Έξι Προτάσεις για τη Δημοσιογραφία: Διεθνές Συνέδριο AMIRetreat2018
AMIRetreat2018: Ένας επίλογος κι ένας πρόλογος
Επαγγελματίες των Μέσων, Πανεπιστημιακοί, ανεξάρτητοι ερευνητές και μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί φοιτητές γέμισαν τις αίθουσες του Διεθνούς Συνεδρίου AMIRetreat2018 «Μέσα, Πόλις, Αγορά:–Δημοσιογραφία & Επικοινωνία στην Ψηφιακή εποχή» στις 27-29 Σεπτεμβρίου 2018, συνυπάρχοντας σε έναν εποικοδομητικό διάλογο για το παρόν και το μέλλον της δημοσιογραφίας.
Η διαρκής ανταλλαγή ερευνητικών και επαγγελματικών εμπειριών των τριών ημερών, οι εισηγήσεις και η συζήτηση που πυροδότησαν δημιούργησαν το εύφορο έδαφος για να μπορέσει το σώμα του Συνεδρίου να αποτυπώσει τους κοινούς τόπους και στόχους σε ένα ενιαίο κείμενο. Ένα κείμενο που έγινε κατ’ αρχάς αποδεκτό και που ελπίζουμε να αποτελέσει βάση για μια νέα μεγάλη, γόνιμη συζήτηση που θα αφορά τα Μέσα της εποχής και τη λειτουργία των δημοσιογράφων, χωρίς παρωπίδες και ευχολόγια.
Παραθέτουμε το κείμενο με τις προτάσεις μας στο τέλος του κειμένου και προτρέπουμε σε ελεύθερη διακίνηση, κριτική προσέγγιση και νέα κατάθεση ιδεών:
Συναντηθήκαμε σε μία εποχή που οι αλλαγές στην τεχνολογία επηρεάζουν τη δημοσιογραφία περισσότερο από ποτέ. Μάλιστα, στην εποχή των αλγορίθμων, η ταχύτητα των αλλαγών δεν δείχνει να έχει ορατό τέλος, αποδιαρθρώνοντας διαρκώς ό,τι έμεινε από τους παλιούς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι παραγωγοί περιεχομένου περιέρχονται σε ολοένα και δυσμενέστερη θέση. Ενώ, από την άλλη, το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι εγγενές και αξεπέραστο εμπόδιο για την εμφάνιση βιώσιμων μοντέλων για μια άλλη δημοσιογραφία. Συνεπώς, η ανοιχτή συζήτηση και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου όσων εργάζονται στα Μέσα Ενημέρωσης, σε μια εποχή με τους δεδομένους περιορισμούς του καπιταλισμού στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, είναι αναγκαίοι όροι για τη διάσωση και εμβάθυνση της ενημέρωσης.
Πολλαπλή κρίση
H σημερινή κρίση στα Μέσα Ενημέρωσης της Ελλάδας δεν προκύπτει μονάχα ως αποτέλεσμα της μετάβασης στο νέο επικοινωνιακό μοντέλο, αλλά και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της αλλαγής του επιχειρηματικού μοντέλου εξ αυτής. Στη διπλή αυτή κρίση ήρθε να προστεθεί ο στιγματισμός των δημοσιογράφων από μια κοινωνία σε παρακμή που τους χρέωνε – πολλές φορές όχι αδίκως – την κατάρρευση των αξιών. Μια κοινωνία που αμφισβητεί διαρκώς την αξιοπιστία τους.
Με δεδομένο ότι οι εξελίξεις στις νέες τεχνολογίες καθιστούν αναπόφευκτη την προσαρμογή στις αλλαγές, η ιδιοκτησία των Μέσων Ενημέρωσης σκόπιμο θα ήταν να αναλάβει το κόστος εκμάθησης των νέων τεχνολογιών από τους επαγγελματίες και της εξοικείωσής τους μαζί τους.
Στο σημερινό τοπίο των ραγδαίων αλλαγών αυξάνεται η σημασία της επιστημονικής έρευνας και της προαγωγής του μηντιακού αλφαβητισμού της κοινωνίας, ως εργαλείου που θα εκσυγχρονίσει και θα βαθύνει τα κριτήρια των αναγνωστών. Για ένα αναγνωστικό κοινό που θα γίνει κριτής της παρεχόμενης ενημέρωσης. Και φορέας απομόνωσης των τακτικών που χειραγωγούν.
Αντικρουόμενα συμφέροντα
Βέβαια, η υλοποίηση των παραπάνω προτάσεων δεν θα είναι εύκολη. Στη δημοσιογραφία υπάρχουν και λειτουργούν διαφορετικά και αντικρουόμενα συμφέροντα που ορίζονται στη βάση των διαφορετικών αποδοχών, σχέσεων εργασίας και θέσης στην αλυσίδα παραγωγής των ειδήσεων. Απορρέουν, κατά συνέπεια, διαφορετικές προσλήψεις και οράματα για τη δημοσιογραφία.
Το μοντέλο οργάνωσης των Μέσων και το σημερινό επιχειρηματικό μοντέλο ορίζονται από δύο παράγοντες: 1. Η αγορά συνεχώς μεταβάλλεται, βρίσκεται υπό συνεχή διαμόρφωση σε ευθεία αναλογία με την ταχύτητα που εξελίσσεται η τεχνολογία και αλλάζουν οι κώδικες των ΜΚΔ. Άρα, αυτό που αποτελεί σήμερα βιώσιμο μοντέλο, αύριο ενδεχομένως να είναι επισφαλές, ακόμη και να μην υφίσταται. 2. Ο κύκλος εργασιών των ψηφιακών Μέσων δεν επαρκεί για να υποστηρίξει οικονομικά τη λειτουργία μηντιακών ομίλων, με τον τρόπο που γινόταν στην εποχή της κυριαρχίας του έντυπου τύπου.
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από την είσοδο στον χώρο των ΜΜΕ επιχειρηματιών που είναι ξένοι με τις εκδοτικές δραστηριότητες, με στόχο την αποκόμιση εύκολων κερδών και πολιτικής επιρροής͘ πρακτικής που λειτούργησε σε βάρος της ποιότητας της δημοσιογραφίας και συνέβαλε στην αποξένωσή της από την κοινωνία.
Η καθηγήτρια του ΑΚΠΚΥ Σοφία Ιορδανίδου
Ποιοτικές θέσεις εργασίας για ποιοτική δημοσιογραφία
Όπως αποδεικνύεται και από τη σχετική βιβλιογραφία που συζητήσαμε στο Συνέδριο, οι επικρατήσαντες όροι εργασίας και αμοιβής αποτελούν εμπόδιο για την ανάπτυξη της δημοσιογραφίας. Δεν εννοείται ποιοτική δημοσιογραφία χωρίς ποιοτικές θέσεις εργασίας, ειδικά στις ιστοσελίδες που έχουν εξελιχθεί σε γαλέρες της σύγχρονης δημοσιογραφίας, με μισθούς 300 – 400 ευρώ, συχνά παράτυπες εργασιακές σχέσεις, και εξαντλητικά ωράρια μονότονης εργασίας που θυμίζουν όσο ποτέ άλλοτε τον Φορντισμό. Ο ιντερνετικός συντάκτης πιέζεται ασφυκτικά να κάνει πάρα πολλές αναρτήσεις την ώρα, επιλεγμένες χωρίς κριτήριο, χωρίς διασταύρωση, αλιευμένες συνήθως από το ανταγωνιστικό site.
Εκτός αυτών, το γεγονός ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί που συνδέονται με την ενημέρωση έχουν το κέντρο δράσης στις ΗΠΑ, οξύνει τις ανισότητες και ευνοεί τη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις απόψεις που κατατίθενται
Έτσι, οι ψευδείς ειδήσεις και η επιδίωξη του εντυπωσιασμού είναι ασφαλώς φαινόμενα που οξύνθηκαν στους καιρούς των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, όμως προϋπήρχαν αυτών. Θα πρέπει να τονίσουμε ακόμη ότι είναι ένα φαινόμενο που οξύνεται από την εμπορευματοποίηση του ίντερνετ. Απορρύθμιση και αυτορρύθμιση απέτυχαν να διασφαλίσουν το επάγγελμα και να αποτρέψουν τη σημερινή του απαξίωση. Η μαζικότητα των ΜΚΔ εργαλειοποιήθηκε από όσους επιδιώκουν την επικοινωνιακή διαχείριση της πληροφορίας και εκεί βρίσκεται το κίνητρο που δημιουργεί τα fake news. Επομένως, οφείλουμε να δώσουμε ξανά στην ενημέρωση την έννοια ενός σύγχρονου δημοκρατικού δικαιώματος που θα κατοχυρώνεται και θεσμικά.
Εκτός αυτών, αποτελεί κοινωνική ανάγκη ο αποχαρακτηρισμός κρατικών εγγράφων και πηγών για να διευκολυνθεί η δημοσιογραφική και ακαδημαϊκή έρευνα, ταυτόχρονα με την παύση διώξεων σε όλους τους ανθρώπους που έβαλαν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να μοιράσουν πληροφορίες που θα συμβάλουν στην κοινωνική πρόοδο. Τα παραπάνω μέτρα θα πρέπει να συνοδευθούν και από άλλες κινήσεις. Όπως, για παράδειγμα, το να ενισχυθούν οι πλατφόρμες και τα αποθετήρια που θα συγκεντρώνουν και θα ταξινομούν υλικό προς αξιοποίηση (άρθρα, ομιλίες, κ.λπ.).
Δεν έχουμε βέβαια αυταπάτες για κάποια καθαρή Αντικειμενικότητα, όχι μόνο στην κάλυψη αλλά ούτε και στην επιλογή του θέματος, ούτε καν στον τίτλο. Δεν πιστεύουμε βέβαια σε κάποια αφήγηση που θα υποστήριζε ότι αυτή η απόλυτη Αντικειμενικότητα κάποτε υπήρχε και σήμερα, ξαφνικά, χάνεται.
Διαφάνεια, πλουραλισμός, αντικειμενικότητα
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι εγκαταλείπεται η προσπάθεια για δημοκρατική διαχείριση των ροών ενημέρωσης. Χρειάζεται διαφάνεια στις προσωπικές τοποθετήσεις, πλουραλισμός και αναλογική εκπροσώπηση όλων των αντιλήψεων που σέβονται τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Η ύπαρξη «Συνηγόρου στα Μέσα Ενημέρωσης» θα ήταν μία σημαντική κίνηση για την τήρηση του σεβασμού στις αρχές της δεοντολογίας (έλεγχος, διασταύρωσης είδησης, παράθεση αντίθετης γνώμης, κ.λπ.).
Εν κατακλείδι, για εμάς η επαγγελματική δημοσιογραφία δεν είναι μια σφαίρα αποκομμένη από το περιβάλλον της. Η προαγωγή της και η συμβολή στην εγκυρότητα του επαγγέλματος μπορεί να πραγματοποιηθεί και να προωθείται διαρκώς εντός τριών ομόκεντρων κύκλων. Ο «σκληρός πυρήνας» της επαγγελματικής δημοσιογραφίας σε οργανική σύνδεση με έναν δεύτερο κύκλο, πανεπιστημιακών ειδικών κ.ά., καθώς και σε διαρκή αλληλεπίδραση με τον εξωτερικό κύκλο της αναδυόμενης «δημοσιογραφίας των πολιτών».
Για μία δημοσιογραφία που εφαρμόζει την πραγματική δημοκρατία στη Δημόσια Σφαίρα.
ΕΞΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Αν προεκτείναμε τη συζήτηση του Media, Polis, Agora σε συγκεκριμένες προτάσεις για να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση, αυτές θα ήταν οι εξής:
• Ιδιαίτερα σημαντικό να προχωρήσει ο «Γραμματισμός στα Μέσα» ή media literacy. Δηλαδή η ενίσχυση της κριτικής ικανότητας – ήδη από το σχολείο – όσων έρχονται σε επαφή με την ενημέρωση. Μόνος τρόπος να αποκρουσθεί η εισβολή των fake news στη δημόσια ζωή.
• Οι όροι απασχόλησης των σημερινών δημοσιογράφων, με τις χαμηλές αμοιβές κι ακόμη περισσότερο την υπερεντατικοποίηση της απασχόλησης, δεν προσκρούουν απλώς στην εργασιακή νομοθεσία. Δημιουργώντας αλλοτρίωση, καταστρέφουν το ίδιο το «προϊόν» των Μέσων. Συνδυασμός νομικής και συλλογικής πίεσης στις επιχειρήσεις Μέσων Ενημέρωσης, μπορεί να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της ζημιάς που προκαλείται.
• Όλο και μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης σήμερα αξίας καταλήγει στους «μεγάλους του Διαδικτύου». Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο, όμως μόνον αν ένα μέρος αυτής της αξίας – μέσω φορολόγησης ή άλλης αντίστοιχης διαδικασίας – ανακατευθυνθεί στην ενίσχυση της ποιότητας, θα υπάρξει αντίστοιχο «αύριο» στη δημοσιογραφική παραγωγή.
• Η συνεχής τεχνολογική μεταβολή υποχρεώνει σε συνεχή βελτίωση της κατάρτισης όλων των δραστηριοποιούμενων στον χώρο των media. Οι επιχειρήσεις Μέσων Ενημέρωσης οφείλουν να επωμισθούν το κόστος αυτής της συνεχούς προσαρμογής.
• Η αναζήτηση, από μεμονωμένους δημοσιογράφους ή μικρές ομάδες, πρότυπων μορφών δραστηριοποίησης αξίζει να ενισχύεται. Είτε με πόρους από κοινωφελή ιδρύματα ή/και κονδύλια καινοτομίας, είτε με μορφές crowdfunding, είτε σε λογική crowdsourcing (δηλαδή είτε με συλλογή πόρων από το κοινό, είτε με από κοινού οργανωμένη δραστηριοποίηση ενδιαφερομένων).
• Η συνεργασία της ακαδημαϊκής έρευνας με τον εργασιακό χώρο των δημοσιογράφων μπορεί να δημιουργήσει χρήσιμες συνέργειες. Η ενίσχυση πλατφορμών συγκέντρωσης και κωδικοποίησης υλικού, «ανοιχτού» προς αξιοποίηση, θα συμβάλει στην ποιότητα.
• Η καθιέρωση στο εσωτερικό των – μεγάλων τουλάχιστον – Μέσων Ενημέρωσης ενός θεσμού «Συνηγόρου του Μέσου», που θα λειτουργούσε κυρίως υπέρ του αναγνώστη, θα ήταν σημαντική κίνηση σεβασμού στις αρχές της δεοντολογίας (διασταύρωση των ειδήσεων, παράθεση αντίθετης γνώμης κλπ.)