Επιβίωση και αμφισημία: Η ιστορία της Λωζάννης
Του Μπρους Κλαρκ*
Το σωτήριον έτος 2023 ήταν σαν τρενάκι του τρόμου για τους ορθόδοξους χριστιανούς της Τουρκίας. Στις 15 Αυγούστου, καθώς φαίνεται, ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα τελέσει μια συναισθηματικά φορτισμένη λειτουργία στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά – η άδεια δόθηκε στις 24 Ιουλίου έπειτα από αναφορά, τέσσερις ημέρες νωρίτερα, ότι είχε απορριφθεί. Οι φετινοί εορτασμοί του Πάσχα στο νησί καταγωγής του Πατριάρχη, την Ιμβρο, έφεραν επίσης εκπλήξεις. Την τελευταία στιγμή επετράπη στον Ελληνα τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια να συμμετάσχει μαζί με τον Παναγιώτατο στην επιτάφια λιτανεία στα απόκρημνα, βροχερά σοκάκια ενός ορεινού χωριού. Η επαναλειτουργία του εγκαταλελειμμένου αεροδρομίου του νησιού για την άφιξη του αεροσκάφους του υπουργού ήταν μια απροσδόκητη παραχώρηση έπειτα από μια περίοδο σφοδρής έντασης τις διμερείς σχέσεις.
Και κάθε τέτοια χειρονομία, μικρή ή μεγάλη, μελετάται προσεκτικά λόγω της φετινής επετείου της Συνθήκης της Λωζάννης. Για τους Ελληνες, η Συνθήκη συνδέεται κυρίως με την ανταλλαγή πληθυσμών, η οποία επιβεβαίωσε την εκδίωξη από την Τουρκία τουλάχιστον 1,3 εκατομμυρίων ανθρώπων και θεωρητικά εγγυήθηκε τα δικαιώματα όσων παρέμειναν. Η Συνθήκη καθιέρωσε επίσης μια εδαφική διευθέτηση η οποία, αν και επώδυνη, θεωρήθηκε από την Αθήνα ως βάση για την ειρήνη.
Στη συλλογική μνήμη της πολιτικής τάξης της Τουρκίας οι συνειρμοί που προκαλεί η λέξη «Λωζάννη» είναι διαφορετικοί. Το πνεύμα της Λωζάννης συνοψίζεται σε μία μόνον λέξη: κυριαρχία. Ο λόρδος Κέρζον, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών που προήδρευε της Διάσκεψης της Λωζάννης, είπε στον εκπρόσωπο της Τουρκίας Ισμέτ Πασά: «Επαναλαμβάνετε το ίδιο τροπάριο μέρα με τη μέρα μέχρι να το βαρεθούμε – κυριαρχία, κυριαρχία, κυριαρχία…». Ο Κέρζον είχε δίκιο. Ο Ισμέτ έκανε παραχωρήσεις σε άλλους τομείς (π.χ. για την ιρακινή Μοσούλη), αρκεί να ελαχιστοποιούσε το δικαίωμα των ξένων να επηρεάζουν τις εσωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας. Από τα μεγαλύτερα κέρδη της Λωζάννης, από τουρκικής σκοπιάς, ήταν η κατάργηση των συνθηκολογήσεων, βάσει των οποίων οι Δυτικοί απολάμβαναν εξαιρέσεις από το οθωμανικό δίκαιο. Χάρη στη Συνθήκη, μια αδύναμη αυτοκρατορία –που εκφοβιζόταν διαρκώς από ισχυρότερες– μετατράπηκε σε ένα σαφώς καθορισμένο έθνος-κράτος, του οποίου οι αφέντες θα είχαν ελεύθερα τα χέρια να εμπλακούν σε ένα σκληρό πρόγραμμα οικοδόμησης του έθνους.
Από αυτή την άποψη ο Ισμέτ δεν πέτυχε πλήρως τους διακηρυγμένους στόχους του. Τα άρθρα 38 έως 44 της Συνθήκης της Λωζάννης υποχρεώνουν την Τουρκία να σέβεται τα θρησκευτικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά δικαιώματα των μη μουσουλμάνων. Oμως, αυτές οι υποχρεώσεις –που τηρήθηκαν πολύ σπασμωδικά– έμοιαζαν πιθανόν με μικρή παραχώρηση σε σύγκριση με τη βαθιά ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στις υποθέσεις των οθωμανών χριστιανών τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Και η ανταλλαγή πληθυσμών εξασφάλιζε ότι οι μη μουσουλμανικές μειονότητες θα αποτελούσαν ένα ελάχιστο τμήμα του πληθυσμού. Oσον αφορά τους μουσουλμάνους πολίτες της Τουρκίας, η Λωζάννη έδωσε στους άρχοντες της δημοκρατίας απόλυτη ελευθερία κινήσεων, ώστε να επιβάλουν πολιτιστική ομοιομορφία.
Κατά μία έννοια, η Λωζάννη ενσάρκωσε την ιδέα του σαφώς καθορισμένου, ομογενοποιημένου έθνους-κράτους, που πολλές χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, επεδίωκαν να δημιουργήσουν μετά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτόν τον βαθμό, η τουρκική μνήμη της Λωζάννης έχει κάποια βάση στην ιστορική πραγματικότητα.
Το αξιοσημείωτο με τη Συνθήκη είναι ότι επέζησε τόσων πολλών ανατροπών στην παγκόσμια Ιστορία. Τη δεσπόζουσα έμφαση της Λωζάννης για κυριαρχία με σχεδόν οποιοδήποτε κόστος, σε συνδυασμό με συμφωνημένα σύνορα και σχετική ελευθερία στις εσωτερικές υποθέσεις, διαδέχθηκαν πολλές διαφορετικές τάσεις στη διπλωματία.
Τα ιδρυτικά κείμενα των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαίωσαν τις αρχές της αυτοάμυνας, της εδαφικής ακεραιότητας και της μη επίθεσης. Ταυτόχρονα, αλλά υποκριτικά, οι υπογράφοντες τη Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αποδέχθηκαν την υποχρέωση να σέβονται τους πολίτες τους – και να μην τους απελαύνουν. Αν και στην πράξη υπήρξαν πολύ περισσότερες μαζικές απελάσεις, η ιδέα μιας επίσημα επιβεβλημένης ανταλλαγής πληθυσμών κατέστη αδύνατη με την υιοθέτηση της Χάρτας. Ωστόσο, στο Αιγαίο, η ανταλλαγή ήταν τετελεσμένο γεγονός.
Στη συλλογική μνήμη της πολιτικής τάξης της Τουρκίας, οι συνειρμοί που προκαλεί η λέξη «Λωζάννη» είναι διαφορετικοί. Το πνεύμα της Λωζάννης συνοψίζεται σε μία μόνον λέξη: κυριαρχία.
Μέσω θεσμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, ομάδες χωρών αποδέχθηκαν στη συνέχεια ένα πιο επίσημο δικαίωμα αξιολόγησης των μεταξύ τους επιδόσεων όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό οδήγησε σε αμήχανες στιγμές για την με βάση τη Λωζάννη Τουρκική Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των επιπλήξεων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά το πνεύμα και το γράμμα της Συνθήκης της Λωζάννης επιβίωσαν σε γενικές γραμμές.
Ο τροχός γύρισε και πάλι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με την εμφάνιση του διεκδικητικού φιλελεύθερου διεθνισμού: την πεποίθηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία και το κράτος δικαίου μπορούν να εξαπλωθούν σχεδόν παντού, χάρη σε ένα μείγμα κινήτρων και απειλών. Αυτό οδήγησε σε μια περίοδο αισιοδοξίας ότι η Τουρκία θα κέρδιζε την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Eνωση και θα έλυνε όλες τις διαφορές με την Ελλάδα, προχωρώντας στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούσαν οι Βρυξέλλες. Η αποδοχή των απαιτήσεων της Ε.Ε. θα σήμαινε την παραίτηση από την «κυριαρχία» που απαιτούσε ο Ισμέτ – και για λίγο φάνηκε ότι η σύγχρονη Τουρκία ήταν πρόθυμη να κάνει αυτή τη θυσία.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά τη Λωζάννη, η περίοδος της φιλελεύθερης αυτοπεποίθησης φαίνεται να έχει τελειώσει για τα καλά. Η ανερχόμενη τάση στις παγκόσμιες υποθέσεις είναι η αντίδραση ενάντια στον φιλελεύθερο διεθνισμό, που καθοδηγείται από την Αμερική, μια τάση που έχει οδηγήσει σε κάποιους περίεργους συνασπισμούς – συνδέοντας τη Ρωσία, την Κίνα, τις ισλαμικές χώρες και τμήματα του παγκόσμιου Νότου.
Η αντίδραση της Τουρκίας υπήρξε βαθιά αμφίσημη. Η εγκάρδια σχέση μεταξύ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Βλαντιμίρ Πούτιν, εν μέσω πλούσιας αντιφιλελεύθερης ρητορικής, είναι μια έκφανση του νέου Zeitgeist. Αντανακλά αμυδρά τη σοβιετοτουρκική συναντίληψη που στήριζε την εμπιστοσύνη του Ισμέτ στη Λωζάννη.
Oμως η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ ή το Συμβούλιο της Ευρώπης. Eχει χαράξει έναν κομβικό ρόλο στη διπλωματία, που αφορά την Ουκρανία και έχει κερδίσει ένα περιθώριο ελιγμών, που κανένα άλλο μέλος του ΝΑΤΟ δεν απολαμβάνει. Ωστόσο, καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν ισοδυναμεί (ακόμη) με αποκήρυξη της Λωζάννης, οι βασικές αρχές της οποίας –στην τουρκική μνήμη– συνίστανται στην εδαφική αυτοσυγκράτηση με αντάλλαγμα την ελευθερία δράσης στο εσωτερικό.
Επιστρέφουμε, για λίγο, στο Πατριαρχείο. Για τους Eλληνες, η αξιοπρεπής μεταχείριση αυτού του θεσμού είναι απλώς η ελάχιστη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Τουρκίας βάσει της Λωζάννης να σέβεται τις μειονότητες. Για τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό, η αλλοπρόσαλλη μεταχείριση του Πατριάρχη υποδηλώνει το αντίθετο: ότι οι αποφάσεις για τις δραστηριότητες των θρησκευτικών ιδρυμάτων στο εσωτερικό της Τουρκίας πρέπει να λαμβάνονται από την Τουρκία και μόνον.
Iσως ένα από τα μυστικά της επιβίωσης της Συνθήκης είναι το γεγονός ότι το πνεύμα της έχει ερμηνευθεί τόσο διαφορετικά σε κάθε πλευρά του Αιγαίου. Αυτή η διαφορά είναι επικίνδυνη, αλλά ένας κόσμος χωρίς τη Λωζάννη θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνος.
Ο κ. Μπρους Κλαρκ είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας. /Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: kathimerini.gr