Δεκέξι χρόνια από την ένταξη στην Ε.Ε.

Δεκέξι χρόνια από την ένταξη στην Ε.Ε.

“Η  Κυπριακή Δημοκρατία, με συγκεκριμένες θέσεις και προσεγγίσεις, εργάζεται για τον επανακαθορισμό και την προώθηση ενός ξεκάθαρου Ευρωπαϊκού οράματος”

“Η ένταξη  της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά ορόσημο στη σύγχρονη Κυπριακή ιστορία και υπήρξε το επιστέγασμα μιας συνεπούς συλλογικής προσπάθειας που αποτελεί έμπρακτη απόδειξη ότι η προσήλωση σε ξεκάθαρους στόχους, στη βάση σαφούς και στοχευμένης στρατηγικής, μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη δύσκολων εθνικών στόχων” . τονίζει σε ανακοίνωση του το Υπουργείο Εξωτερικών.

Η ανακοίνωση, με αφορμή την συμπλήρωση 16 χρόνων από την ένταξη , αναφέρει:

Αξιοποιώντας την ιδιότητα του Κράτους Μέλους και έχοντας θέσει την ουσιαστική συμμετοχή στα τεκταινόμενα των Βρυξελλών ως βασικό πυλώνα της εξωτερικής της πολιτικής, η Κυπριακή Δημοκρατία συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, συμβάλλει αλλά και επωφελείται από πολιτικές της Ένωσης. Αναδεικνύει παράλληλα στην πράξη, την προστιθέμενη αξία και το σημαντικό ρόλο που η ίδια μπορεί να διαδραματίσει, ανάμεσα σε αλλά, στην προσπάθεια ενίσχυσης και εμβάθυνσης των σχέσεων της ΕΕ με τις χώρες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Προς επίτευξη των στόχων που έχουν καθοριστεί, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η λειτουργία της Γενικής Γραμματείας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, σε συντονισμό με την Προεδρία και όλα τα Υπουργεία και σχετικές υπηρεσίες του κράτους.

Την ίδια στιγμή, όπως προκύπτει και από την τελευταία διαπραγματευτική διαδικασία για επίλυση του κυπριακού, η ιδιότητα του Κράτους Μέλους, έχει προσθέσει μια καθοριστικής σημασίας διάσταση, καθιστώντας το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τις αρχές και αξίες στις οποίες η ΕΕ εδράζεται, αναπόσπαστο και αδιαμφισβήτητο μέρος του περιεχομένου της επιδιωκόμενης λύσης. Είναι ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο που και στην παρούσα συγκυρία, παρά τις δυσκολίες, η ΕΕ οφείλει και μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια επανέναρξης ουσιαστικών συνομιλιών ώστε πολύ σύντομα ένα επανενωμένο κράτος να είναι αυτό που θα συμμετέχει ενεργά και αποτελεσματικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, ενώ στην Κύπρο θα επικρατούν επιτέλους συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας και σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”.

Ειδικότερα σήμερα, και λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές προκλήσεις που η ΕΕ και τα ΚΜ καλούνται να αντιμετωπίσουν, λόγω της αμφισβήτησης καλά θεμελιωμένων αρχών του διεθνούς συστήματος, καθώς επίσης λόγω των πολλαπλών και πολυεπιπέδων επιπτώσεων από τον COVID-19, “η Κυπριακή Δημοκρατία, με συγκεκριμένες θέσεις και προσεγγίσεις, εργάζεται για τον επανακαθορισμό και την προώθηση ενός ξεκάθαρου Ευρωπαϊκού οράματος που να ανταποκρίνεται πραγματικά στις σημερινές ανάγκες αλλά και στις προσδοκίες των λαών των Κρατών Μελών της ΕΕ. Αδιαμφισβήτητα ο τρόπος αντιμετώπισης των εν λόγω προκλήσεων από πλευράς ΕΕ, θα είναι καθοριστικής σημασίας, τόσο για το διεθνές κύρος και αξιοπιστία της, όσο και για το δικό της μέλλον”, καταλήγει η ανακοίνωση.

Ο δρόμος προς την πλήρη ένταξη

Στις 4 Ιουλίου 1990, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση για να καταστεί μέλος της τότε ΕΟΚ. Μετά από εκτεταμένη μελέτη της αίτησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τη γνωμοδότηση της (Avis) για την αίτηση της Κύπρου στις 30 Ιουνίου 1993, η οποία αναγνώριζε την ευρωπαϊκή ταυτότητα και χαρακτήρα της νήσου, καθώς επίσης και τον προορισμό της να αποτελέσει μέρος της Κοινότητας. Η γνωμοδότηση της Επιτροπής επιβεβαίωνε επίσης ότι η Κύπρος ικανοποιεί τα κριτήρια για ένταξη και ότι είναι κατάλληλη για να γίνει μέλος.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε πλήρως τη γνωμοδότηση στις 4 Οκτωβρίου 1993, δηλώνοντας μεταξύ άλλων ότι: «Το Συμβούλιο υποστήριξε την προσέγγιση της Επιτροπής, η οποία πρότεινε, χωρίς να αναμένει για μια ειρηνική, ισοζυγισμένη και μόνιμη λύση του Κυπριακού προβλήματος, όπως χρησιμοποιήσει όλα τα προσφερόμενα από την Συμφωνία Σύνδεσης μέσα για να βοηθήσει, σε στενή συνεργασία με την Κυπριακή Κυβέρνηση, την οικονομική, κοινωνική και πολιτική μετάβαση της Κύπρου προς ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, τις οποίες ξεκίνησε η Επιτροπή με την Κύπρο στο πλαίσιο της γνωμοδότησης, άρχισαν το 1993 και ολοκληρώθηκαν το 1995. Η Κυπριακή Κυβέρνηση συνέστησε 23 ομάδες εργασίας. Η κάθε ομάδα είχε την ευθύνη να ενημερωθεί για διαφορετικό κεφάλαιο του κοινοτικού κεκτημένου, με το οποίο η Κύπρος έπρεπε να εναρμονίσει τη νομοθεσία της και να την προσαρμόσει προς αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στις 24 Ιουνίου 1994 στην Κέρκυρα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημείωσε ότι η επόμενη φάση διεύρυνσης της Ένωσης θα περιελάμβανε την Κύπρο και την Μάλτα. Αυτό επαναβεβαιώθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Έσσεν το 1994.

Στις 6 Μαρτίου 1995, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων καθόρισε ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Κύπρο θα άρχιζαν έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματά της.

Ανάλογα, διατυπώθηκε μια προενταξιακή στρατηγική για να προετοιμάσει την Κύπρο για την ένταξη της στην ΕΕ, η οποία προέβλεπε την καθιέρωση ενός δομημένου διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών. Ο διάλογος αυτός, ο οποίος περιελάμβανε επίσης πολιτικό διάλογο σε όλα τα επίπεδα, βοήθησε ιδιαίτερα τη Κύπρο στην εναρμόνιση της νομοθεσίας, των πολιτικών και πρακτικών της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ως επίσης και στην ετοιμασία της για ομαλή μετάβαση προς την ένταξη. Επίσης, η Κύπρος ήταν σε θέση να συμμετάσχει πλήρως σε ορισμένα Κοινοτικά Προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων του Leonardo Da Vinci, του Socrates και της Νεολαίας για την Ευρώπη.

Η απόφαση της 6ης Μαρτίου 1995 έδωσε νέα ώθηση στις σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση και έφερε την προοπτική ένταξης πιο κοντά στην υλοποίηση, ενώ ταυτόχρονα η ΕΕ προετοιμαζόταν για την επόμενη διεύρυνση.

Εξετάζοντας τις πιθανές επιπτώσεις της περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ, η Επιτροπή εξέδωσε στις 15 Ιουλίου 1997 την «Ατζέντα 2000». Πρόκειται για έγγραφο το οποίο, εκτός από τις προτάσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη των πολιτικών της Ένωσης, περιελάμβανε επίσης ειδικές αναφορές σχετικά με την κατάσταση στην Κύπρο. Η Επιτροπή επαναβεβαίωσε τη γνωμοδότηση του 1993, προσθέτοντας ότι: «…το χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο σημαίνει ότι αυτές μπορούν να αρχίσουν πριν από την εξεύρεση πολιτικής διευθέτησης. Αν δεν σημειωθεί πρόοδος προς την κατεύθυνση διευθέτησης πριν από την προγραμματιζόμενη έναρξη των διαπραγματεύσεων, θα πρέπει να αρχίσουν με την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως τη μόνη αρχή που αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο».

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου το Δεκέμβριο του 1997 αποφασίστηκε η έναρξη νέας διαδικασίας διεύρυνσης με δέκα υποψήφιες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, καθώς και με την Κύπρο, η οποία περιλάμβανε ενισχυμένη προενταξιακή στρατηγική και ειδική προενταξιακή βοήθεια για τις αιτήτριες χώρες. Επιπλέον, αποφασίστηκε η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχία, την Εσθονία και τη Σλοβενία. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 31 Μαρτίου 1998.

Το Μάρτιο του 1998 ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Βασιλείου διορίστηκε Επικεφαλής της Διαπραγματευτικής Ομάδας της Κύπρου για την ένταξη στην ΕΕ και Συντονιστής της διαδικασίας εναρμόνισης. Τον ίδιο μήνα η κυπριακή κυβέρνηση κάλεσε τους Τουρκοκυπρίους να διορίσουν αντιπροσώπους ως πλήρη μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η πρόσκληση αυτή, η οποία επικυρώθηκε από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, απορρίφθηκε από την τουρκοκυπριακή πλευρά.

Το πρώτο στάδιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο, οι οποίες άρχισαν στις 3 Απριλίου 1998, αφορούσαν τη διαδικασία αναλυτικής εξέτασης του κοινοτικού κεκτημένου, μια διαδικασία γνωστή ως “screening”. Η διαδικασία σχεδιάστηκε για να καθοριστούν οι περιοχές όπου έπρεπε να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές στο κυπριακό δίκαιο, προκειμένου να εναρμονιστεί με τη νομοθεσία της ΕΕ. Η φάση των διαπραγματεύσεων για την αναλυτική εξέταση του κεκτημένου ολοκληρώθηκε το 2000 και κάλυπτε το νέο κεκτημένο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2000. Από εκείνο το σημείο η διαδικασία της αναλυτικής εξέτασης γινόταν στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Οι ουσιαστικές συζητήσεις για το κάθε κεφάλαιο του κεκτημένου άρχισαν στις 10 Νοεμβρίου 1998.

Σε επανειλημμένες Εκθέσεις Προόδου η Επιτροπή διαπίστωνε ότι η Κύπρος είχε πετύχει ικανοποιητικό βαθμό σύγκλισης με το κεκτημένο στους πλείστους τομείς και προχωρούσε προς την εγκαθίδρυση των αναγκαίων διοικητικών μηχανισμών για την εφαρμογή του κεκτημένου σε σημαντικό αριθμό τομέων. Σημείωνε επίσης ότι η Κύπρος γενικά ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις που ανέλαβε στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις και κατέληγε ότι «[…]ενόψει του επιπέδου σύγκλισης που πέτυχε η Κύπρος […] και των προηγούμενων επιδόσεών της […] στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που ανέλαβε στις διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Κύπρος μπορεί να αναλάβει τις υποχρεώσεις του μέλους μέσα στο προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα».

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάεκεν το Δεκέμβριο του 2001 η ΕΕ υπογράμμισε την αποφασιστικότητά της να οδηγήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τις υποψήφιες χώρες σε επιτυχή κατάληξη μέχρι το τέλος του 2002, προκειμένου οι χώρες αυτές να μπορέσουν να λάβουν μέρος στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2004 ως μέλη. Τονίστηκε επίσης ότι οι υποψήφιες χώρες θα εξακολουθήσουν να τυγχάνουν αξιολόγησης με βάση τα δεδομένα της καθεμιάς, σύμφωνα με την αρχή της διαφορετικότητας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε με την Έκθεση της Επιτροπής, η οποία θεωρούσε ότι αν διατηρείτο ο υφιστάμενος ρυθμός προόδου των διαπραγματεύσεων και μεταρρυθμίσεων στα υποψήφια κράτη, η Κύπρος, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Τσεχία και η Σλοβενία θα μπορούσαν να ήταν έτοιμες προς ένταξη εντός αυτού του χρονοδιαγράμματος.

To Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σεβίλλης (21-22 Ιουνίου 2002) επαναβεβαίωσε την αποφασιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ολοκληρώσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με Κύπρο, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ουγγαρία, Τσεχία, Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία μέχρι το τέλος του 2002, εφόσον οι χώρες αυτές ήταν έτοιμες, και επαναλάμβανε ότι ο αντικειμενικός στόχος παρέμενε ότι οι χώρες αυτές θα έπρεπε να συμμετάσχουν στις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο το 2004 ως πλήρη μέλη.

Η διεύρυνση αποτελούσε σημαντικό μέρος των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών που έγινε μεταξύ 24 και 25 Οκτωβρίου 2002 υπό την Προεδρία της Δανίας. Στα Συμπεράσματα της Προεδρίας, το Συμβούλιο «υποστηρίζει τα πορίσματα και τις συστάσεις της Επιτροπής σύμφωνα με τις οποίες η Κύπρος, η Τσεχία, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σλοβενία πληρούν τα πολιτικά κριτήρια και θα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τα οικονομικά κριτήρια και να αναλάβουν τις υποχρεώσεις του μέλους από τις αρχές του 2004». Η Ένωση επαναβεβαίωσε επίσης την αποφασιστικότητά της να ολοκληρώσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τις χώρες αυτές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης στις 12-13 Δεκεμβρίου 2002 και να υπογράψει τη Συνθήκη Προσχώρησης στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003.

Η μακρά και επίπονη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ολοκληρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης (Δεκέμβριος 2002), όπου λήφθηκε η ιστορική απόφαση να γίνουν δεκτές η Κύπρος και οι άλλες εννέα (Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβακία και τη Σλοβενία)υποψήφιες χώρες ως πλήρη μέλη της Ένωσης, από την 1η Μαΐου 2004.

 

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε (Ιανουάριος 2003)  την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, με 507 ψήφους υπέρ, 29 εναντίον και 26 αποχές,

Στις 16 Απριλίου 2003 ο αείμνηστος πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος υπέγραψε τη Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπογραφή της ιστορικής αυτής συνθήκης πραγματοποιήθηκε σε ειδική τελετή στην Αθήνα, κατά την διάρκεια της Ελληνικής προεδρίας .

Η Κυπριακή Βουλή επικύρωσε τη Συνθήκη Προσχώρησης στις 14 Ιουλίου 2003.    Την 1η Μαΐου 2004 η Κύπρος κατέστη πλήρες Κράτος Μέλος της ΕΕ μαζί με τις άλλες εννέα υποψήφιες χώρες – την Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβακία και Σλοβενία. 

Με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 η κυβέρνηση της Δημοκρατίας ανέλαβε την υποχρέωση να ενταχθεί στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και να υιοθετήσει το ευρώ μόλις πληρωθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.

Από την 1η Ιανουαρίου 2008 η Κύπρος εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ και υιοθέτησε το ευρώ ως το εθνικό της νόμισμα.

Την 1η Ιουλίου 2012 η Κύπρος ανέλαβε μέχρι το τέλος του έτους  την προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Share this post