Χρυσόστομος: Δεν υφίσταται “επέμβαση” του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία
Η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την μνημόνευση του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Επιφανίου.
« Αι άναφυόμεναι, κατά καιρούς , παραφωνίαι διά δήθεν έν Ούκρανία έπέμβασιν του Οίκουμενικού Πατριαρχείου και δια την παραχώρησιν Τόμου Αύτοκεφαλίας, έρήμην των υπολοίπων, θεωρώ οτι ούδόλως εύσταθούν , καθότι oι θορυβούντες είσίν, έν ταύτω, oι πρώτοι παραβάται», υπογραμμίζει ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’, φωτογραφίζοντας κυρίως το Πατριαρχείο Μόσχας.
Ο Μακαριότατος διατυπώνει την θέση σε επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, με την οποία τον πληροφορεί ότι, «μετά από πολλή προσευχή και περισυλλογή», αποφάσισε να μνημονεύσει τον νέο Προκαθήμενο της Αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, Μητροπολίτη Επιφάνιο. Ως γνωστόν, η μνημόνευση έγινε το περασμένο Σάββατο στην Θεία Λειτουργία και αμέσως αντέδρασαν κατά του κ. Χρυσοστόμου ο πρόεδρος του Τμήματος Εκκλησιαστικών Εξωτερικών Σχέσεων (ΤΕΕΣ) του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων και τέσσερα μέλη (οι μητροπολίτες Λεμεσού, Κύκκου, Ταμασού και ο Επίσκοπος Αμαθούντος) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας Κύπρου. Μάλιστα , οι Κύκκου και Ταμασού απείλησαν με σχίσμα , αν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου δεν ανακαλέσει την μνημόνευση.
Φανάρι , Κυριακή Ορθοδοξίας (08.03.2020) / ΦΩΤΟ: Ν. Μαγγίνας
Σήμερα ο Κύπρου Χρυσόστομος έδωσε στην δημοσιότητα αυτούσια την επιστολή του (έκτασης 3μισυ σελίδων) προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Στην επιστολή του ο κ. Χρυσόστομος εξηγεί τους λόγους, που τον έκαναν να εγκαταλείψει την ουδετερότητα, που αρχικά τήρησε η Εκκλησία της Κύπρου στο εκκλησιαστικό ζήτημα της Ουκρανίας.
«Καθὼς γνωρίζετε καλῶς, Παναγιώτατε, ἡ στάσις οὐδετερότητος, τὴν ὁποίαν ὡς Ἐκκλησία Κύπρου ἐτηρήσαμεν ἐξ ἀρχῆς, σκοπὸν εἶχεν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τὸ ἐν γένει καλὸν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ πόθος ἡμῶν ἦτο ἡ μεθ’ ὅλης τῆς ψυχικῆς ἡμῶν δυνάμεως βοήθεια πρὸς τὸ ἀεὶ δοκιμαζόμενον Σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Ἐν τούτοις, ὁρῶν τὸ ἀτελέσφορον τῶν προσπαθειῶν μου, μετὰ πολλὴν προσευχὴν καὶ περισυλλογὴν ἀπεφάσισα, ὅπως κατὰ τὴν πρώτην ὑπ’ ἐμοῦ τελεσθησομένην Θείαν Λειτουργίαν μνημονεύσω τοῦ νέου Προκαθήμενου τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μητροπολίτου κ. Ἐπιφανίου, συμφώνως καὶ πρὸς τὴν Ὑμετέραν ἐκφρασθεῖσαν ἐπιθυμίαν».
Ο Κύπρου Χρυσόστομος υπογραμμίζει:« αι άναφυόμεναι, κατά καιρούς , παραφωνίαι διά δήθεν έν Ούκρανία έπέμβασιν του Οίκουμενικού Πατριαρχείου και δια την παραχώρησιν Τόμου Αύτοκεφαλίας, έρήμην των υπολοίπων, θεωρώ οτι ούδόλως εύσταθούν , καθότι oι θορυβούντες είσίν, έν ταύτω, oι πρώτοι παραβάται».
Εξαιρουμένων των τεσσάρων Εκκλησιών (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων Κύπρου) , της Μέσης Ανατολής, οι οποίες είναι αποστολικές και δεν χρειάζονταν Τόμο για την Αυτοκεφαλία τους, όλες οι άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες ανάγουν, τονίζει, την αυτοκεφαλία των μετά τον 15° αιώνα και « ωφείλουν ταύτην είς Τόμον έκχωρηθέντα ύπο του Σεπτού Οίκουμενικού Πατριαρχείου, δια του οποίου οροθετούνται τα σύνορά των».
Συναφώς , φέρνει ως παράδειγμα την Εκκλησία Κύπρου και υπογραμμίζει ότι κάθε τοπική Ορθόδοξος ‘Εκκλησία « ώφειλε και όφείλει να παραμένη έν τοις ορίοις αύτής, συμφώνως προς τον έκδοθέντα, άμα τη άνακηρύξει αύτης, Τόμον αύτοκεφαλίας, και ούχι να έπεμβαίνη χειροτονούσα Επισκόπους είς έπαρχίας άλλης τοπικής ‘Ορθοδόξου ‘Εκκλησίας, έάν παρεμπιπτόντως διαμένουν έν αύτη άπόδημοι τής πρώτης».
Ο Κύπρου Χρυσόστομος διαβεβαιώνει ότι η Εκκλησία Κύπρου θα συνεχίσει να προσφέρει με συνέπεια την υποστήριξή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Και η επιστολή καταλήγει:
«Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ, τονίζομεν κα ὑπογραμίζομεν διά μίαν εἰσέτι φοράν ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου θά συνεχίσῃ ἔν τε τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι προσφέρουσα μετὰ συνεπείας τὴν ὑποστήριξιν αὐτῆς πρὸς τὴν Ὑμετέραν γερασμιωτάτην Παναγιότητα, ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κατ’ Αὐτὴν σεπτὸν ἡμῶν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ἐπ’ ἀγαθῷ καὶ εὐκλείᾳ τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας».
*Το πλήρες κείμενο της Επιστολής του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β’ προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο