Δια στόματος Φώτη Κόντογλου
Με αφορμή τις έντονες συζητήσεις και ενίοτε αντιπαραθέσεις για την ομιλία περί ομοφυλοφίλων και τις σχέσεις των ανδρογύνων του Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου, νομίζουμε ότι έχει αξία να υπενθυμίσουμε τον λόγο του αναγεννητή της βυζαντινής Αγιογραφίας στην Ελλάδα και εκλεκτού λογοτέχνη, του Φώτη Κόντογλου, πρόσφυγα από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Ο σοφός Κόντογλου είχε πει:
«Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά.
Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά.
Κουράγιο, ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη”.
Ο Φώτης Κόντογλου, γεννήθηκε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, στις 8 Νοεμβρίου 1895, ως το τέταρτο παιδί της οικογενείας του Νικολάου Αποστολέλη και της Δέσποινας Κόντογλου. Ένα χρόνο μετά τη γέννησή του πεθαίνει ο πατέρας του και την κηδεμονία του αναλαμβάνει ο θείος του ιερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος του οικογενειακού μονυδρίου της Αγίας Παρασκευής. Από αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του θείου του, έλαβε ως επώνυμο, το επίθετο της οικογένειας της μητέρας του. Το 1906 τελείωσε το δημοτικό σχολείο της Κάτω Χώρας και ενεγράφη στο γυμνάσιο του Αϊβαλί. Πριν ακόμα τελείωσει το γυμνάσιο μαζί με τους συμμαθητές του Στρατή Δούκα και Πάνο Βαλσαμάκη, εξέδωσε το πολυγραφημένο περιοδικό «Μέλισσα». Το Σεπτέμβριο του 1913 ο θείος του τον εγγράφει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένειά του αναγκάζεται να του διακόψει το επίδομα σπουδών και μαζί με το συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκά, εργάζονται σε φωτογραφεία και βάφουν θεατρικά σκηνικά. Με την καταστροφή του Αϊβαλίου (1914–1917) χάνει τη μητέρα και το θείο του, διακόπτει τις σπουδές του και μεταβαίνει στην Ευρώπη όπου εργάζεται ως ανθρακωρύχος. Παραμένει στο Παρίσι και συνεργάζεται με την εφημερίδα Illustration. Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί όπου διδάσκει γαλλικά στο Παρθεναγωγείο της πόλης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Αρχίζει να δημιουργεί και να οργανώνει τις πρώτες εκθέσεις έργων του.
Το 1927 παντρεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη και τον ίδιο χρόνο αναλαμβάνει την επιμέλεια του περιοδικού «Φιλική Εταιρεία». Δυό χρόνια μετά γεννιέται η κόρη του Δέσπω και αρχίζει συνεργασία με τα περιοδικά «Ελληνικά Γράμματα» και «Νέα Εστία», ενώ συνεχίζει τη φιλοτέχνηση σκηνικών. Το 1930 προσελήφθη από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, ως τεχνικός επόπτης των συλλογών του. Το 1932 κτίζει το σπίτι του στην οδό Βιζυηνού 16 (περιοχή Κυπριάδου), όπου μαζί με τους μαθητές του Γιάννη Τσαρούχη και Νίκο Εγγονόπουλο ζωγραφίζουν με νωπογραφίες ένα δωμάτιό του. Το 1933 τον βρίσκει στην Αίγυπτο, όπου εργάζεται για το Κοπτικό Μουσείο και το 1934 συμμετέχει στην 19η Biennale της Βενετίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι του για ένα σακί αλεύρι! Τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια (1944–1950) είναι χρόνια λογοτεχνικής και εικαστικής δημιουργίας. Συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής, εκδίδονται πολλά από τα βιβλία του, ενώ τη δεκαετία 1950-60 βρίσκεται στη κορύφωση της αγιογραφικής του δραστηριότητας.
Επιστέγασμα του πλούσιου λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού του έργου, ήταν η απονομή του παρασήμου, του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος (1960). Η Ακαδημία Αθηνών στις 24 Μαρτίου 1965, του απένειμε την ανώτατη διάκρισή της, το «Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών». Ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Φώτης Κόντογλου επέστρεψε στο Δημιουργό, στις 4 το μεσημέρι της 13ης Ιουλίου 1965, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόταν από τις αρχές Ιουνίου, μετά από σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη περιοχή του Φαλήρου. Την εξόδιο ακολουθία του τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος, το απόγευμα της 14ης Ιουλίου, στον ιερό κοιμητηριακό ναό του Α´ Νεκροταφείου Αθηνών, όπου έγινε και η ταφή του. Επικηδείους λόγους εκφώνησαν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος και ο Ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης. Μετά την εκταφή του η ανακομιδή των οστών του έγινε στην Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Νέας Μάκρης.
Το λογοτεχνικό του έργο
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1919, με το βιβλίο του «Πέδρο Καζάς». Ακολούθησε πλούσια λογοτεχνική παραγωγή με την έκδοση των έργων του: «Βασάντα» (1923), «Ταξίδια» (1928), «Ο αστρολάβος» (1934), «Φημισμένοι άνδρες και λησμονημένοι» (1942), «Ο Θεός Κόνανος και το Μοναστήρι του το λεγόμενο Καταβύθιση» (1943), «Τα Δαιμόνια της Φρυγίας, Εξ Ανατολών πνεύματα οργισμένα» (1943), «Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της Νοτιάς, Η Αφρική και οι θάλασσες της Νοτιάς» (1944), «Ιστορία ενός καραβιού που χάθηκε απάνου σε μια ξέρα» (1944), «Ιστορίες και περιστατικά» (1944), «Οι αρχαίοι άνθρωποι της Ανατολής» (1945), «Βίος και πολιτεία του Βλασίου Πασκάλ του δια Χριστόν σαλού» (1947), «Βίος και άσκησις του οσίου Πατρός ημών Αγίου Μάρκου του Αναχωρητού» (1947), «Άνθος ήγουν λόγια ανθολογημένα από τους πατέρας» (1949), «Πηγή ζωής» (1951), «Το κατά Ματθαίον Άγιον Ευαγγέλιον εξηγημένον» (1952), «Το θρηνητικό συναξάρι Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου» (1953), «Εικόνες της Παναγίας» (1953), «Βίος και πολιτεία του Αγίου και ενδόξου Ιερομάρτυρος Θεράποντος του Θαυματουργού» (1955), «Η αγιασμένη Ελλάδα» (1957), «Όρη άγια» (1958), «Οι Άγιοι Ραφαήλ και Νικόλαος και η Εικόνα του Χριστού οπού ευρέθη εις την Καρυάν της Θέρμης» (1961), «Η απελπισία του θανάτου εις την θρησκευτικήν ζωγραφικήν της Δύσεως και η ειρηνόχυτος και πλήρης ελπίδος ορθόδοξος εικονογραφία» (1961), «Σημείον Μέγα» (1961), «Έργα Α´ Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» (1961), «Έργα Β´ Αδάμαστες ψυχές» (1961) και τέλος η «Έκφρασις» (1961) που βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Το αγιογραφικό του έργο
Ο Κόντογλου κατά τη διάρκεια της ζωής του, φιλοτέχνησε φορητές αγιογραφίες, τοιχογραφίες, τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικών, ποιητικών συλλογών, πορτραίτα και αγιογράφησε τους ιερούς ναούς: Αγίας Λουκίας της οικογένειας Ζαΐμη στο Ρίο Πατρών, Ζωοδόχου Πηγής Παιανίας, Ευαγγελισμού Ρόδου, Αγίας Παρασκευής Παιανίας, Καπνικαρέας Αθηνών, Αγίου Ανδρέα Κάτω Πατησίων, Αγίου Χαραλάμπους Πολυγώνου, Αγίου Γεωργίου Κυψέλης, το ναΰδριο της οικογένειας Καμπάνη στην Παιανία, το παρεκκλήσιο της Πολυκλινικής Αθηνών, το ναΰδριο της οικογένειας Γουλανδρή στην Εκάλη και τα παρεκκλήσια των Ιερών Ναών Αγίου Κωνσταντίνου Ομονοίας και Αγίας Βαρβάρας Αιγάλεω.
*Συντάκτης Βιογραφικού: Παν. Ριζόπουλος