ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ (Η καταστροφή των Ψαρών)
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΩΝ 200 ΕΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
Και στην κόμη στεφάνη φορεί
Γινωμένο από λίγα χορτάρια
Πού ’χαν μείνει στην έρημη γή.
Διον. Σολωμός.
Σχολιασμός: Κώστα Γ. Τσιλιμαντού.
«Τούρκοι περάσαν, χαλασμός», διαλάλησε ο μεγαλόστομος Γάλλος ρομαντικός Βίκτωρ Ουγκώ καταθέτοντας και αυτός τη δική του εισφορά, ως ποιητής, στον υπέρ πάντων αγώνα των Ελλήνων.
Ο δικός μας ποιητής, που απεικόνησε στον Ύμνο του τον Πατριάρχη να αφήνει την κατάρα του σε όποιον μπορεί να πιάσει όπλο και δεν πολεμάει, είχε και τα περισσότερα δικαιολογητικά, και λόγω αμεσότητας, να ξεπεράσει σε καυστηριασμό τον Γάλλο ομότεχνό του. Εν τούτοις άλλους δρόμους διαλέγει.
Τα Ψαρά ρημάχτηκαν από κάθε τι το έμβιο. Μετά την εισβολή, την άνιση μάχη, τη σφαγή, τον εξανδραποδισμό, τους βιασμούς, δεν απόμεινε τίποτα στον τόπο από την καταστρεπτική ωμότητα του αντιπάλου, που να μη ξεπεράστηκε από την ανθρώπινη θηριωδία, εννοουμένην στην πιο ακραία της κλίμακα. Όμως εκεί στα πλάτη και βάθη της μεγάλης ψυχής του Σολωμού , που ως μαρτυρεί ο στίχος του
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
ακοίμητη δούλευε μια εστία τρικυμιώδους φωτιάς, όπου πράξεις και γεγονότα του βίου αποκαθαίρονταν από στοιχεία επικαιρότητας, προσμίξεις εμπάθειας, τρόπους μεροληψίας, αναχωνεύονταν και πλάθονταν σε μορφές καθαρότητας και σχήματα τελειωμένα, καταυγασμένα από νόημα και ουσία ζωής και τη συνακόλουθη παιδευτική ομορφιά της.
Οι ενδείξεις της καταστροφής –εκεί που ο άμεσος λόγος θα εσώρευε σελίδες επί σελίδων φρίκης -είναι όλες κι όλες η «ολόμαυρη ράχη», τα «λίγα χορτάρια» και η «έρημη γη», σοφά δοσμένες, ώστε από το έλασσον να νοείται το μέγιστον, κλασσικός τρόπος της ελληνικής ποίησης, βιωμένος εσωτερικά από τον ποιητή μας, που και αλλού μας έχει προϊδεάσει με το στίχο του.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Το ψηλότερο μέρος του νησιού , η ράχη του, κι αυτή ακόμη από το ολοκαύτωμα μαύρη, για να δειχτεί η ολοκληρωτική καταστροφή και να υποδηλωθεί συμβολικά το ύψος της υπέρτατης θυσίας.
Εμείς από την πλευρά μας, αντικρύζοντας την εικόνα, φανταζόμαστε ακόμη στο βάθος του ορίζοντα λίγα σημάδια καπνού, ως απόηχο του τραγικού ολοκαυτώματος.
Ενώπιόν μας όλα σιωπηλά, ερημιά, απόλυτη γαλήνη, ώρα απολογισμού και ώρα της μεγάλης ποίησης.
“Η Δόξα των Ψαρών”, έργο Νικολάου Γύζη
Και ιδού μία λευκή , αιθέρια ύπαρξη, άλλου κόσμου, που αποτελεί κοντράστ πάνω στη μαυρισμένη ράχη, βαδίζει αργά, σκεπτική «επί το μέγα ερείπιον», που θα ’λεγεν ο Κάλβος.
Όλη της η μέριμνα και σκέψη Της είναι δοσμένη στα «λαμπρά παλληκάρια» (πάλι εδώ δυο λέξεις, ένα επίθετο κι ένα ουσιαστικό, κατά το ίδιο προηγούμενο σχήμα, αντιστικτικά) στους ανυπέρβλητους αυτούς ήρωες, τους αποφασισμένους για ελευθερία ή θάνατο!
Και προσέξτε, καμιά άλλη κίνηση. Όλα ακινητούν, με μόνη κινούμενη τη Δόξα, εξωτερικά με βηματισμό, εσωτερικά να δίνεται όλη «ψυχή τε και διανοία» στους συλλογισμούς της («μελετά»).
Ως επισφράγισμα αυτών έρχεται ένα στεφάνι. Όχι από δάφνη, ούτε από μυρτιά. Η Δόξα άντλησε την ουσία της , την υπόστασή της , η Δόξα άντλησε τη δόξα της από ένα ταπεινό στεφάνι που φορεί στην κόμη της – πάλι εδώ το μέγιστο εκ του ελάσσονος- καμωμένο από τα λιγοστά χορτάρια που είχαν απομείνει στη γή του μαρτυρίου.
Ο προσωπικός εχθρός αφανίστηκε. Η νίκη της υλικής βίας μετατράπηκε σε δόξα και ηθικό μεγαλείο των μορφών που εμαρτύρησαν.
Δώρημα θείο η ποίηση ξεπέρασε σύνορα και έθνη, απόχτησε νόημα καθολικό και παγκοσμιότητα. Μέσα από τα σκότη και τη σκιά του θανάτου, απλωμένη στο νησί, ήρθε να προσφέρει τη δική της ζωή αθανασίας.
Έτσι δουλεύουν οι μεγάλες μορφές. Να μεταμορφώνουν το πάθος τους σε έργο, που να μπορεί να διαβαστεί και από εκείνους και από τους απογόνους εκείνων που πράξαν το κακό!
Και είναι αυτό, δια μέσου των αιώνων, το βαθύτερο αίτημα της Τέχνης, ιδιαίτερα της Ελληνικής, να δίνει νόημα στον κόσμο που ζούμε και να καταφάσκει τη ζωή.