Δύο μάστορες από τη Συρία

Δύο μάστορες από τη Συρία

Γυρόφερνα αυτή τη βδομάδα στα παλιά μου τα λημέρια και πέρασα από τον νέο καθεδρικό ναό όπου ένα μελίσσι εργατών αποτελειώνουν το έργο. Περιεργαζόμουν τις άκομψες αψίδες και τα μαρμάρινα κιονόκρανα, έψαχνα ν’αξαμώσω τα τέσσερα καμπαναριά με τον μιναρέ…όταν γύρω μου άκουσα δυο μάστορες να μιλούν αραβικά. 

Χαμογέλασα και χάρηκα, αγνόησα το κριτικό μάτι και είπα μέσα μου, ορίστε ζωντανή η ιστορία της Κύπρου. Φαντάστηκα παρόμοια σκηνή όταν κτιζόταν ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου της Αμμοχώστου, ο ναός των Πέτρου και Παύλου, ο Άγιος Γεώργιος ο δικός μας. Σύριοι τους έκτισαν και αυτούς, τότε που ήρθαν καραβιές και εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο και αλλού, εκτοπισμένοι από την πατρίδα τους όταν άρπαξε την Ιερουσαλήμ ο Σαλαντίν το 1187, και μετά όταν έχασαν την Άκρα την 1291. Σύριοι ορθόδοξοι, Νεστοριανοί, Ιακωβίτες, αλλά και αραβόφωνοι, ίσως και από τις περιοχές τις βόρειες της Συρίας, εκεί ψηλά στον Άγιο Συμεών τον Στυλίτη όπου το τοπίο είναι πέτρα κακοτράχαλη. Εκεί έμαθαν γενιές μαστόρων το σωστό κόψιμο, το δύσκολο σμίλευμα και όλοι αυτοί και η τέχνη τους έφτιαξαν τα αριστουργήματα που κοσμούν και σήμερα τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο

Χαμογέλασα ξανά και πήγα να τους πλησιάσω για να τους μιλήσω, αλλά ένας απότομος κύριος με εξεδίωξε κακήν κακώς. Διέσχισα γρήγορα το εσωτερικό του νέου ναού, κράτησα την αναπνοή μου βλέποντας τα μαρμαροθετήματα και το χρυσάφι που αντανακλούσε στους γυάλινους πολυελαίους, εξήλθα και πέρασα ξυστά από τα τριγύρω σπίτια «ερείπια ψυχών», και πήγα να ηρεμήσω στον δικό μου καθεδρικό ναό, εκεί που κήδεψα τον πατέρα μου και τη Νίκη, μια εκκλησία που με εκφράζει μικρή, ταπεινή, δοξαστική και υπέρλαμπρη! 

Κρίμα που δε χωρούσε τους ξένους του Αρχιεπισκόπου, γιατί εκεί θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να τους κάνει ένα μάθημα κυπριακής ιστορίας! Θα τους έλεγε ότι οι Κύπριοι δεν εγκαταλείπουν τους χώρους λατρείας τους όταν αυτοί καταστρέφονται, αλλά επανέρχονται με πίστη και υπομονή και τους ξαναφτιάχνουν. Θα τους μίλαγε για τις Αραβικές επιδρομές στους παράλιους χώρους και στην ενδοχώρα μας, και το πώς οι κάτοικοι επανήλθαν και ξανάκτισαν εκκλησιές και ξωκλήσια. Θα τους εξιστορούσε ότι ο σημερινός Αι Γιάννης κτίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο στις 30 Απριλίου του 1662 πάνω στα ερείπια του παλαιότερου μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πίπη. Θα τους εξηγούσε ότι το όνομα Πίπη προέρχεται από το αραβικό Habibi, ο αγαπημένος δηλαδή, αφού ο Ιωάννης ο Θεολόγος ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού. Σίγουρα θα εντυπωσιάζονταν οι ξένοι αν μάθαιναν ότι το όνομα Πίπη είναι ακόμη ζωντανό στην Κύπρο του 2021, και ότι αυτό ακριβώς ήταν που εννοούσε ο Μπρωντέλ όταν έγραφε για τη «μακρά διάρκεια» της ιστορίας μας.

Τεράστια ευκαιρία να τους μιλήσει για την πολυπολιτισμικότητα της Κύπρου, για το ότι η εκκλησία που έβλεπαν κτίστηκε από μια οικογένεια Σύριων Χριστιανών που βρέθηκαν στην Κύπρο…Θα ανέφερε σίγουρα ότι οι ξένοι ιστοριογράφοι έγραψαν ότι το μοναστήρι αυτό ήταν Λατινικό, ίσως των Βενεδικτίνων μοναχών και ότι ο δικός μας Αθανάσιος Παπαγεωργίου, ένας Κύπριος χαλκέντερος ιστορικός, μετά από έρευνες σε χειρόγραφα βρήκε αναφορές ότι το μοναστήρι ήταν ορθόδοξο. Θα μπορούσε ακόμη να τους μιλήσει για τις όλες τις μονές που κατέστρεψαν οι Ενετοί για να κτίσουν το τείχος της Λευκωσίας, για αυτές που καταστράφηκαν από τους κανονιοβολισμούς κατά τη διάρκεια της Άλωσης από τους Οθωμανούς το 1570 και ξανακτίστηκαν όταν το νησί ήταν κάτω από Οθωμανική κυριαρχία! Θα μπορούσε να τους έκανε ένα μάθημα ιστορίας για το πώς επιβίωσε η ορθοδοξία, για την πίστη και την επιμονή τούτου του λαού…διαφωτίζοντάς τους για τις βεβηλώσεις των 500 εκκλησιών μας στα κατεχόμενα το 1974, και πώς σήμερα ΕΚ και ΤΚ αναστηλώνουν αυτά τα μνημεία. Περπατώντας με τους επίσημους ξένους της Αρχιεπισκοπής γύρω από τον ναό θα τους έδειχνε με περηφάνια, τις πέτρινες μαρτυρίες του παλαιού ναού που είναι εντοιχισμένες στον σημερινό, αποδείξεις σεβασμού της ιστορίας. Άφωνοι, όμως, θα ήταν οι υψηλοί προσκεκλημένοι μπαίνοντας στον ναό και αντικρίζοντας τις υπέροχες τοιχογραφίες του 18ου αιώνα! Και τι δε θα τους έλεγε μπροστά στο κάλλος της τέχνης: Για τα προνόμια της εκκλησίας μας στο νότιο τοίχο, τον Απόστολο Βαρνάβα, τη Σταύρωση και τη δυτικότροπη Παναγία, τους Οίκους του Ακάθιστου Ύμνου (να τους εξηγούσε γιατί γράφτηκαν), τον Χορό των Αγγέλων και των Αγίων, το όραμα του Ιωάννη του Ευαγγελιστή, τη Ρίζα του Ιεσσαί και τις τρείς πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, το Άγιο Μανδήλιον και την παράδοση για τον βασιλιά της Έδεσσας, πώς το έκρυψε ο Ανανίας μέσα σε κεραμίδια, και πώς βρέθηκε στη δική μας Αχειροποίητο στον Καραβά! 

Αμφιβάλλω, όμως, αν θα σταματούσε μπροστά στην απείρου κάλλους τοιχογραφία του νότιου τοίχου που απεικονίζει τη Μέρα της Κρίσης. Πώς θα εξηγούσε στους ξένους τον δράκοντα με το ανοικτό στόμα και την τεράστια πύρινη γλώσσα – τον ποταμό- μέσα στον οποίο ψήνονται αμαρτωλοί και κολασμένοι, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται βασιλείς και δεσποτάδες;

ΠΗΓΗ: “Ο Φιλελεύθερος” /  Τα ενυπόγραφα άρθρα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post