Χειρουργεία χωρίς νερό και ρεύμα στα ουκρανικά νοσοκομεία
Οι ιστορίες των ουκρανών γιατρών που έχουν δει τη δημοσιότητα ρίχνουν φως στο πιο σκληρό πρόσωπο του πολέμου. Και μαρτυρούν ότι οι Ρώσοι στοχεύουν εσκεμμένα και συστηματικά τα ουκρανικά νοσοκομεία, τα ασθενοφόρα και τους γιατρούς.
Της Κατερίνας Οικονομάκου*
Στις 7 Απριλίου ρώσοι στρατιώτες συνέλαβαν τους ελάχιστους ανθρώπους που παρέμεναν ακόμη στο νοσοκομείο Νο4 της Μαριούπολης. Είχαν μείνει εκεί χωρίς ρεύμα, χωρίς καύσιμο για τις γεννήτριες, χωρίς φάρμακα, χωρίς νερό. Οι Ρώσοι τους μετέφεραν προς άγνωστη κατεύθυνση, είτε στις περιοχές που ελέγχονται από τους φιλορώσους αυτονομιστές, είτε στη Ρωσία, όπου έχουν παράνομα εκτοπιστεί εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί. Η τύχη τους αγνοείται.
Ο Αντρίι Σέρμπιν είχε καταφέρει να διαφύγει από την πόλη, δυο εβδομάδες νωρίτερα. Όταν διηγήθηκε την ιστορία του“We’d anesthetize dying children”: Andriy Serbyn, doctor in Left-Bank Mariupol | SVOI.GLOBAL στην ουκρανή δημοσιογράφο Ναταλία Μπιριούκοβα, βρισκόταν ήδη στο Ντνίπρο, στην κεντρική Ουκρανία. Ο 27χρονος αναισθησιολόγος ήταν ένας από τους ελάχιστους γιατρούς που είχαν μείνει στο νοσοκομείο σχεδόν μέχρι την τελευταία στιγμή. Έφυγε όταν δεν ήταν πια σε θέση να προσφέρει τίποτε. Και τότε έφυγε για να σώσει τη ζωή του και να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ένα άλλο νοσοκομείο, σε μια άλλη πόλη.
Ο πρώτος τραυματίας είχε φτάσει στο νοσοκομείο Νο4 τη δεύτερη μέρα του πολέμου, στις 25 Φεβρουαρίου. Τρεις μέρες αργότερα, το νοσοκομείο δεν είχε πια θέρμανση. Στις 3 Μαρτίου όλα τα παράθυρα της βορινής πλευράς ήταν ήδη σπασμένα από τους βομβαρδισμούς. Και στο μεταξύ δεν είχαν ρεύμα, γιατί οι Ρώσοι είχαν κόψει όλες τις γραμμές του δικτύου ηλεκτροδότησης της πόλης. Οι γεννήτριες του νοσοκομείου λειτουργούσαν με ντίζελ, αλλά έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, να κάνουν οικονομία. «Η γεννήτρια βρισκόταν στο νοσοκομείο πριν από τον πόλεμο και το ντίζελ που υπήρχε έως τότε, το χρησιμοποιήσαμε μέσα σε δύο ημέρες. Τις πρώτες ημέρες του πολέμου, όταν τα πρατήρια καυσίμων λειτουργούσαν ακόμη, η διοίκηση του νοσοκομείου αγόρασε ντίζελ – στη συνέχεια, τρεις-τέσσερις φορές μας έφερε κάποιες μικρές ποσότητες ο Στρατός».
Στα χειρουργεία τα παράθυρα είχαν σπάσει, οπότε άρχισαν να χρησιμοποιούν άλλους θαλάμους. Το κρύο στο μεταξύ ήταν τέτοιο, που γιατροί και νοσηλευτές έπρεπε να φορούν όσο περισσότερα ρούχα μπορούσαν. Ακόμη κι έτσι, όμως, όταν έπρεπε να μείνουν πολλές ώρες μέσα στο χειρουργείο, υπέφεραν από τις χαμηλές θερμοκρασίες. «Ειδικά οι γυναίκες δεν το άντεχαν, πήγαιναν κάπου αλλού, τυλίγονταν σε μια κουβέρτα και προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Εάν, βέβαια, τους το επέτρεπε η κατάσταση μέσα στο χειρουργείο».
Ο Σερμπίν λέει ότι την 1η Μαρτίου κάποιοι ανάμεσά τους τόλμησαν να βγουν έξω και να τρέξουν να αγοράσουν τέσσερα καρβέλια ψωμί και να φέρουν πόσιμο νερό από το μοναδικό σημείο όπου υπήρχε αντλία – γιατί είχε κοπεί και το τρεχούμενο νερό. Την επόμενη μέρα τα καταστήματα στη Μαριούπολη έκλεισαν. Στο νοσοκομείο, κατάφεραν να κάνουν εκείνα τα τέσσερα καρβέλια να τους φτάσουν μέχρι τα μέσα του μήνα. Οι προμήθειές τους σε τρόφιμα ήταν πολύ περιορισμένες, γι’ αυτό οι μερίδες έπρεπε να είναι πολύ μικρές.
Στην ιατρική υπάρχει η έννοια της «χρυσής ώρας», δηλαδή των πρώτων 60 λεπτών μετά τον τραυματισμό – τότε που η επέμβαση του γιατρού μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά για την επιβίωση και την καλύτερη αποκατάσταση, εξηγεί ο Σερμπίν. Κανένας τραυματίας δεν έφτασε στο χειρουργείο του μέσα στην πρώτη «χρυσή ώρα». Οι τραυματίες αιμορραγούσαν μόνοι στον δρόμο για 24ωρα, πριν καταφέρει κάποιος να τους μεταφέρει στο νοσοκομείο. «Δεν μπορώ να δώσω ακριβείς αριθμούς, αλλά έχω την εντύπωση ότι ένας στους πέντε τραυματίες πέθαινε όταν έφτανε στο νοσοκομείο. Ακόμη απορώ που χωρίς νερό και ρεύμα, χωρίς γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, με μαζικές κατά διαστήματα εισαγωγές, όταν είχαμε περισσότερους τραυματίες από γιατρούς, αυτοί που επιζούσαν ήταν περισσότεροι από εκείνους που πέθαιναν».
Ο Σερμπίν λέει ότι έως τις 7 Μαρτίου, οι τραυματίες έφταναν στο νοσοκομείο με το ασθενοφόρο. Τις επόμενες ημέρες, οι βομβαρδισμοί ήταν τόσο συχνοί που η αριστερή όχθη της Μαριούπολης, εκεί όπου βρισκόταν το νοσοκομείο Νο4, αποκόπηκε εντελώς από την υπόλοιπη πόλη. Ήταν αδύνατο πια να φτάσουν εκεί τα ασθενοφόρα. Τώρα οι ίδιοι οι πολίτες μετέφεραν τους τραυματίες με όσα αυτοκίνητα είχαν ακόμη καύσιμα. «Οι ντόπιοι έσερναν τους τραυματίες στην είσοδο του νοσοκομείου πάνω σε κουβέρτες ή πόρτες. Όσοι είχαν ακόμη τα πόδια τους και μπορούσαν να περπατήσουν, έρχονταν μόνοι τους», λέει ο Σερμπίν.
Στις 20 Μαρτίου, το ωστικό κύμα μιας έκρηξης που σημειώθηκε κοντά στο κτίριο των λοιμωδών νοσημάτων είχε αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας 60χρονος γιατρός. Ο Δρ Καζάντσεφ είχε βγει για λίγο έξω για να μεταφέρει βρασμένο νερό στους αμάχους που είχαν βρει καταφύγιο σε εκείνο το κτίριο του νοσοκομείου. «Θάψαμε τον Ανατόλι Μπορίσοβιτς σε έναν κήπο ανάμεσα στα δυο κτίρια, δυο μέτρα μακριά από το ιατρείο του. Οι υπόλοιποι νεκροί τοποθετούνταν μέσα σε σακούλες που αφήναμε στην αυλή, πλάι στον τοίχο του νοσοκομείου».
Το διάστημα που ο Σερμπίν ήταν στο νοσοκομείο, ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και 15 παιδιά· τα πιο σοβαρά περιστατικά είχαν κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Αλλά στο νοσοκομείο δεν υπήρχε πια νευροχειρουργός. «Θυμάμαι πολύ καλά το πρώτο κοριτσάκι. Την έλεγαν Άνια. Είχε γίνει μια έκρηξη: Η ρόδα ενός αυτοκινήτου είχε εκτοξευτεί και τη χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Όλοι έπεσαν αμέσως πάνω στο κορίτσι. Ένας από τους νεαρούς τραυματολόγους της έκανε αποσυμπιεστική κρανιοτομία. Πραγματοποίησε μια χειρουργική επέμβαση που δεν ήταν της ειδικότητάς του. Ήταν σαν να έκανε σκωληκοειδεκτομή ένας παθολόγος». Ο Σερμπίν περιγράφει πώς τις επόμενες ημέρες η Άνια άρχισε να δείχνει σημάδια βελτίωσης – μπορούσε να επικοινωνεί μαζί τους με νεύματα.
Ο 27χρονος γιατρός εξηγεί στην Μπιριούκοβα τη μέθοδο του τριάζ – έπρεπε διαρκώς να επιλέγουν ποιοι ασθενείς είχαν ελπίδα να σωθούν και σε αυτούς να δίνουν προτεραιότητα. Μια ημέρα έφτασαν στο νοσοκομείο τρεις άνθρωποι από την ίδια οικογένεια – μια γυναίκα με την κόρη και τον μικρό εγγονό της. Η γιαγιά είχε υποστεί ένα σοβαρό τραύμα στο πρόσωπο και το μάτι της. «Όσο για το αγόρι, ένα θραύσμα είχε καρφωθεί στο κρανίο του κι είχε βγει από το μέτωπο. Όταν μας τον έφεραν ζούσε ακόμη. Το περιεχόμενο το κρανίου του είχε βγει έξω. Φυσικά, η μητέρα αρνιόταν να δεχτεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα. Κάναμε στο παιδί αναισθησία. Δυστυχώς ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε. Το ενός έτους παιδί ξεψύχησε 15 λεπτά αργότερα».
Πρώτα τελείωσαν τα φάρμακα για την αναισθησία. Και έως τις 20 Μαρτίου είχαν πια τελειώσει όλα τα φάρμακα. Στις 21 Μαρτίου, ο Αντρίι Σερμπίν θα καταφέρει να βγει από την Μαριούπολη μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι. «Σε δυο ημέρες θα τέλειωνε και το οινόπνευμα», λέει. Οι γιατροί δεν είχαν πια κανέναν τρόπο να προσφέρουν βοήθεια στους ασθενείς τους. Στις 22 Μαρτίου χτυπήθηκε από βόμβα ο τέταρτος όροφος του νοσοκομείου Νο4, εκεί που συνήθως εργαζόταν. Οι συνάδελφοί του που βρίσκονταν ακόμη εκεί έχασαν εκείνη τη μέρα τη ζωή τους. «Νιώθαμε φρικτά που εγκαταλείψαμε τους ασθενείς μας και φύγαμε. Οι γιατροί δεν το κάνουν αυτό. Συνήθως, δεν το κάνουν αυτό. Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου που αποφάσισα να διαφύγω από την Μαριούπολη, γιατί έπρεπε να το κάνω. Παρόλ’ αυτά, όλοι όσοι φύγαμε αμφιβάλλουμε αν κάναμε το σωστό από ηθικής πλευράς».
Στον πόλεμο δεν επιτρέπονται τα πάντα – υπάρχουν κανόνες. Οι Συμβάσεις της ΓενεύηςΣυμβάσεις της Γενεύης προβλέπουν ότι σε συνθήκες πολέμου οι ασθενείς, το ιατρικό προσωπικό και οι ιατρικές εγκαταστάσεις προστατεύονται. Η στοχευμένη επίθεση εναντίον τους συνιστά έγκλημα πολέμου. Θα χρειαστεί, ωστόσο, καιρός για να συγκεντρωθούν στοιχεία που θα αποδεικνύουν εάν οι επιθέσεις εναντίον των ουκρανών γιατρών και των ουκρανικών δομών υγείας συνιστούν εγκλήματα πολέμου και μπορούν να διωχθούν ως τέτοια. Στο μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία που το ουκρανικό υπουργείο Υγείας έδωσε στη δημοσιότητα στις 21 Μαΐου, από τις 24 Φεβρουαρίου μέχρι εκείνη την ημέρα είχαν χτυπηθεί από τις ρωσικές δυνάμεις 627 ιατρικές εγκαταστάσεις. Από αυτές, οι 105 έχουν καταστραφεί ολοκληρωτικά.
«Έως τις 9 Μαΐου, η οργάνωσή μας είχε καταγράψει 33 στοχευμένες επιθέσεις σε ιατρικό προσωπικό. Οι περισσότερες επιθέσεις γίνονται εναντίον ασθενοφόρων. Είναι επιθέσεις που κάνουν οι Ρώσοι στοχευμένα εναντίον των ασθενοφόρων αμέσως μετά από μια επίθεση, όταν πηγαίνουν προς τον τόπο του χτυπήματος για να βοηθήσουν τα θύματα», μας λέει ο Πάβλο ΚοβτόνιουκPavlo Kovtoniuk | Kyiv School of Economics, συνιδρυτής της οργάνωσης Ukrainian Healthcare CenterUHC (UHC) και πρώην υφυπουργός Υγείας της χώρας, ο οποίος μας μιλάει μέσω zoom από το γραφείο του στο Κίεβο. «Οι περισσότερες απώλειες ιατρικού προσωπικού έχουν σημειωθεί σε τέτοιες επιθέσεις. Έχουμε επιβεβαιώσει 16 νεκρούς και 44 τραυματίες γιατρούς και νοσοκόμους».
Στις 25 Φεβρουαρίου, η Ιρίνα Γιάνκο είχε 24ωρη βάρδια στο Περιγεννητικό Κέντρο της Μαριούπολης. Η Γιάνκο είναι νοσηλεύτρια χειρουργείου, αλλά η δουλειά που έκαναν εκείνη τη μέρα ήταν να μεταφέρουν πρώτα τις εγκύους σε άλλα νοσοκομεία της πόλης. Την επομένη, θα μετέφεραν και τα νεογέννητα. Έπειτα από αυτό, κανείς δεν θα έπρεπε πια να μπει στο κτίριο. «Δεν μας μοίρασαν σε άλλα νοσοκομεία, η προϊσταμένη μας είπε ότι δεν θα πηγαίναμε καθόλου για δουλειά, περιμέναμε να ανακοινωθεί ένα σχέδιο δράσης. Αλλά το δίκτυο της κινητής τηλεφωνίας σταμάτησε να λειτουργεί», θυμάται η Γιάνκο.
Στο μεταξύ, ο άντρας της είχε βάρδια στο νοσοκομείο Νο1. Η Γιάνκο αποφάσισε να πάει μαζί του. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι θα έμενε άπραγη κάτω από αυτές τις συνθήκες. «Υπήρχε, άλλωστε, πολλή δουλειά. Βοηθούσα όπου υπήρχε ανάγκη», λέει. Η Γιάνκο σφουγγάρισε το πάτωμα, άναψε έξω φωτιά για το μαγείρεμα και μπήκε στο χειρουργείο για να βοηθήσει. Πολλοί εργαζόμενοι δεν είχαν εμφανιστεί για δουλειά. «Τις 16 ημέρες που μείναμε στο νοσοκομείο, ήμασταν μόνο δυο νοσηλεύτριες χειρουργείου», λέει στην ουκρανή δημοσιογράφο Κατερίνα ΚαλιούζιναThe story of how doctors saved people without water and electricity. A scrub nurse’s monologue | SVOI.GLOBAL.
Η Γιάνκο εξηγεί ότι οι προμήθειες του νοσοκομείου σε τρόφιμα και νερό ήταν πολύ μικρές. Γι’ αυτό ένας νεφρολόγος αξιοποίησε τις επαφές του, που άρχισαν να φέρνουν στο νοσοκομείο νερό – «αρχικά από μια κατεστραμμένη πισίνα, στη συνέχεια από το ποτάμι. Αργότερα, μερικοί καταστηματάρχες μας έφερναν λαχανικά. Στο νοσοκομειακό μας συγκρότημα υπήρχαν περίπου 500 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και άμαχοι, εσωτερικά εκτοπισμένοι από τον Σαρτανά και την Ταλακόβκα, καθώς και οι οικογένειες του προσωπικού».
Τις πρώτες ημέρες, όταν έφταναν στα χέρια τους τραυματίες που έπρεπε να χειρουργηθούν, γιατροί και νοσοκόμοι έβαζαν μπροστά τις γεννήτριες, που είχαν πρώτα γεμίσει με ντίζελ. «Μπαίναμε στο χειρουργείο κι αγωνιζόμασταν να σώσουμε τις ζωές τους. Είχα μεγάλο άγχος διότι όλα σχεδόν τα εργαλεία δεν είχαν απολυμανθεί σωστά. Δεν είχαμε ούτε ρεύμα, ούτε νερό. Τα απολυμαίναμε, αλλά δεν ακολουθούσαμε το πρωτόκολλο. Ήταν σαν να είμαστε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», λέει
Οι πολιορκημένοι της Μαριούπολης έπρεπε να βγαίνουν από τα καταφύγιά τους για να αναζητήσουν νερό και να ανάψουν φωτιές για μαγείρεμα. Εκεί, στις αυλές τους, ανάμεσα στα σπίτια, έπεφταν καταπάνω τους οι βόμβες. Η Γιάνκο θυμάται ότι μετά από κάθε βομβαρδισμό, το νοσοκομείο πλημμύριζε από τραυματίες που έφταναν με όλους τους τρόπους – μέσα σε ασθενοφόρα, περιπολικά, ΙΧ, κάποιοι στα χέρια άλλων. «Κατάγματα, εγκαύματα, ακρωτηριασμένα μέλη, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τραύματα στα μάτια. Δυστυχώς τα περισσότερα τραύματα ήταν μοιραία. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να τους σώσουμε, αλλά πολλοί πέθαναν». Όσοι τα κατάφερναν, δεν έφευγαν ξανά από το νοσοκομείο. «Δεν είχαν πού να πάνε. Ζούσαν μέσα σε σκοτεινούς διαδρόμους, διότι ήταν πολύ επικίνδυνο να μένουν στους θαλάμους, κοντά σε παράθυρα.
Στα μέσα Μαρτίου, τελείωσε το ντίζελ. Δεν μπορούσαν πια να κάνουν κανένα χειρουργείο. Στις 16 του μήνα, η Ιρίνα Γιάνκο και ο άντρας της, μαζί με λίγους ακόμη συναδέλφους τους, εγκατέλειψαν την πόλη. Τρεις γιατροί αποφάσισαν να μείνουν πίσω – οι χειρουργοί Ιχόρ και ο Βλαντ Σαγένκο και ο νεφρολόγος Ολεξάντρ Ζουκ, στο τμήμα του οποίου είχαν πια συγκεντρωθεί όλοι οι ασθενείς του νοσοκομείου.
Σε πολλά από τα νοσοκομεία που έχουν υποστεί πλήγματα οι γιατροί δεν είναι πια σε θέση να κάνουν εισαγωγές ασθενών, δεν έχουν τα μέσα να τους περιθάλψουν εντός του νοσοκομείου, μας λέει ο Πάβλο Κοβτόνιουκ. Συνεχίζουν να πηγαίνουν στη δουλειά τους, αλλά δέχονται μόνο εξωτερικούς ασθενείς ή κάνουν επισκέψεις σε σπίτια. «Τα σημαντικότερα προβλήματα αντιμετωπίζουν, φυσικά, τα νοσοκομεία στις περιοχές που δέχονται τις διαρκείς επιθέσεις του ρωσικού Στρατού και στις πόλεις που είναι υπό ρωσική κατοχή. Από εκεί έχει φύγει μεγάλος αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών. Στο Χάρκοβο τα νοσοκομεία δεν σταμάτησαν ούτε ώρα να δέχονται ασθενείς, αλλά οι γιατροί ήταν αναγκασμένοι να κατοικούν μέσα στις εγκαταστάσεις, καθώς συγκοινωνίες και καύσιμα δεν υπήρχαν, ώστε να πηγαινοέρχονται.
«Αλλά η κατάσταση είναι δραματική σε περιοχές που έχουν καταλάβει οι Ρώσοι. Από την Χερσώνα, για παράδειγμα, δεν έχουμε σταθερή ροή πληροφοριών, δεν έχουμε καθαρή εικόνα για την κατάσταση σήμερα», λέει ο Κοβτόνιουκ. «Γνωρίζουμε ότι οι Ρώσοι έκαναν πλιάτσικο στα νοσοκομεία και μετέφεραν εξοπλισμό στην λεγόμενη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ, αλλά και στη Ρωσία. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι έχουν επιβάλει δικά τους πρόσωπα στη διοίκηση των νοσοκομείων και εκβιάζουν τους γιατρούς. Κυρίως, όμως, δεν έχουμε εικόνα γύρω από τις ανάγκες τους σε ιατρικές προμήθειες και δεν μπορούμε να τους στείλουμε τίποτε».
Στη δυτική Ουκρανία, στο μεταξύ, το σύστημα υγείας λειτουργεί ομαλά, αν εξαιρέσει κανείς την τεράστια εισροή από εσωτερικά εκτοπισμένους Ουκρανούς, πράγμα που μεταφράζεται σε τεράστια αύξηση σε ανάγκες για ανθρώπινα χέρια και φάρμακα. «Στο μεταξύ οι άνθρωποι αναβάλλουν για το μέλλον ιατρικές εξετάσεις ή επεμβάσεις που δεν επείγουν», λέει ο Κοβτόνιουκ. Κι αυτή η αργοπορία αναπόφευκτα θα έχει κόστος.
Ο Μιχαήλο Πασίτσνι ξύπνησε από τον θόρυβο που έκανε μια έκρηξη στις 5 το πρωί. Ήταν 24 Φεβρουαρίου, ο Πασίτσνι έπιασε το κινητό του, άκουσε το διάγγελμα του Πούτιν και κατάλαβε τι συμβαίνει. «Στις 24 πήγα στο ιδιωτικό ιατρείο μου για να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες. Εργάζομαι ως χειρουργός από το 1984. Σήμερα απασχολούμαι σε δυο τομείς: επείγουσα επανορθωτική και πλαστική χειρουργική», γράφει σε ένα κείμενο που δημοσίευσε ο ίδιος στις 7 Απριλίου στο MediumI Haven’t Seen Injuries This Severe in My 38-Year Career as a Surgeon | medium.com. «Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή στη Μαριούπολη. Εδώ σπούδασα και εδώ εργάζομαι», γράφει σε ενεστώτα χρόνο – αλλά πια βρίσκεται μακριά από την μαρτυρική, κατεστραμμένη πόλη του.
Τους μήνες πριν την πρόσφατη εισβολή αναγνώριζε τα σημάδια του πολέμου που ερχόταν. Είχε ετοιμάσει ένα σακίδιο με τα απαραίτητα. Μαζί με αυτό, στις 24 Φεβρουαρίου, πήρε από το ιατρείο του τα εργαλεία του και παρουσιάστηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Οι συνάδελφοί του τον γνώριζαν ήδη καλά – το 2014 είχε πάλι εργαστεί κοντά τους, εθελοντικά.
«Την επόμενη μέρα έκανα χειρουργείο. Δεν σταματούσαν να φτάνουν τραυματίες. Γενικώς, χειρουργούσα τα βαριά τραύματα. Σε άλλους προσπαθούσα να σώσω τη ζωή, σε άλλους να σώσω μέλη κι άλλοι είχαν ανάγκη να τους δώσω μόνο την ελπίδα ότι θα πάνε καλά», γράφει. Αρχικά φρόντιζαν αποκλειστικά στρατιώτες. Ο Πασίτσνι περιγράφει πως όταν έφταναν ταυτόχρονα μερικοί τραυματίες από την πρώτη γραμμή, όλοι έπρεπε να πέσουν πάνω τους – σε κάθε τραυματία αναλογούσαν έως και οκτώ εργαζόμενοι.
«Πρώτα πρέπει να κόψεις τα ρούχα τους (κάτι που δεν είναι εύκολο με τον παγετό έξω). Έπειτα έπιαναν δουλειά οι αναισθησιολόγοι και αμέσως μετά οι ομάδες των χειρουργών. Έπρεπε να δουλεύουμε πολύ γρήγορα για να μην χάνουμε ασθενείς, ειδικά την πρώτη ώρα. Έφταναν με χαμηλή πίεση, πόνους και μεγάλη αιμορραγία. Πολλοί στρατιώτες είχαν αυτά τα μοντέρνα τουρνικέ του ΝΑΤΟ (αυτό το σούπερ κουλ εργαλείο έσωσε τις ζωές πολλών ουκρανών στρατιωτών στο νοσοκομείο μας)», αναφέρει.
Ο Πασίτσνι ομολογεί ότι ήταν η πρώτη φορά στην μακρά καριέρα του που έβλεπε τόσο βαριά τραύματα – από βόμβες, από νάρκες, από χειροβομβίδες. «Οι βομβαρδισμοί ξερίζωναν τα χέρια και τα πόδια των ανθρώπων, οπότε κάναμε πολλούς ακρωτηριασμούς. Αν τα θραύσματα χτυπούσαν το στομάχι, κάναμε εκτομή, αφαιρώντας μέρος από τα έντερα για να σώσουμε τη ζωή του στρατιώτη. Δυστυχώς, ένα θραύσμα στο κρανίο σήμαινε κακή πρόγνωση. Υπήρχαν ακρωτηριασμένα πρόσωπα. Τα θραύσματα των πυραύλων μετέτρεπαν τα σαγόνια σε ένα μείγμα από δόντια και οστά – μερικές φορές, τα θραύσματα περνούσαν μέσα από τον λαιμό».
Κάποιες περιγραφές του 65χρονου γιατρού από την Μαριούπολη είναι πολύ σκληρές – δύσκολα αντέχονται. Θα μεταφέρω μία από αυτές, όχι την πιο σκληρή, σίγουρα. Από ένα σημείο και μετά, το στρατιωτικό νοσοκομείο άρχισε πια να δέχεται και αμάχους. Οι ανάγκες ήταν τεράστιες και αυξάνονταν μέρα με την ημέρα. Ο Πασίτσνι γράφει για την ημέρα που μπήκε σε έναν θάλαμο, όπου μια νεαρή ασθενής –ένα κορίτσι, μάλλον, κάτω από 20 ετών– διάβαζε το βιβλίο της, με το πρόσωπό της κρυμμένο κάτω από ένα μαντήλι. «Το τράβηξα κι είδα ότι έλειπε η μισή μύτη, το πάνω χείλος και τα δόντια της. Αποκατέστησα το χείλος και τη λειτουργία της μύτης. Όλα τα υπόλοιπα θα απαιτήσουν μια περίπλοκη διαδικασία αποκατάστασης, μετά το τέλος του πολέμου».
Στις 15 Μαρτίου, τρεις πύραυλοι θα χτυπήσουν το στρατιωτικό νοσοκομείο της Μαριούπολης. Ο ένας θα εκραγεί στην είσοδο τραυματίζοντας βαριά έναν στρατιώτη. Την επόμενη μέρα, ο Μιχαήλο Πασίτσνι θα πάρει την απόφαση να επιχειρήσει να διαφύγει από την πολιορκημένη πόλη. Ο ίδιος πιστεύει ότι ο λόγος που τα κατάφερε να περάσει από τα σημεία ελέγχου των Ρώσων, είναι πως είναι πάνω από 60 ετών. Την ημέρα που έγραφε τη μαρτυρία του, βρισκόταν στην Στοκχόλμη, όπου ζει ο γιος του. Όταν επικοινωνήσαμε μαζί του, ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ουκρανία, για να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του.
Στις 7 Μαΐου, ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Τέντρος Γκεμπρεγέσιους επισκέφθηκε την Ουκρανία, όπου δεσμεύτηκεWHO Director-General’s opening remarks press briefing in Kyiv- 7 May 2022 | World Health Organization ότι ο ΠΟΥ θα είναι στο πλευρό της ουκρανικής κυβέρνησης. «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υποστηρίξουμε την κυβέρνηση στις προσπάθειές της να περιθάλψει τους τραυματίες, να κρατήσει ακμαίες τις υπηρεσίες υγείας, να αποκαταστήσει και να ενισχύσει το σύστημα υγείας της Ουκρανίας», είπε κατά τη συνέντευξη Τύπου στο Κίεβο. Κι έκλεισε καλώντας τη Ρωσία να βάλει τέλος σε αυτόν τον πόλεμο.
Ο Πάβλο Κοβτόνιουκ πιστεύει ότι ο Γκεμπρεγέσιους δεν κάνει όσα θα μπορούσε και θα είχε καθήκον να κάνει. «Πρώτα απ’ όλα άργησε πολύ να ονομάσει τη Ρωσία ως τη χώρα που ευθύνεται για τον πόλεμο, τη χώρα που εισέβαλε σε ένα κυρίαρχο κράτος», λέει προσθέτοντας ότι αυτό τελικά συνέβη στις αρχές Απριλίου, όταν είχαν ήδη δεχτεί επίθεση πάνω από 100 ιατρικές εγκαταστάσεις.
«Επίσης, θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει κινηθεί για να απομακρύνει από το ΔΣ του ΠΟΥ τον ρώσο υπουργό Υγείας Μιχαήλ Μουράσκο», συνεχίζει ο Κοβτόνιουκ, ο οποίος εξηγεί ότι μέσα στα καθήκοντα του Γκεμπρεγέσους είναι να βάζει την ατζέντα για τις συνεδριάσεις του οργανισμού. «Επιτρέπει να παραμένει στο ΔΣ του ΠΟΥ ο υπουργός μιας χώρας που καταστρέφει εσκεμμένα και συστηματικά το σύστημα υγείας μιας άλλης χώρας. Και μάλιστα, εκτός από τον Ρώσο είναι και ο λευκορώσος υπουργός Υγείας Ντμίτρι Πίνεβιτς στο ΔΣ», συνεχίζει, εξηγώντας ότι οι δυο τους είναι σε θέση να επηρεάζουν την πολιτική και τις αποφάσεις που παίρνει ο ΠΟΥ. «Πρόκειται για υποκρισία εκ μέρους του ΠΟΥ. Θα μπορούσαν να έχουν αναστείλει το δικαίωμα ψήφου της Ρωσίας και να πιέσουν για την αποχώρηση του υπουργού τους από το ΔΣ», επιμένει ο Κοβτόνιουκ.
Στο μεταξύ, οι Ουκρανοί δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο πέρα από την επιβίωση των ασθενών τους και τη δική τους. «Ήμασταν οι γιατροί που μείναμε στο νοσοκομείο, αποκλεισμένοι από τον κόσμο. Αυτό είναι όλο. Δεν ήταν μια πράξη ηρωισμού – είναι απλώς αυτό που είναι», είχε πει ο 27χρονος Αντρίι Σερμπίν, ο οποίος βρίσκεται στο μεταξύ σε κάποιο άλλο χειρουργείο, κάπου στην περιοχή του Ντνιπροπετρόφσκ.
ΠΗΓΗ: insidestory.gr