Χαράλαμπος Κατσιμήτρος: Ο ανυπάκουος στρατηγός του ’40

Χαράλαμπος Κατσιμήτρος: Ο ανυπάκουος στρατηγός του ’40

Της Τζένης Διονυσοπούλου*

Μέχρι το 1939, η μοναδική δύναμη στην περιοχή των Βαλκανίων που θεωρούνταν επικίνδυνη για την Ελλάδα ήταν η Βουλγαρία. Ό,τι αμυντικά κονδύλια ενέκρινε το κράτος, τα διέθετε για την οχύρωση της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, την περίφημη «γραμμή ΜεταξάΓραμμή Μεταξά», που ήταν μία αλυσίδα απόρθητων φρουρίων. Για τα σύνορα με την Αλβανία δεν υπήρχε πρόβλεψη, καθώς η γειτονική χώρα δεν θεωρείτο ρεαλιστικός επιθετικός κίνδυνος, αφού τηρούσε ουδέτερη στάση.

Η απειλή από την Ιταλία

Όλα αλλάζουν τον Απρίλιο του 1939, όταν η Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία και προωθεί ένα μέρος των στρατευμάτων της στην ελληνοαλβανική μεθόριο, προδίδοντας έτσι τα επεκτατικά της σχέδια στον χώρο της χερσονήσου του Αίμου και την Μεσόγειο.

Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος νέος, όρθιος πίσω, με τη σύζυγό του, Ελένη Στούπη, και τους γονείς του, Γεώργιο και Βασιλική Κατσιμήτρου, αγρότες στο χωριό Κλειτσός της Ευρυτανίας. [Αρχείο Αθηνάς Κατσιμή

Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος νέος, όρθιος πίσω, με τη σύζυγό του, Ελένη Στούπη, και τους γονείς του, Γεώργιο και Βασιλική Κατσιμήτρου, αγρότες στο χωριό Κλειτσός της Ευρυτανίας. [Αρχείο Αθηνάς Κατσιμήτρου]

Είναι η περίοδος που η Ιταλία κυβερνάται από το φασιστικό καθεστώς του Ντούτσε, που φιλοδοξεί να την μετατρέψει σε αυτοκρατορία, ακολουθώντας το παράδειγμα της άλλης στρατιωτικής υπερδύναμης, της Γερμανίας. Ο Μουσολίνι, για μήνες μετά την εισβολή στην Αλβανία, θα κρατά κρυφά τα σχέδιά του και θα προσπαθεί να πείσει την ελληνική κυβέρνηση, με προσωπικές μάλιστα επιστολές προς τον Μεταξά, ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για τη Ελλάδα.

Όλον αυτόν τον καιρό, ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της 8ης μεραρχίας με έδρα τα Ιωάννινα, περνά στιγμές αγωνίας. Μέσα από ένα οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών, ενημερώνεται συνεχώς για τις κινήσεις στη γειτονική χώρα και ανησυχεί. Η δύναμη της μεραρχίας του είναι ασήμαντη, ενώ δεν έχει γίνει καμία αμυντική οργάνωση του εδάφους που καλύπτει, ούτε καν σχετική μελέτη.

Μια αμφίθυμη διαταγή

Την Κυριακή του Πάσχα, 9 Απριλίου 1939, ο Κατσιμήτρος λαμβάνει διαταγή από το Γενικό Επιτελείο Στρατού να επιστρατεύσει τη μεραρχία του και να αμυνθεί μόνο αν υπάρξει σοβαρή ιταλική επίθεση. Με την εντολή αυτή το ΓΕΣ ουσιαστικά αφήνει στην κρίση του Κατσιμήτρου την απόφαση, καθώς για να έχει οποιοδήποτε νόημα η επιστράτευση πρέπει να γίνει πριν από την εκδήλωση μιας σοβαρής επίθεσης. Διαφορετικά, είναι μάταιη

Διαταγή του Αλέξανδρου Παπάγου προς τον Κατσιμήτρο, 9 Απριλίου 1939: «Κατηγορηματική εντολή σας είναι η μέχρις εσχάτων μετά πείσματος διεκδίκησις του εθνικού υμών εδάφους». [Ιστορικά έγγραφα του στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, pheidias.antibaro.gr]

 

Ο Κατσιμήτρος βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Από τη μια δεν θέλει να καταλάβει ο εχθρός ότι προετοιμάζεται για την περίπτωση επίθεσης, από την άλλη πρέπει να οργανώσει το στράτευμα μέσα σε λίγες μόνο ώρες και, αν συμβεί το χειρότερο, να κατορθώσει να αμυνθεί στους Ιταλούς. Στο βιβλίο Η Ήπειρος ΠρομαχούσαΣτην Πολιτεία, στο οποίο περιγράφει αναλυτικά την δράση της 8ης μεραρχίας κατά το 1940-41, γράφει: «Σπανίως ηγήτωρ θα ευρέθη, κατά την γνώμην μου, υπό δυσχερεστέρας και δυσκολοτέρας συνθήκας».

Ο Κατσιμήτρος καταφέρνει να αναπτύξει πλήρως τη μεραρχία του, όμως, καθώς ο Ιταλός πρεσβευτής Εμμανουέλε ΓκράτσιΕμμανουέλε Γκράτσι διαψεύδει πιθανή επίθεση ενάντια στην Ελλάδα, παγώνουν οι περαιτέρω ενέργειες.

                                                                                                                  Το ρολόι εκστρατείας που είχε μαζί του στο αλβανικό μέτωπο ο Χ. Κατσιμήτρος.

 

Ως διορατικός και έμπειρος αξιωματικός, ο Κατσιμήτρος, που έχει διακριθεί στους Βαλκανικούς, τον Α’ Παγκόσμιο και την Μικρασιατική εκστρατεία, δεν εφησυχάζει. «Γνωρίζει ότι η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα είναι θέμα πολύ λίγου χρόνου, έτσι αναλαμβάνει πλήρως την πρωτοβουλία και σχεδιάζει άμεσα ένα άριστο σχέδιο επιστρατεύσεως, δυνάμενο αστραπιαία να υλοποιηθεί», επισημαίνει στο inside story ο αντιστράτηγος ε.α. Βασίλης Μπούρας, που έχει μελετήσει συστηματικά την δράση του Κατσιμήτρου. «Επισκέπτε­ται συχνά τις μονάδες της με­ραρχίας από την Κακαβιά ως την Πρέβεζα, και με ομιλίες του προς τα στελέχη και τους οπλί­τες τονώνει ιδιαίτερα το ηθικό. Δίνει επιτόπου εντολές, κυρίως στα τμήματα προκαλύψεως. Με­ταβάλλει τη Μεραρχία σε εργο­τάξιο αμυντικής οργάνωσης του εδάφους στον βόρειο μα και στον παραλιακό τομέα, αφού η απειλή είναι σχεδόν σφαιρική. Έχει επιλέξει ως κύρια αμυντική προσπάθεια την τοποθεσία Ελαίας», γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Δημήτρης Λιμνιάτης στο περιοδικό Ιστορία το 1997Αναδημοσίευση του άρθρου στο filonoi.gr.

Η Ήπειρος προετοιμάζεται

Τον Αύγουστο του 1939 οι ιταλικές δυνάμεις προωθούνται για άλλη μια φορά μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα, σε επιθετική διάταξη. Ο αρχηγός του ΓΕΣ Αλέξανδρος Παπάγος   ανήσυχος διατάσσει μερική επιστράτευση. Ο μέραρχος Κατσιμήτρος καταστρώνει επιχειρησιακό σχέδιο για την αντιμετώπιση του εχθρού. Προϋπόθεση για την επιτυχία είναι η αμυντική οργάνωση της Ηπείρου. «Συγκρότησε Ειδική Επιτροπή Οχύρωσης που μελέτησε επιμελώς το έδαφος, καθόρισε τις διαδοχικές γραμμές άμυνας και τα εκτελεστέα έργα, κατά βάθος και πλάτος. Όταν όμως ζήτησε πιστώσεις και υλικά για την κατασκευή των έργων, η απάντηση ήταν ότι δεν υπάρχουν πιστώσεις», διηγείται στο inside story ο δημοσιογράφος Νίκος Πηγαδάς, συγγραφέας του βιβλίου Το ΟΧΙ της ΡωμιοσύνηςΣτο biblionet.gr.

Για την αμυντική οργάνωση των συνόρων από τον Απρίλιο του 1939 έως τον Οκτώβριο του 1940, συνολικά δόθηκαν από την κυβέρνηση Μεταξά 851 εκατ. δραχμές, εκ των οποίων μόνο 82 διατέθηκαν στον αλβανικό τομέα (9,6%), ενώ τα υπόλοιπα 769 εκατομμύρια (90,4%) πήγαν σε οχυρωματικά έργα στον βουλγαρικό τομέα, παρόλο που πια η ιταλική απειλή ήταν ορατή.

Παρά τα εμπόδια, ο Κατσιμήτρος μένει συγκεντρωμένος στον στόχο του. Αν και έχει αναλάβει τη διοίκηση της μεραρχίας του μόλις έναν χρόνο πριν, τον Φεβρουάριο του 1938, έχει αναπτύξει πολύ καλή σχέση με τους Ηπειρώτες στρατιώτες του και τους κατοίκους της περιοχής, που σπεύδουν να βοηθήσουν στην αμυντική οργάνωση του μετώπου όταν τους το ζητά. Πολλές φορές αφήνουν τις δουλειές και τα χωράφια τους για να δουλέψουν αμισθί μαζί με τους στρατιώτες στα οχυρωματικά έργα, ενώ ο δήμος Ιωαννίνων προσφέρει αυτοκίνητα για τη μεταφορά των υλικών. Πολύτιμος βοηθός του υποστράτηγου είναι ο αρχηγός του πυροβολικού της μεραρχίας Παναγιώτης Μαυρογιάννης, που κρύβει στα πιο στρατηγικά σημεία και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα ελάχιστα πολυβόλα του.

Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος με τον επιτελάρχη αντισυνταγματάρχη Χ. Δρίβα και τον Διοικητὴ Πυροβολικού συνταγματάρχη Παναγιώτη Μαυρογιάννη. [Ιστορικά έγγραφα του στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, pheidias.antibaro.gr]

 

Την ίδια περίοδο το υπουργείο Συγκοινωνίας κατασκευάζει έργα και γέφυρες στην περιοχή του ποταμού Καλαμά για να γίνει ευκολότερη η πρόσβαση των κατοίκων. Αυτά τα έργα θα φανούν ιδιαίτερα χρήσιμα κατά τη διάρκεια του αλβανικού έπους.

Οι προετοιμασίες προχωρούν, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1939 οι Ιταλοί για άλλη μία φορά καθησυχάζουν την ελληνική κυβέρνηση και αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τη μεθόριο σε βάθος 20 χιλιομέτρων. Ο Μεταξάς διατάζει ξανά την αποστράτευση της μεραρχίας, ενώ την αποδυναμώνει με τη μετάθεση του αρχηγού του πεζικού της, συνταγματάρχη Γιώργου Σαλβάνου, στη Μακεδονία. Ο τελευταίος ήταν και μέλος της Επιτροπής Οχύρωσης. Ο Κατσιμήτρος διαμαρτύρεται εγγράφως, αλλά αγνοείται.

Οι εργασίες και οι δράσεις της μεραρχίας μειώνονται αλλά δεν σταματούν. «Ο Κατσιμήτρος και οι επιτελείς του δημιούργησαν χαρακώματα, συρματοπλέγματα, στέγαστρα, παρατηρητήρια, πολυβολεία, θέσεις πυροβολικού, αντιαρματικές τάφρους και φράγματα, ναρκοπέδια, υπονομεύσεις και κατασκευές γεφυρών και δρόμων, βελτίωση και συμπλήρωση οδικού δικτύου δεκάδων χιλιομέτρων και οργάνωση αεροδρομίων με ελάχιστες πιστώσεις και σε χρόνο ενός μόλις έτους (Αύγουστος 1939 – 5 Οκτωβρίου 1940), όταν σήμερα για να οργανωθεί καλά μία ευρείας κλίμακος διακλαδική άσκηση με άριστους αξιωματικούς επιτελείς απαιτείται χρόνος 6 έως 12 μηνών και εκτιμάται ως πολύ καλός», σημειώνει ο αντιστράτηγος ε.α. Μπούρας.

Ο Μουσολίνι βγάζει τη μάσκα

Το Μάιο του 1940 ο Χίτλερ έχει ήδη κατακτήσει την Πολωνία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, έχει μπει στη Γαλλία και έχει εξωθήσει τους Άγγλους μέχρι τη Δουνκέρκη, το βορειότερο λιμάνι της Γαλλίας στο στενό της Μάγχης. Αμήχανος ο Μουσολίνι μπροστά στις ταχύτατες επιτυχίες του γερμανικού στρατού, σπεύδει να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας –που σχεδόν έχει καταρρεύσει– καθώς φοβάται ότι οι εχθροπραξίες θα τελειώσουν προτού προλάβει να μπει στο παιχνίδι των εδαφικών διεκδικήσεων.

Με την κατάρρευση της Γαλλίας και την υπογραφή της ανακωχής με την Ιταλία στις 24 Ιουνίου, ο Μουσολίνι αρχίζει πάλι να γίνεται απειλητικός κατά της Ελλάδας. Από τον Ιούλιο μέχρι τον Αύγουστο ιταλικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν χωρίς επιτυχία πλοία του ελληνικού στόλου, με αποκορύφωμα την επίθεση στο καταδρομικό Έλλη από ιταλικό αντιτορπιλικό στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της Παναγίας. Η Έλλη βυθίζεταιΈνα ιστορικό αφιέρωμα στην Έλλη από τη Μηχανή του Χρόνου.

«Η Ιταλία μας τηρεί εν αγωνία»

Η κυβέρνηση Μεταξά όλο αυτό το διάστημα προσπαθεί να διατηρήσει ουδέτερη στάση και να μην προκαλέσει με οποιαδήποτε κίνηση τον Μουσολίνι, θέλoντας να αποφύγει εμπλοκή της Ελλάδας σε πόλεμο.

Στις 21 Μαΐου 1940, ο Μεταξάς καλεί στο υπουργείο Εξωτερικών τους τότε αντιστρατήγους Α. Παπάγο, Κ. Μπακόπουλο, Γ. Πίτσικα, Δ. Παπαδόπουλο, Γ. Κοσμά, Γ. Τσολάκογλου και τον υφυπουργό Στρατιωτικών Ν. Παπαδήμα. Ο δικτάτορας τους ανακοινώνει ότι η Ελλάδα δεν έχει επιθετικές βλέψεις, ούτε προτίθεται να επιτεθεί κατά οιουδήποτε. «Η Ιταλία αφής επραγματοποίησε το εν τη Βαλκανική προγεφύρωμά της μας τηρεί εν αγωνία, αλλά δεν δεικνύει πρόθεση τινά επιθέσεως. Ημείς δεν θα δώσουμε ποτέ αφορμή προς τούτο», λέει.

Γι’ αυτό και όταν το πόρισμα για τον τορπιλισμό της Έλλης αποκαλύπτει ότι επρόκειτο για ιταλικές τορπίλες, ο Μεταξάς αποσιωπά το θέμα για να μην προκαλέσει την οργή του ελληνικού λαού, που όμως πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι υπαίτιοι της τραγωδίας είναι οι Ιταλοί. Το θλιβερό γεγονός και η απειλή της φασιστικής εισβολής ενώνουν τους πολίτες, που αφήνουν στην άκρη τις πολιτικές διαφορές τους.

                                                                                                    Κατασκευή συρματοπλεγμάτων. [Πολεμικό Μουσείο]

Εντωμεταξύ στην Ήπειρο ο Κατσιμήτρος και η 8η μεραρχία προετοιμάζονται πυρετωδώς, καθώς είναι σίγουροι για την ιταλική επίθεση.

Η ανυπακοή του Κατσιμήτρου στον Παπάγο

Η κύρια αποστολή της 8ης μεραρχίας είναι να επιβραδύνει τυχόν επέλαση του εχθρού. Με αυτό το σκεπτικό, ο Κατσιμήτρος αποφασίζει ότι σε περίπτωση επίθεσης θα δώσει την αποφασιστική του μάχη σε ένα στενό πέρασμα, στην τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά, το γνωστό πλέον Καλπάκι.

Η τοποθεσία «εκρίθη ως η πλέον ενδεδειγμένη, διότι παρέχει πολλά πλεονεκτήματα εις όφελος της αμυντικής αποστολής της Μεραρχίας», γράφει στα απομνημονεύματά του. Το βασικό πλεονέκτημα είναι ότι το Καλπάκι αποτελεί την κυριότερη δίοδο προς τα Γιάννενα, από την οποία πρέπει αναγκαστικά να περάσουν οι Ιταλοί προκειμένου να προελάσουν στο εσωτερικό της χώρας. Εκτός αυτού, περιστοιχίζεται από απόκρημνους ορεινούς όγκους, τα υψώματα του παρέχουν ευρύτατη θέα και ακριβώς μπροστά υπάρχει έλος καλυμμένο με πυκνή βλάστηση. «Το έλος τούτο υπήρξεν η ασπίς, ούτως ειπείν, της τοποθεσίας, διότι ημπόδισε την διέλευσιν των αρμάτων μάχης, αλλά εν ταυτώ και παγίς αυτών, διότι τα αποπειραθέντα να διέλθωσι δι’ αυτού εβυθίσθησαν εντός της ιλύος και παρέμειναν εκεί, γενόμενα λεία ημών», όπως θα γράψει αργότερα.

                                                                                                         Στράτευμα διασχίζει τον ποταμό Καλαμά. [Πολεμικό Μουσείο]

 

Στις 24 Αυγούστου 1940 ο επιτελής του ΓΕΣ Γεώργιος Γρίβας   ανεβαίνει στη μεραρχία για να μεταφέρει στον Κατσιμήτρο προσωπικές εντολές του Παπάγου. «Αναγνωρίζεται η δυσχερής θέσις εις ην ευρίσκεται η Μεραρχία. Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της Μεραρχίας νίκας, δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των Ελληνικών όπλων», του λέει.

«Η κυβέρνηση Μεταξά, απευθυνόμενη στον ηγέτη μιας στρατιωτικής μονάδας, προεξοφλεί την ήττα. Και το μόνο που ουσιαστικά του ζητάει είναι να ρίξει μερικές τουφεκιές για το θεαθήναι. Με άλλα λόγια, Μεταξάς και Παπάγος επιχειρούν να μεταδώσουν την ηττοπάθειά τους στον Κατσιμήτρο», σχολιάζει ο Νίκος Πηγαδάς.

                                                                                                              Ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος με τον Άγγλο ομόλογό του. [Πολεμικό Μουσείο]

 

Το στρατηγικό σχέδιο του Παπάγου και του Μεταξά διαφέρει από του Κατσιμήτρου. Το κυριότερο που ζητούν από τον μέραρχο με διαταγές τον Αύγουστο του 1940 είναι να αποφράξει τους δρόμους που οδηγούν από την Ήπειρο στην Αιτωλοακαρνανία και να συμπτύξει τη μεραρχία του «μέχρι του ελαχίστου ορίου Ζυγός Μετσόβου-Κάτω ρους του Αράχθου». Συγκεκριμένα, γράφουν στον Κατσιμήτρο ότι «η απώλεια του εδάφους δεν θα είχε τόση σημασία, όση θα είχε η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας από των προς Θεσσαλία και Αιτωλοακαρνανία συγκοινωνιών».

«Δηλαδή να παραχωρήσει έδαφος βάθους 80-100 χιλιομέτρων και να αμυνθεί στην τοποθεσία Μετσόβου, κάτι που ο Κατσιμήτρος το απέκλεισε τελείως», σχολιάζει ο αντιστράτηγος Μπούρας.

Ο Κατσιμήτρος διαφωνεί κάθετα με το σχέδιο των επικεφαλής του. Όπως γράφει, «ο Διοικητής της Μεραρχίας [αναφέρεται στον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο] ευρεθείς προ δεινού διλήμματος, αναμετρήσας και σταθμίσας καλώς τας βαρυτάτας ευθύνας, αίτινες έπιπτον επί των ώμων του, έλαβεν υπό ιδίαν αυτού ευθύνην, ενασκών την καλώς εννοουμένην πρωτοβουλίαν ως Διοικητής Μεγάλης Μονάδος, την απλουστέραν αλλά και σοβαροτέραν απόφασιν κατά τας ιστορικάς εκείνας ημέρας. Την απόφασιν όπως διαθέτων τον όγκον σχεδόν της Μεραρχίας επί της οργανωμένης τοποθεσίας Ελαίας, αντιτάξη εκεί σταθεράν άμυναν άνευ ιδέας υποχωρήσεως, και δώση την αποφασιστικήν μάχην προς τον ισχυρόν αντίπαλον, χρησιμοποιών και εκμεταλλευόμενος την φυσικήν αμυντικήν ισχύν της τοποθεσίας, επηυξημένην δια των εκτελεσθέντων αμυντικών έργων». Μάλιστα, καταλήγει: «Ως προς το ζήτημα της συμπτύξεως της Μεραρχίας μέχρι του ελαχίστου ορίου (Ζυγός Μετσόβου-Κάτω ρους του Αράχθου ποταμού) ο Διοικητής της Μεραρχίας εν τη λήψει της αποφάσεώς του, το απέκλεισεν απολύτως».

«Αγνοεί τους πάντες και παίρνει ο ίδιος στους ώμους του τον πόλεμο και την 23 Σεπτεμβρίου 1940 εκδίδει την με αριθ. πρωτ. 6799 απόρρητη διαταγή επί της παραπάνω αποφάσεώς του, αφορώσα τον γενικό ελιγμό της Μεραρχίας που προέβλεπε σταθερή άμυνα επί της τοποθεσίας Ελαία-Καλαμάς. “Ουδεμία ιδέα εις ουδένα να υπάρχη περί υποχωρήσεως”, λέει», σημειώνει ο Βασίλης Μπούρας.

Στις 5 Οκτωβρίου ο Κατσιμήτρος λαμβάνει ακόμη μία διαταγή από τον Παπάγο να μην φθείρει τις δυνάμεις του στο Καλπάκι, αλλά και πάλι ο ίδιος εμμένει στην απόφασή του. Αργότερα θα γράψει: «Ο διοικητής της Μεραρχίας ηναγκάσθη να παρίδη και τας οδηγίας ταύτας, αίτινες μάλλον αποθάρρυνσιν και ώθησιν προς τα οπίσω ηδύναντο να εμπνεύσουν».

Ο Κατσιμήτρος δεν είναι ένας πεισματάρης αξιωματικός που εναντιώνεται στις διαταγές των ανωτέρων του. Απλά γνωρίζει τα πλεονεκτήματα που του δίνει η περιοχή και, κυρίως, διαβλέπει πώς οι στρατιώτες του, που ήταν στην πλειοψηφία Ηπειρώτες, δεν θα πολεμούσαν με το ίδιο σθένος αν εγκατέλειπαν τα σπίτια και τις οικογένειές τους στους Ιταλούς χωρίς αγώνα.

Οι Ιταλοί ετοιμάζονται για “περίπατο”

Η απόφαση του Μουσολίνι να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας λαμβάνεται τελικά στις 15 Οκτωβρίου 1940 σε συμβούλιο με τους επιτελείς του και κυρίως με τον υπουργό Εξωτερικών και σύζυγο της κόρης του, κόμη ΤσιάνοΓκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος ανυπομονεί για την έναρξη των εχθροπραξιών εναντίον της Ελλάδας. Έλεγε ότι αυτός είναι «ο δικός του πόλεμος».

Το οριστικό επιχειρησιακό σχέδιο με την ονομασία «Emergenza G» προβλέπει κατάληψη όλης της Ελλάδας σε δύο φάσεις: η πρώτη περιλαμβάνει επίθεση για την κατάληψη της Ηπείρου με ταυτόχρονες αποβάσεις σε Κέρκυρα, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο και στη συνέχεια κατάληψη του Αμβρακικού. Μετά την επιτυχία της πρώτης φάσης θα ξεκινούσε η δεύτερη με στόχο τη Θεσσαλία, απ’ όπου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα προχωρούσαν προς τα κάτω. Ο Ντούτσε, και ειδικά ο γαμπρός του Τσιάνο πίστευαν ότι θα έκαναν περίπατο στην Ελλάδα, ενώ η πλειονότητα των στρατηγών τους δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εισβολή, όπως αναφέρει ο Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο Eλληνική εποποιία 1940-1941Στο biblionet.gr.

Οι Ιταλοί έχουν στην Αλβανία 105.000 στρατιώτες, τις περίφημες μεραρχίες με ονόματα ιταλικών πόλεων («Βενέτσια», «Φεράρα», «Σιένα» κ.λπ.), την 131η Μεραρχία Τεθωρακισμένων (τους τρομερούς «Κενταύρους»), την 3η μεραρχία Αλπινιστών (την περίφημη «Τζούλια»), καθώς και τα υπερσύγχρονα για την εποχή τους αεροπλάνα.

Απέναντι στα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονται στην περιοχή της Πίνδου οι Ιταλοί υπερέχουν συντριπτικά, σε αναλογίες 1:2 περίπου στο πεζικό και 1:4 στο πυροβολικό. Στην αεροπορία, η Ιταλία έχει την κυριαρχία αέρος σε ολόκληρο τον ελληνικό και αλβανικό χώρο. Έναντι 400 αεροσκαφών της ιταλικής αεροπορίας οι Έλληνες διαθέτουν 143 αεροσκάφη παλαιού τύπου και μικρής απόδοσης. Από αυτά, μόνο τα 65 «διαφόρων αποστολών» (βομβαρδιστικά κ.λπ.) είναι σε καλή κατάσταση.

Οι αριθμοί δεν είναι υπέρ των Ελλήνων.

Ελληνική εθνική γιορτή. Κάτω από την ελληνική και τη βρετανική σημαία ο Βασιλιάς των Ελλήνων παρακολουθεί τα στρατεύματά του να παρελαύνουν. [Πολεμικό Μουσείο]

Η νύχτα της εισβολής

Στις 27 Οκτωβρίου ο Κατσιμήτρος τηλεφωνεί στο Γενικό Επιτελείο Στρατού: «Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα επιτελέση το καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του Γ.Ε.Σ. Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως, ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι».

                                                                                          Ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς την ημέρα της κηρύξεως του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου. [Πολεμικό Μουσείο]

 

Το βράδυ της ίδιας μέρας δίνει τηλεφωνικά τις τελευταίες οδηγίες στους διοικητές των μονάδων του και πάει για ύπνο. Στις 3:45 τα ξημερώματα χτυπάει επίμονα το τηλέφωνο του σπιτιού του. Το σηκώνει η κόρη του. Είναι ο αντισυνταγματάρχης Κορόζης από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. «Μέσω του Κορόζη λαμβάνει εντολή να αποκρούσει η 8η μεραρχία την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων. Η απορία που δικαιούται ο καθένας να έχει είναι εύλογη: Τι σπουδαιότερο είχε να κάνει ο αρχιστράτηγος εκείνη την ώρα και δεν συνομίλησε προσωπικά με τον διοικητή της μεραρχίας, η οποία δέχεται τον κύριο όγκο των επιτιθεμένων εχθρικών δυνάμεων; Δεν θα έπρεπε να τον εμψυχώσει και να του δώσει ο ίδιος τις τελευταίες οδηγίες-εντολές για την αντιμετώπιση του εχθρού;» αναρωτιέται η Αθηνά Κατσιμήτρου, απόγονος του Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, μιλώντας στο inside story. «Κατά τη γνώμη μου ο αρχιστράτηγος δεν πίστευε στην ευνοϊκή εξέλιξη του πολέμου και φυσικά είχε ενημερωθεί για τα σχέδια του Κατσιμήτρου. Θέλησε λοιπόν να τον αφήσει μόνο του για να επιφορτιστεί αποκλειστικά εκείνος τις συνέπειες της ενδεχόμενης ήττας», σχολιάζει η ίδια.

                                                                                         Κήρυξη ελληνο-ιταλικού πολέμου. Ο Βασιλιάς Γεώργιος εν μέσω παραληρούντων διαδηλωτών. [Πολεμικό Μουσείο]

 

Μισή ώρα πριν εκπνεύσει η διορία του τελεσιγράφου της 28ης Οκτωβρίου, οι ιταλικές δυνάμεις διαβαίνουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα και εισβάλλουν στο ελληνικό έδαφος. Όπως γράφει ο Δ. Λιμνιάτης στο σχετικό άρθρο του, «ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία είχε διαβεβαιώσει τον Μουσολίνι ότι η ιταλική επίθεση θα δώσει την εντύπωση μιας συντριπτικής θυέλλης».

28 Οκτωβρίου 1940: Ημερησία διαταγή του Διοικητού της VIII Μεραρχίας υποστρατήγου Χαραλάμπου Κατσιμήτρου: «Αντίστασις μέχρις εσχάτων. Πολεμήσατε μετά λύσσης κατά του ανάνδρου εχθρού. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω ο Στρατός!». [Ιστορικά έγγραφα του στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, pheidias.antibaro.gr]

 

Πολύ γρήγορα οι Ιταλοί καταλαμβάνουν τις Φιλιάτες και την Κόνιτσα και προχωρούν με στόχο το Μέτσοβο, όπου σχεδιάζουν να αποκόψουν την Ήπειρο από τη Θεσσαλία. Θα χρειαστεί όμως πρώτα να περάσουν από το Καλπάκι.

Η κρίσιμη μάχη

Ο Κατσιμήτρος παραμένει στο στενό όπου έχει επιλέξει να δώσει τη μάχη του και περιμένει να αντιμετωπίσει τους Ιταλούς, πιστός στο αρχικό του σχέδιο. Έχει μεταφέρει εκεί και το αρχηγείο του, την ώρα που ο Παπάγος έχει μετακομίσει το επιτελείο του στα υπόγεια του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, το καλύτερο αντιαεροπορικό καταφύγιο της Αθήνας. Από εκεί στέλνει άλλες δύο διαταγές στον Κατσιμήτρο, στο ίδιο κλίμα ηττοπάθειας, ζητώντας του να μην φθείρει τις δυνάμεις του και να υποχωρήσει προς το Μέτσοβο.

Είναι πλέον αργά. Το πρωί της 2 Νοεμβρίου τα ιταλικά βομβαρδιστικά εξαπολύουν σφοδρή επίθεση. Βομβαρδίζουν ακόμη και τα Γιάννενα, σκοτώνοντας αμάχους. Το μεσημέρι οι Ιταλοί επιτίθενται με μεγάλες δυνάμεις στο Καλπάκι. Για 12 μέρες οι δύο μεραρχίες, οι «Κένταυροι» και η «Φεράρα», η αεροπορία, το πυροβολικό και τρεις ακόμα επίλεκτες μονάδες, προσπαθούν να καταλάβουν το στενό.

Έως τις 8 Νοεμβρίου οι Ιταλοί κάνουν σφοδρές προσπάθειες. Δεν τα καταφέρνουν και στις 9 Νοεμβρίου συνειδητοποιούν ότι το μέτωπο στο Καλπάκι δεν σπάει και υποχωρούν. Η άρτια σχεδιασμένη επίθεση εναντίον της Ηπείρου έχει αποτύχει εντελώς.

                                                                                  Σχεδιάγραμμα της ιταλικής επίθεσης. [Μανίνα Δουραλή/Στρατιωτική Ιστορία]

 

Την επομένη ο Κατσιμήτρος ξεκινά την αντεπίθεση. Στις 12 Νοεμβρίου η Μεραρχία δέχεται ενισχύσεις και πλέον υπάγεται στο Α’ σώμα στρατού. Την επόμενη μέρα, έχει καταλάβει ξανά το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού εδάφους. Και δεν μένει εκεί. Ο ελληνικός στρατός προελαύνει στην Αλβανία και καταλαμβάνει τους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα, την Πρεμετή και την Κλεισούρα.

 

Στις 22 Νοεμβρίου ο στρατός φτάνει μέχρι την Κορυτσά. Επί 40 ολοκληρες μέρες πολεμά νικηφόρα τους Ιταλούς και στις 7 Δεκεμβρίου αποσύρεται για να ξεκουραστεί και να ανασυγκροτηθεί.

Ο χειμώνας περνάει δύσκολα για τους Έλληνες στρατιώτες, αλλά στόχος είναι την άνοιξη να απωθήσουν τους Ιταλούς στην πατρίδα τους. Τον Μάρτιο αυτοί επιτίθενται ξανά και ο ελληνικός στρατός τους απωθεί.

Η εμπλοκή των Γερμανών

Η αρχή του τέλους για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο αρχίζει την 1η Μαρτίου 1941, όταν η Βουλγαρία προσχωρεί στις δυνάμεις του Άξονα. Τις επόμενες μέρες οι σιδερόφραχτες μονάδες της Βέρμαχτ εισρέουν στη γειτονική χώρα και προωθούνται στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Η ηγεσία του μαχόμενου ελληνικού στρατού κλονίζεται από τις εξελίξεις.

Συγκεκριμένα, ο τότε διοικητής του Α’ σώματος στρατού αντιστράτηγος Κοσμάς στέλνει διαταγή στον Κατσιμήτρο, με την οποία ζητά να του απαντήσει υπεύθυνα αν μια ενδεχόμενη επίθεση των Γερμανών στη Μακεδονία θα κλόνιζε το ηθικό των ανδρών του. «Αναμφιβόλως θα είχε λίαν δυσμενή επίδρασιν επί του ηθικού των μαχομένων έναντι των Ιταλών», του απαντά εκείνος.

                                                                                                                 Ομάδα πεζικού σε βάση εξορμήσεως. [Πολεμικό Μουσείο]

 

Στις 6 Απριλίου, οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονται να πολεμούν ταυτόχρονα τις δύο μεγαλύτερες πολεμικές δυνάμεις της εποχής, στα δυτικά τους Ιταλούς και στα βόρεια τους Γερμανούς. Παρόλο που ο ελληνικός στρατός αμύνεται σθεναρά στα οχυρά της Θράκης και της Μακεδονίας, οι Γερμανοί καταφέρνουν γρήγορα να κατακτήσουν θέσεις-κλειδιά της ελληνοβρετανικής άμυνας, καταλαμβάνοντας μεγάλες ελληνικές πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα.

Οι στρατιώτες του ελληνοϊταλικού μετώπου πληροφορούνται τα δυσάρεστα νέα και το ηθικό τους κλονίζεται.

Οι ειδήσεις από το μέτωπο προκαλούν πανικό τόσο στον βασιλιά Γεώργιο όσο και στον πρωθυπουργό Γεώργιο Κορυζή (ο Μεταξάς είχε πεθάνει τον Ιανουάριο του 1941), που αρχίζουν να σκέφτονται το ενδεχόμενο μιας αποχώρησης τους με κατεύθυνση την Κύπρο ή την Κρήτη.

                                                                    Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ με τον διάδοχο Παύλο και τον Πρωθυπουργό Γ. Κορυζή κατά την Γερμανική εισβολή. [Πολεμικό Μουσείο]

 

Έξι μέρες αργότερα, ο αρχιστράτηγος Παπάγος διατάζει τη σύμπτυξη ολόκληρου του ελληνοϊταλικού μετώπου προς τον ποταμό Αλιάκμονα. Ο Κατσιμήτρος, που γνωρίζει τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι στρατιώτες του, εκφράζει τη διαφωνία του στον διοικητή του τμήματος στρατιάς Ηπείρου Πιτσίκα, αλλά δεν εισακούγεται. Κατά τη διάρκεια της σύμπτυξης, στρατιώτες αλλά και αξιωματικοί αρχίζουν να λιποτακτούν. Ο μέραρχος γράφει στην έκθεσηΔείτε το ιστορικό ντοκουμέντο εδώ του: «Οι άνδρες διαβλέποντες το μάταιον του περαιτέρω αγώνος και το άσκοπον της αιματοχυσίας μοι εδήλωσαν εις επικλήσεις μου προς τον πατριωτισμόν και τη φιλοπατρίαν των όπως παραμείνωσιν εις τας θέσεις των ότι τα μετόπισθεν τμήματα έχουσι διαλυθή σχεδόν…». Παρόμοια εικόνα παρουσιάζουν και οι υπόλοιπες στρατιωτικές μονάδες.

Στις 15 Απριλίου, ο βασιλιάς, σε μία προσπάθεια συγκράτησης των μονάδων στο αλβανικό μέτωπο, τηλεγραφεί στο τμήμα στρατιάς Ηπείρου: «Η τιμή, το συμφέρον της Ελλάδος και η τύχη της φυλής αποκλείουν πάσαν σκέψιν συνθηκολογήσεως… Δεν πρέπει να λησμονήτε ότι ο βρετανικός στρατός εξακολουθεί μαχόμενος προασπίζων ελληνικόν έδαφος». Την ίδια μέρα και ο Παπάγος απευθύνει έκκληση να συγκρατηθούν τα τμήματα και να επανέλθει η πειθαρχία στο στράτευμα. Ο Πιτσίκας καλεί σε σύσκεψη τους επικεφαλής των μεγάλων μονάδων. Στην έκθεση που συντάσσουν γράφουν ότι είναι αδύνατο να φτάσουν οι μονάδες στην τελική τοποθεσία της σύμπτυξης, γιατί θα έχουν εντωμεταξύ διαλυθεί αφού φοβούνται την αιχμαλωσία από τους Ιταλούς. «Φρονώσιν ότι είναι αδύνατος πάσα περαιτέρω αντίστασις», καταλήγει η έκθεση. Την υπογράφουν οι στρατηγοί Πιτσίκας, Δεμέστιχας και Μπάκος και την δίνουν στον υπαρχηγό του Επιτελείου για να την παραδώσει στον Παπάγο. Αυτός απαντά ότι δεν μπορεί ακόμα να συνθηκολογήσει, πριν την ασφαλή αποχώρηση του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος.

Πίσω στα Ιωάννινα, ο μητροπολίτης Σπυρίδων Βλάχος ξεκινά με δική του πρωτοβουλία προσπάθειες για τη σύναψη ανακωχής με τους Γερμανούς και αρχίζει να προσεγγίζει τους στρατηγούς. Στις 16 Απριλίου εκλιπαρεί τον πρωθυπουργό Κορυζή να επιτρέψει στην στρατιά της Ηπείρου να συνθηκολογήσει. Ο Κορυζής φαίνεται πως έχει πειστεί για την αναγκαιότητα της συνθηκολόγησης και στο υπουργικό συμβούλιο προσπαθεί να εκμαιεύσει έγκριση και από τον βασιλιά Γεώργιο, που αρνείται πεισματικά. Μετά από αυτήν τη συνάντηση ο Κορυζής αυτοκτονεί και ο βασιλιάς ψάχνει απεγνωσμένα για πρωθυπουργό. Μετά από τις ραγδαίες εξελίξεις, οι στρατηγοί των μεγάλων μονάδων Μπάκος και Δεμέστιχας πείθονται, ενώ ο στρατηγός Τσολάκογλου έχει ήδη ξεκινήσει τις επαφές με τους Γερμανούς.

                                                    Μητέρα αποχαιρετά τον γιο της που φεύγει για το Αλβανικό Μέτωπο. [Yπουργείο Εξωτερικών-Yπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου]

 

Στις 20 Απριλίου ο Τσολάκογλου στέλνει απεσταλμένο στον στρατηγό Σεπ Ντίτριχ, διοικητή της σωματοφυλακής SS του Χίτλερ, ζητώντας ανακωχή των εχθροπραξιών. Η συνθηκολόγηση γίνεται με ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τους Έλληνες όρους, όμως αποδοκιμάζεται από τους ανωτέρους του και τους Ιταλούς. Αυτό οδηγεί και σε δεύτερο αναθεωρημένο κείμενο συνθηκολόγησης, λίγες ημέρες μετά, το οποίο ορίζει ότι οι Έλληνες στρατιώτες είναι αιχμάλωτοι πολέμου και πρέπει να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Ο μόνος ευνοϊκός όρος για τους στρατιώτες είναι ότι δεν οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως έγινε σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Ο Γεώργιος Τσολάκογλου δεν θα μετανιώσει ποτέ για τις ενέργειές του. Στα απομνημονεύματά του γράφει πως «ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν’ αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν’ αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… “Τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν».

O Κατσιμήτρος στη δοσίλογη κυβέρνηση

Ο Κατσιμήτρος δεν συμμετέχει στις συνεννοήσεις για τη συνθηκολόγηση. Αντίθετα, μέχρι και τις 20 Απριλίου που συνθηκολόγησε ο Τσολάκογλου, πολεμά τους Ιταλούς στο Αργυρόκαστρο. Στις 29 Απριλίου 1941 διαλύεται επισήμως η μεραρχία του. Με μια συγκινητική επιστολή Ο Κατσιμήτρος ανακοινώνει στους στρατιώτες του τη διάλυση της ογδόης μεραρχίας αποχαιρετά τους στρατιώτες του και αναχωρεί αεροπορικώς για την Αθήνα, όπου ορκίζεται υπουργός Γεωργίας-Εργασίας της πρώτης κατοχικής (δοσίλογης) κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου. Αργότερα, θα εξηγήσει ότι τον κάλεσε στα Ιωάννινα ο μητροπολίτης Σπυρίδων και τον παρότρυνε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Η εικόνα του ήρωα του αλβανικού έπους αμαυρώνεται από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση.

Η παραίτηση και το Ειδικό Δικαστήριο

Μόλις δεκαπέντε μέρες μετά την υπουργοποίηση του και κατόπιν δικού του αιτήματος, ο Κατσιμήτρος περιορίζεται στα καθήκοντα του υπουργού Γεωργίας. Τελικά, πέντε μήνες αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1941, υποβάλλει την παραίτησή του που γίνεται αμέσως αποδεκτή.

Μετά τον πόλεμο, στις αρχές του 1945, ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας επαναφέρει τον Κατσιμήτρο στην ενεργό υπηρεσία και του ζητά να μεταβεί στην Κέρκυρα, να συγκεντρώσει τις ανταρτικές δυνάμεις του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα και να αναδιοργανώσει την 8η μεραρχία. Μόλις την επομένη όμως του ανακοινώνει τη ματαίωση της αποστολής, καθώς έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο των κατηγορουμένων ως δοσίλογων για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Τσολάκογλου.

                                                                                                                                          Εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα, 20 Απριλίου 1945.

 

Πράγματι, συστήνεται ειδικό δικαστήριο δοσίλογων και στις 21 Απριλίου 1945 αρχίζουν οι συνεδριάσεις σε αίθουσα των δικαστηρίων της οδού Σανταρόζα. Συνολικά παραπέμπονται 27 άτομα που συμμετείχαν ως υπουργοί και υφυπουργοί στις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις και οι τρεις πρωθυπουργοί Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης.

Οι κατηγορίες είναι διευκόλυνση του έργου του στρατού κατοχής και προπαγάνδα υπέρ των κατακτητών. Ο Τσολάκογλου και μερικοί ακόμη στρατηγοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Κατσιμήτρος, παραπέμπονται και για παράβαση του άρθρου 199 της στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας, δηλαδή για «συνθηκολόγηση εις ανοικτόν τόπον». Το δικαστήριο τελικά θα απαλλάξει τον Κατσιμήτρο από αυτήν την κατηγορία, αποδεχόμενο ότι βρισκόταν στο πεδίο της μάχης κατά τη συνθηκολόγηση.

Στην κατηγορία διευκόλυνσης του έργου των Γερμανών μέσω της συμμετοχής στην κατοχική κυβέρνηση, ο Κατσιμήτρος απαντά στο δικαστήριο ότι «ούτε φιλοδοξία τον ώθησε προς τούτο, ούτε ιδιοτέλεια, ούτε και μικροπολιτική διότι ουδέποτε επολιτεύθη, αλλά ανέλαβε το αξίωμα τούτο διά να φανή χρήσιμος εις τους συμπολεμιστάς του. Εξυπηρέτησεν ούτως τους γεωργούς και τους εφέδρους και ουδέποτε εσκέφθη να εξυπηρετήση τον κατακτητήν». Όταν ρωτάται αν υπέγραψε συμβάσεις που υποχρέωναν τους αγρότες να δώσουν την σοδειά τους στους κατακτητές, γεγονός που ζημίωσε την αγροτική παραγωγή της χώρας και επέφερε πείνα στον ελληνικό λαό, λέει: «Την σύμβασιν περί παραδόσεως του βάμβακος εις γερμανικήν εταιρείαν δεν εισηγήθη αυτός ούτε και υπέγραψε ταύτην, τους δε διαφόρους νόμους υπέγραψε καλή τη πίστει και ουχί επί τω σκοπώ εξυπηρετήσεως του εχθρού, αντέδρασε δε ούτος εις την αξίωσιν των Γερμανών περί επεκτάσεως της σηροτροφίας. Όταν οι Βούλγαροι κατήλθον εις Μακεδονίαν και είδεν ότι δεν ηδύνατο πλέον να εξυπηρετήση τον ελληνικόν λαόν, εθεώρησεν ότι έπρεπε να παραιτηθή και την 20/9/41 απεχώρησε της κυβερνήσεως. Επί της υπουργίας του ουδέποτε οι Γερμανοί επήραν σίτον εκ της συγκεντρώσεως».

Μετά από ακροαματική διαδικασία 80 ημερών, στις 31 Μαΐου 1945, λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το ειδικό δικαστήριο της Αθήνας εκδίδει την απόφασή του. Επτά άτομα αθωώνονται και άλλα επτά καταδικάζονται σε σχετικά ελαφριές ποινές και στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, ως λιγότερο υπεύθυνα. Ανάμεσά τους και ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, που τιμωρείται με 5,5 χρόνια φυλάκιση και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Το ελαφρυντικό που του αναγνωρίζεται είναι ότι παρέμεινε για λίγο μόνο καιρό υπουργός στην κυβέρνηση Τσολάκογλου και παραιτήθηκε εκουσίως.

Μετά τη φυλακή

Το 1949, κι ενώ ο Κατσιμήτρος έχει εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του, ο βασιλιάς Παύλος του χαρίζει το υπόλοιπο.

Το 1953 αποκαθίσταται στον βαθμό του και προάγεται στον βαθμό του αντιστράτηγου. Παράλληλα τίθεται σε αναδρομική αποστρατεία από το 1947, λόγω της συμπλήρωσης του ηλικιακού ορίου και του αποδίδονται όλα τα παράσημα του.

 

                                                                                                         Ο Κατσιμήτρος το 1960.

 

Ο Κατσιμήτρος θα ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, έως το 1962, στην οικία του στο Παγκράτι, έχοντας πάντα στο πλευρό τους συγγενείς και φίλους του.

Το βιβλίο «1940Οι τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου » του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών και ομότιμου καθηγητή της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Σβολόπουλου που  κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη αναλύει λεπτομερώς τα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα που μεσολάβησαν προτού τα ελληνικά στρατεύματα αντεπιτεθούν στο μέτωπο της Ηπείρου και πώς οι Έλληνες στρατιώτες ανέλαβαν έναν συνειδητό αγώνα που τους επέτρεψε να επικρατήσουν της αυτοκρατορίας του Μουσολίνι.*ΠΗΓΗ:  insidestory.gr

Share this post