Ένταση στην Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την υπόθεση Γιολίτη
Την μήνιν της πλειοψηφίας των μελών της της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκάλεσαν η υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Έμιλυ Γιολίτη και ο Αρχηγός της Αστυνομίας, Στέλιου Παπαθεοδώρου, αναφορικά με τον χειρισμό από την Αστυνομία του παραπόνου της υπουργού για ένα parody account στο Τwitter.
Στη συνεδρίαση δατυπώθηκαν και επικρίσεις για την υπέρμετρη, σύμφωνα με τους βουλευτές , αντίδραση της Αστυνομίας στην εκδήλωση διαμαρτυρίας το περασμένο Σάββατο και υποδείχθηκε επιτακτικά στην υπουργό ότι πρέπει να παραιτηθεί. Ωστόσο, η ίδια επέμεινε να υποστηρίζει στην ορθότητα της θέσης της, δηλαδή ότι παράπονο, που υπεβλήθη γραπτώς, έγινε για προστασία των οικείων της και συγκεκριμένα του πατέρα της, αποκαλύπτοντας ότι η ίδια δέχθηκε απειλές για τη ζωή της, ενώ ο Στέλιος Παπαθεοδώρου παραδέχθηκε ότι η Αστυνομία προέβη σε λανθασμένο χειρισμό του παραπόνου. Σε ερώτηση, αν η Αστυνομία ζήτησε συμβουλή από τον Γενικό Εισαγγελέα προτού προχωρήσει, ο κ. Παπαθεοδώρου είπε ότι η Αστυνομία δεν ζήτησε την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να πηγαίναμε. Μακάρι να πηγαίναμε στον Γενικό Εισαγγελέα, μπορεί να ήταν διαφορετικές ο οδηγίες», ανέφερε.
Υπενθυμίζεται ότι η Αστυνομία είχε εξασφαλίσει ένταλμα έρευνας σε βάρος προσώπου από τη Λάρνακα με την πληροφορία ότι η ίδια διαχειριζόταν τον λογαριασμό παρωδία, ένα ένταλμα που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η υπουργός ανέγνωσε στην Επιτροπή την ακόλουθη δήλωση:
“Θα ήθελα καταρχάς να σας ευχαριστήσω που μου δίνετε την ευκαιρία να βρίσκομαι σήμερα εδώ ενώπιόν σας, ώστε να γίνει μια ειλικρινής συζήτηση, μακριά από οποιεσδήποτε σκοπιμότητες, και να μπορέσουμε να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Ευελπιστώ ότι θα γίνει μια πολιτισμένη συζήτηση, εντός των πλαισίων μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και δεν θα στήσουμε ένα λαϊκό δικαστήριο, όπως είδαμε να συμβαίνει στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης με ανυπόστατους και ψευδείς ισχυρισμούς.
Θέλω πρώτα και πριν από οτιδήποτε άλλο να ξεκαθαρίσω ότι σέβομαι απόλυτα την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης για τον κάθε άνθρωπο, ακόμα και εάν οι απόψεις που ακούγονται από την απέναντι πλευρά δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Η θέση μου αυτή είχε γίνει ξεκάθαρη και σε προηγούμενες περιπτώσεις, για τις οποίες, όπως πιθανόν να θυμάστε, είχα δεχτεί έντονη κριτική.
Αυτό που ευθαρσώς θέλω να τονίσω, είναι ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να εκφράζεται και να καταθέτει τη δική του θεώρηση για τον κόσμο, να αξιολογεί, να κρίνει και να κατακρίνει τον κοινωνικό και πολιτικό πυρήνα του περιβάλλοντός μας. Αυτό, εξάλλου, αποτελεί και την πεμπτουσία της Δημοκρατίας, αυτό αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όλων των πολιτικών και νομικών μανιφέστων που διαχρονικά συντέλεσαν στη θέσπιση και διασφάλιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Σε αυτό το πλαίσιο αδιαμφισβήτητα εντάσσεται και η σάτιρα, η οποία στην περίπτωση πολιτικών προσώπων είναι αναμενόμενη μπορώ να πω και ευπρόσδεκτη. Χρειαζόμαστε τη σάτιρα για να στηλιτεύει τα κακώς έχοντα, για να αναδεικνύει με ένα ανάλαφρο, αλλά εξίσου δηκτικό τρόπο, τις αδυναμίες του συστήματος αλλά και εμάς των ίδιων των πολιτικών. Τη χρειαζόμαστε γιατί δίνει την ευκαιρία σε κάθε πολιτικό για αυτό-αξιολόγηση, για ένα είδος πολιτικής ενδοσκόπησης, αν θέλετε, και προβληματισμού. Ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτή δεν εκπηγάζει από το αγνό ενδιαφέρον του δημιουργού της για τα κοινά, αλλά εκπορεύεται, σε λίγες όπως θέλω να πιστεύω περιπτώσεις, από άλλα συμφέροντα και προθέσεις.
Την ίδια στιγμή όμως, είναι εξίσου θεμελιώδες στοιχείο για τη δημοκρατία, να έχουμε την ωριμότητα να μπορούμε να ορίζουμε το πλαίσιο το οποίο θα εξυπηρετεί τους πιο πάνω σκοπούς, χωρίς να επεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, χωρίς να αγγίζει πτυχές της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του καθενός μας. Ιδιαίτερα πτυχές, οι οποίες ουδόλως σχετίζονται με την πολιτική μας ιδιότητα και τις οποίες σε καμία περίπτωση οι ίδιοι δεν έχουμε θέσει σε δημόσια θέα.
Πιστεύω πως όλοι συμφωνούμε πως τα πολιτικά πρόσωπα οφείλουν να είναι ιδιαίτερα ανεκτικά στην κριτική, τη σάτιρα, ακόμα και την προσβολή. Αναρωτιέμαι όμως πόσοι συμφωνούν ότι οφείλουν να παραμένουν ανεκτικοί και απαθείς όταν η κριτική και η σάτιρα απευθύνεται όχι σε αυτούς αλλά στους οικείους τους, τον πατέρα τους, τη μητέρα τους, τα παιδιά τους, άτομα που δεν επιζήτησαν ποτέ την δημοσιότητα και δεν θα έπρεπε να τους αφορά η έκθεση στη δημόσια σφαίρα. Υπάρχει κανείς στην κοινωνία μας που θα δεχόταν να εκθέτουν τον πατέρα και την μητέρα του ή τα ανήλικα και ενήλικα παιδιά του με φωτογραφίες και χλευαστικά σχόλια χωρίς να αντιδρά; Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα είχα υποβάλει το παράπονό μου στην Αστυνομία, όταν αντιλήφθηκα, με βάση το δικό μου κριτήριο, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό το πέπλο της σάτιρας, είχαν αρχίσει να θίγονται πρόσωπα του στενού οικογενειακού μου περιβάλλοντος και μάλιστα με φωτογραφία που δεν είχε δημοσιοποιηθεί ούτε από τους πρωταγωνιστές ούτε από τους οικείους τους. Θεωρώ επιβεβλημένο να μπορεί ο κάθε πολίτης να ασχοληθεί με τα κοινά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι γονείς και τα παιδιά του θα αποτελούν βορά σε δημόσιες συζητήσεις, χωρίς να δημιουργείται κίνδυνος διασάλευσης της οικογενειακής του γαλήνης.
Θα ήθελα, επίσης, να αναφέρω πως ο συγκεκριμένος λογαριασμός χρησιμοποίησε και φωτογραφίες της μητέρας μου, που ήταν μεν δημοσιευμένες, όμως θέλω να πιστεύω πως όλοι μας αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά να δημοσιεύονται από τον ίδιο τον χρήστη ή συγγενικό του πρόσωπο, με το να τις δημοσιοποιεί κάποιος τρίτος με στόχο να τις αλλοιώσει, να χλευάσει και να γράψει προσβλητικά σχόλια. Προσθέτω πως τόσο οι φωτογραφίες του πατέρα μου, όσο και της μητέρας μου κατέβηκαν από τον συγκεκριμένο λογαριασμό, όταν υποβλήθηκε το παράπονο.
Σημειώνω ότι το παράπονό μου έγινε υπό την ιδιότητά μου ως πολίτης μιας ευνομούμενης κοινωνίας, η οποία διαφυλάσσει αυτό το δικαίωμα στον κάθε ένα από εμάς, ασχέτως του πολιτικού του αξιώματος. Το παράπονό μου υποβλήθηκε αρχές Δεκεμβρίου και δηλώνω απερίφραστα ότι δεν έτυχα καμίας ενημέρωσης, δεν άσκησα καμία πίεση ούτε και έχω εμπλακεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία διερεύνησης που ακολούθησε.
Κατάχρηση εξουσίας θα ήταν αν εμπλεκόμουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διερεύνηση της υπόθεσης, εάν είχα παρέμβει στη διαδικασία που ακολούθησε η Αστυνομία, εάν είχα παρέμβει προς το επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας κάτι που φυσικά και δεν έγινε. Τόσο η διαδικασία που ακολούθησε η Αστυνομία, όσο και η διαδικασία που ακολουθήθηκε στο επαρχιακό Δικαστήριο είναι διαδικασίες που ακολουθούνται εδώ και χρόνια και όχι φυσικά από τη μέρα που ανέλαβα εγώ Υπουργός. Θεωρώ, επίσης, προσβλητικό τόσο για την Αστυνομία, όσο και για το Δικαστήριο να αμφισβητούνται διαδικασίες και αποφάσεις που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια.
Θέλω να επαναλάβω ότι πρόθεσή μου δεν είναι η δίωξη του προσώπου που διαχειρίζεται τον συγκεκριμένο λογαριασμό, και ούτε επιθυμώ τη συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας, ούτε και ήταν ποτέ πρόθεσή μου να διωχθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο. Εντούτοις, θεώρησα και θεωρώ υποχρέωσή μου να περιφρουρήσω τον ιερό θεσμό της οικογένειας και να διαφυλάξω αυτό το δικαίωμα για τον κάθε πολίτη ή πολιτικό.
Μου προκαλεί μάλιστα έντονη πικρία, πως ενώ στο παρελθόν πρόσωπα από όλο το πολιτικό φάσμα του τόπου, περιλαμβανομένων και αρχηγών κομμάτων, ακολούθησαν (ορθώς ξεκαθαρίζω), την ίδια διαδικασία χωρίς να υπάρξει θόρυβος και κατακραυγή, στην περίπτωσή μου έγινε ακριβώς το αντίθετο. Η Αστυνομία έχει όλα τα στοιχεία και αν κληθεί, είναι έτοιμη να τα καταθέσει ενώπιον της Βουλής. Επαναλαμβάνω πως η προστασία της οικογένειας θα έπρεπε και πρέπει να είναι απόλυτη, μακριά από κομματικά λάβαρα και συνθήματα.
Κλείνοντας, θέλω να υπογραμμίσω τον απόλυό μου σεβασμό στους θεσμούς του κράτους και τις δικαστικές αποφάσεις και να επαναλάβω πως απώτερός μου στόχος ουδέποτε υπήρξε η ποινική δίωξη συμπολίτη μου αλλά η υπεράσπιση της οικογένειάς μου”.
Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών, η κ. Γιολίτη είπε πως το παράπονο υπεβλήθη στην Αστυνομία στις 4 Δεκεμβρίου και ότι δεν άσκησε καμία πίεση και ούτε έχει εμπλακεί στη διαδικασία που ακολούθησε η Αστυνομία. Σημείωσε πως το ένταλμα εκδόθηκε στις 27 Δεκεμβρίου, προσθέτοντας ότι υπήρχαν περιπτώσεις που η Αστυνομία ενήργησε αυθημερόν σε περίπτωση καταγγελίας από άλλο πολιτικό αρχηγό.
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας κατέθεσε στην επιτροπή κατάλογο με καταγγελίες από 200 πρόσωπα ότι δέχθηκαν απειλές μέσω διαδικτύου, εκ των οποίων τα 50 προέρχονταν από πολιτικούς.
«Ενώ στο παρελθόν πρόσωπα από όλο το πολιτικό φάσμα του τόπου υπέβαλαν παράπονο, θέλω να δείτε πόσοι πολιτικοί υπέβαλαν παρόμοιο παράπονο και έγινε έρευνα, χωρίς να υπάρχει κατακραυγή, ενώ στη δική μου την περίπτωση συνέβη εντελώς το αντίθετο», είπε η κ. Γιολίτη, προσθέτοντας ότι υπάρχουν και πολιτικές σκοπιμότητες».
Στα δικές του τοποθετήσεις, ο Αρχηγός της Αστυνομίας είπε πως η εισήγηση της Αστυνομίας είναι όπως η υπόθεση αρχειοθετηθεί. «Είμαστε σε συνεννόηση με τη Νομική Υπηρεσία και δεδομένης της απόσυρσης του παραπόνου, αλλά και των δυσκολιών απόδειξης θα πάμε στη Νομική Υπηρεσία για να μην προχωρήσει», είπε προσθέτοντας ότι και ο Γενικός Εισαγγελέας είναι σύμφωνος.
Αναγνώρισε πως ήταν η πρώτη φορά που χειρίστηκε παράπονο από λογαριασμό παρωδία και σημείωσε ότι η ενέργεια της Αστυνομίας για εξασφάλιση εντάλματος έρευνας δεν έγινε καθ’ υπέρβαση εξουσίας.«Αν διαβάσει κάποιος την απόφαση του Ανωτάτου φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν αναφέρεται ότι η Αστυνομία ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, αλλά ότι έπρεπε η ανακρίτρια να γράψει τι ακριβώς έψαχνε η Αστυνομία», πρόσθεσε .
Εξάλλου, ο Ανδρέας Αναστασιάδης, υπεύθυνος υποδιεύθυνσης οικονομικού εγκλήματος, είπε πως η πληροφορία για τον διαχειριστή του λογαριασμού αξιολογήθηκε βάσει των δεδομένου που είχαν ενώπιον τους και ότι κρίθηκε ότι υπάρχει εύλογη αιτία.
Ο δικηγόρος και Πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Αχιλλέας Δημητριάδης είπε πως η καταγγελία της Υπουργού έγινε καθ’ υπέρβαση, διότι η εν λόγω ανάρτηση από τον λογαριασμό παρωδία στο Twitter δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, προσθέτοντας ότι το parody account δεν ήταν πλαστοπροσωπία, αλλά σάτιρα, που επιτρέπεται από τους κανονισμούς λειτουργίας του Twitter.
Αναφέρθηκε δε στον όρκο που δόθηκε κατά το αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας ότι έγιναν διάφορα σχόλια «κατά της πολιτικής ζωής του τόπου». «Πρόκειται για τεράστια επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης», είπε, προσθέτοντας ότι με την ακύρωση του εντάλματος επιδικάστηκαν έξοδα κατά της Δημοκρατίας και αναμένεται επιδίκαση αποζημιώσεων σε περίπτωση προσφυγής από τον παραπονούμενο. Οι αποζημιώσεις θα πληρωθούν, τις ευθύνες ποιος θα τις αναλάβει, διερωτήθηκε. «Η κ. Γιολίτη δεν μπορεί να καταγγέλλει στην Αστυνομία πράγματα που δεν είναι ποινικό αδίκημα. Αν η Υπουργός που έκανε την καταγγελία δεν το ξέρει, ανησυχώ ακόμη πιο πολύ», είπε.
Η βουλευτής του ΑΚΕΛ και εκ των βουλευτών που ενέγραψαν το θέμα, Σκεύη Κουκουμά , είπε απευθυνόμενη στην κ. Γιολίτη ότι «έχετε κάνει μια τεράστια γκάφα, την οποία θα κληθεί ο φορολογούμενος πολίτης να πληρώσει τις αποζημιώσεις».
«Δεν αισθανόμαστε πλέον ασφαλείς, δεν τολμούμε να έρθουμε να κάνουμε μια καταγγελία. Ούτε η Αστυνομία είναι υπηρέτης του όποιου πολιτικού προϊστάμενου, η Αστυνομία είναι υπηρέτης του πολίτη», είπε από την πλευρά της η βουλευτής του ΑΚΕΛ Ειρήνη Χαραλαμπίδου.
Εξάλλου, η βουλευτής του ΑΚΕΛ Ελένη Μαύρου χαρακτήρισε την κ. Γιολίτη ως “επικίνδυνη για τη Δημοκρατία”. «Δεν έχετε καταλάβει καν τι κάνατε, ότι η ενέργεια σας οδήγησε σε καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατάχρηση εξουσίας, θεσμικό εκφοβισμό και τούτο είναι επικίνδυνο για τη Δημοκρατία. Είσαστε επικίνδυνη για την δημοκρατία. Είναι εξοργιστικό είναι τρομακτικό το τι ζούμε», είπε.
Ο βουλευτής του ΔΗΚΟ Χρίστος Ορφανίδης ανέφερε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης άρχισαν με την καταγγελία της Υπουργού και συνεχίστηκαν με τη λανθασμένη – με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου – επιδρομή της Αστυνομίας και τις “ατεκμηρίωτες δικαιολογίες”, που ακούμε έκτοτε από την Υπουργό Δικαιοσύνης.
Αυτές όπως είπε, φανερώνουν κατάφωρη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός απλού πολίτη, στοχοποίηση ενός ανθρώπου και εκφοβισμό όσων ασκούν κριτική, ακόμα και αυτών που κάνουν σάτιρα. Επίσης, “έλλειμμα δημοκρατικής κουλτούρας και νοοτροπίας από πλευράς κυβέρνησης, κατάχρηση εξουσίας από πλευράς Υπουργού και προνομιακή μεταχείριση καταγγελίας από πλευράς Αστυνομίας, κατά παράβαση του Συντάγματος, του Νόμου αλλά και της αστυνομικής πρακτικής”, πρόσθεσε.
Ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Ηλίας Μυριάνθους ανέφερε ότι όταν είσαι δημόσιο πολιτικό πρόσωπο οφείλεις να δέχεται και να ανέχεσαι την οποιαδήποτε κριτική όσο σκληρή κι αν είναι. Πρόσθεσε ότι αν κάποιος δεν μπορεί να ανεχθεί την κριτική δεν πρέπει να εμπλέκεται στο δημόσιο βίο. Ο βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων Συνεργασία Πολιτών Γιώργος Περδίκης, ανέφερε ότι είναι προφανές ότι τόσο η Υπουργός όσο και η Αστυνομία έχουν υποπέσει σε σοβαρά σφάλματα, με αποτέλεσμα να έχουν παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα πολίτη, που δικαιολογημένα διαμαρτύρεται και διεκδικεί αποζημιώσεις, που θα πληρώσει ο φορολογούμενος.
Αιχμηρές παρατητήσεις έκανε και η βουλευτής του ΔΗΣΥ , Σάβια Ορφανίδη και η Ευανθία Σάββα του ΑΚΕΛ και η ανεξάρτητη Άννα Θεολόγου.
Η parody account, το πρόσωπο που απετέλεσε αντικείμενο της αστυνομικής έρευνας, είπε πως η Υπουργός «πρέπει να ντρέπεται», αφού «πήρε την Αστυνομία στο σπίτι κάποιου προσώπου και τώρα ηγείται της Αστυνομίας».
«Πραγματικά με θλίβει να λέει ότι θα το ξαναέκανε. Σημαίνει ότι είναι πλήρης κατάργηση της δημοκρατίας. Δεν τη θέλω την απολογία, θα ήθελα να έβλεπα ότι όλο αυτό άφησε ένα μάθημα», είπε και πρόσθεσε ότι δεν επιθυμεί για κανέναν να έρθει η Αστυνομία και να πάρει το κινητό του τηλέφωνο, το φορητό υπολογιστή και τα τάμπλετ των παιδιών της. Ζήτησε από την Αστυνομία να προσκομίσει τη μαρτυρία που την παρουσιάζει ως διαχειριστή του parody account.Απαντώντας σε σεχτική ερώτηση είπε ότι είναι διατεθειμένη να φθάσει μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Σε δηλώσεις μετά από τη συνεδρίαση η κ. Γιολίτη ανέφερε:«Κλήθηκα σήμερα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το θέμα του λογαριασμού στο twitter και τα όσα ακολούθησαν. Δυστυχώς το επίπεδο συζήτησης στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν ήταν αυτό που ανέμενα. Με διέκοψαν πάρα πολλές φορές και δεν νομίζω να ήθελαν να πάρουν απαντήσεις από εμένα. Ήταν ένα στημένο σκηνικό και το προεδρείο κάλεσε πολλές φορές σε τάξη. Πιστεύω ότι ήρθαν έτοιμοι για καυγάδες, λαϊκισμό και αποπροσανατολισμό».
Η υπουργός επανέλαβε ότι ποτέ δεν ήταν πρόθεση της να ταλαιπωρήσει οποιονδήποτε πολίτη, υποστηρίζοντας ότι μοναδικός της σκοπός ήταν να προστατεύσει την οικογένεια και τους οικείους της και πρόσθεσε «πιστεύω πως υπέβαλα ένα παράπονο με τον ίδιο τρόπο που θα το υπέβαλλε οποιοσδήποτε πολίτης, για τον οποίο αναρτούσαν φωτογραφίες των γονιών του στο διαδίκτυο. Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν είναι αυτές που πάντοτε ακολουθούνται σε παρόμοιες περιπτώσεις».
Ανέφερε ακόμη ότι «λόγω του γεγονότος ότι παρόμοιες καταγγελίες έγιναν από βουλευτές/βουλεύτριες και άλλα πολιτικά πρόσωπα, κάλεσα τους έντιμους βουλευτές, εάν επιθυμούν να αλλάξουν οι διαδικασίες, είτε για τα όρια που πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχουν, είτε για τη διαδικασία που ακολουθεί η Αστυνομία, να καταθέσουν τις εισηγήσεις και προτάσεις τους».
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων η υπουργός Δικαιοσύνης ανέφερε ότι εξασφαλίστηκε ένα ένταλμα έρευνας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο με τα στοιχεία που υπέβαλε η Αστυνομία, προσθέτοντας ότι το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε με τη μαρτυρία της Αστυνομίας και εξέδωσε το ένταλμα έρευνας.
«Εάν είναι ποινικό ή αστικό αδίκημα τοποθετήθηκε και η Επίτροπος Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ότι δηλαδή η παραβίαση τους είναι ποινικό ζήτημα. Για μία παρόμοια περίπτωση που αφορούσε λιβελλογράφημα εναντίον μου στο παρελθόν, ακολούθησα την αστική διαδικασία και η κατακραυγή ήταν η ίδια. Δεν πιστεύω η διαφορά να έγκειται στο αν ήταν αστική ή ποινική η διαδικασία που ακολούθησα. Πιστεύω πως ήταν μια στοχευμένη προσπάθεια σπίλωσης του ονόματος μου», ανέφερε.
Η κα Γιολίτη δήλωσε ότι η ίδια δεν έχει κανένα πρόβλημα να ζητήσει συγνώμη, «αλλά θα πρέπει να συμφωνήσουμε για ποιο πράγμα να απολογηθώ. Έκανα ένα παράπονο στην Αστυνομία και ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες που ακολουθούνται κάθε φορά. Δεν υπαινίσσομαι και δεν υποστηρίζω με οποιονδήποτε τρόπο ότι ορθά μπήκε η Αστυνομία στο σπίτι της συγκεκριμένης κυρίας. Άρα δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να απολογηθώ για κάτι. Δεν με ευχαριστεί ότι προκλήθηκε ταλαιπωρία σε συμπολίτη μου. Όμως αυτό δεν πιστεύω πως έχει οποιαδήποτε σχέση με δικές μου λανθασμένες ενέργειες για τις οποίες πρέπει να απολογηθώ».
Η Υπουργός Δικαιοσύνης ρωτήθηκε και για παρόμοιες καταγγελίες που υπέβαλαν πολιτικά πρόσωπα στο παρελθόν. Είπε ότι «υπάρχουν 50 καταγγελίες από πολιτικά πρόσωπα και οι υποθέσεις τους διερευνήθηκαν από την Αστυνομία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Για κάποιες από αυτές είτε εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας, είτε σύλληψης, είτε ζητήθηκε δικαστική συνδρομή από άλλες χώρες». Για την αναφορά της εντός της επιτροπής ότι δέχτηκε απειλές κατά της ζωής της είπε ότι «είμαι δέκτης απειλών και με προβληματίζει το πολύ τοξικό κλίμα, το οποίο υπάρχει και το οποίο βιώνω καθημερινά».
Η υπουργός ρωτήθηκε και για τα επεισόδια του περασμένου Σαββάτου στη Λευκωσία. Ανέφερε πως «οι εικόνες που είδαμε, προβλημάτισαν όλους, προβλημάτισαν σίγουρα και εμένα. Με ρώτησε στην επιτροπή η κα Ελένη Μαύρου, εάν κοιμήθηκα ήσυχα το Σάββατο βράδυ, όχι δεν κοιμήθηκα ήσυχα ούτε το βράδυ του Σαββάτου ούτε της Κυριακής. Διατάχθηκε έρευνα και οι υπαίτιοι θα λογοδοτήσουν. Επικοινώνησα με την κα Αναστασία Δημητριάδου και εύχομαι αυτή τη στιγμή, που υποβάλλεται σε επέμβαση για το μάτι της να πάνε όλα καλά».
Υποστήριξε ότι «σίγουρα δεν υπήρχαν οδηγίες για τέτοιου είδους καταστολή. Υπάρχει απαγόρευση στις διαδηλώσεις αλλά αυτό ουδόλως σημαίνει ότι πρέπει να αντιδρά με βία, δεν θα πω καν με υπέρμετρη βία. Η Αστυνομία δεν πρέπει να αντιδρά με βία».
Σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι “το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι” , απάντησε «σας διαβεβαιώ ότι αυτό δεν ισχύει». Τέλος , δήλωσε ότι “η παραίτηση της είναι καθημερινά στη διάθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας”.
Η πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, βουλευτής του ΔΗΣΥ, Μαριέλλα Αριστείδου, ανέφερε ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, υποδεικνύοντας ότι τα «πολιτικά πρόσωπα θα πρέπει να επιδεικνύουν περισσότερη ανοχή απέναντι στην κριτική από οποιανδήποτε άλλο πολίτη».