DW: Διχάζει το Ισραήλ η δίκη Νετανιάχου

DW: Διχάζει το Ισραήλ η δίκη Νετανιάχου

Το Κρεμλίνο κινήθηκε για να σώσει τη ζωή του συμμάχου του, παρόλο που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να διατηρήσει στη ζωή το καθεστώς του Άσαντ

Τεταμένη ήταν η ατμόσφαιρα τόσο μέσα, όσο και έξω από την αίθουσα του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Τελ Αβίβ κατά την πρώτη ημέρα της απολογίας του ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, που βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα βαρύ κατηγορητήριο για εγκλήματα διαφθοράς. Θέλοντας να εκδηλώσουν τη στήριξή τους προς το πρόσωπό του, στη δικαστική αίθουσα έδωσαν το παρών ο πρόεδρος του κοινοβουλίου, Αμίρ Οχάνα, υπουργοί της κυβέρνησής του, βουλευτές, στελέχη και υποστηρικτές του Λικούντ.

Όπως αναμενόταν, ασφυκτικός ήταν και ο αριθμός των δημοσιογράφων και των φωτογράφων που κάλυπταν τα ενσταντανέ, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στη γλώσσα του σώματος του Νετανιάχου, που μόλις και κατάφερνε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αφήνοντας να διαφανεί το αίσθημα της αμηχανίας του κατηγορουμένου. Χαρακτηριστική ήταν η στιγμή, όταν πλέον οι δικαστές είχαν καθίσει στα έδρανά τους, με τον Νετανιάχου να περιμένει μέχρι την αποχώρηση και του τελευταίου φωτογράφου από την αίθουσα, προκειμένου να μην κυκλοφορήσει στον Τύπο η εικόνα ενός πρωθυπουργού να κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ήταν κάτι που είχε διαμηνυθεί από το προσωπικό του περιβάλλον και τους συνηγόρους του μέρες πριν.

Ένταση επικράτησε και έξω από τη δικαστική αίθουσα, όπου είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες πολίτες, επικριτές και υποστηρικτές του. Οι μεν εξέφραζαν ικανοποίηση ότι επιτέλους η δικαιοσύνη λειτουργεί. Οι δε τόνιζαν πως, παρότι η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο με πολλαπλά μέτωπα, το βαθύ κράτος και το κατεστημένο των μέσων ενημέρωσης δεν διστάζουν σε τίποτα μπροστά στο προσωπικό τους μένος κατά του Νετανιάχου. Το πλήθος των πλακάτ, τα λόγια των συγκεντρωμένων στις κάμερες των τηλεοπτικών καναλιών που κάλυπταν ζωντανά τα γεγονότα και ο σχολιασμός των δημοσιογράφων που εξέφραζε μία από τις δύο πλευρές των διαδηλωτών, πρόδιδαν ότι, παρά τον πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη, η προσωπικότητα του ισραηλινού πρωθυπουργού παραμένει αμφιλεγόμενη και συνεχίζει να πολώνει την κοινή γνώμη.

Όπως ορίζει η δικονομική διαδικασία, ο Βενιαμίν Νετανιάχου θα είναι υποχρεωμένος να παρίσταται στο δικαστήριο τρεις φορές την εβδομάδα, επί έξι ώρες κάθε φορά, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία της απολογίας. Το τελευταίο δεκαήμερο προηγήθηκε έντονος δημόσιος διάλογος, ως προς το εάν ένας πρωθυπουργός μίας χώρας εμπόλεμης θα είναι σε θέση να υπηρετήσει αποτελεσματικά και απρόσκοπτα τα καθήκοντά του. Μάλιστα, κατατέθηκε και σχετική προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ με αίτημα να κηρυχθεί προσωρινά έκπτωτος, για όσο χρόνο θα διαρκέσει η απολογία του. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε ότι «δεν έχει την αρμοδιότητα να κρίνει ζητήματα πολιτικής φύσης», καθότι η ισραηλινή νομοθεσία – παρότι προβλέπει την υποχρέωση παραίτησης υπόδικου υπουργού – δεν προβλέπει το ίδιο και για έναν πρωθυπουργό υπόδικο.

Νετανιάχου: «Περίμενα οκτώ χρόνια»

«Περίμενα οκτώ χρόνια για να αποδείξω την αθωότητά μου» είπε μεταξύ άλλων ο Νετανιάχου κατά την έναρξη της διαδικασίας, λέξεις που είχε επαναλάβει και κατά την προχθεσινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για πρώτη φορά μετά από τρεις μήνες στα τοπικά ΜΜΕ, μην παραλείποντας να επιπλήξει δημοσιογράφους της κρατικής τηλεόρασης, κατηγορώντας την για διασπορά ψευδών πληροφοριών ήδη από τις πρώτες διαρροές που ενέπλεκαν τον ίδιο και το περιβάλλον του σε υποθέσεις διαφθοράς, και έως την έκδοση του κατηγορητηρίου.

Με την ολοκλήρωση της απολογίας του Νετανιάχου – μία διαδικασία που αναμένεται να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες – το Ισραήλ πλησιάζει στο κλείσιμο ενός κεφαλαίου, που άφησε ένα ισχυρό αποτύπωμα στη φυσιογνωμία της πολιτικής ζωής και του δημόσιου λόγου στο Ισραήλ. Το κεφάλαιο αυτό υπολογιζόταν να είχε ήδη κλείσει από τα τέλη του περασμένου Απριλίου, εάν εν τω μεταξύ δεν είχε προκύψει ο πόλεμος που ξέσπασε στις 7 Οκτωβρίου 2023.

Ο Πούτιν απαιτεί να μάθει γιατί η ρωσική υπηρεσία πληροφοριών δεν εντόπισε την αυξανόμενη απειλή για το καθεστώς Άσαντ

Με τις δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης να προελαύνουν γρήγορα προς την πρωτεύουσα της Συρίας Δαμασκό, η μοίρα του – έκπτωτου πλέον – προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ βρισκόταν στα χέρια της Ρωσίας, καθώς ο στρατός του διαλυόταν.

Εξακολουθώντας να στοιχειώνεται από το βίντεο της δολοφονίας και του ακρωτηριασμού του Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι από τον όχλο κατά τον εμφύλιο πόλεμο της χώρας το 2011, το Κρεμλίνο κινήθηκε για να σώσει τη ζωή του συμμάχου του, παρόλο που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να διατηρήσει στη ζωή το καθεστώς του Άσαντ.

Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν απαιτεί να μάθει γιατί η ρωσική υπηρεσία πληροφοριών δεν εντόπισε την αυξανόμενη απειλή για το καθεστώς Άσαντ μέχρι τη στιγμή που πια ήταν πολύ αργά, δήλωσε στο πρακτορείο Bloomberg πηγή κοντά στο Κρεμλίνο με γνώση της κατάστασης.

Η Ρωσία έπεισε τον Άσαντ ότι θα έχανε τη μάχη κατά των ενόπλων ομάδων υπό την ηγεσία του πρώην παρακλαδιού της Αλ Κάιντα, HTS και προσέφερε σε αυτόν και την οικογένειά του ασφαλή διέλευση εάν έφευγε αμέσως, σύμφωνα με τρία άτομα που γνωρίζουν την κατάσταση, ζητώντας να μην κατονομαστούν επειδή το θέμα είναι ευαίσθητο.

Πράκτορες των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών οργάνωσαν τη διαφυγή, οδηγώντας αεροπορικά τον Άσαντ μέσω της ρωσικής αεροπορικής βάσης στη Συρία, είπαν δύο πηγές άτομα. Ο αναμεταδότης του αεροσκάφους απενεργοποιήθηκε για να αποφευχθεί η παρακολούθηση, είπε μία εξ αυτών.

Η παρέμβαση για την εξορία του Σύρου δικτάτορα και της οικογένειάς του τερμάτισε τη διακυβέρνηση της δυναστείας Άσαντ για περισσότερο από μισό αιώνα, αφού ο Μπασάρ διαδέχθηκε τον πατέρα του Χαφέζ, ο οποίος ήταν πρόεδρος από το 1971 έως το θάνατό του, το 2000. Μέσα σε λίγες ώρες από την αποχώρηση του Άσαντ, οι μαχητές σάρωσαν χωρίς αντίπαλο τη Δαμασκό και ανακήρυξαν τη νίκη τους στην εμφύλια συριακή σύγκρουση που μαίνεται για σχεδόν 14 χρόνια.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δεν απάντησε αμέσως σε αίτημα για σχόλιο. Ο Πούτιν δεν έχει μιλήσει δημόσια, μέχρι στιγμής, για την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ.

“Επρόκειτο για έλεγχο ζημιάς”, δήλωσε ο Ρουσλάν Πούχοφ, επικεφαλής του Κέντρου Ανάλυσης Στρατηγικών και Τεχνολογιών με έδρα τη Μόσχα, μιας ομάδας προβληματισμού για την άμυνα και την ασφάλεια. Είπε ότι ήταν “πολύ λογικό” η Ρωσία να πει στον Άσαντ να παραιτηθεί, καθώς ήθελε να αποφύγει ένα λουτρό αίματος στο οποίο ο τέως πρόεδρος της Συρίας θα είχε την ίδια μοίρα με τον Καντάφι ή τον ηγέτη του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος απαγχονίστηκε το 2006 μετά από δίκη.

Με τη Ρωσία να φοβάται για το μέλλον των δύο βασικών στρατιωτικών βάσεων της στη Συρία – μια ναυτική στην Ταρτούς και μια αεροπορική στο Χμεϊμίμ – το Κρεμλίνο προσπαθεί να δείξει ισχυρή, μολονότι οι αξιωματούχοι αιφνιδιάστηκαν με την ταχύτητα των γεγονότων που εξελίσσονταν στην έδαφος.

Τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης στέλνουν το μήνυμα ότι ο Άσαντ έφταιξε για την ήττα του, ενώ η Μόσχα κράτησε τον λόγο της μην τον εγκατέλειψε και πρέπει τώρα να επικεντρωθεί στη διατήρηση των στρατηγικών της συμφερόντων στη Συρία και την ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Η Ρωσία είχε βομβαρδίσει αρχικά τους μαχητές της αντιπολίτευσης, σε μια προσπάθεια να τους απωθήσει και να ενισχύσει τις δυνάμεις του Άσαντ. Αλλά με τον συριακό στρατό να προσφέρει μικρή αντίσταση καθώς οι αντάρτες κατέλαβαν την πόλη Χάμα μέσα σε λίγες μέρες από την κατάληψη του Χαλεπίου, η Ρωσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει το καθεστώς, καθώς η αντιπολίτευση προήλυαυνε προς τη στρατηγική πόλη Χομς, είπε ένας από τους ανθρώπους.

Το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας ανακοίνωσε την Κυριακή ότι ο Άσαντ παραιτήθηκε και έφυγε από τη χώρα του, προσθέτοντας ότι η Ρωσία βρίσκεται σε επαφή με “όλες τις ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης”.

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ είχε συνομιλίες για τη συριακή κρίση με τους ομολόγους του του Ιράν και της Τουρκίας στην πρωτεύουσα του Κατάρ, Ντόχα, το Σάββατο.

Το Ιράν, όπως και η Ρωσία, ήταν στενός υποστηρικτής του Άσαντ. Οι δύο χώρες τον υπερασπίστηκαν το 2015, όταν ο Πούτιν έστειλε τον ρωσικό στρατό στη Συρία για να βοηθήσει τον Άσαντ να απωθήσει τους αντάρτες που πολιορκούσαν τη Δαμασκό. Η Τουρκία υποστήριξε τους αντάρτες που τελικά κατάφεραν να εκδιώξουν τον Σύρο δικτάτορα.

Πηγή: Deutsche Welle , capital.gr

Share this post