Επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, για ορθή απόφαση και ως προς τον τύπο της και ως προς την ποινή για τα μέλη της Αδελφότητας.
Και μετά, μία αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη στον θεσμό της εκκλησιαστικής δικαιοσύνηςγια την απλοποίηση της διαδικασίας και την επαναφορά του ίδιου του θεσμού στον πνευματικό και όχι στον τιμωρητικό ρόλο του.
Του Δρ. Αναστάσιου Βαβούσκου
Δικηγόρου
Άρχοντα Ασηκρήτη της Μ.τ.Χ.Ε.*
Στις 20 Νοεμβρίου 2024 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, λειτουργώντας ως δικαστήριο, εξέδωσε την απόφαση της για τα τρία από τα πέντε μέλη της Αδελφότητας της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ.
Θα ήθελα επ’ αυτής να κάνω ορισμένες διαπιστώσεις επιστημονικής φύσεως, οι οποίες συνέχονται άμεσα με την πληρότητα της και συνεπώς την εγκυρότητα της αποφάσεως.
Λάθος πρώτο: Η απόφαση δεν έχει αριθμό.
θα μου πείτε, είναι τόσο σημαντική η έλλειψη αριθμού; Και θα σας απαντήσω: θα καταλαβαίνατε, αν κάποιος είναι κληρικός, εάν δεν φορούσε ράσα; Όχι βεβαίως.
Στον θεσμό της απονομής δικαιοσύνης παγκοσμίως, είτε αυτή απονέμεται από δικαστικά όργανα είτε από πειθαρχικά όργανα, δεν νοείται να εκδοθεί απόφαση χωρίς αρίθμηση. Συνεπώς, η μη αρίθμηση της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, όσο και αν φαντάζει απλό θέμα, είναι θεμελιώδης έλλειψη.
Λάθος δεύτερο: Η απόφαση έχει τίτλο
Όπως όλοι θα παρατηρήσατε, καθώς θα διαβάζατε το κείμενο της αποφάσεως στην επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Κύπρου, η απόφαση φέρει τον τίτλο: «Απόφασις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου εις την ασκηθείσαν έφεσιν κατά της αποφάσεως του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου».
Αυτό που οφείλω να ξεκαθαρίσω, ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι αποφάσεις δικαστικών ή πειθαρχικών οργάνων δεν έχουν τίτλο, διότι δεν είναι ούτε βιβλία, ούτε εκθέσεις ιδεών. Είναι αποφάσεις, που επιλύουν διαφορές. Και γι’ αυτό τον λόγο, έχουν αριθμό, όχι τίτλο.
Λάθος τρίτο: Η σύνθεση του Δικαστηρίου
Στην αρχή του κειμένου της, η απόφαση αυτή τονίζει: «Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου (βάσει των σχετικών προνοιών του Καταστατικού Χάρτη Αυτής)». Το ερώτημα είναι, κατά πόσον αληθεύει η δήλωση αυτή. Θα το δούμε αμέσως.
Κατά το άρθρο 79 Δ του Καταστατικού Χάρτη, και ειδικότερα την παράγραφο 1, όταν η Ιερά Σύνοδος εξετάζει ως Εφετείο τις αποφάσεις του Πενταμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου (σωστά διαβάσατε, όχι Εξαμελούς αλλά Πενταμελούς), τότε στη σύνθεση της δεν μετέχουν όσοι συμμετείχαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Άρα, με απλά μαθηματικά, από τους Αρχιερείς της Ιεράς Συνόδου εξαιρούνται μόνον οι έξι Αρχιερείς του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου. Άρα, κατά τον Καταστατικό Χάρτη θα έπρεπε να δικάσουν ως εκκλησιαστικό Εφετείο έντεκα Αρχιερείς και όχι επτά (17 μέλη της Ιεράς Συνόδου – 6 μέλη του Εξαμελούς = 11 Αρχιερείς).
Τότε γιατί δίκασαν επτά; Ιδού το ερώτημα. Συνεπώς, δύο τινά συμβαίνουν:
- Είτε η Ιερά Σύνοδος δεν εφάρμοσε το άρθρο 79 Δ του Καταστατικού Χάρτη, οπότε έσφαλε.
- Είτε εφάρμοσε τον Καταστατικό Χάρτη, αλλά δεν αιτιολόγησε, βάσει ποιών άρθρων του Καταστατικού Χάρτη εξαιρέθηκαν από αυτήν δέκα Αρχιερείς και όχι μόνον έξι, όπως επιβάλλει ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης. Οπότε πάλι έσφαλε.
Λάθος τέταρτο: Η απόφαση εκδόθηκε την επόμενη μέρα
Βάσει των προνοιών του Καταστατικού Χάρτη (άρθρα 43 και 44 του Παραρτήματος) και των όσων ισχύουν παγκοσμίως για τα ποινικής ιδιοσυστασίας δικαστήρια, η απόφαση εκδίδεται αμέσως μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας. Εδώ, η ακροαματική διαδικασία άρχισε το πρωΐ της 19ης Νοεμβρίου 2024, τελείωσε νωρίς το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, αλλά η απόφαση εκδόθηκε την άλλη μέρα το πρωΐ.
Και τονίζω, ότι τελείωσε. Δεν διακόπηκε, για να συνεχισθεί την επομένη, οπότε και η απόφαση θα έβγαινε φυσιολογικά την επομένη, δηλαδή στις 20 Νοεμβρίου.
Ενέργεια, όχι μόνο εσφαλμένη αλλά και ασυνήθιστη.
Πέμπτο λάθος: Δεν αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως και γιατί απορρίφθηκαν.
Για την ιστορία του πράγματος, οι λόγοι εφέσεως ήταν οι εξής:
Α. Ο κατήγορος π. Βαρνάβας Χρυσάνθου ήταν και είναι αναξιόπιστος ως κατήγορος λόγω επιλήψιμου και επίμεμπτου βίου και συνεπώς όλες οι κατηγορίες υποχρεωτικώς απορρίπτονται.
Β. Μη τήρηση της διαδικασίας και μη απάντηση επί των 24 σχετικών ενστάσεων που κατατέθηκαν στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο και συνεπώς όλη η διαδικασία οδηγεί ξεκάθαρα σε μία μη δίκαιη δίκη.
Γ. Για θεμελίωση κανονικού παραπτώματος απαιτείται πράξη ή παράλειψη. Και στις δύο δίκες αποδείχθηκε, ότι δεν υπάρχει ούτε πράξη ούτε παράλειψη για κάποιο από τα παραπτώματα που κατηγορήθηκαν οι τρεις ιερομόναχοι και συνεπώς όλες οι κατηγορίες θα έπρεπε να απορριφθούν.
Δ. Απόρριψη των πολλών αιτημάτων των ιερομονάχων για ορισμό εκ μέρους τους εμπειρογνώμονα, ο οποίος σε συνεργασία με τον εμπειρογνώμονα του εκκλησιαστικού δικαστηρίου θα εξέταζε το οπτικοακουστικό υλικό.
Ε. Ύπαρξη, εν πάσει περιπτώσει, «εκκλησιαστικών προηγουμένων», όπου ενώ υπήρχαν αποδεδειγμένα τετελεσμένα κανονικά παραπτώματα (π.χ. περίπτωση πρώην Μητροπολίτη Κιτίου), τελικώς επιβλήθηκε ποινή αργίας και όχι καθαιρέσεως.
Έκτο λάθος: Δεν αναφέρονται τα κανονικά παραπτώματα, τα οποία οδήγησαν στην καταδίκη των ιερομονάχων, ούτε και οι κανόνες που τα θεμελιώνουν.
Θεμελιώδες συστατικό μίας καταδικαστικής αποφάσεως είναι η παράθεση των αδίκων πράξεων, που κρίθηκε ότι τελέστηκαν. Αυτή την βασική αρχή ακολούθησε στοιχειωδώς το Συνοδικό Δικαστήριο που έκρινε σε πρώτο βαθμό και παρέθεσε τα κανονικά παραπτώματα, που αυτό έκρινε, ότι τελέστηκαν. Από τα παραπτώματα αυτά αφαιρέθηκαν ορισμένα, για τα οποία οι τρεις ιερομόναχοι αθωώθηκαν.
Το Εκκλησιαστικό Εφετείο, όμως, αρκέστηκε στην ασαφή αναφορά: «διά τά εἰς ἅ ὑπέπεσαν κανονικά παραπτώματα», χωρίς να αναφέρει, ποια κανονικά παραπτώματα έκρινε, ότι διαπράξαμε. Αν και, τονίζω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα ανέφερε.
Έβδομο λάθος: Ενώ επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προστέθηκε και η ποινή της υποχρεωτικής εντάξεως των ιερομονάχων σε χωριστές ιερές μονές.
Η απόφαση του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου επέβαλε μόνο την ποινή της καθαιρέσεως, ενώ δέν έκανε καμία νύξη για το θέμα της υποχρεωτικής εντάξεως σε άλλο μοναστήρι. Όμως, όπως ελέχθη τότε στους τρεις ιερομονάχους, με την επιβολή της ποινής της καθαιρέσεως έληξε και η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και από κει και πέρα, το που θα εγκαταβιώσουν, ήταν θέμα εσωτερικών σχέσεων της Αδελφότητας με τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα.
Αφού λοιπόν, το Εκκλησιαστικό Εφετείο έκρινε, ότι θα έπρεπε να επικυρώσει την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, θα έπρεπε να επαναλάβει την ποινή της καθαιρέσεως και μόνον αυτή.
Παρά ταύτα, το Εκκλησιαστικό Εφετείο επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, μην επικυρώνοντας την ουσιαστικώς, αφού προσέθεσε και άλλη ποινή, αυτή της υποχρεωτικής εντάξεως σε συγκεκριμένη για τον κάθε μοναχό ιερά μονή.
Όγδοο λάθος: παράνομη επιβολή της ποινής της υποχρεωτικής εγκαταβιώσεως σε συγκεκριμένες ιερές μονές.
Όπως γνωρίζετε, ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής διέλυσε την ιερά μονή Οσίου Αββακούμ. Η διάλυση αυτή δεν έγινε σύμφωνα με την διαδικασία του Καταστατικού Χάρτη αλλά εν τοις πράγμασι και αντιθέτως προς τις διατάξεις του. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι, ότι εν τοις πράγμασι η μονή διαλύθηκε. Το γεγονός αυτό αποδέχθηκε και το Εκκλησιαστικό Εφετείο, όπως φαίνεται, και αποφάσισε την υποχρεωτική ένταξη των τριών μοναχών σε τρεις διαφορετικές ιερές μονές.
Εγώ κατ’ οικονομίαν, θα συμφωνήσω με το Εκκλησιαστικό Εφετείο, ότι η μονή διαλύθηκε νομίμως. Όμως, κατά τον Καταστατικό Χάρτη, όταν μία μονή διαλύεται, οι μοναχοί – πάντοτε κατά τον Καταστατικό Χάρτη – έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν αυτοί οι ίδιοι, σε ποιά μονή θα πάνε να μείνουν.
Εδώ συνέβη το εξής πρωτοφανές:
Το μεν Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο να μην τιμωρεί τους τρεις μοναχούς με την ποινή της υποχρεωτικής εντάξεως σε συγκεκριμένες ιερές μονές, αναγνωρίζοντας κατά πως φαίνεται εμμέσως πλην σαφώς, ότι η διάλυση της ιεράς μονής είναι παράνομη και ότι δεν υπάρχει η ποινή της υποχρεωτικής εντάξεως σε άλλη ιερά μονή. Γι’ αυτό, για το συγκεκριμένο ζήτημα, τους παρέπεμψε ανεπισήμως στον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, για να το λύσουν μεταξύ τους.
Το δε Εκκλησιαστικό Εφετείο όμως, αναγνωρίζει κατά πως φαίνεται, ως σύμφωνη με τον Καταστατικό Χάρτη την παράνομη διάλυση της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ από τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, αλλά δεν αναγνωρίζει το απορρέον από τον ίδιο Χάρτη σ’ αυτήν την περίπτωση δικαίωμα τους να επιλέξουν την Ιερά Μονή, που θα εγκαταβιώσουν. Και τους επέβαλε τελικώς την ανύπαρκτη αυτήν ποινή.
Με συγχωρείτε, αλλά εγώ δεν βλέπω πουθενά, ότι το Εκκλησιαστικό Εφετείο επεκύρωσε την απόφαση του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου. Εγώ βλέπω, ότι μάλλον την ανέτρεψε και μάλιστα με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο αλλά και λάθος τρόπο.
Ένατο λάθος: Παραβίαση του αναγνωρισμένου σκοπού της εφέσεως
Η έφεση, όπως παγκοσμίως αναγνωρίζεται έχει δύο σκοπούς, που ασκείται: Για να επανακριθεί η υπόθεση, απαγορευομένης της χειροτερεύσεως της θέσεως αυτού που την ασκεί. Με απλές λέξεις, όταν κάνεις έφεση, ζητάς να ξανακρίνουν την υπόθεση σου, χωρίς να κινδυνεύεις με νέα δεύτερη απόφαση, που θα είναι χειρότερη από την πρώτη.
Η Εκκλησία μάλιστα, βελτίωσε ακόμη περισσότερο αυτό το δόγμα με την Α΄ Οικουμενική σύνοδο. Η σύνοδος αυτή, που – ειρήσθω εν παρόδω – είναι η σύνοδος οδηγός για τις επόμενες Οικουμενικές και τοπικές συνόδους, με τον 5ο κανόνα της αποφάσισε, ότι η έφεση οδηγεί σε «φιλανθρωποτέραν ψῆφον», απαγορεύοντας μία δεύτερη απόφαση, η οποία θα είναι όχι μόνο χειρότερη αλλά ακόμα και ίδια με την πρώτη.
Όμως, το Εκκλησιαστικό Εφετείο παραγνωρίζοντας την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δεν αρκέστηκε μόνο στην επιβολή της καθαιρέσεως, που επέβαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Πρόσθεσε και άλλες δύο επιπλέον ποινές:
- Την ποινή της υποχρεωτικής εντάξεως των τριών μοναχών σε διαφορετικές ιερές μονές, που το ίδιο το Δικαστήριο καθόρισε.
- Την υπό αίρεσιν ποινή του αποσχηματισμού, εάν οι τρεις μοναχοί δεν αποδεχθούν την ανύπαρκτη και παρανόμως επιβληθείσα αυτή ποινή.
Κατ’ ουσίαν, το Εκκλησιαστικό Εφετείο όχι μόνο δεν έλαβε «φιλανθρωποτέραν» απόφαση σε σχέση με αυτήν του Εξαμελούς, όχι μόνο δεν έλαβε ίδια απόφαση με αυτήν του Εξαμελούς, αντιθέτως έλαβε χειρότερη, και μάλιστα δις χειρότερη, απόφαση από αυτήν του Εξαμελούς Δικαστηρίου.
Και επειδή θα βρεθεί τουλάχιστον ένας, ο οποίος θα υποστηρίξει, ότι το άρθρο 43, παράγραφος 4 ε΄ (Παράρτημα) του Καταστατικού Χάρτη επιτρέπει στο Εκκλησιαστικό Εφετείο, να επιβάλλει αυστηρότερη ποινή, εάν δεχθεί την έφεση κατά ποινής του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέα, εγώ θα ρωτήσω: Άσκησε ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελέας έφεση κατά της ποινής; Εγώ προσωπικώς δεν άκουσα τίποτε τέτοιο. Εσείς;
Δέκατο λάθος: Τα άλλα δύο μέλη της Αδελφότητας
Τα υπόλοιπα δύο μέλη της Αδελφότητας, ο π. Τιμόθεος και ο π. Ησαΐας αυτή την στιγμή:
- δεν έχουν δικασθεί, άρα είναι αθώοι
- έχουν διωχθεί παράνομα από το μοναστήρι τους
- δεν μπορούν να κυκλοφορούν όμως στον κόσμο, διότι πρέπει να ζούν σε μοναστήρι.
- ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής τους διέγραψε από το μοναχολόγιο της Μονής τους, χωρίς να τους ρωτήσει, σε ποια μονή θα πάνε.
- Απολυτήριο δεν μπορεί να τους δώσει, διότι τους διέγραψε αυθαιρέτως από το μοναστήρι, χωρίς να σκεφθεί ότι έτσι είναι απολελυμένοι και συνεπώς παράνομοι κατά τους ιερούς κανόνες.
- Απολυτήριο μπορεί να τους δώσει μόνο ο Ηγούμενος τους αλλά αυτός έχει παρανόμως παυθεί και διωχθεί και σταλεί σε άλλο μοναστήρι.
- Για να πάνε σε άλλο μοναστήρι, χρειάζεται απολυτήριο από τον Ηγούμενο τους.
Αποτέλεσμα, ούτε στο μοναστήρι τους μπορούν να γυρίσουν, ούτε σε άλλο μπορούν να πάνε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ποιός φταίει; Σίγουρα όχι οι ίδιοι.
Εν ολίγοις, η εκδοθείσα αυτή απόφαση, έχοντας όλα αυτά τα ελαττώματα, αποδεικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι η δίκη δεν έγινε όπως έπρεπε. Και όταν μία δίκη δεν γίνεται όπως πρέπει – τόσο ως προς την διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί όσο και ως προς τον τρόπο που κρίνεται η ουσία των κατηγοριών – τότε δεν έχουμε δίκαιη δίκη και συνεπώς δεν απονέμεται δικαιοσύνη. Ἀρα, στην υπόθεση της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ δεν απονεμήθηκε δικαιοσύνη.
Αυτή η διαπίστωση οφείλεται σε δύο αλληλοσυνδεόμενες διαπιστώσεις.
Η πρώτη διαπίστωση είναι η σύνθετη οργάνωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης στην Κύπρο.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι, ότι η υπηρέτηση αυτής της σύνθετης οργανώσεως απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις Κανονικού Δικαίου, Ποινικού Δικαίου και Ποινικής και Εκκλησιαστικής Δικονομίας.
Δυστυχώς, ενώ το πρώτο έγινε με τον νέο Καταστατικό Χάρτη, το δεύτερο δεν έγινε.
Το αποτέλεσμα είναι, να καλούνται οι επιφορτισμένοι με δικαστικά καθήκοντα Αρχιερείς να υπηρετήσουν ένα θεσμό, που είναι οργανωμένος με έναν τρόπο, που κείται εκτός και πέραν των γνωσιακών δυνατοτήτων τους αλλά και πέρων των ανθρωπίνων δυνάμεων τους.
Και αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός παράγει νομοκανονικές και σε μερικές περιπτώσεις αντίθετες προς την κοινή λογική αστοχίες, οι οποίες έγιναν σαφείς στην υπόθεση της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ. Και έγιναν σαφείς, διότι η Αδελφότητα ανέθεσε σε εμένα την υπεράσπιση της, ως έχοντος τις απαραίτητες γνώσεις Κανονικού Δικαίου και Εκκλησιαστικής Δικονομίας.
Εγώ, δε, σας διαβεβαιώνω – έχοντας τις ιδιότητες του κατώτερου κληρικού (Αναγνώστης της Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας) και του Άρχοντα Ασηκρήτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ότι ανέλαβα την Αδελφότητα, ώστε με τις γνώσεις μου να βοηθήσω, να μην φθάσουμε στην σημερινή κατάσταση. Και στη συνέχεια, ανέλαβα την υπεράσπιση της, επισημαίνοντας εγγράφως τα λάθη στην διαδικασία και τα αδιέξοδα, που αυτά δημιουργούσαν, ελπίζοντας, ότι θα αποφευχθεί ανά πάσα στιγμή η συνέχιση αυτής της ανύπαρκτης νομοκανονικώς υποθέσεως. Και όταν τον Μάϊο του 2024, η Ανακριτική Επιτροπή μου επιβεβαίωσε εγγράφως, ότι θα εκθέσω όλες τις ενστάσεις κατά την παράσταση μου στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο ως συνήγορος της Αδελφότητας, και πάλι είχα την κρυφή ελπίδα της αποφυγής των δικαστηρίων και των ακροατηρίων. Παρά ταύτα, το αποτέλεσμα ήταν να αποκλειστώ χωρίς λόγο από συνήγορος της Αδελφότητας. Και τονίζω «χωρίς λόγο», διότι η επαγγελματική και η επιστημονική μου αξιοπρέπεια δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να ασκήσω καθήκοντα, που ο ίδιος εγνώριζα, ότι δεν μπορώ να ασκήσω. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Και όταν υπάρχει η έγγραφη αναγνώρισή μου από την Ανακριτική Επιτροπή, τι χρείαν έχομεν μαρτύρων;
Είναι, λοιπόν, λίγο ή πολύ βέβαιο, ότι η σύνθετη οργάνωση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, χωρίς την δημιουργία του αναγκαίου υποβάθρου για την ορθή λειτουργία τους δημιούργησαν αυτήν την δυσάρεστη κατάσταση. Και για τους Αρχιερείς και για την Αδελφότητα και για τους πιστούς.
Χρειάζεται, λοιπόν, να γίνει ένα Format, ένα νέο ξεκίνημα. Τι εννοώ;
Μία επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, ώστε να εκδοθεί ορθή απόφαση και ως προς τον τύπο αυτής και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε για τα μέλη της Αδελφότητας.
Και μετά, μία αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη στον θεσμό της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, με σκοπό την απλοποίηση της διαδικασίας και την επαναφορά του ίδιου του θεσμού στον πνευματικό και όχι στον τιμωρητικό ρόλο του.
Εγώ, ήδη έχω εκφράσει τις απόψεις μου για το δεύτερο θέμα. Με το παρόν άρθρο εκφράζω τις απόψεις μου και για το πρώτο θέμα της διορθώσεως της αδικίας που έγινε κατά της Αδελφότητας.
Και είμαι, ειλικρινά, στην διάθεση του Μακαριωτάτου και των μελών της Ιεράς Συνόδου. Γιατί έτσι θα δοθούν και με ειλικρίνεια και οι αμοιβαίες εξηγήσεις, για τις ατυχείς παρεξηγήσεις που δημιουργήθηκαν, και οι οποίες οδήγησαν στην πολύ δυσάρεστη για μένα απαγόρευση εισόδου μου στην αυλή του Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου. Επ’ ωφελεία και της αδικηθείσης Αδελφότητας, της Εκκλησίας της Κύπρου αλλά κυρίως της ηρεμίας του χριστεπωνύμου λαού της Κύπρου.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ ΦΩΤΟ ΑΡΧEIOY