αλλά δεν μπόρεσε να πείσει την Ουκρανία να εγκαταλείψει τον στόχο της ένταξης στην Δύση ή να πείσει το ΝΑΤΟ να αναστείλει την πολιτική των «ανοικτών θυρών», σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα που πληροί τις απαιτήσεις της μπορεί να υποβάλει αίτηση για ένταξη.
Δυστυχώς για την Ρωσία, η αντίδρασή της στην διεύρυνση του ΝΑΤΟ απλώς ενίσχυσε την αίσθηση της απειλής που αισθάνονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη, οδηγώντας την Δύση να πλησιάσει ακόμη περισσότερο την Ουκρανία. Όταν η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία [1] μετά την επανάσταση της Μαϊντάν το 2014, η οποία ανέτρεψε τον φιλορώσο πρόεδρο της Ουκρανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους επέβαλαν νέες κυρώσεις και άρχισαν να εξοπλίζουν και να εκπαιδεύουν τον στρατό της Ουκρανίας. Οι προσπάθειες της Ρωσίας να παρέμβει στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εκλογές και οι προσπάθειές της να δηλητηριάσει Ρώσους εξόριστους και άλλους πολιτικούς αντιπάλους επέτειναν τις ανησυχίες της Δύσης. Οι επιφυλάξεις του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για το ΝΑΤΟ δεν εμπόδισαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναπτύξουν επιπλέον στρατεύματα στην Ευρώπη και η υποστήριξη προς την Ουκρανία αυξήθηκε περαιτέρω υπό τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Η εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 αφαίρεσε κάθε αμφιβολία για τους ρεβιζιονιστικούς στόχους της Μόσχας και προκάλεσε μια ταχεία και εκτεταμένη αντίδραση. Τα μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ επέβαλαν άνευ προηγουμένου οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, και άλλες χώρες άρχισαν να στέλνουν στο Κίεβο εξελιγμένα όπλα, στρατιωτική εκπαίδευση, οικονομική υποστήριξη, και πληροφορίες. Η Γερμανία ανέστρεψε εντελώς την πορεία της, υποστηρίζοντας τις ευρωπαϊκές προσπάθειες να περιοριστούν οι εισαγωγές ενέργειας από την Ρωσία και δεσμεύθηκε για μια μεγάλη στρατιωτική συσσώρευση. Να μην ξεχνάμε ότι η Σουηδία και η Φινλανδία υπέβαλαν αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Αυτές οι αντιδράσεις δεν πρέπει να εκπλήσσουν κανέναν. Αν και ο ρωσικός στρατός είχε κακές επιδόσεις σε όλη την διάρκεια του πολέμου, η χώρα εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη βιομηχανική δύναμη με ένα σημαντικό απόθεμα πυρηνικών όπλων, έναν μεγάλο στρατό, και σημαντικό στρατιωτικό δυναμικό. Συνορεύει με πολλά μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των ευάλωτων χωρών της Βαλτικής. Ίσως το πιο σημαντικό, η εισβολή στην Ουκρανία έδειξε ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει ένοπλη βία για να αλλάξει το ευρωπαϊκό status quo. Εάν αυτή η προσπάθεια πετύχαινε, άλλα κράτη στην περιοχή θα είχαν λόγους να αναρωτιούνται αν θα ήταν τα επόμενα.
Από την σκοπιά της Μόσχας, φυσικά, ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους που προσπαθούσαν να αλλάξουν το status quo στην Ευρώπη, και με τρόπους εχθρικούς προς τα συμφέροντά της. Το ΝΑΤΟ το είχε κάνει, ωστόσο, χωρίς να καταφύγει σε στρατιωτική βία. Επειδή η Ουκρανία ήθελε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και η συμμαχία εξακολουθούσε να υποστηρίζει αυτόν τον στόχο κατ’ αρχήν, η Ρωσία μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι θα σταματήσει την ένταξη της Ουκρανίας πρώτα απειλώντας να χρησιμοποιήσει βία και στην συνέχεια εξαπολύοντας εισβολή, η οποία με την σειρά της ανέβασε σε νέα ύψη τις Δυτικές αντιλήψεις περί απειλής.
ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ ΟΜΑΔΕΣ
Για περαιτέρω στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα κράτη αντισταθμίζουν έναντι των απειλών, όχι της δύναμης, εξετάστε την αποκαλυπτική συμπεριφορά της Σουηδίας και της Φινλανδίας μετά την εισβολή. Όχι μόνο κάθε κράτος εγκατέλειψε μια πολιτική ουδετερότητας που λειτούργησε καλά επί δεκαετίες, και στην περίπτωση της Σουηδίας επί αιώνες, το έκαναν αφού η εισβολή της Ρωσίας σταμάτησε και οι στρατιωτικές της ανεπάρκειες είχαν αποκαλυφθεί. Η Ρωσία το 2022 ήταν σημαντικά πιο αδύναμη από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά ο Πούτιν ήταν πιο πρόθυμος να ασκήσει στρατιωτική βία από όσο οι Σοβιετικοί ηγέτες, κάνοντας την Ρωσία πιο απειλητική για τους Σουηδούς και τους Φινλανδούς, αναγκάζοντάς τους να επιδιώξουν την πρόσθετη προστασία της ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Η τάση των κρατών να αντισταθμίζουν έναντι των απειλών εξηγεί επίσης γιατί ορισμένα κράτη έχουν παραμείνει στο περιθώριο. Η επίθεση της Ρωσίας [2] στην Ουκρανία δεν αποτελεί απειλή για το Ισραήλ ή ορισμένα εξέχοντα μέλη του «παγκόσμιου Νότου», συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Σαουδικής Αραβίας, και η υιοθέτηση αυστηρότερης στάσης κατά της Ρωσίας θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα αυτών των κρατών. Οι ηγέτες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έχουν απογοητευτεί από αυτήν την ιδιοτελή συμπεριφορά, αλλά δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν.
Η αποτυχία του Πούτιν να αναγνωρίσει ότι τα κράτη συμμαχούν για την αντιστάθμιση των απειλών -και ότι η παραβίαση των υφιστάμενων κανόνων εναντίον των κατακτήσεων θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική για την Δύση- ήταν μια μεγάλη γκάφα. Φαίνεται ότι υπέθεσε είτε ότι το Κίεβο θα έπεφτε προτού το ΝΑΤΟ προλάβει να ενεργήσει είτε ότι τα μέλη του θα περιόριζαν την απάντησή τους σε λεκτικές διαμαρτυρίες και κυρώσεις. Έκανε λάθος και στους δύο υπολογισμούς, και η Ρωσία βρίσκεται τώρα να πολεμά έναν αντίπαλο που υποστηρίζεται από εταίρους με συνολικό ΑΕΠ άνω των 40 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (έναντι 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της Ρωσίας) και του οποίου οι αμυντικές βιομηχανίες παράγουν τα πιο θανατηφόρα όπλα στον κόσμο. Αυτή η διαφορά στους συνολικούς πόρους δεν εγγυάται μια νίκη της Ουκρανίας, αλλά έχει μετατρέψει αυτό που ο Πούτιν περίμενε ότι θα ήταν κάτι εύκολο σε έναν δαπανηρό πόλεμο φθοράς.
Η Ρωσία ενήργησε με άλλους τρόπους που βοήθησαν στην ενοποίηση του αντίπαλου συνασπισμού. Σε αντίθεση με τον Ότο φον Μπίσμαρκ, τον πρώτο ηγέτη της γερμανικής αυτοκρατορίας, ο οποίος χειραγώγησε έξυπνα την Γαλλία για να επιτεθεί στην Πρωσία το 1870, ο Πούτιν έθεσε το φορτίο της επιθετικότητας σταθερά πάνω στους ώμους του. Η Ρωσία είχε δίκαιους λόγους να ανησυχεί για τις προσπάθειες ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στους Δυτικούς οικονομικούς θεσμούς και θεσμούς ασφάλειας. Αλλά η προπολεμική απαίτησή του να εγγυάται μόνιμα το ΝΑΤΟ την ουδετερότητα της Ουκρανίας και να απομακρύνει όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις από την επικράτεια των μελών που έγιναν δεκτά μετά το 1997 φάνηκε να είναι πρόσχημα για εισβολή παρά μια σοβαρή διαπραγματευτική θέση. Για να είμαστε δίκαιοι, οι Δυτικοί αξιωματούχοι έκαναν λίγα για να αντιμετωπίσουν τις θεμιτές ανησυχίες της Ρωσίας, αλλά οι μη ρεαλιστικές απαιτήσεις της Μόσχας συσκότισαν αυτή την αποτυχία και έκαναν την Ρωσία να φαίνεται αδιάφορη για μια πολιτική διευθέτηση.
Επιπλέον, αν και οι ομιλίες και τα γραπτά του Πούτιν (συμπεριλαμβανομένου του δοκιμίου του Ιουλίου 2021, «Σχετικά με την ιστορική ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών») δεν είναι τόσο απορριπτικά για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του, η επιμονή του ότι Ρώσοι και Ουκρανοί ήταν «ένας λαός» και ότι η Ουκρανία βρισκόταν υπό την κυριαρχία εξωτερικών δυνάμεων και «Ναζί» ενίσχυσαν τις υποψίες ότι ο πραγματικός του στόχος ήταν να αποκαταστήσει, και ίσως να επεκτείνει, μια αναβιωμένη ρωσική αυτοκρατορία. Αντί να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να πείσει τους άλλους ότι οι στόχοι του ήταν περιορισμένοι και αμυντικοί -μια στάση που θα μπορούσε να υπονομεύσει την Δυτική ενότητα σε κάποιο βαθμό- η ρητορική του Πούτιν και η προκλητική διπλωματική στάση της Ρωσίας έκαναν πολύ πιο εύκολο να κρατήσει ενωμένη την συμμαχία.
Εξίσου σημαντικό, τα εγκλήματα πολέμου και οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τις ρωσικές δυνάμεις κατά την διάρκεια του ίδιου του πολέμου —συμπεριλαμβανομένων των εσκεμμένων επιθέσεων σε μη στρατιωτικούς στόχους και υποδομές— έχουν ενισχύσει την εξωτερική συμπάθεια για την Ουκρανία. Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Volodymyr Zelensky, έχει επίσης κάνει μια αριστοτεχνική προσπάθεια δημοσίων σχέσεων για να διατηρήσει την ροή της Δυτικής βοήθειας, αλλά η συμπεριφορά της Ρωσίας στον πόλεμο έκανε το έργο του πολύ πιο εύκολο.
ΟΧΙ «ΕΓΩ» ΣΤΟ NATO
Ο πόλεμος έχει επίσης υπογραμμίσει ότι οι θεσμοί έχουν σημασία. Τα κοινά πρότυπα και οι καθιερωμένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων βοηθούν τους συμμάχους να προσεγγίσουν και να εφαρμόσουν συλλογικές αποφάσεις πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Το ΝΑΤΟ είναι η πιο θεσμοθετημένη συμμαχία στην ιστορία και τα μέλη του έχουν σχεδόν 75 χρόνια εμπειρίας στον συντονισμό των απαντήσεων παρά τις περιστασιακές διαφωνίες. Εάν το ΝΑΤΟ δεν υπήρχε και τα μέλη του έπρεπε να επινοήσουν μια συλλογική απάντηση στον πόλεμο στην Ουκρανία από την αρχή, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα αντιδρούσαν τόσο αποτελεσματικά όσο το έκαναν.
Σίγουρα, οι διαδικασίες του ΝΑΤΟ που βασίζονται στην συναίνεση μπορούν επίσης να δημιουργήσουν προβλήματα, όπως έχει δείξει η Τουρκία με το να αποσπάσει παραχωρήσεις από την Σουηδία εμποδίζοντας την είσοδό της στο ΝΑΤΟ. Συνολικά, ωστόσο, η ταχεία απόφαση του ΝΑΤΟ να υποστηρίξει την Ουκρανία και η ικανότητά του να παρέχει αυτή την υποστήριξη επιβεβαιώνει ότι οι καλά θεσμοθετημένες συμμαχίες λειτουργούν καλύτερα από τους ad hoc συνασπισμούς του είδους που έχει σχηματίσει η Ρωσία με το Ιράν ή την Βόρεια Κορέα.
Παρά την ταχεία απάντηση του ΝΑΤΟ, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δείξει την ανάγκη για έναν νέο διατλαντικό καταμερισμό εργασίας. Οι συμμαχίες παρέχουν συλλογικά αγαθά. Εάν η ένωση δυνάμεων βοηθά μια ομάδα κρατών να αποτρέψει ή να κερδίσει έναν πόλεμο, όλα τα μέλη της ωφελούνται ανεξάρτητα από το πόσο συνέβαλε το καθένα. Ως αποτέλεσμα, τα ισχυρότερα μέλη μιας συμμαχίας φέρουν συνήθως ένα δυσανάλογο μερίδιο των βαρών και παίρνουν τις βασικές αποφάσεις, ενώ τα πιο αδύναμα μέλη είναι επιρρεπή στο να επωφελούνται και (κυρίως) κάνουν ό,τι τους λένε. Ο πόλεμος της Ουκρανίας επιβεβαιώνει αυτό το πρότυπο: οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει περισσότερα για την Ουκρανία από οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ και η Ουάσιγκτον έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την συνολική στρατηγική του ΝΑΤΟ απέναντι στην σύγκρουση.
Η ύπαρξη μιας χώρας στη θέση του οδηγού διευκόλυνε την ενορχήστρωση μιας ταχείας αντίδρασης, αλλά ο εξέχων ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Επειδή η Ουάσιγκτον έχει εγγυηθεί από καιρό την ασφάλεια των πλούσιων συμμάχων της, οι τελευταίοι άφησαν τις ένοπλες δυνάμεις τους να διαβρωθούν και να εξαρτηθούν επικίνδυνα από την προστασία των ΗΠΑ. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανταποκρίνονταν στην εισβολή της Ρωσίας -όπως ίσως θα είχαν κάνει υπό διαφορετικό πρόεδρο- τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να κάνουν λίγα για να βοηθήσουν την Ουκρανία. Οι προοπτικές της Ρωσίας για νίκη θα ήταν πιο φωτεινές.
Ορισμένοι βλέπουν αυτό το επεισόδιο ως απόδειξη ότι η ηγεσία των ΗΠΑ εξακολουθεί να είναι απαραίτητη, αλλά το πραγματικό μάθημα αυτού του πολέμου είναι ότι ένας νέος καταμερισμός εργασίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης είναι και εφικτός και έχει καθυστερήσει πολύ. Η Ρωσία ίσως να φαίνεται απειλητική τώρα, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρή όσο πίστευαν πολλοί ειδικοί και θα είναι ακόμη πιο αδύναμη στο μέλλον. Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν περισσότερους από τρεις φορές περισσότερους ανθρώπους από όσο η Ρωσία και περισσότερο από δέκα φορές το ΑΕΠ της Ρωσίας, και ξοδεύουν τρεις έως τέσσερις φορές περισσότερα από όσα ξοδεύει η Ρωσία για την άμυνα κάθε χρόνο. Εάν οργανωθεί και καθοδηγηθεί σωστά, η Ευρώπη μπορεί να αμυνθεί μόνη της ενάντια στην Ρωσία.
Ως εκ τούτου, η Ευρώπη θα πρέπει να ξαναχτίσει τις δυνάμεις της και να αναλάβει σταδιακά την πρωταρχική ευθύνη για την δική της άμυνα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες μετατρέπονται από τον πρώτο αρωγό της Ευρώπης στον έσχατο σύμμαχό της. Ο επιμερισμός των βαρών εντός του ΝΑΤΟ θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στην αντιστάθμιση της Κίνας στην Ασία, ένα έργο που η Ευρώπη ούτε θέλει ούτε μπορεί να εκτελέσει. Η σταδιακή μείωση της δέσμευσης των ΗΠΑ θα διασφάλιζε επίσης ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα εγκαταλείψουν τις δεσμεύσεις τους να επανεξοπλιστούν και να φορτώσουν την ευθύνη πάλι στην Ουάσιγκτον όταν τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, τα κράτη που μπορούν να προσελκύσουν και να διατηρήσουν συμμάχους είναι πιο πιθανό να επιτύχουν από όσο εκείνα των οποίων οι πράξεις κάνουν τους άλλους να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον τους. Αυτό δεν είναι ένα νέο μάθημα: η Ναπολεόντεια Γαλλία, η Γερμανία του Γουλιέλμου, η ναζιστική Γερμανία, και η αυτοκρατορική Ιαπωνία υπέστησαν καταστροφικές ήττες από ισχυρούς συνασπισμούς αντιστάθμισης. Η επιθετικότητα μερικές φορές αποδίδει, αλλά συνήθως μόνο όταν ένα ισχυρό κράτος μπορεί να κανονίσει να πολεμήσει τα θύματά του ένας προς έναν. Ο πόλεμος της Ουκρανίας δείχνει ότι είναι δύσκολο να διευθετηθούν ευνοϊκές συνθήκες αυτού του είδους, επειδή οι απροκάλυπτες επιθετικές ενέργειες τείνουν να ενώνουν άλλα κράτη σε αντίθεση. Εάν κάποιοι αρχηγοί κρατών σκέπτονται αν θα ξεκινήσουν έναν πόλεμο για να αλλάξουν το status quo, το να λάβουν υπόψη αυτό το μάθημα θα τους γλιτώσει από πολλά προβλήματα και θα δημιουργήσει έναν κόσμο πιο ειρηνικό και ευημερούντα.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/lists/first-crisis-ukraine
[2] https://www.foreignaffairs.com/ukraine/what-russia-got-wrong-moscow-fail…
*Ο STEPHEN M. WALT είναι καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων στην έδρα Robert και Renee Belfer στην Σχολή Κένεντι στο Πανεπιστήμιο Harvard./Τα ενυπόγραφα κείμενα απειχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: «Foreign Affairs, The Hellenic Edition»