Εξουσίες ΠτΔ: H μεγαλύτερη αντισυνταγματική στρέβλωση
Του Λεύκου Χρίστου*
Το άγνωστο για τους περισσότερους κεφάλαιο των «υπερεξουσιών» που έχει ο εκάστοτε Προέδρος της Δημοκρατίας, πλείστες εκ των οποίων δεν απορρέουν καν από το Σύνταγμα του 1960, ανέπτυξε ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, νομικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στο πλαίσιο του επιστημονικού συνεδρίου με τον τίτλο «Η Δημοκρατία σε κρίση», το οποίο διοργάνωσε το Ινστιτούτο Μελετών – Πολιτικής και Δημοκρατίας.
Τεκμηριωμένα από νομικής άποψης, ο κ. Αιμιλιανίδης στην 15λεπτη παρουσίαση του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ανέπτυξε σημαντικές πτυχές των εξουσιών του εκάστοτε ΠτΔ οι οποίες έχουν «εδραιωθεί», κατά κάποιο τρόπο, ανεξάρτητα το τι προβλέπει το Σύνταγμα της χώρας.
Ο κ. Αιμιλιανίδης που ανέπτυξε το κεφάλαιο των εξουσιών του ΠτΔ στο κυπριακό Σύνταγμα και την ανάγκη των θεσμικών αντιβάρων, ήταν ιδιαίτερα σαφής.
Εξήγησε ότι με βάση το Σύνταγμα, είναι το Υπουργικό Συμβούλιο που έχει απεριόριστες εξουσίες και όχι ο ΠτΔ του οποίου οι εξουσίες, όπως σημείωσε, προσδιορίζονται εξαντλητικά στο Σύνταγμα.
Για να ενισχύσει τα νομικά του επιχειρήματα επί τούτου, ο καθηγητής αναφέρθηκε ιστορικά στις σχετικές πρόνοιες των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου και του εκάστοτε ΠτΔ όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα και οι οποίες, όπως επεσήμανε, ήταν και ο λόγος γιατί η εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε με οκτώ μήνες καθυστέρηση, αντί τον Φεβρουάριο του 1960, όταν δηλαδή είχαν υπογραφεί οι συμφωνίες Ζυρίχης.
Εξήγησε ο κ. Αιμιλιανίδης ότι οι διατάξεις σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία αποτέλεσαν τις πιο σημαντικές τροποποιήσεις των συμφωνιών της Ζυρίχης.
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης, πρόσθεσε, προέβλεπαν ουσιαστικά ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς να προβλέπεται ρητά ποιες θα ήταν οι διαφοροποιήσεις των εξουσιών που θα είχαν.
Οι μεν ελληνοκύπριοι, είπε, θεωρούσαν ότι Πρόεδρος του κράτους είναι ο Μακάριος και ο τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος του ο Φαζίλ Κουτσιούκ, υφιστάμενος του.
Οι τουρκοκύπριοι από την άλλη θεωρούσαν ότι η ΚΔ έχει έναν Πρόεδρο και έναν Αντιπρόεδρο με ίδιες εξουσίες.
Τη λύση, σύμφωνα με τον κ. Αιμιλιανίδη, έδωσε ο Θεμιστοκλής Τσάτσος έγκριτος νομικός, ο οποίος υπέδειξε ότι οι εξουσίες θα πρέπει να μεταφερθούν στο Υπουργικό Συμβούλιο και λιγότερο στον ΠτΔ και τον Αντιπρόεδρο.
Η πρόταση αυτή, κατά τον κ. Αιμιλιανίδη, έγινε αποδεκτή από την τουρκοκυπριακή πλευρά και ήταν, όπως τόνισε, η μεγαλύτερη επιτυχία για τους ελληνοκύπριους, διότι έτσι και αλλιώς με βάση το Σύναγμα την πλειοψηφία στο Υπουργικό την είχε η ελληνοκυπριακή πλευρά.
«Το ότι έρχεται ο νομοθέτης κάθε φορά και επεκτείνει αντισυνταγματικά, κατά την γνώμη μου, τις εξουσίες του ΠτΔ, δηλαδή να διορίζει τους υπουργούς, να διορίζει ανεξάρτητους αξιωματούχους, να δικαιούται να κάνει διάφορες θεσμικές παρεμβάσεις αντικαθιστώντας το Υπουργικό Συμβούλιο, είναι η μεγαλύτερη αντισυνταγματική στρέβλωση», επεσήμανε ο καθηγητής.
Ένα Υπουργικό με «yes persons»
Υποστήριξε ότι με βάση τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί, «λειτουργεί ένα Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από «yes persons» τους οποίους ο ΠτΔ διορίζει, τους παύει και μπορεί μάλιστα να τους δίνει και οδηγίες το τι θα πράττουν».
«Δεν είναι αυτή η λογική του Συντάγματος», πρόσθεσε.
«Η λογική του Συντάγματος του 1960, ήταν ότι διορίζονται προσωπικότητες ως υπουργοί ανεξάρτητα εάν τους διορίζει ο ΠτΔ, ώστε στην παύση τους ο Πρόεδρος να έχει πολιτικό κόστος».
Κατά την άποψη του κ. Αιμιλιανίδη, όταν ο ΠτΔ λειτουργεί προς αντικατάσταση των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως συμβαίνει κατ’ επανάληψη, τότε, όπως υπέδειξε, «έχουμε μη τήρηση του Συνταγματικού πλαισίου».
Η Βουλή αναδεικνύεται σε αντίβαρο
Ο κ. Αιμιλιανίδης αναφέρθηκε και στο ρόλο της Βουλής των Αντιπροσώπων ο οποίος, όπως σημείωσε, «αποτελεί ίσως ένα αντίβαρο στο όλο σύστημα κι αυτό γιατί τα μέλη του Σώματος δεν διορίζονται από τον ΠτΔ».
Είναι ευτύχημα, είπε, που στην προκειμένη περίπτωση, επειδή ο ΠτΔ δεν μπορεί να ελέγξει τη Βουλή διότι δεν διορίζει τα μέλη της, είναι υποχρεωμένος να κάνει συμβιβασμούς ώστε να περνά τα νομοσχέδια που ετοιμάζει η εκτελεστική εξουσία.
«Αυτή η λογική του συμβιβασμού είναι πολύ διαδεδομένη στο κυπριακό Σύνταγμα και στην κυπριακή πραγματικότητα και κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να την υποτιμούμε», παρατήρησε.
«Είναι όντως σημαντικό αντίβαρο η νομοθετική εξουσία και με βάση τη βιβλιογραφία η κυπριακή βουλή έχει ίσως το μεγαλύτερο αντίβαρο σε σχέση με κοινοβούλια άλλων χωρών», πρόσθεσε.
Η καινοφανής θεωρία του Ανώτατου Δικαστηρίου
Ο κ. Αιμιλιανίδης άγγιξε και τις εξουσίες του Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο, όπως επεσήμανε, έχει υιοθετήσει τα τελευταία 15 χρόνια μία καινοφανή θεωρία σε σχέση με τη διάκριση των εξουσιών για να κηρύττει, όπως ανέφερε, «αντισυνταγματικούς νόμους, κάτι το οποίο δεν προκύπτει από το Σύνταγμα και δεν έχει καμία λογική στον τρόπο εφαρμογής της».
«Αυτή η καινοφανής θεωρία του Ανώτατου συνεπάγεται ότι η Βουλή δεν θα πρέπει να έχει νομοθετική δουλειά», υποστήριξε και τόνισε:
«Λυπάμαι, παρά πολύ, αυτό συνεπάγεται με στρέβλωση του πολιτεύματος».
Σε ότι αφορά το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, ο κ. Αιμιλιανίδης είπε ότι αυτό συστάθηκε για να διορίζει μέλη στα ΔΣ των ημικρατικών οργανισμών, ενώ θα μπορούσε, όπως υπέδειξε, «να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο εάν είχε το δικαίωμα να επιλέγει τους ανεξάρτητους αξιωματούχους του κράτους».
Η πρόκληση της μεταρρύθμισης του θεσμού του Γ. Εισαγγελέα
Ο Xρήστος Κληρίδης, νομικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Frederic, αναφέρθηκε στην παρουσίαση του στην πρόκληση της μεταρρύθμισης του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα
Εξέφρασε την άποψη ότι για τη βελτίωση και την αναθεώρηση του Συντάγματος, οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελούν δύσκολο εμπόδιο με τη νέα νομολογία η οποία καθιερώθηκε και σύμφωνα με την οποία διατηρεί το δικαίωμα να κηρύσσει αντισυνταγματικούς νόμους για τροποποίηση του Συντάγματος.
Ο κ. Κληρίδης εξέφρασε την άποψη ότι αυτή η νομολογία θα πρέπει να εφαρμόζεται περιορισμένα και ανέπτυξε τις θέσεις και απόψεις του σε ότι αφορά στον Γενικό Εισαγγελέα και στην ανάγκη μεταρρύθμισης του θεσμού.
Ο ΓΕ, είπε, είναι ο άρχων των αναστολών ποινικών διώξεων στην Κύπρο. Είναι αυτός που αποφασίζει ποιους και πότε θα προσάψει ή όχι κατηγορία ή να διακόψει οποιαδήποτε σχετική διαδικασία.
Παράλληλα, όπως σημείωσε, είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του ΠτΔ και των υπουργών σύμφωνα με το άρθρο 113 του Συντάγματος.
Υποστήριξε ότι ο ΓΕ έχει υπερεξουσίες εκ του Συντάγματος, μέχρι σε βαθμό να προχωρά σε κατάσχεση εφημερίδων και πρόσθεσε:
«Έχει το δικαίωμα να προχωρά μετά από ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για να κηρύξει τον ΠτΔ ανίκανο. Έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε ποινική δίωξη του ΠτΔ για εσχάτη προδοσία μετά από ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων και για αδικήματα ηθικής αισχρότητας, ενώ έχει και την εξουσία να προχωρά και σε παύση δικαστών του Ανωτάτου».
Κατά τον κ. Κληρίδη, οι Συνταγματικές εξουσίες του ΓΕ δεν σταματούν εδώ καθώς, όπως σημείωσε, έχει το δικαίωμα προσφυγής στο Ανώτατο για διάφορες υποθέσεις.
Πέραν αυτών, είπε, η νομοθεσία έχει δώσει πολλές εξουσίες στον ΓΕ καθώς πολλά αδικήματα για να μπορέσουν να παρουσιαστούν στο δικαστήριο απαιτείται η άδεια του ΓΕ, ενώ έχει και το δικαίωμα να διορίζει ποινικούς ανακριτές.
Εξέφρασε την άποψη ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να τροποποιηθεί το Σύνταγμα σε ότι αφορά το σκέλος των εξουσιών του ΓΕ με την έγκριση των 2/3 των μελών της Βουλής.
Το μόνο πρόβλημα που υπάρχει, είπε, είναι η τροποποίηση του άρθρου 112 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί το διορισμό του ΓΕ και του ΒΓΕ.
Ο Χρ. Κληρίδης έκανε στη συνέχεια των αναφορών του, λόγο και για σύγκρουση εξουσιών του ΓΕ.
«Δεν μπορεί ο ΓΕ να είναι νομικός σύμβουλος του κράτους και την ίδια ώρα να έχει το συνταγματικό δικαίωμα να προχωρά σε ποινικές διώξεις εναντίον μελών του Υπουργικού Συμβουλίου ή να προσφύγει εναντίον τους», παρατήρησε.
«Αυτή είναι μία αντίφαση με τα νομικά θέσμια», υποστήριξε.
Ο κ. Κληρίδης, επικαλέστηκε σχετική απόφαση που λήφθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και αφορά στο διαχωρισμό εξουσιών του ΓΕ της χώρας.
Κατά τον ισχυρισμό του κ. Κληρίδη, ο ΓΕ στην Κύπρο έχει υπερεξουσίες και ότι έχει διαπιστωθεί πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει πρόβλημα στην άσκηση των εξουσιών του σε συγκεκριμένους τομείς.
«Θεωρώ ότι επήλθε ο χρόνος να διαχωρίσουμε τις εξουσίες του ΓΕ, αυτές που αφορούν στο συνταγματικό του δικαίωμα να είναι δικηγόρος του κράτους, του ΠτΔ και των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και στο δικαίωμα του να προχωρά σε ποινικές διώξεις ακόμη και σε βάρος αξιωματούχων του κράτους», ανέφερε.
«Οι δύο αυτές εξουσίες του ΓΕ θα πρέπει να διαχωριστούν», υποστήριξε ο κ. Κληρίδης και ότι οι ποινικές διώξεις θα πρέπει να ανατεθούν σε ανεξάρτητο εισαγγελέα δημόσιων διώξεων, οι αποφάσεις του οποίου, όπως σημείωσε, να υπόκεινται σε προνομιακά εντάλματα, ώστε να υπάρχει πλήρης διαφάνεια.
Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε όπως συσταθεί πανεπιστημιακή ομάδα η οποία να εξετάσει σε βάθος το σχετικό αγγλικό και ιρλανδικό μοντέλο που είναι το πλησιέστερο στη φιλοσοφία του κοινού δικαίου που εφαρμόζεται στην Κύπρο.
Δεν έχει υπερεξουσίες ο Γενικός Ελεγκτής
Ερωτηθείς ο κ. Κληρίδης κατά πόσο αντίστοιχες «υπερεξουσίες» έχει και ο Γενικός Ελεγκτής και αν θα πρέπει να λειτουργήσει ένα συλλογικό σώμα εντός της ΕΥ για να ελέγχεται και ο ΓΕ απάντησε αρνητικά.
«Δεν έχει υπερεξουσίες ο Γεν. Ελεγκτής ανεξάρτητα εάν μας αρέσουν ή όχι κάποιες εκ των αποφάσεων του. Δεν έχει τις υπερεξουσίες που έχει περιγράψει κατά το Σύνταγμα του Γεν. Εισαγγελέα», παρατήρησε και πρόσθεσε ο ΓΕ ελέγχει τα οικονομικά και θα ήταν τεράστιο λάθος, υποστήριξε, να αφαιρεθούν εξουσίες από τον Γεν. Ελεγκτή.
Σημειώνεται ότι ο κ. Κληρίδης ήταν ένας εκ των τριών δικηγόρων που υπερασπίστηκαν τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη σε προσφυγή του γιατί η Βουλή πέρασε νόμο που χρησιμοποιούσε την ορολογία «Βοηθός Γενικός Ελεγκτής» και όχι «Βοηθός του Γενικού Ελεγκτή».
Διαφώνησε με Κληρίδη ο καθηγητής Κ. Τσιμάρας
Αντίθετη άποψη από τον κ. Κληρίδη κατέθεσε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιμάρας σε σχέση με τη θεσμική πρακτική του Ελεγκτικού Συμβουλίου εντός της ΕΥ, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά:
«Τα ελεγκτικά όργανα που ελέγχουν οικονομικά θέματα επιβάλλεται να ελέγχονται και τα ίδια. Δεν είναι τυχαίο που η ΕΕ για να ελέγχει τα οικονομικά της έχει συστήσει Ελεγκτικό Συμβούλιο».
Σημείωσε ο καθηγητής ότι όταν ένα σώμα καλείται να ελέγχει οικονομικής φύσεως θέματα θα ήταν πιο σοφό να πλαισιώνεται από ένα συμβούλιο που θα είναι περισσότεροι του ενός για να υπάρχουν και περισσότερες απόψεις να εκφραστούν».
Ο κ. Τσιμάρας είχε αναπτύξει προηγουμένως από το βήμα του συνεδρίου το ρόλο των ανεξάρτητων αρχών και το ποιος ελέγχει τους ελεγχόμενους.
Το δίκαιο της ανάγκης και η συνταγματική αναθεώρηση
Ενδιαφέρουσα σε πολλές πτυχές ήταν η παρουσίαση του Κώστα Παρασκευά, Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στο σκέλος του δικαίου της ανάγκης και η ανάγκη για συνταγματική αναθεώρηση.
Ο κ. Παρασκευά ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η αποχώρηση των τουρκοκυπρίων από τα συντεταγμένα όργανα της Δημοκρατίας μετά τα δραματικά γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1963, επέφερε τη ριζική ανατροπή της αρχιτεκτονικής του Συντάγματος του 1960 και είχε σοβαρό αντίκτυπο στο μηχανισμό των θεσμικών αντιβάρων που ήταν άρρηκτα συνυφασμένος με τον δικοινοτισμό.
Ο μηχανισμός αυτός, τόνισε, έχει θρυμματιστεί καταλείποντας ένα σημαντικό κενό στον τομέα των μηχανισμών ελέγχου για τους κυβερνώντες και τους θεσμούς.
Κατά την άποψη του κ. Παρασκευά ο κύπριος πολίτης από το 1964 υποβάλλεται καθημερινά σε μία μεγάλη θυσία.
«Ανέχεται δηλαδή τη λειτουργία του κράτους εκτός συνταγματικού πλαισίου και ενίοτε χωρίς την ύπαρξη θεσμικών αντιβάρων για τους κυβερνώντες στο όνομα της ανάγκης της λειτουργίας του κράτους», σημείωσε.
Παρατήρησε ότι μετά το 1964 η απουσία του θεσμικού αντιβάρου του τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου, δεν αποτελεί εμπόδιο για τον εκάστοτε ΠτΔ να υπερβεί το θεσμικό του ρόλο.
Βάζοντας κάτω το ερώτημα κατά πόσο κινδυνεύει το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας από την απουσία αντιβάρων ο κ. Παρασκευά ήταν καταφατικός. «Ναι κινδυνεύει», τόνισε.
Εξήγησε ότι όταν επικρατεί το προσωπικό στοιχείο στην άσκηση της εξουσίας καταλήγει ενίοτε να αποτελεί και το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής των προσώπων που καλούνται να εκπροσωπήσουν τους υπόλοιπος θεσμούς.
«Αυτό», πρόσθεσε, «έχει ως αποτέλεσμα οι θεσμοί αυτοί να οδηγούνται σταδιακά στη διάβρωση τους».
Ο κ. Παρασκευά αποκάλυψε ότι παρά τον αρχικό δισταγμό της ΕΚ κοινότητας για τροποποίηση του Συντάγματος στην απουσία των τουρκοκυπρίων, κατά τις τελευταίες δεκαετίες το Σύνταγμα έχει τροποποιηθεί 18 φορές, στη βάση του δικαίου της ανάγκης.
Εξέφρασε την άποψη ότι η ε/κ κοινότητα θα πρέπει να προβεί σε μία λεπτή στάθμιση και απαγκιστρωμένη από τις οποιεσδήποτε εμμονές, θα πρέπει να συζητήσει σοβαρά το ενδεχόμενο μετάβασης σε ένα σύγχρονο συνταγματικό πλαίσιο της ΚΔ στην απουσία της τ/κ κοινότητας.
Ωστόσο, όπως επεσήμανε, θα πρέπει η ΚΔ να έχει επίγνωση των ενδεχόμενων κινδύνων από τις πολιτικές συνέπειες μίας τέτοιας κίνησης με άλυτο το κυπριακό πρόβλημα.
Πηγή: stockwatch.com.cy