Χρειάζεται νέο μοντέλο εξοπλισμού των ελληνικών Ε.Δ.
Ο «βληματοκεντρικός» πόλεμος και οι μύθοι για τις εξωτικές πλατφόρμες οπλικών συστημάτων
Του Δρα Κωνσταντίνου Γρίβα*
Τον τελευταίο καιρό, η αυξανόμενη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η εξέλιξη ενός εξαιρετικά φιλόδοξου εξοπλιστικού προγράμματος από πλευράς της Άγκυρας, έχουν φέρει ξανά στο προσκήνιο το θέμα των ελληνικών εξοπλισμών.
Πράγματι, αν και αυτήν την στιγμή συνεχίζει να υφίσταται ισορροπία στρατιωτικής ισχύος στο ελληνοτουρκικό σύστημα, εις βάρος των κυρίαρχων αντιλήψεων και παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, στο μέλλον η κατάσταση αναμένεται να ανατραπεί εις βάρος της Ελλάδας, αν δεν κάνει κάτι για αλλάξει τα δεδομένα.
Και το θέμα είναι τι θα κάνει; Θα εγκλωβιστεί εκ νέου σε μια «παραδοσιακή» λογική, προμηθευόμενη πανάκριβες, «εξωτικές» πλατφόρμες μάχης, όπως είναι το πολυδιαφημισμένο «αόρατο» μαχητικό αεροσκάφος F – 35 ή θα κινηθεί προς την κατεύθυνση στοχευμένων λύσεων προσαρμοσμένων στις ιδιαίτερες γεωγραφικές και επιχειρησιακές συνθήκες του ελληνοτουρκικού συστήματος;
Βέλγος τεχνικός του στρατού εξετάζει ένα βλήμα AIM-9M αέρος-αέρος προσαρτημένο σε μαχητικό αεροσκάφος F16 της Βελγικής Πολεμικής Αεροπορίας, το οποίο συμμετείχε σε επίθεση στην Λιβύη, στην αεροπορική βάση του Αράξου, στις 28 Μαρτίου 2011. REUTERS/Yves Herman
Το ζήτημα είναι πολύ μεγάλο για να αναλυθεί στον περιορισμένο χώρο του παρόντος κειμένου. Ωστόσο, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε μια θεωρητική βάση πάνω στην οποία, κατά την άποψη του υπογράφοντος, θα πρέπει να εδραστεί η όποια ελληνική εξοπλιστική προσπάθεια στο μέλλον. Και θεμέλιος λίθος μιας παρόμοιας προσπάθειας είναι η παραδοχή ότι λόγος ύπαρξης των οπλικών συστημάτων είναι να επιφέρουν κάποια καταστρεπτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο. Από τα επιθυμητά αποτελέσματα, λοιπόν, θα πρέπει να ξεκινά ο εξοπλιστικός σχεδιασμός. Και θα πρέπει να θυμηθούμε ότι τα αποτελέσματα ασκούνται κατά κανόνα από τα βλήματα. Άρα, θα εξετάσουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, μια βληματοκεντρική (projectile centric) φιλοσοφία, η οποία μπορεί να βρει σοβαρές εφαρμογές στο ελληνοτουρκικό σύστημα.
Όταν κάποιος σκέφτεται την έννοια της στρατιωτικής ισχύος, τις περισσότερες φορές φέρνει στο μυαλό του διάφορα οπλικά συστήματα όπως μαχητικά αεροσκάφη, άρματα μάχης, πολεμικά πλοία κλπ. Ωστόσο, τείνουμε να ξεχνάμε ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά πλατφόρμες μάχης που από μόνες τους δεν έχουν σχεδόν καμία αξία. Την αξία στα συστήματα αυτά την προσδίδουν τα βλήματα τα οποία μεταφέρουν και τα οποία ασκούν τα επιθυμητά καταστρεπτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο. Ένα βομβαρδιστικό αεροσκάφος, για παράδειγμα, όσο εξελιγμένο και αν είναι, δεν αποτελεί παρά μια πλατφόρμα μεταφοράς βλημάτων και η δουλειά του είναι να μεταφέρει τα βλήματα αυτά από το σημείο Α του χώρου στο σημείο Β έτσι ώστε να ασκήσει κάποια καταστρεπτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο. Για παράδειγμα, ένα από τα πιο εξελιγμένα αεροπορικά όπλα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η «Βόμβα Μικρής Διαμέτρου» (Small Diameter Bomb / SDB). Το έξυπνο αυτό όπλο μπορεί να μεταφερθεί στον στόχο του στην εσωτερική αποθήκη οπλισμού ενός πανάκριβου μαχητικού αεροσκάφους stealth F – 35 ή πάνω σε μια ρουκέτα του πολλαπλού εκτοξευτή ρουκετών MLRS, επιτυγχάνοντας βεληνεκές περίπου 150 χλμ. Άρα, αν ο χώρος μάχης είναι αρκετά μικρός ώστε η βόμβα να μπορεί να φθάνει τους στόχους της μεταφερόμενη πάνω σε μια ρουκέτα, πιθανώς δεν χρειάζεται το πανάκριβο αεροπλάνο μεταφοράς. Επιπροσθέτως, οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών τείνουν να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο βεληνεκές διεθνώς. Για παράδειγμα, το κινεζικό ρουκετοβόλο AR3, το πολωνικό WR – 300 Homar, το βραζιλιάνικο ASTROS 2020, το λευκορωσικό Polonez και το σερβικό Sumadija φθάνουν σε βεληνεκές τα 300 χλμ ή τα προσεγγίζουν. Άρα, παρόμοια δικτυοκεντρικά συστήματα – συστημάτων (systems – of – systems) πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών, ουσιαστικά μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα αεροπορικών δυνάμεων σε αποστολές κρούσης, με κλάσμα του κόστους που θα χρειάζονταν για την απόκτηση, υποστήριξη, συντήρηση και αξιοποίηση των αεροσκαφών και προσφέροντας πολύ μικρότερα περιθώρια άμυνας στον αντίπαλο.
Με άλλα λόγια, τα πρωτεύοντα οπλικά συστήματα είναι τα βλήματα, και τα υπόλοιπα είναι απλώς υπηρέτες τους, οι οποίοι σε περιορισμένων γεωγραφικών διαστάσεων συστήματα αντιπαράθεσης, πιθανώς και να μην χρειάζονται. Ακόμη και ένα πληροφοριοκεντρικό (info centric) δίκτυο, που αποτελεί το ιερό δισκοπότηρο στην σύγχρονη στρατιωτική επιστήμη, δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια αρχιτεκτονική η οποία αποσκοπεί στο να επιτρέψει στα διαφόρων ειδών βλήματα να προσβάλουν τον εχθρό στον κατάλληλο χώρο και χρόνο. Άρα και το δίκτυο αποτελεί έναν υπηρέτη των βλημάτων. Και όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τα βλήματα αποσκοπούν να επιφέρουν κάποια αποτελέσματα στον αντίπαλο.
Συνακόλουθα, ο πυρήνας, η αρχή, η βάση και ο τελικός στόχος μιας πολεμικής δύναμης, είναι η επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων στον αντίπαλο. Κατά συνέπεια, η σχεδίαση μιας πολεμικής δύναμης φυσιολογικά θα έπρεπε να ξεκινάει ακριβώς από αυτή τη βάση. Δηλαδή, την επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων στον αντίπαλο. Πιθανώς αυτό να φαίνεται αυτονόητο. Όμως δεν είναι. Αντιθέτως, πολλές φορές, όποτε εξετάζουμε την στρατιωτική ισχύ χωρών τείνουμε να μετράμε πλατφόρμες μάχης και όχι τα αποτελέσματα που αυτές είναι ικανές να επιφέρουν σε δεδομένο αντίπαλο, σε δεδομένο χώρο και χρόνο και σε δεδομένο είδος πολεμικής αντιπαράθεσης. Γιατί δεν είναι όλα τα αποτελέσματα, τα βλήματα και οι πλατφόρμες μεταφοράς τους κατάλληλα για όλες τις συνθήκες. Η στρατιωτική ισχύς είναι ένα σχετικό και όχι απόλυτο μέγεθος και λαμβάνει υπόσταση σε διαδραστική σχέση με το γεωγραφικό περιβάλλον, το είδος της πολεμικής αναμέτρησης και μια σειρά από άλλους παράγοντες.
Ακόμη πιο προβληματική είναι μια τάση που υπάρχει στις στρατηγικές σπουδές, όπου η στρατιωτική ισχύς πολλές φορές ταυτίζεται με τις δαπάνες για την Άμυνα, με αποτέλεσμα αυτός που δαπανά περισσότερα λεφτά για το στράτευμά του να θεωρείται αξιωματικά ισχυρότερος από εκείνον που δαπανά λιγότερα. Για παράδειγμα, σε πλήθος συνεδρίων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ο γράφων είχε την ευκαιρία να ακούσει πολλάκις την τυποποιημένη αντίληψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πιο ισχυρή στρατιωτικά δύναμη του πλανήτη γιατί, πολύ απλά, δαπανούν πολύ περισσότερα χρήματα για το στράτευμά τους από ότι οι υπόλοιπες χώρες. Ένα γρήγορο τεστ για την αξιοπιστία αυτής της άποψης είναι να αναρωτηθεί κανείς πόσα λεφτά στοίχισε η Γραμμή Μαζινό…
Βέβαια, η ταύτιση της στρατιωτικής ισχύος με τις πλατφόρμες μεταφοράς βλημάτων δεν είναι και τόσο παράλογη, αν σκεφτεί κανείς ότι πολλές λειτουργίες των οπλικών συστημάτων διεξάγονται τον καιρό της ειρήνης. Για παράδειγμα, στον καιρό της ειρήνης η πολεμική ισχύς εκτελεί αποστολές αποτροπής, προειδοποίησης και επίδειξης (deterrence, signaling & posturing, αντιστοίχως), ενίσχυσης του εθνικού γοήτρου, τόνωσης του ηθικού του λαού κλπ. Για τις λειτουργίες αυτές χρειάζονται οπλικά συστήματα με μεγάλες «επικοινωνιακές» ικανότητες, όπως αεροπλανοφόρα, «φουτουριστικά» μαχητικά αεροσκάφη και πειθαρχημένες σειρές αρμάτων μάχης να παρελαύνουν στις εθνικές εορτές στους δρόμους των πρωτευουσών.
Όμως, αν έλθει ο καιρός του πραγματικού πολέμου, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα αυτά δεν είναι παρά πλατφόρμες μεταφοράς βλημάτων, τα οποία με την σειρά τους επιδιώκουν να επιφέρουν κάποια αποτελέσματα στον αντίπαλο. Για παράδειγμα, ένα αεροπλανοφόρο δεν είναι παρά μια πλατφόρμα που μεταφέρει άλλες πλατφόρμες, δηλαδή τα μαχητικά αεροσκάφη, τα οποία με την σειρά τους κουβαλούν διαφόρων ειδών βλήματα που επιδιώκουν να ασκήσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στον αντίπαλο. Επιπροσθέτως, δεν έχουν όλα τα βλήματα που μεταφέρουν τα αεροσκάφη αυτή την επιθετική λειτουργία. Και αυτό γιατί κάποια από τα αεροσκάφη, όπως για παράδειγμα τα μαχητικά F–14 Tomcat, που επιχειρούσαν στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, δεν είχαν ως αποστολή να ασκήσουν προβολή ισχύος στον εχθρό αλλά να προστατεύσουν τα ίδια τα αεροπλανοφόρα από εχθρικές επιθέσεις. Αμυντικό ρόλο είχαν και τα αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (AEW&C) Hawkeye.
Άρα, αν κάποιος θέλει πράγματι να σχετίσει τις δαπάνες για εξοπλισμούς με τις πραγματικές πολεμικές ικανότητες θα πρέπει να εξετάσει όχι πόσα χρήματα δαπανούν οι ΗΠΑ για κάθε αεροπλανοφόρο, αλλά τι αγοράζουν με τα χρήματα αυτά όσον αφορά τις ικανότητες επίτευξης καταστρεπτικών αποτελεσμάτων στον αντίπαλο. Με άλλα λόγια, πόσο στοιχίζει κάθε βόμβα ή πύραυλος που προσβάλει τον αντίπαλο στο πλαίσιο επιθετικών αποστολών, όχι ως μονάδα, αλλά ως το τελικό στάδιο μιας σύνθετης και πολυεπίπεδης αρχιτεκτονικής συστημάτων.
ΚΕΝΤΡΙΑ ΚΑΙ ΑΣΠΙΔΕΣ
Ακόμη και οι ίδιες οι πλατφόρμες που αποσκοπούν να διεξάγουν επιθετικές αποστολές, μεταφέρουν και διαθέτουν δύο ειδών οπλικά συστήματα. Αυτά που επιδιώκουν να επιφέρουν καταστρεπτικά αποτελέσματα στον εχθρό και αυτά που αποσκοπούν στο να προστατεύσουν την ίδια την πλατφόρμα, είτε με ενεργητικό είτε με παθητικό τρόπο. Ενεργητικά αμυντικά συστήματα μπορεί να είναι ηλεκτρονικοί παρεμβολείς (jammers) για ένα μαχητικό αεροσκάφος ή ένα ενεργό σύστημα αυτοπροστασίας (APS) για ένα άρμα μάχης, ενώ παθητικά αμυντικά συστήματα μπορεί να είναι χαρακτηριστικά χαμηλής διακρισιμότητας (VLO) για ένα αεροσκάφος ή ενισχυμένη θωράκιση για ένα άρμα μάχης.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να χωρίσουμε τα οπλικά συστήματα χοντρικά σε δύο κατηγορίες, στις «ασπίδες» και τα «κεντριά». Οι «ασπίδες» έχουν σκοπό να προστατεύσουν τις πλατφόρμες έτσι ώστε να επιβιώσουν από τα εχθρικά όπλα και να μπορέσουν να χτυπήσουν με τα «κεντριά» τους τον αντίπαλο. Αυταξία έχουν μόνο τα «κεντριά», ενώ οι «ασπίδες» είναι υποστηρικτικές των «κεντριών». Όσο όμως βελτιώνονται τα «κεντριά» που απειλούν τις διάφορες πλατφόρμες, τόσο αυτές αναγκάζονται να αποκτούν ολοένα και περισσότερες και πιο εξελιγμένες «ασπίδες» έτσι ώστε να μπορούν να επιβιώσουν και να ασκήσουν την πραγματική τους αποστολή, δηλαδή να χτυπήσουν με τα «κεντριά» τους τον εχθρό. Το αποτέλεσμα είναι οι πλατφόρμες να καθίστανται ολοένα και πιο πολύπλοκες, πιο βαριές και κυρίως πιο ακριβές. Άρα, καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να κατασκευαστούν, διατίθενται σε ολοένα μικρότερους αριθμούς και είναι τόσο πολύτιμες που δύσκολα λαμβάνεται η απόφαση να τεθούν εν κινδύνω για να φέρουν εις πέρας μια αποστολή. Την ίδια στιγμή οι επιθετικές τους ικανότητες, οι οποίες είναι αυτές για τις οποίες εξ αρχής κατασκευάστηκαν, δεν αυξάνονται ανάλογα. Άρα λοιπόν, οι βασισμένες στις πλατφόρμες πολεμικές αντιλήψεις και μεθοδολογίες καθίστανται ολοένα και περισσότερο δυσλειτουργικές στον καιρό πραγματικών πολεμικών επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, οι πολεμικές ικανότητες εδράζονται πάνω στα αποτελέσματα που επιφέρουν στον αντίπαλο. Κατά συνέπεια, κάθε εξοπλιστική προσπάθεια και σχεδίαση πολεμικών ικανοτήτων θα πρέπει να ξεκινά από αυτό το δεδομένο. Και τα αποτελέσματα τα επιτυγχάνουν τα βλήματα. Αντιθέτως, οι πλατφόρμες μεταφοράς βλημάτων, όσο προηγμένες και «εξωτικών» τεχνολογιών και αν είναι, δεν έχουν αξία από μόνες τους. Ούτε το μυθοποιημένο στις μέρες μας «δίκτυο» που διαμορφώνεται από σύνθετες αρχιτεκτονικές C4ISR [1], ούτε «μαγικά» τεχνουργήματα όπως «αόρατα» αεροσκάφη. Όλα αυτά αποτελούν υπηρέτες των βλημάτων, γιατί αυτά ασκούν τα επιθυμητά καταστρεπτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο.
Άρα, αν θέλουμε να επενδύσουμε σε μια αποτελεσματική και κυρίως οικονομική αρχιτεκτονική μάχης, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τον σχεδιασμό μας με βάση τα αποτελέσματα που θέλουμε να υποστεί ο αντίπαλος σε τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο, και κατόπιν να επιδιώξουμε να επιτύχουμε τα αποτελέσματα αυτά με τον οικονομικότερο, ασφαλέστερο και αποτελεσματικότερο τρόπο. Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επενδύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο στα βλήματα, τα οποία είναι αυτά που επιφέρουν τα αποτελέσματα και όσο το δυνατόν λιγότερο στις πλατφόρμες που μεταφέρουν τα βλήματα.
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΜΑΧΗΣ ΚΑΙ ΒΛΗΜΑΤΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Όσον δε αφορά την πληροφοριοκεντρική – δικτυοκεντρική λειτουργία των δυνάμεών μας αυτή θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αποκεντρωτική και οι λειτουργίες απόκτησης της πληροφορίας αναφορικά με τις θέσεις των φίλιων και εχθρικών δυνάμεων («where am I, where is the enemy, where are my buddies»), μετάδοσης της πληροφορίας και αξιοποίησής της, θα πρέπει να γίνονται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονομία από το τερματικό της στοιχείο, δηλαδή τα βλήματα, μικραίνοντας και απλοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο το κενό μεταξύ αυτού που αποκτά την πληροφορία και αυτού που την αξιοποιεί δια πυρών («sensor – to – shooter loop»).
Τα αποτελέσματα που επιδιώκουμε να επιτύχουμε είναι δύο ειδών. Άμεσα καταστρεπτικά (destructive) και αποδιοργανωτικά (disruptive). Με απλοϊκό τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα πρώτα επιδιώκουν την καταστροφή στοιχείων του αντιπάλου, ενώ τα δεύτερα στοχεύουν την συνολική του δομή.
Και οι δύο κατηγορίες αποτελεσμάτων μπορούν να επιτευχθούν από δύο κατηγορίες βλημάτων. Hard Kill και Soft Kill. Τα πρώτα είναι τα «κλασικά» βλήματα, όπως αυτά με εκρηκτικές κεφαλές ή κινητικής ενέργειας, ενώ στα δεύτερα εντάσσονται όπλα εκπομπής ηλεκτρομαγνητικού παλμού (ΕΜΡ), μικροκυμάτων υψηλής ενέργειας (ΗΡΜ), ηλεκτρονικών παρεμβολών, κυβερνο-όπλα κλπ.
Τέλος, θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τα αποτελέσματα που επιδιώκουν να επιτύχουν τα βλήματα σε «μονού σταδίου» και «διπλού σταδίου». Στα πρώτα περιοριζόμαστε στην επιδίωξη της άμεσης φθοράς του αντιπάλου, ενώ τα δεύτερα, εκτός από τις άμεσες ζημίες που επιφέρουν στον αντίπαλο, επιδιώκουν να υποβοηθήσουν μονάδες ελιγμού. Ο ελιγμός (maneuver) έχει αυταξία στο πεδίο της μάχης, αποδιοργανώνοντας τον αντίπαλο, διαλύοντας την δομή του και την ευρύτερη μαχητική του λειτουργία και δεν στοχεύει απλώς στο να προσφέρει μια βελτιωμένη θέση στις πλατφόρμες μάχης για την εκπομπή πυρών με σκοπό την καταστροφή στοιχείων του αντιπάλου.
Επίσης, ο βληματοκεντρικός πόλεμος μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον μέσα σε ένα αποκεντρωτικό περιβάλλον, όπου θα δίδεται μεγάλη έμφαση στην ανάληψη πρωτοβουλιών από τους κατώτερους ηγήτορες και την αυτονομία δράσης. Ο βληματοκεντρικός πόλεμος αποσκοπεί στην διαρκή προσαρμογή στην ρευστή πραγματικότητα του πεδίου της μάχης και όχι στην καθυπόταξη σε κάποιο εκ των προτέρων καθορισμένο σχέδιο. Επιπροσθέτως, οι μονάδες ελιγμού πρέπει να λειτουργούν όσο πιο αποκεντρωτικά γίνεται, στο πρότυπο των Γερμανών Stosstruppen στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι ώστε να μπορούν να εκμεταλλεύονται τις «ρωγμές» που θα ανοίγουν στην εχθρική διάταξη τα βλήματα. Αυτό το αποκεντρωτικό μοντέλο πολεμικής λειτουργίας αναφέρεται από τους Γερμανούς ως Auftragstaktik, από τους Αμερικανούς ως Mission Command, ενώ στα ελληνικά έχει περάσει ως «Διοίκηση δια της Αποστολής».
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο βληματοκεντρικός πόλεμος δεν είναι ένα μοντέλο πρόκλησης απωλειών στον αντίπαλο (attrition warfare model). Δεν θεωρεί ότι μόνον δια της επίτευξης απωλειών στον αντίπαλο θα επιτευχθεί η νίκη. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα που επιδιώκει να επιφέρει είναι καταστροφικά (destructive), αλλά και αποδιοργανωτικά (disruptive), επιδιώκοντας να διαμορφωθούν ευκαιρίες δράσης για μονάδες ελιγμού έτσι ώστε να επιφέρουν διάλυση της δομής του αντιπάλου.
Στόχος είναι η συνεργασία με μονάδες ελιγμού στο πλαίσιο φιλοσοφίας συνδυασμένων όπλων υψηλής προσαρμοστικότητας και αποκεντρωτικής φιλοσοφίας, κατά την λογική του Μπρουχμύλερ (Bruchmüller) στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και στον αντίποδα του άκαμπτου μοντέλου της «Μεθοδικής Μάχης» (‘Methodical Battle’), που είχε εφαρμοστεί από τους Γάλλους στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ο βληματοκεντρικός πόλεμος επιδιώκει να εφοδιάσει τις επιμέρους μονάδες του πεζικού και των τεθωρακισμένων αλλά και τις αερομεταφερόμενες δυνάμεις με «κατά παραγγελίαν καταιγίδες πυρών» που θα καταστρέφουν τις εχθρικές δυνάμεις, θα την αποδιοργανώνουν και θα δημιουργούν κενά στην εχθρική διάταξη.
Τέλος, ο βληματοκεντρικός πόλεμος είναι προσαρμοσμένος στις απαιτήσεις του πεδίου της μάχης που αναμένεται να προκύψουν τα επόμενα χρόνια με την ωρίμανση (τεχνολογική αλλά πιθανώς όχι πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική) αυτόνομων ρομποτικών μονάδων. Κατ’ αρχάς, τα ίδια τα βλήματα μπορούν να ευνοηθούν από τις τεχνολογίες αυτές και να ρομποτοποιηθούν, μετατρεπόμενα σε ανεξάρτητα πυρομαχικά. Πιθανώς αυτή να είναι και μια μέθοδος περιορισμού των παρανοϊκών φοβιών της Κοινής Γνώμης της Δύσης για την ανάπτυξη αυτόνομων ρομποτικών συστημάτων, μιας και δεν θα μιλάμε για αυτόνομα ρομπότ που θα μπορούν (υποτίθεται) να αυτονομηθούν από τον άνθρωπο και να στραφούν εναντίον του αλλά απλώς για «έξυπνα» πυρομαχικά που στο τέλος της ημέρας θα έχουν καταστραφεί πέφτοντας πάνω στον αντίπαλο.
Σε κάθε περίπτωση, κομμάτι της «βληματικής» επανάστασης που βρίσκεται εν εξελίξει σήμερα είναι και η ανάπτυξη μικροσκοπικών πυρομαχικών προσβολής ακριβείας, περιφερόμενων πυρομαχικών (loitering munitions), καθώς και ρομποτοποιημένων πυρομαχικών αυτόνομης λειτουργίας. Όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν λιγότερο ή περισσότερο με ρομποτικές πλατφόρμες και μάλιστα στο πλαίσιο μιας λειτουργίας «φθηνού» πολέμου (‘affordable warfare’) που επιδιώκει να επιτύχει ένα βληματοκεντρικό μοντέλο, ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος συνδυασμός βλημάτων με ρομποτικές πλατφόρμες είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Επίσης, τα βληματοκεντρικά μοντέλα μάχης αναμένεται να κεφαλαιοποιήσουν σημαντικό κομμάτι της λεγόμενης Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, όπως είναι προηγμένα έξυπνα δίκτυα αυτόνομης λειτουργίας, τεχνολογίες νέφους (cloud) και αξιοποίησης μεγάλου όγκου δεδομένων (Big Data), φθηνοί αισθητήρες κλπ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance, Reconnaissance.
*Ο Δρ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΡΙΒΑΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Οπλικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΠΗΓΗ: FOREIGNAFFAIRS THE HELLENIC EDITION