Έτσι ηττήθηκε ο πατριωτισμός από τα προσωπικά συμφέροντα
Του Σενέρ Λεβέντ*
Ρώτησα έναν φίλο μου, ο οποίος ζει στον νότο: «Υπάρχουν πολλοί Ελληνοκύπριοι που θέλουν να επιστρέψουν στο Βαρώσι κάτω από τουρκική διοίκηση;» «Πολλοί», είπε. Άρα δεν φοβούνται όπως παλιά να ζήσουν στα κατεχόμενα εδάφη. Λέω όπως παλιά, επειδή κάποτε φοβόντουσαν. Εκπλήσσονταν ακόμα και για το πώς ζούμε εμείς εδώ. Θυμάμαι τι συζητήσαμε εκείνο βράδυ στο Χίλτον στις αρχές της δεκαετίας του 1980 που συμμετείχαμε κατόπιν ομαδικής πρόσκλησης. Με είχαν ρωτήσει το εξής οι Ελληνοκύπριοι δημοσιογράφοι φίλοι με τους οποίους καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι: «Πού μένεις;»
Είχα εκπλαγεί πολύ με αυτή την ερώτηση. Άρα, δεν ήξεραν απολύτως τίποτα. Δεν είχαν καθόλου ιδέα για τη ζωή στην κατεχόμενη περιοχή. Νόμιζαν ότι όλοι ζούσαμε κάτω από αυστηρό στρατιωτικό έλεγχο και ότι μας ερευνούσε ο στρατός σε κάθε σοκάκι. Και δεν ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι εκείνοι που μου υπέβαλαν αυτή την ερώτηση. Ήταν δημοσιογράφοι. Ήμασταν στον πρωτοχρονιάτικο χορό που διοργάνωσε η Ένωση Συντακτών. Πώς γίνεται να μην αντιλαμβάνονταν καθόλου τη ζωή στον βορρά. Τι είδους προπαγάνδας προϊόν ήταν αυτό. Ήξερα ότι όταν κοίμιζαν τα παιδιά στα πρώτα χρόνια μετά το 1974 τα φόβιζαν για να κοιμηθούν λέγοντας «κοιμήσου, αλλιώς θα έρθουν οι Τούρκοι στρατιώτες», αλλά για να πω την αλήθεια αυτό δεν το ήξερα.
Είχα πει ότι δεν θα επέστρεφα, αν ήμουν Βαρωσιώτης. Ναι δεν θα επέστρεφα. Δεν θα γίνω όργανο στην προπαγάνδα που παρουσιάζει δικαιολογημένη την κατοχή της τουρκικής πλευράς. Επιπλέον αν επιστρέψω, θα αδικήσω τους άλλους πρόσφυγες οι οποίοι δεν μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους στις άλλες περιοχές. Κατά τη γνώμη μου, απέτυχε από την αρχή κιόλας η ελληνοκυπριακή πλευρά στον αγώνα της κατά του κατακτητή. Αμφιταλαντεύτηκε πολύ. Κάθισε στο τραπέζι με την τουρκική πλευρά, αφότου ξεπέρασε το σοκ των πρώτων χρόνων. Ο πρώτος όρος της για να καθίσει στο τραπέζι έπρεπε να ήταν η απόσυρση του κατοχικού στρατού και η άμεση επιστροφή του Βαρωσιού. Η ελληνοκυπριακή ήταν η πλευρά που πάντα έχανε στο τραπέζι από την αρχή μέχρι σήμερα. Η Τουρκία πρώτα επέβαλε την ομοσπονδία στον Μακάριο και δεν μπόρεσε να πάρει απολύτως τίποτα σε αντάλλαγμα. Κακόμαθε τόσο πολύ η Τουρκία η οποία απέκτησε στρατιωτική υπεροχή στο νησί και κατέκτησε σχεδόν το μισό και προχώρησε ακόμα περισσότερο τα βήματά της. Ανακήρυξε χωριστό κράτος στον βορρά. Άρχισε να μην της αρέσει η ομοσπονδία και να μιλά για συνομοσπονδία. Όταν δέχτηκαν ακόμα ένα πλήγμα οι Ελληνοκύπριοι με το σχέδιο Ανάν, υπήρξε μια πλήρης σαστιμάρα στον νότο. Πάρα πολλοί, έχοντας το «κόμπλεξ της ενοχής», απέφευγαν ακόμα και να αναφέρονται στη λέξη «κατοχή». Άρχισαν να κοροϊδεύουν όσους έλεγαν «δεν ξεχνώ». Αυτές οι υποθέσεις έφτασαν μέχρι και το αγκάλιασμα μερικών Ελληνοκυπρίων πολιτικών με αξιωματούχους της Τουρκίας. Στο τέλος, η τουρκική πλευρά εγκατέλειψε και τη συνομοσπονδία. Άρχισε να συζητά για δύο κράτη, δηλαδή να ζητά ευθέως διχοτόμηση. Πλέον αυτή η αλυσίδα θα φτάσει μέχρι την προσάρτηση.
Πώς έγιναν όλα αυτά; Μήπως εξαιτίας των ξένων δυνάμεων οι οποίες έκαναν τα στραβά μάτια στην κατοχή στο νησί; Όχι, δεν είναι μόνο εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Πιο πολύ αυτό οφείλεται στην ήττα του πατριωτισμού από τα προσωπικά συμφέροντα. Γιατί να μην θέλουν να επιστρέψουν οι Βαρωσιώτες όταν βλέπουν τους ψευτοπατριώτες;
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “ΠΟΛΙΤΗΣ”