Εις μνημόσυνο αιώνιο

Εις μνημόσυνο αιώνιο

Του Δηµήτρη Δεµιρτζή*

 

Στις 10/9/2018, στη Γερµανία, όπου νοσηλευόταν, προπέµφθηκε στην αιωνιότητα ο Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουµενικού Πατριαρχείου κυρός Δοσίθεος (κατά κόσµον Χρήστος) Αναγνωστόπουλος, σε ηλικία 77 ετών, υποκύπτοντας στην επάρατη νόσο, µετά από ένα άνισο αγώνα, που έδωσε τα τελευταία δύο χρόνια. Κάθε φορά που παίρνουµε µια τέτοια δυσάρεστη είδηση για κάποιο οικείο ή φιλικό µας πρόσωπο (ανεξάρτητα από την ηλικία του, γιατί τ’ αγαπητά µας πρόσωπα δεν έχουν ηλικία), εµείς, «οι περιλειπόµενοι», λυπούµαστε, ανασύρουµε από το εικονοστάσι της ψυχής µας την εικόνα του, ενθυµούµαστε τη ζωή και τα πεπραγµένα του και φιλοσοφούµε για την ανθρώπινη ζωή: τι µένει πάνω στη σκηνή της γης µετά το τέλος της ιλαροτραγωδίας της ζωής του ανθρώπου, που υποδύεται το ρόλο του σεναρίου, που ο Θεός και ο ίδιος µε το αυτεξούσιό του έγραψαν; Η ανάµνηση της προσωπικότητας και των πεπραγµένων του εκλιπόντος, του οποίου η ζωή πάνω στη γη συνεχίζεται στη µνήµη µας. Η µνήµη είναι ζωή. Η λήθη, θάνατος. Τότε πεθαίνει το αγαπηµένο µας πρόσωπο, όταν το λησµονήσουµε. Κι ο π.Δοσίθεος θα ζει στη µνήµη µας. Η ζωή του, το έργο του, οι σκέψεις του, τα συναισθήµατά του, γενικά η εικόνα του, φτιαγµένη µε τα πιο ζωηρά και ανεξίτηλα χρώµατα….

Ο π. Δοσίθεος στον ιερό ναό Ευαγγελισμού Θεοτόκου στα Ταταύλα την ημέρα της ονομαστικής του εορτής , 13.8. 2017

Η ζωή και τα πεπραγµένα του

Γεννήθηκε στην Χαλκηδόνα της Πόλης, όπου τελείωσε την Αστική Σχολή και ακολούθως το εξατάξιο γυµνάσιο της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις, εισήχθη στη Φυσικοµαθηµατική Σχολή του Πανεπιστηµίου της Πόλης, παίρνοντας πτυχίο στον κλάδο της Βιολογίας. Λόγω του ότι τότε είχαν ανασταλεί οι διορισµοί Ρωµιών στα οµογενειακά σχολεία, αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως έφεδρος αξιωµατικός του τουρκικού στρατού, πήγε στη Γερµανία όπου έκανε περαιτέρω σπουδές. Έγινε ερευνητής και εργάστηκε στο τµήµα φαρµακολογικών ερευνών µιας φαρµακευτικής εταιρίας. Δηµοσίευσε 17 επιστηµονικές µελέτες και ασχολήθηκε µε τη λογοτεχνία. Έγραψε αξιόλογα ποιήµατα, καθώς και µια µνηµειώδη µυθιστορηµατική τετραλογία µε το γενικό τίτλο «Ρωµιοί της Πόλης», που είναι έντεχνα ψυχογραφήµατα µε τους ειδικούς τίτλους «Το Τέλος της Μπαλάντας», «Αναβολές και Κατήφοροι». «Όσοι έφυγαν και όσοι έµειναν» και «Το Παραθύρι του Βορριά». Τα δύο πρώτα µυθιστορήµατα εκδόθηκαν στην Πόλη από τον εκεί εκδοτικό οίκο «Ιστός». Σηµειωτέον ότι το «Αναβολές και Κατήφοροι» είναι το πρώτο µυθιστόρηµα στα ελληνικά από Ρωµιό συγγραφέα, που εκδόθηκε στην Πόλη ύστερα από 50 και πλέον χρόνια. Δυστυχώς, για κάποιους τεχνικούς λόγους, δεν πρόλαβε να γευθεί τη χαρά της έκδοσης του µυθιστορήµατος «Όσοι έφυγαν και Όσοι έµειναν».
Το 2003 επέστρεψε στην Πόλη, µαζί µε τη σύζυγό του, τη συµπολίτισσά του Κυριακή Αϊβάτοβλου (από την οποία απέκτησε δύο κόρες) και έγινε κληρικός, λαµβάνοντας από την Α.Θ.Π. τον Οικουµενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολοµαίο τον τιµητικό τίτλο του Πρωτοπρεσβύτερου. Διετέλεσε υπεύθυνος του Πατριαρχικού Γραφείου και του Γραφείου Τύπου του Οικουµενικού Πατριαρχείου, το οποίο αναβάθµισε, µε την ευταξία του, την ευφυΐα του, την πολυγλωσσία του και τη µέχρις αυτοθυσίας ευσυνειδησία του. Παράλληλα, διετέλεσε εφηµέριος του Ι. Ναού Ευαγγελισµός της Θεοτόκου στα Ταταύλα, ιερουργώντας και κηρύττοντας τακτικά το Θείο Λόγο. Ο χαρακτήρας του απλός, καταδεκτικός, προσέγγιζε µε γλυκύτητα και χαµόγελο τους συνανθρώπους του, χωρίς να κάνει διάκριση φύλου, εθνικότητας, θρησκείας, µορφωτικού επιπέδου, κοινωνικο-οικονοµικής τάξης… Μεγάλος µε τους µεγάλους, µικρός µε τους µικρούς. Δεν είχε κακία µέσα του, ακόµα και απέναντι εκείνων που επιχειρούσαν να τον βλάψουν, να τον µειώσουν, να υποτιµήσουν την αξία του. Δεν είχε ίχνος εκδικητικότητας, πάντα γαλήνιος, ακόµα και µέσα στη φουρτούνα της συµφοράς που ξαφνικά αντιλήφτηκε ότι ξέσπασε πάνω του µε την ύπουλη ασθένειά του. Ζούσε την αγωνία του µοιραίου τέλους µόνος του, µε αξιοπρέπεια, µε θάρρος, υποµονή, καρτερικότητα, «χωρίς των δειλών τα παρακάλια και παράπονα», όπως τονίζει ο ποιητής Κ. Καβάφης στο ποίηµά του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», τον οποίο υπεραγαπούσε. Είχε στον υπέρτατο βαθµό το συναίσθηµα της υπευθυνότητας και ήθελε, το συντοµότερο δυνατό, να φέρει σε πέρας το ανειληµµένο του έργο. Όχι µόνο το υπηρεσιακό, που ήταν κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικό, αλλά και «το άσχετο» γνωστών του προσώπων, που του ζητούσαν να τους εξυπηρετήσει. Δεν µπορούσε να πει «όχι» σε κανένα. Τον διέκρινε η µετριοφροσύνη, η σεµνότητα και η αυτογνωσία. Στους επαίνους δεν αλαζονευόταν, γιατί ήξερε ότι αυτοί συνήθως ξεφεύγουν από το µέτρο της αλήθειας. Εξέταζε σε βάθος την πραγµατικότητα, οι επιλογές του προέρχονταν από αυτή τη µελέτη, δεν ήταν επιπόλαιος και ανεδαφικός. Φιλοσοφούσε για όσα συµβαίνουν στο κόσµο και, κυρίως, στον άνθρωπο. Υπήρξε άριστος σύζυγος, πατέρας, ιερέας, κοινωνικός άνθρωπος, µε ανεκτίµητη επιστηµονική και λογοτεχνική προσφορά. Παρατίθεται επιλογή φιλοσοφικών σκέψεων, που διατυπώνονται από τους ήρωες των µυθιστορηµάτων του, στην πραγµατικότητα όµως που είναι και δικές του, όπως µου αποκάλυψε, ως συγγενικό και φιλικό του πρόσωπο:
• Έτσι όπως έχει η τάξη του κόσµου σήµερα, οι µικροί λαοί δεν έχουν το δικαίωµα να εξουσιάζουν τη µοίρα τους. Δεν εννοώ µόνο το λαό της Κύπρου, µα και τους Έλληνες και τους Τούρκους. Είµαστε πιόνια άλλων. Μανδαρίνοι, υποδυόµενοι τον κυρίαρχο λαό, που αποφασίζει τάχα, δηµοκρατικά κι ανεξάρτητα. Γελοίο λάβαρο ανεξαρτησίας, που στους µεν χρησιµεύει για σηµαία, στους δε για σκηνικό. Κι οι λαοί ταλαιπωρούνται χωρίς να µπορούν να διακρίνουν τα παρασκήνια, ενώ το χυµένο αίµα του φτωχού κααπατηµένου ωφελεί στην πραγµατοποίηση των σχεδίων του ισχυρού. Αυτή είναι η τάξη των πραγµάτων σήµερα. Κι αυτή ήταν πάντα. («Το Τέλος της Μπαλάντας»)

• Οι αρετές µε εθνικιστικά ερείσµατα είναι πάντα ψευδεπίγραφες. («Το Τέλος της Μπαλάντας»)

• Ραγιάς είναι αυτός που µπορεί να ξέρει να σκέφτεται, οφείλει όµως να υποδύεται τον υποδεέστερο σε όλα. Κουβαλάει, δηλαδή, στην καµπούρα του τον παντοδύναµο φόβο, που αναχαιτίζει κάθε ελεύθερη εκδήλωση. Είναι αυτός, που, για τον ίδιο λόγο, δεν τολµάει. Κι αν το κάνει κι αποτύχει, πράγµα διόλου απίθανο, σέρνει στον κατήφορο µαζί του µια ολόκληρη κοινωνία, που κι αυτή – ιδίως αυτήπληρώνει ακριβά το τόλµηµά του. («Το Τέλος της Μπαλάντας»)
• Πώς µπορεί να σου είναι συµπαθητική µια πολιτική που αποσκοπεί στο ξεσπίτωµα αµέτοχων ανθρώπων; («Αναβολές και Κατήφοροι»)
• Τεχνοκρατία: Αυτό είναι το παν στις µέρες µας. Και κάτω από τους πιο ευγενείς σκοπούς κρύβεται ο δυναµίτης της Τεχνοκρατίας. Ακόµη και στον ευρύτατο τοµέα προστασίας του περιβάλλοντος. Κι εκεί ακόµη κυβερνά η κερδοσκοπία της µεγάλης βιοµηχανίας. Αντί ν’ αγωνιστούµε να µετεκπαιδεύσουµε τον κοσµάκη, να παύσει να είναι θύµα της παράλογης κατανάλωσης, προσπαθούµε έµµεσα να τον πείσουµε να καταναλώνει ακόµη περισσότερα για να καταβάλλονται περισσότεροι φόροι κατανάλωσης…. («Αναβολές και Κατήφοροι»)
• Χριστιανός είναι αυτός που βλέπει στο συνάνθρωπό του, τον αδελφό, το σύντροφο στη δύσκολη πορεία κι ας φαίνεται αυτή ίσως ευκολότερη για τον δεύτερο. Ο χριστιανός γνωρίζει ότι ποτέ του δεν θα δυνηθεί να κατέχει απόλυτα την αλήθεια για τα κίνητρα του συνανθρώπου του, γι’ αυτό και αποφεύγει να κρίνει. Του οφείλει συµπαράσταση κι αυτός είναι ο θεµελιακός λόγος της ύπαρξής του. Κατά συνέπεια, χριστιανός δεν είναι αυτός που οµολογεί κάποιο δόγµα, γιατί τα δόγµατα είναι ανθρώπινα προϊόντα, που εξυπηρετούν εξουσιαστικά ένστικτα ορισµένων ανθρώπων. Ο Ναζωραίος δεν εξουσίασε, δεν υποδύθηκε ρόλο άρχοντα. Ο τρόπος µε τον οποίον αντιµετώπισε τους τρεις πειρασµούς του διαβόλου, είναι ο ακριβέστατος χαρακτηρισµός για τον Ιησού. Ίσως οι ηγέτες των σηµερινών εκκλησιών να έχουν υποκύψει στους πειρασµούς αυτούς, πράγµα που θα σήµαινε ότι µας κοροϊδεύουν, όταν σηκώνουν λάβαρα µε το µονόγραµµα του Ναζωραίου. Δεν είσαι χριστιανός, όταν πλένεις τα πόδια κάποιων καρδιναλίων, είσαι όµως αναµφίβολα χριστιανός, όταν, κατά το πρότυπο του Σαµαρείτη, πλένεις κακοφορµισµένες πληγές, περιποιείσαι κάποιον, που πάσχει από έιτζ….. («Αναβολές και Κατήφοροι»)
• Η απλή χαρά της καθηµερινότητας δεν είναι τίποτε άλλο από την αληθινή αιωνιότητα, που κρατά µερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου. («Αναβολές και Κατήφοροι»)
• Ο Θεός είναι η αγάπη και η αγάπη δεν δικάζει, δεν κρίνει, δεν καταστρέφει, αλλά προσφέρεται, συµφιλιώνει, σώζει, ανοικοδοµεί… Ο Θεός σου προσφέρει την αγάπη Του, σ’ αγαπά δηλαδή όπως είσαι. Δεν απαιτεί να διορθωθείς για να Τον πλησιάσεις. Ίσα-ίσα, το αντίθετο συµβαίνει. Τον πλησιάζεις, όπως είσαι και κοντά Του βελτιώνεσαι. Απελευθερώνεσαι βαθµηδόν. Ο Θεός είναι η κάθαρση, γιατί είναι ο µόνος που γνωρίζει τη βαθύτατη υφή της δυστυχίας σου. Σ’ αυτόν τον Θεό πιστεύω. («Αναβολές και Κατήφοροι»)
• Όσο περισσότερο ισχυρίζεται ότι είναι ανθρωπιστική µια ιδεολογία, τόσο πιο αχαλίνωτος εκδηλώνεται ο φανατισµός της. Η τυφλή πίστη στην ορθότητά της αρκεί για να την καταστήσει αιµοβόρα απέναντι σ’ όσους αρνούνται να την αποδεχθούν όπως είναι ή προσπαθούν να την αλλάξουν, να την εξελίξουν, να την επανορθώσουν ή ακόµα και να την απορρίψουν. Μήπως και η ίδια η Χριστιανοσύνη δεν κατεδίωξε στ’ όνοµά του Χριστού και της αγάπης του όσους αρνήθηκαν τον ευαγγελισµό της ή, ακόµη χειρότερα, όσους υπέθεσαν ότι δικαιούνταν να τον ερµηνεύσουν λίγο διαφορετικότερα από τα ισχύοντα δόγµατα; («Αναβολές και Κατήφοροι»).
Όσα γράφτηκαν για τον εκλιπόντα αποτελούν τη σκιά του ήλιου της πραγµατικότητας, το έκπαγλο φως του οποίου θα διαχέεται στη µνήµη µας. Ώσπου να γίνουµε κι εµείς µνήµη στην ψυχή των ζωντανών που µας αγαπάνε.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ” της Πόλης (9.10.2018)

Share this post