Έφυγε πλήρης ημερών ο Βάσος Καραγιώργης, ο αρχαιολόγος που ανέσκαψε τα “σπλάχνα” της αρχαίας Σαλαμίνας

Έφυγε πλήρης ημερών ο Βάσος Καραγιώργης, ο αρχαιολόγος που ανέσκαψε τα “σπλάχνα” της αρχαίας Σαλαμίνας

“Στην Σαλαμίνα είμαστε οικοδεσπότες. Αυτό δεν σημαίνει εθνικισμό”.- Τελευταίο βιβλίο: «Με τον Όμηρο στις μέρες του κορωνοϊού». 

Απεβίωσε σήμερα , σε ηλικία 92 ετών ο κορυφαίος Κύπριος αρχαιολόγος , καθηγητής Βάσος Καραγιώργης, ο οποίος τον τελευταίο χρόνο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ο Βάσος Καραγιώργης πάει να συναντήσει την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του, Ζακλίν Καραγιώργη- Ζιράρ, η οποία ήταν ελληνίστρια συγγραφέας, ερευνήτρια και αρχαιολόγος. Επίσης, υπήρξε μια διαπρεπής καθηγήτρια και αρχαιολόγος διεθνούς εμβέλειας, με βαθιά κλασική ανθρωπιστική παιδεία. Παροιμιώδες ήταν το πάθος της για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, πράγμα που την οδήγησε στην έρευνα για την Αφροδίτη. Το 2015 αναγορεύτηκε επίτημη διδάκτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Απεβίωσε το 2018. 

Ο Βάσος και η Ζακλίν Καραγιώργη ( ΦΩΤΟ: Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας και το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου)

Σύμφωνα με πληροφορίες της ιστοσελίδας μας η κηδεία του Βάσου θα γίνει τη Δευτέρα, 27 Δεκεμβρίου, στις 14:00 στην εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Κοιμητήριο Λευκωσίας.

Ο Βάσος Καραγιώργης γεννήθηκε στο Τρίκωμο της Κύπρου στις 29/04/1929. Φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε αρχαιολογία στο University College  του Λονδίνου (1948-52). Το 1957 έλαβε Διδακτορικό Δίπλωμα (Ph.D.) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με τίτλο διατριβής: “Η Μυκηναϊκή κεραμική του ζωγραφικού ρυθμού”.

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως Βοηθός Έφορος του Κυπριακού Μουσείου το 1952 και το 1963 έγινε Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, θέση την οποία διατήρησε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1989.  Κατά τη διάρκεια της μακράς του καριέρας, διηύθυνε ανασκαφές στη Σαλαμίνα (Γυμνάσιο, Λουτρά, Θέατρο, Στάδιο, Αμφιθέατρο) (1952-1973), Νεκρόπολη Αχερά και Πεντάγυιας (1960), Νεκρόπολη Σαλαμίνας (1962-1967), Κίτιον (1962-1980), Μάα-Παλαιόκαστρο, Πύλα-Κοκκινόκρεμος (1979-1987 και 2010 -2011). 

 

Στην αρχαία Σαλαμίνα

ΦΩΤΟ: ΤΑΚ

Ο Βάσος Καραγιώργης έφερε στο φως ολόκληρο το κοίλο του θεάτρου της Αρχαίας Σαλαμίνας , ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της ανατολικής Μεσογείου με διάμετρο της ορχήστρας 27,5 μέτρα. Η πρώτη παράσταση μετά την αποκάλυψη του θεάτρου δόθηκε το 1960 από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Ήταν οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του διακεκριμένου φιλόλογου, αείμνηστου Παναγιώτη Σέργη. Το 1963 το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας ανέβασε «Αίαντα» του Σοφοκλή. Παράσταση έδωσε και το «Θέατρο Τέχνης» ,παρόντος του μακαρίτη Κάρολου Κουν. Η πρώτη παραγωγή αρχαίου δράματος, που παρουσίασε ο ΘΟΚ στην αρχαία Σαλαμίνα, ήταν ο «Αγαμέμνονας» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζίσκου στις 15 Σεπτεμβρίου 1972.  Η «Αγία Τηλλυρία», το έργο του συνθέτη Γιώργου Κοτσώνη, σε ποίηση του Σπύρου Παπαγεωργίου ήταν το τελευταίο ελληνικό έργο, που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας, τον Αύγουστο του 1973. Την ορχήστρα του ΡΙΚ διεύθυνε ο συνθέτης και τραγούδησαν ο Κώστας Καμένος και η Άννα Βίσση.

Ο Καραγίωργης διετέλεσε Επισκέπτης Καθηγητής και Εταίρος σε διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων τα ακόλουθα:University of California, Berkeley,University of Laval Quebec, State University of New York at Albany, University of Aberdeen, Merton College, All Souls College, Oxford, École des hautes Études, Sorbonne, Institute for Advanced Study, Princeton, and Harvard University.

Από το 1989 έως το 1992 διετέλεσε σύμβουλος του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Γιώργου Βασιλείου.

Το 1992 εξελέγη Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ανέλαβε τη διεύθυνση της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας μέχρι το 1996.

Από το 1989 έως το 2010 υπήρξε Διευθυντής του Ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης», ενώ από το 2013 μέχρι το 2019 ήταν Συνεργαζόμενος Καθηγητής στο Ινστιτούτο Κύπρου.

Το 2016 διορίστηκε ως ένα από τα τέσσερα μέλη της Ιδρυτικής Επιτροπής της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμματων και Τεχνών. Από το 2019 είναι ένα από τέσσερα Μεταβατικά Τακτικά Μέλη της Ακαδημίας.

Ο Βάσος Καραγιώργης τιμήθηκε από πολλά Πανεπιστήμια και ερευνητικά Ινστιτούτα καθώς και από Ακαδημίες όπως την Ακαδημία Αθηνών, τη Βρετανική Ακαδημία, τη Γαλλική Ακαδημία, τη Σουηδική Ακαδημία, την Academia dei Lincei (Ιταλίας). Τον Μάιο του 2008 ο τότε  πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, απένειμε σε ειδική τελετή, στο Προεδρικό Μέγαρο, τιμητική διάκριση στον Δρα Βάσο Καραγιώργη για την προσφορά του στην αρχαιολογία.

Τιμήθηκε, επίσης, με το Βραβείο της Société des études grecques de la Sorbonne, 1966, the RB Bennet Commonwealth Prize 1978, Βραβείο Ωνάση ΅Ολύμπια”, 1991, το Διεθνές Βραβείο Βενετίας “I Cavalli d’oro di San Marco”, 1996,και με το  Κρατικό Βραβείο Αρχαιολογίας Κύπρου, 2011.

Ο αείμνηστος Β. Καραγίωργης συνέγραψε πέραν των 125 βιβλίων και πέραν των 485 άρθρων. Από τα πολλά βιβλία που έγραψε και εξέδωσε ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα:

1. Treasures in the Cyprus Museum, (Λευκωσία, 1962).

2. Sculptures from Salamis, vol. I (Λευκωσία, 1964).

3. Sculptures from Salamis, vol. II (μαζί με C.C. Vermeule, Λευκωσία, 1966).

4. Excavations in the Necropolis of Salamis, Ι (Λευκωσία, 1967).

5. Chypre (Archaeologia Mundi) (Γενεύη, 1968).

6. Mycenaean Art from Cyprus (Λευκωσία, 1968).

7. Salamis in Cyprus. Homeric, Hellenistic and Roman (Λονδίνο, 1969).

8. Excavations in the Necropolis of Salamis, II (Λευκωσία, 1970).

9. Excavations in the Necropolis of Salamis, III (Λευκωσία, 1973).

10. Κύπρος (στη σειρά των εκδόσεων «Μουσεῖα καί Μνημεῖα τῆς Ἑλλάδος», Αθήνα, 1973).

11. Κυπριακό Μουσείο (στη σειρά των εκδόσεων   «Τά Ἑλληνικά Μουσεῖα», Αθήνα, 1974).

12. Excavations at Kition, I,The Tombs (Λευκωσία, 1974).

13. Alaas, a Protogeometric Necropolis in Cyprus (Λευκωσία, 1975).

14. Kition. Mycenaean and Phoenician discoveries in Cyprus (Λονδίνο, 1976).

15. The Civilization of Prehistoric Cyprus (Αθήνα, 1975).

16. Ο Προϊστορικός Πολιτισμός της Κύπρου (Αθήνα, 1976).

17. Excavations in the Necropolis of Salamis, IV (Λευκωσία, 1978).

18. Ἀρχαία Κύπρος. Ἀπό τή Νεολιθική εποχή  ὡς τό τέλος τῆς Ρωμαϊκῆς (Αθήνα, 1978).

19. Cyprus. From the Stone Age to the Romans (Λονδίνο, 1982).

20. Ancient Cyprus. 7000 years of Art and Archaeology (Αθήνα, 1982).

21. Οι πρώτοι Έλληνες στην Κύπρο. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες (Αθήνα, 1991).

22. Έλληνες θεοί και ήρωες στην αρχαία Κύπρο (Αθήνα, 1998).

23. Ανασκάπτοντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου (Αθήνα, 1999).

24. Κύπρος.Το σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου 1600 – 500 π. Χ. (Αθήνα, 2002).

25. Αρχαία κυπριακή τέχνη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα, 2003).

26. Μια ολόκληρη ζωή στην κυπριακή αρχαιολογία : οι αναμνήσεις του Βάσου Καραγιώργη (Λευκωσία, 2009).

Αρκετά άλλα εκδομένα βιβλία του Βάσου Καραγιώργη έχουν συγγραφεί σε συνεργασία με ξένους αρχαιολόγους. Μεγάλος όγκος εργασιών του βρίσκεται επίσης δημοσιευμένος στους τόμους του ετήσιου Report of the Department of Antiquities of Cyprus (RDAC).

Ως ανταποκριτής του ΑΠΕ-ΜΠΕ είχα στείλει τρεις ανταποκρίσεις για τον Βάσο Καραγιώργη και το έργο του

Κύπρος: «Ανασκάπτοντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου 1952 – 1974, 34 χρόνια μετά», ένα ντοκιμαντέρ για το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της Κύπρου, που βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή. (ΑΠΕ-ΜΠΕ, 13 Ιουνίου, 2009, του ανταποκριτή μας Α. Βικέτου)

«Η Σαλαμίνα είναι πια σύμβολο στην παγκόσμια αρχαιολογία. Σήμερα, 35 χρόνια μετά το 1974, έρχομαι σαν επισκέπτης, έβγαλα εισιτήριο για να ξαναδώ τη Σαλαμίνα, που έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του βασιλιά Τελαμώνα της νήσου Σαλαμίνας».

Μιλά με φωνή, που τρέμει από τη συγκίνηση και με μάτια βουρκωμένα, ο Κύπριος καθηγητής Αρχαιολογίας Βάσος Καραγιώργης, ο οποίος, με τις ανασκαφές του, έφερε στο φως τη Σαλαμίνα, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Κύπρου.

Είναι στιγμιότυπο του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ «Ανασκάπτοντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου: 1952 – 1974, 34 χρόνια μετά», που παρουσιάστηκε σε πρώτη προβολή στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Γι αυτό το ντοκιμαντέρ, ο καθηγητής Καραγιώργης πήγε στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας, όπου άφησε «ένα μεγάλο μέρος νου και ψυχής».

Ψηλοί αμμόλοφοι και ένα προστατευτικό δάσος από ακακίες κάλυπταν για αιώνες τον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας, έκτασης 1,5 τετρ.χλμ, κατά μήκος των ανατολικών ακτών της μεγαλονήσου.

Η Σαλαμίνα ήταν η αρχαία πρωτεύουσα της Κύπρου. Την ίδρυσε ο Τεύκρος, βασιλιάς της Σαλαμίνας του Σαρωνικού, γιος του Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα.

Ο Τεύκρος έφθασε στην Κύπρο μετά τον Τρωικό Πόλεμο, μαζί με άλλους Έλληνες, και ίδρυσε την πόλη, στην οποία έδωσε το όνομα της δικής του Σαλαμίνας. Μάλιστα, στην «Ελένη», ο Ευριπίδης αναφέρει ότι ο Τεύκρος, όταν τέλειωσε ο πόλεμος, απευθύνθηκε στο Μαντείο των Δελφών, όπου ο Απόλλων, θυμωμένος, που δεν πρόφθασε να αποτρέψει την αυτοκτονία του αδελφού του, του Αίαντα, πρότεινε στον Τεύκρο να μη γυρίσει στο νησί του, αλλά να πάει στην Κύπρο και να ιδρύσει μια νέα πόλη. Η Σαλαμίνα, χτισμένη στο σταυροδρόμι της Ανατολής και της Δύσης, έγινε γρήγορα πλούσια και πολύ σημαντική πόλη για το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου.

Το ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία Πασχάλη Παπαπέτρου, σενάριο δρος Μάρως Θεοδοσιάδου, φωτογραφία Νίκου Αβρααμίδη, μουσική Πάμπου Σακκά, αφήγηση Κώστα Χαραλαμπίδη, με επιμέλεια ήχου από το Γιώργο Ποταμίτη και χορηγό το Ίδρυμα «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης», είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του καθηγητή Βάσου Καραγιώργη, ο οποίος αφηγείται την ιστορία της ανασκαφής του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου από το 1952-1974.

Ο Βάσος Καραγιώργης επιστρέφει στη Σαλαμίνα και με γλαφυρότητα αφηγείται το ιστορικό της ανασκαφής.

Τα χρόνια, που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974, στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας σημειώθηκαν εκτενείς συλήσεις και έγιναν παράνομες ανασκαφές από τον καθηγητή Coskum Ozgumer του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, ο οποίος επέδειξε αδιαφορία για την ακαδημαϊκή ηθική και τα πνευματικά δικαιώματα των συναδέλφων του, που επί δεκαετίες εργάστηκαν στην αρχαία Σαλαμίνα.

«Η σημερινή κατάσταση στη Σαλαμίνα είναι καταθλιπτική», τόνισε με πόνο ψυχής ο Βάσος Καραγιώργης, μιλώντας, με αφορμή την προβολή της ταινίας.

Επισήμανε δε, ότι το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ «είναι μια έκφραση πικρίας και πόνου και μια κραυγή οργής για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της Κύπρου, η ελληνικότατη, κατά τον Ισοκράτη, Σαλαμίνα. Με τον εύστοχο λόγο της Μάρως Θεοδοσιάδου και τον καλλιτεχνικό οίστρο του Πασχάλη Παπαπέτρου η κραυγή αυτή γίνεται εντονότερη για να ακουστεί διεθνώς».

Ο Βάσος Καραγιώργης εξέφρασε την ευχή να έρθει σύντομα η λύση του κυπριακού «για να φέρει τη λύτρωση στην Σαλαμίνα και σε όλη την πολιτιστική κληρονομιά στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου».

Τo ντοκιμαντέρ (όπως και το σχετικό βιβλίο) έχει ως αφετηρία μια σχολική εκδρομή στη Σαλαμίνα.

Είναι μέρα του Ιουνίου του 1942 και το σχολικό λεωφορείο διασχίζει τον αμαξητό δρόμο μέσα από το δάσος της Σαλαμίνας. Μερικές αρχαίες κολόνες, άλλες όρθιες και κάποιες ξαπλωμένες στην άμμο, σηματοδοτούν τον αρχαιολογικό χώρο της άλλοτε ένδοξης Σαλαμίνας, που είχε εν μέρει ανασκαφεί την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα.

Τότε πίστευαν ότι είχε βρεθεί η ανατολική στοά της αρχαίας Αγοράς, που όμως αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν το Γυμνάσιο.

Το 1952, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και με φρέσκες ακόμη στο μυαλό του τις νέες, επαναστατικές -για την εποχή- μεθόδους του καθηγητή του, σερ Μόρτιμερ Γουίλερ, περί στρωματογραφίας, ο Β. Καραγιώργης διορίστηκε βοηθός εφόρου του Κυπριακού Μουσείου και στάλθηκε στη Σαλαμίνα για να ξεκινήσει την ανασκαφή. Η πρώτη απογοήτευση δεν άργησε να έρθει, όταν ανακάλυψε ότι η μέθοδος της στρωματογραφίας δεν εφαρμόζεται στην άμμο.

Το ντοκιμαντέρ κάνει αναφορά στην ανασκαφή του Γυμνασίου, που παλιά πίστευαν ότι ήταν η Αγορά. Ακολουθεί η αποκάλυψη του Θεάτρου, όταν ψάχνοντας για μανιτάρια σε περίπατο, ο Κύπριος αρχαιολόγος πρόσεξε ένα κοίλωμα στο έδαφος, που έμοιαζε τεχνητό. Και παρόλο που ο ίδιος επιμένει ότι ήταν ανίκανος να βρει έστω κι ένα μανιτάρι, βρήκε ένα ολόκληρο αρχαίο θέατρο. Την επομένη, μια τομή στο κοίλωμα έφερε στο φως σειρά καθισμάτων του θεάτρου.

Παράλληλα με την ανασκαφή, γινόταν η συντήρηση των αγαλμάτων, που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα. Η νεκρόπολη της Σαλαμίνας ερευνήθηκε αργότερα, στα 1964. Ανήκει στην πόλη που προϋπήρξε της ρωμαϊκής και βρίσκεται νοτιότερα, στα όρια του δάσους έξω από τα τείχη της πρώτης πόλης. Αυτή η πλευρά της ιστορίας μελετήθηκε από τη γαλλική αποστολή του Πανεπιστημίου της Λυών και γι αυτό, μιλά η αρχαιολόγος Μαργκερίτ Υβόν. Η Γαλλίδα αρχαιολόγος εστιάζει στις δύο σημαντικές πρωτοχριστιανικές βασιλικές, της Καμπανόπετρας και του Αγίου Επιφανίου.

Οι ανασκαφές στην πόλη και τη νεκρόπολη είναι οι μεγαλύτερες σε έκταση και οι πιο σημαντικές, που έγιναν ποτέ στην Κύπρο τα τελευταία πενήντα χρόνια. Άρχισαν το 1952 και επεκτάθηκαν σημαντικά τη δεκαετία του 1960. Συνεχίστηκαν ως την τελευταία εβδομάδα πριν την τουρκική εισβολή και την κατοχή της Σαλαμίνας από το τουρκικό στρατό, το καλοκαίρι του 1974.

Ο αρχαιολογικός χώρος, που επεκτείνεται από την ακτή του κόλπου της Σαλαμίνας μέχρι το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα και τα ανατολικά κράσπεδα του χωριού Έγκωμη, χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο εντυπωσιακούς στη Μεσόγειο.

Τα δημόσια κτήρια, ιδίως το ευρύχωρο θέατρο, χρησιμοποιούνταν συχνά, μετά τη μερική αναστήλωση τους, για παραστάσεις αρχαίων ελληνικών τραγωδιών από θεατρικά συγκροτήματα, κυπριακά και ελλαδίτικα.

Οι βασιλικοί τάφοι της νεκρόπολης, που προκάλεσαν αίσθηση στους αρχαιολόγους και τους ελληνιστές, αναβίωσαν τα «Ομηρικά» έθιμα ταφής με τις θυσίες αλόγων και αρμάτων και τον πλούτο των κτερισμάτων, που περιείχαν.

Το κυπριακό μουσείο στη Λευκωσία και το επαρχιακό μουσείο Αμμοχώστου εμπλουτίστηκαν με μαρμάρινα γλυπτά από το θέατρο και το γυμνάσιο, με έπιπλα από ελεφαντόδοντο και εντυπωσιακά χάλκινα σκεύη.

Η αρχαία Σαλαμίνα έχει καταγραφεί και στη λογοτεχνία, καθώς ο νομπελίστας Έλληνας ποιητής Γιώργος Σεφέρης στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄», που αναφέρεται ολόκληρο στην Κύπρο, αφιερώνει στη Σαλαμίνα το ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος». Ο Σεφέρης έγραψε το ποίημα αυτό ευρισκόμενος στην περιοχή, το Νοέμβριο του 1953, όταν ήταν στο ξεκίνημα τους οι ανασκαφές του καθηγητή Βάσου Καραγιώργη.

Στην Αθήνα το ντοκιμαντέρ “Ανασκάπτοντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου” (ΑΠΕ-ΜΠΕ, 02.11.2009 του ανταποκριτή μας Α. Βικέτου)

Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα θα παρουσιαστεί σήμερα το ντοκιμαντέρ “Ανασκάπτοντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου 1952-1974, 34 χρόνια μετά”.

Η Σαλαμίνα, η οποία το 1974 καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, υπήρξε πρωτεύουσα της Κύπρου για χίλια περίπου χρόνια και σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τον Τεύκρο, γιό του Τελαμώνα, βασιλιά του νησιού της Σαλαμίνας και αδελφό του Αίαντα, ο οποίος κατέφθασε στην Κύπρο μαζί με άλλους Έλληνες με το τέλος του Τρωικού πολέμου. Στην ‘Ελένη’ του Ευριπίδη ο Τεύκρος εξηγεί ότι τον διέταξε ο Απόλλωνας να μην επιστρέψει στα πάτριά του εδάφη αλλά να πάει στο νησί της Κύπρου, αφού δεν είχε καταφέρει να προλάβει την αυτοκτονία του Αίαντα, ούτε κατάφερε να εκδικηθεί το θάνατό του.

Το ντοκιμαντέρ στηρίζεται στο ομότιτλο βιβλίο, γραμμένο το 1999, από τον Κύπριο αρχαιολόγο και καθηγητή Βάσο Καραγιώργη, ο οποίος με τις ανασκαφές του έφερε στο φως την πόλη της Σαλαμίνας.

“Η Σαλαμίνα σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση τελείας εγκαταλείψεως. Η ζωή έσβησε ξαφνικά το 1974. Βασιλεύει τώρα μια απέραντη σιωπή, που αποτελεί όμως μια εύγλωττη διαμαρτυρία”, τονίζει ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Βάσος Καραγιώργης σε αποκλειστική συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με την ευκαιρία της παρουσίασης του ντοκιμαντέρ, στην οποία θα είναι παρών και θα μιλήσει.

Στη συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Καραγιώργης αποκαλύπτει ότι, αν δεν γινόταν το 1974 η τουρκική εισβολή, το όνειρο του ήταν “να ανασκάψει στην προ-Ρωμαϊκή Σαλαμίνα, την ”Ελληνικοτάτην” πόλη του Ευαγόρα και την πόλη των Ομηρικών χρόνων”, που, όπως τονίζει, “οπωσδήποτε υπάρχει και περιμένει…”.

Για τις δραματικές μέρες του 1974 ο Β. Καραγιώργης θυμάται: Δεν είχαμε τον χρόνο να πάρουμε μαζί μας ούτε τα ημερολόγια των ανασκαφών. Όλα έμειναν επί τόπου, και όταν ζητήσαμε να μας παραδοθούν μετά το 1974, μας ελέχθη ότι αποτελούν “λάφυρα πολέμου”!

Τα τελευταία χρόνια αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, που ποτέ προηγουμένως δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την κυπριακή αρχαιολογία, με έγκριση προφανώς του τουρκικού στρατού, κάνει αρχαιολογικές ανασκαφές στη Σαλαμίνα, κατά παράβαση των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης, που απαγορεύει την διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών σε κατεχόμενες περιοχές.

Η ιδέα του ντοκιμαντέρ για την Σαλαμίνα ήταν της Δρος Μάρως Θεοδοσιάδου, η οποία το 2007 τη συζήτησε με τον καθηγητή Β. Καραγιώργη. Ο άνθρωπος, που έφερε στο φως τη Σαλαμίνα, απέρριψε την πρόταση να επισκεφθεί τον χώρο κατά τη διάρκεια του γυρίσματος του ντοκιμαντέρ και να μιλήσει, αντικρίζοντας τα μνημεία που απεκάλυψε από το 1952 ως το 1974. Για τον Βάσο Καραγιώργη ήταν πολύ οδυνηρό να αναπλάσει αναμνήσεις του παρελθόντος.

Όμως, μετά από πολύ προβληματισμό αποφάσισε την υπέρβαση και πήγε στη Σαλαμίνα για να συμβάλει με την προσωπική του αφήγηση στην πειστικότητα του σεναρίου.

Το σενάριο του ντοκιμαντέρ έγραψε η Δρ Μάρω Θεοδοσιάδου, η σκηνοθεσία είναι του ταλαντούχου και έμπειρου σκηνοθέτη Πασχάλη Παπαπέτρου και η φωτογραφία του Νίκου Αβρααμίδη. Η χρηματοδότηση του ντοκιμαντέρ έγινε από το Ίδρυμα Λεβέντη.

Η αυτοβιογραφία του Κύπριου αρχαιολόγου, που έφερε στο φως την αρχαία Σαλαμίνα, καθηγητή Βάσου Καραγιώργη. (ΑΠΕ-ΜΠΕ,  του ανταποκριτή μας Α. Βικέτου)

«Τα μνημεία στην περιοχή, που κατέχει ο τουρκικός στρατός, είναι μια αιμάσσουσα πληγή στη ψυχή και στη σκέψη μου. Ιδιαίτερα η Σαλαμίνα όπου πέρασα 22 χρόνια της ζωής μου», γράφει ο διακεκριμένος Κύπριος αρχαιολόγος Βάσος Καραγιώργης στον επίλογο του βιβλίου του, που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, με τίτλο:”Μια ολόκληρη ζωή στην Κυπριακή Αρχαιολογία”. (ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ», Λευκωσία)
«Προσεύχομαι να βρεθεί μια μέρα λύση στο πρόβλημα της Κύπρου, έτσι που να διασωθεί η πολιτιστική κληρονομιά ολόκληρης της νήσου», καταλήγει ο Βάσος Καραγιώργης, ο αρχαιολόγος , που έφερε στο φως την Αρχαία Σαλαμίνα, η οποία βρίσκεται στην κατεχόμενη από τον τουρκικό στρατό Αμμόχωστο, και το αρχαίο Κίτιον, στη Λάρνακα.

Ο Βάσος Καραγιώργης διετέλεσε για 26 χρόνια διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το 1992 μέχρι το 1996 καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Οι δημοσιεύσεις του σε άρθρα και βιβλία καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία. Είναι Ξένος Εταίρος της Ακαδημίας Αθηνών και έχει λάβει διακρίσεις από πολλά ξένα πνευματικά και επιστημονικά ιδρύματα. Τον Μάϊο του 2008 ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας του απένειμε τον Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής. Οι δημοσιεύσεις του σε άρθρα και βιβλία καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία.
“… Σε όλη μου τη ζωή ασχολήθηκα με αντικείμενα, που όταν τα έπιανα στα χέρια μου νόμιζα πως είχαν ψυχή, τα χάιδευα και τα ενθάρρυνα να μου πουν τα μυστικά τους, να μου μιλήσουν από μόνα τους, χωρίς τη βοήθεια θεωριών και μοντέλων”, γράφει ο Βάσος Καραγιώργης στον πρόλογο του βιβλίου.

Η αυτοβιογραφία του Βάσου Καραγιώργη «ρίχνει φως στις μικρές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ζωής του δρος Καραγιώργη, που συνθέτουν το πορτρέτο ενός δυναμικού και αφοσιωμένου ανθρώπου που εξακολουθεί ακατάπαυστα να εργάζεται για την έρευνα και την προώθηση του κυπριακού πολιτισμού» , σημειώνει ο δρ Βάσος Κόκκινος, συνεργάτης του εκδοτικού οίκου «ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ»,
Ως διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων εφάρμοσε μια φιλελεύθερη πολιτική για τις ξένες αρχαιολογικές αποστολές στην Κύπρο, γεγονός που ανήγαγε την Κυπριακή Αρχαιολογία σε διεθνή επιστημονικό κλάδο.

Ο Β. Καραγιώργης γεννήθηκε το 1929, στο κατεχόμενο σήμερα χωριό Τρίκωμο. Φοίτησε με υποτροφία στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία και το 1948 έφυγε με υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, μετά από μια μικρή περίοδο φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όταν επέστρεψε, το 1952, διορίστηκε βοηθός έφορος του Κυπριακού Μουσείου και άρχισε ανασκαφές στη Σαλαμίνα και αλλού. Το 1960 διορίστηκε έφορος του Κυπριακού Μουσείου, το 1963 αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων και το Φεβρουάριο του 1964 διορίστηκε επίσημα στη θέση του διευθυντή, την οποία διατήρησε για είκοσι έξι χρόνια. Αφυπηρέτησε το 1989, μετά από υπηρεσία τριάντα επτά χρόνων στο Τμήμα Αρχαιοτήτων.

Το 1990 συνδέθηκε με το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη και το 1992 αποδέχθηκε το διορισμό του ως πρώτου καθηγητή της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και διευθυντή της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας. Το 1996 αφυπηρέτησε και από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, παραμένοντας στο Ίδρυμα, όπου υπηρετεί στη θέση του διευθυντή και συμβούλου σε όλα τα αρχαιολογικά προγράμματα.

Μοιράστηκε το όραμα του πρώτου προέδρου του Ιδρύματος, Κωνσταντίνου Λεβέντη, για συντήρηση και προαγωγή της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς σε όλο τον κόσμο. Παρόλα τα προβλήματα υγείας, συνεχίζει μέχρι σήμερα τις δραστηριότητές του. Βοηθάει ακόμη νέους φοιτητές και επιστήμονες, παρακολουθώντας τις μελέτες τους και δίνοντάς τους συμβουλές για τη μεθοδολογία της έρευνας, για τη βιβλιογραφία, καθώς και ιδέες.

Για τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του χρειάστηκαν 3 μήνες. Και όπως ο ίδιος αναφέρει, όταν άρχισε να γράφει δεν πίστευε ότι είχε τόσα πολλά αποθηκευμένα στη μνήμη του και προσθέτει: “…συνειδητοποιώ το γεγονός πως τα προβλήματα υγείας μου με οδηγούν σταθερά προς το τέλος του ταξιδιού μου… Καθένας μας πρέπει να συμβιβάζεται με το πεπρωμένο των θνητών… κοιτάζω γύρω μου και βλέπω τα δυο παιδιά και τα τέσσερα εγγόνια μου με περηφάνια και ικανοποίηση. Τα βιβλία και τα άλλα “επιτεύγματά” μου έρχονται δεύτερα. Άλλοι θα αποφασίσουν αν ό,τι έχω κάνει στον αρχαιολογικό τομέα έχει κάποια αξία”.

Σε άλλο σημείο ο Βάσος Καραγιώργης αναφέρει :«…ελπίζω και εύχομαι να ζήσω ακόμη λίγο για να ετοιμάσω ένα νέο πρόλογο, περιγράφοντας αυτή τη φορά τα συναισθήματά μου, όταν θα επισκεφθώ ξανά το χωριό μου, το σπίτι μου και την πολυαγαπημένη μου Σαλαμίνα, εκεί όπου άφησα ένα μεγάλο μέρος του νου και της ψυχής μου. Προσμένω τη γλυκιά εκείνη στιγμή, που ελεύθερος πια, θα μπορώ να ταξιδεύω σε όλο το μικρό μας νησί, στην πατρίδα μου, που για χάρη της αφιέρωσα ολόκληρη τη ζωή μου, όλες μου τις δυνάμεις, δουλεύοντας περισσότερο από μισό αιώνα με αφοσίωση, πάθος και πάνω απ’ όλα με αγάπη, στοχεύοντας πάντα να φέρω στο φως τα μυστικά που η γη της κρύβει στα σπλάχνα της, για να τη γνωρίσουμε όσο το δυνατό πιο βαθιά, τόσο εγώ και οι συμπατριώτες μου όσο και οι πολυάριθμοι ξένοι εραστές της».

Ο διαπρεπής Κύπριος αρχαιολόγος εκφράζει αγωνία και για την κατάσταση των αρχαίων μνημείων στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. «Σαν να μην ήταν αρκετή η ανησυχία για την κατάσταση των μνημείων στην κατεχόμενη περιοχή, συχνά ανησυχώ και για τη συντήρηση και ιδιαίτερα την παρουσίαση μερικών αρχαιολογικών χώρων στην ελεύθερη Κύπρο, ιδιαίτερα της Πάφου και του Κουρίου», σημειώνει.
Ο Βάσος Καραγιώργης έχει αρχίσει μια εργασία με τη Νότα Κούρου και επιστήμονες φυσικών επιστημών του ερευνητικού κέντρου «Δημόκριτος» των Αθηνών σχετικά με την προέλευση των πήλινων αγαλμάτων και ειδωλίων κυπριακού τύπου, που βρέθηκαν στο Αιγαίο.
Τον περασμένο Οκτώβριο οργάνωσε μαζί με συνεργάτες του στη Σάμο ένα Διεθνές Συμπόσιο για τις σχέσεις Κύπρου και Ανατολικού Αιγαίου.
Το καλοκαίρι του 2007 ο Βάσος Καραγιώργης επισκέφθηκε τη Σμύρνη για να μελετήσει τις κυπριακές τερρακόττες από τις ανασκαφές του φίλου του Ekrem Akurgal στην παλιά Σμύρνη, στο ναό της Αθηνάς. Γράφει σχετικά στο βιβλίο του: «η Σμύρνη με γέμισε θλίψη και καημό όπως και η Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 2006. σε τόσο λίγο χρόνο ο ελληνισμός έχει τόσο πολύ συρρικνωθεί! Οι χαμένες πατρίδες της Ιωνίας και της Πόλης ας συνετίσουν πια τους νεοέλληνες και ιδιαίτερα εμάς τους Κυπρίους για να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες αλόγιστες πολιτικές συμπεριφορές».
Μια προσφιλής ενασχόληση του Β. Καραγιώργη τα τελευταία χρόνια είναι η μελέτη ιστορικών συγγραμμάτων, που πραγματεύονται τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Μικρασιατική καταστροφή.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζεται ο Βάσος Καραγιώργης με τον αείμνηστο φίλο του Σουηδό Einar Gjerstad . O Gjerstad , ο αρχηγός το 1923 της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής-της πρώτης οργανωμένης προσπάθειας για ανασκαφές στην Κύπρο με επιστημονικό τρόπο- έθεσε τις βάσεις για τη μελέτη της Κυπριακής Προϊστορίας.

Ο Βάσος Καραγιώργης γράφει ότι το 1974 ο Gjerstad πώλησε το εξοχικό του σπίτι στο Lund της Σουηδίας , την μοναδική περιουσία που κατείχε, και έστειλε τα χρήματα για τη βοήθεια των Ελληνοκυπρίων προσφύγων.
«Αν γνώριζε ο Ηρόδοτος τον Einar Gjerstad θα τον συμπεριλάμβανε στην ομάδα εκείνων, που όπως ο ίδιος λέει, είναι πάντοτε νέοι».
ΑΠΕ-ΜΠΕ του ανταποκριτή Α. Βικέτου.

“Η Σαλαμίνα παραμένει σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας για τους Ελληνοκύπριους”

«Οι Ελληνοκύπριοι, πέρα από την πικρία και την οργή, θα πρέπει να διατρανώσουν την πίστη ότι επιστρέφουν στη δική τους πατρίδα, σε μνημείο της δικής τους πολιτιστικής κληρονομιάς, για να χειροκροτήσουν τον αθάνατο λόγο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τον «Ιππόλυτο» του δικού τους Ευριπίδη. Να νοιώσουν ότι στη Σαλαμίνα είναι οικοδεσπότες. Όλοι οι άλλοι είναι επισκέπτες. Η Σαλαμίνα παραμένει σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας για τους Ελληνοκύπριους. Να δούμε αν θα γίνει τώρα και σύμβολο ειρήνης», είχε υπογραμμίσει , μεταξύ άλλων ο αείμνηστος Βάσος Καραγίωργης, μιλώντας ( 11.9.2015) στην εκπομπή “Πρωϊνό Δρομολόγιο ” (Γ’ Πρόγραμμα ΡΙΚ) και στην δημοσιογράφο Ελένη Βρετού. 


«Με τον Όμηρο στις μέρες του κορωνοϊού». 

Της Ελένης Μάρκου (ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Ποιος θα φανταζόταν ότι ο εγκλεισμός λόγω πανδημίας θα ήταν η αφορμή για να γεννηθεί ένα βιβλίο; Και μάλιστα ένα βιβλίο για τον Όμηρο; Ο σπουδαίος αρχαιολόγος και καθηγητής Βάσος Καραγιώργης, 91 ετών σήμερα, διευθυντής επί 26 χρόνια του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το 1989 ως το 2010 του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης (Λευκωσία), έγραψε από τον Μάρτιο ως τον Απρίλιο (τις μέρες του lockdown δηλαδή) το βιβλίο «Με τον Όμηρο στις μέρες του κορωνοϊού», το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καπόν.

«Εγκλεισμένος κι εγώ στο σπίτι μου, ανήκοντας μάλιστα και στην κατηγορία των “ευπαθών και ευάλωτων”, μακριά από κάθε δραστηριότητα που θα απαιτούσε μελέτη σε μουσεία, σε βιβλιοθήκες, συναντήσεις με συναδέλφους και συνεργασία με τεχνικούς, έπρεπε να βρω πάση θυσία μια διέξοδο, μια απόδραση από αυτή την απομόνωση. Και τότε ήλθε ο θείος Όμηρος να μου προσφέρει μια διαφυγή», αναφέρει στον πρόλογο της προσεγμένης έκδοσης ο συγγραφέας για να συνεχίσει, με περισσή μετριοφροσύνη, αλλά και αισιοδοξία: «Το βιβλιαράκι “Με τον Όμηρο στις μέρες του κορωνοϊού” δεν έχει καμία επιστημονική, λογοτεχνική ή άλλη αξίωση. Η ιδέα ν’ ασχοληθώ με διάφορες φάσεις της ομηρικής σκέψης και ζωής με οδήγησε ξανά στα αρχαία κείμενα και στις μεταφράσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως και σ’ άλλα βιβλία σχετικά με την ομηρική αρχαιολογία. Όντας όμως μακριά από βιβλιοθήκες και βοηθήματα, βασίστηκα κυρίως στο ομηρικό “απόθεμα” που μάζεψε στο μυαλό μου η πείρα των 65 και πλέον χρόνων ενασχόλησης με το θέμα. Η συγγραφή των κειμένων, που πήρε δυο μήνες, με ταξίδεψε σε “παραδείσους”, που μ’ έκαναν να συνομιλήσω με τον Νέστορα, τον Αλκίνοο, τον Αχιλλέα, και τόσους άλλους παλιούς γνώριμους ήρωες. Θα ήταν το ταξίδι μου αυτοσκοπός. Η δυστυχία είναι ότι με τη συμπλήρωση των κειμένων το ταξίδι έχει τελειώσει, κι ο κορωνοϊός συνεχίζει να επιτίθεται στην ανθρωπότητα. Ωστόσο, παραμένω βαθιά μέσα μου αισιόδοξος, ελπίζοντας ότι η επιστήμη σύντομα θα βοηθήσει ώστε η πανδημία να παρέλθει οριστικά».

Τι περιλαμβάνει δηλαδή αυτό το «βιβλιαράκι», όπως ταπεινά το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του, των 144 σελίδων; Ορμώμενος από την «ομηρική αρχαιολογία», που αναδεικνύει τον υλικό πολιτισμό των ομηρικών επών (αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ταφικά έθιμα, όπλα, πανοπλίες κ.α.), το πλούσιο «ομηρικό» υλικό που έφεραν στο φως οι σημαντικές ανασκαφές τις οποίες διηύθυνε στην Κύπρο, όπως στην Παλαίπαφο και στη Σαλαμίνα και σε συνδυασμό με καίρια αποσπάσματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ο Βάσος Καραγιώργης κατορθώνει κάτι διόλου αμελητέο: Να μας (ξανα)γνωρίσει τα έπη με τρόπο εύληπτο και κατανοητό, αλλά και να μας θυμίσει ότι οι «αφηρημένες έννοιες στον Όμηρο», όπως η φιλία, ο γάμος, η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος, όσο και να ταυτίζονται με την κάθε εποχή, δεν παύουν να μας απασχολούν διαχρονικά ως προς το νόημα και την αξία τους -ίσως ακόμα περισσότερο τις ημέρες των κρίσεων.

Βάσος Καραγιώργης: Με τον Όμηρο στις μέρες του Κορωνοϊού, εκδόσεις Καπόν, 2020

Ζητήσαμε από την εκδότρια, Ραχήλ Καπόν, να πει δυο λόγια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον Βάσο Καραγιώργη, με τον οποίο τη συνδέουν «ξεχωριστά αισθήματα θαυμασμού και αγάπης» και «μια φιλία τεσσάρων περίπου δεκαετιών»:

«Πάντοτε μιλώ με ξεχωριστά αισθήματα θαυμασμού και αγάπης για τον Βάσο Καραγιώργη, με τον οποίο με συνδέει μια φιλία τεσσάρων περίπου δεκαετιών. Αφορμή για τη γνωριμία μας το 1982 υπήρξε ένα βιβλίο για την Πάφο που έγραψε μαζί με τον F.G. Maier. Την πρώτη αυτή συνεργασία μας ακολούθησαν είκοσι περίπου ακόμα βιβλία, σχεδόν ένα βιβλίο κάθε δύο χρόνια, με το τελευταίο να έχει εκδοθεί αυτό το καλοκαίρι.

Σε όλη του τη μακριά σταδιοδρομία, από το πεδίο των ανασκαφών και τα πανεπιστημιακά έδρανα έως την πολυετή προεδρία του Ιδρύματος Λεβέντη, ο Βάσος αναδείχθηκε στην ψυχή της κυπριακής αρχαιολογίας, σ’ έναν πραγματικό μαχητή για την προστασία και ανάδειξη του πολιτισμού του νησιού. Στα χρόνια που υπήρξε πρόεδρος του Ιδρύματος, πραγματοποιήθηκαν σε όλα τα μουσεία του κόσμου επανεκθέσεις των κυπριακών συλλογών τους, μαζί με την έκδοση καταλόγων γραμμένων από τον ίδιο. Ένα από τα μουσεία ήταν εκείνο της Οδησσού, όπου τον σχεδιασμό της επανέκθεσης ανέλαβε ο σύζυγός μου, Μωυσής Καπόν.

Πάντοτε ήταν μοναδικές οι περιγραφές του Βάσου για τις ανασκαφές του στο νησί, ιδιαίτερα για τη Σαλαμίνα, μια κορυφαία στιγμή της κυπριακής αρχαιολογίας -όπως και προσωπικά δική του. Η κατοχή της Σαλαμίνας μετά το 1974 τον έθλιβε. Κάθε φορά που τον παρότρυνα να ετοιμάσουμε ένα βιβλίο για τη Σαλαμίνα, μου έλεγε πως ήταν αδύνατον να σκεφτεί τον χώρο και να μην έρθουν δάκρυα στα μάτια του. Θαύμασα πραγματικά την αγάπη του και την αφοσίωσή του στη Σαλαμίνα, αλλά θαύμασα ακόμα περισσότερο τον ίδιο, όταν δύο μήνες μετά την απόλυτη άρνησή του, μου τηλεφώνησε για να με ενημερώσει πως είχε έτοιμο το κείμενο και αρχειοθετημένο το φωτογραφικό υλικό.

Εκτός από τα παραπάνω, ο Βάσος μελέτησε και δημοσίευσε ιδιωτικές συλλογές αρχαιοτήτων στην Κύπρο και σ’ όλο τον κόσμο. Η δημοσίευση φέτος μιας σημαντικής ιδιωτικής συλλογής, του Ιδρύματος Σ.Ο.Φ.Ι.Α., είναι και η πιο πρόσφατή συνεργασία μας. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της έκδοσης αυτής της συλλογής, ένα πρωί μου ανακοίνωσε πως μου στέλνει το υλικό ενός νέου βιβλίου, που το έγραψε τις μέρες της καραντίνας Μαρτίου-Απριλίου. Αποτελείται από μια σειρά γοητευτικών κειμένων για τις δύο μεγάλες του αγάπες, τον Όμηρο και την αρχαιολογία των χρόνων που γράφτηκαν τα έπη. Για άλλη μία φορά η συνεργασία μαζί του στην προετοιμασία των δύο παραπάνω βιβλίων υπήρξε άψογη, μια πραγματική ευχαρίστηση, αφού είναι πάντοτε έτοιμος να λύσει κάθε απορία μας, με διαύγεια και ακρίβεια αλλά και πολύ χιούμορ».

 

 

Share this post