Casus belli: Ελληνικό στοίχημα με αβέβαιη έκβαση

Casus belli: Ελληνικό στοίχημα με αβέβαιη έκβαση

Πιέρος Ι.Τζανετάκος

Παραδοχή πρώτη: Η κυβέρνηση δέχεται σκληρή κριτική για τη συμμετοχή της Τουρκίας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας, δια της οποίας αναδεικνύονται, δυστυχώς, τόσο η ετεροβαρής επιρροή μεταξύ Αθήνας-Αγκυρας στη διαμόρφωση του Δυτικού συστήματος ασφαλείας, όσο και οι δυνατότητες της τουρκικής βιομηχανίας όπλων. Το γιατί δεν υπάρχει ελληνική βιομηχανία όπλων είναι μια άλλη (μεγάλη) συζήτηση.

Παραδοχή δεύτερη: Σκληρή είναι, δυστυχώς, και η μεγάλη εικόνα για την Ελλάδα, καθώς στην τρέχουσα συγκυρία αυτό που προέχει για την Ευρωπαϊκή Ενωση και δη για τον σκληρό πυρήνα της, καθώς και για το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, αλλά και για την αποκαλούμενη «συμμαχία των προθύμων», είναι η ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης συνολικά και των επιμέρους κρατών ειδικότερα. Οι διμερείς σχέσεις και διαφορές, συμπεριλαμβανομένων των ελληνοτουρκικών, δεν αποτελούν προτεραιότητα κανενός.

Στη βάση αυτών των παραδοχών, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η Τουρκία θα διεκδικήσει και θα λάβει μέρος των δισεκατομμυρίων της Ενωσης. Δεδομένη, επίσης, είναι η λεπτή θέση της κυβέρνησης επί της διαδικασίας: Ούτε μπορεί να ορθώσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην άκρως απαραίτητη πρωτοβουλία, ούτε όμως θα ήταν δυνατό να παραμερίσει στη γωνία για να περάσει ανενόχλητη η Τουρκία, η οποία κατέχει παρανόμως το 35% της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναπτύσσει ανενόχλητη την αναθεωρητική στρατηγική της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και απειλεί ευθέως με πόλεμο την Ελλάδα.

Συνδέοντας εμμέσως πλην σαφώς την τουρκική παρουσία στην ευρωπαϊκή άμυνα με το casus belli, υπονοώντας δηλαδή ότι η μη άρση του ενδεχομένως να τον εξαναγκάσει να θέτει βέτο όταν το ζήτημα φθάσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει να στοιχηματίσει, ισορροπώντας στη λεπτή θέση που περιεγράφη προηγουμένως. Αν πράγματι συμβεί έτσι, ο Πρωθυπουργός έχει μπροστά του δύο πεδία διεκδίκησης. Το πρώτο είναι να απαιτήσει συγκεκριμένες αναφορές έναντι της Τουρκίας, είτε σε κάποιο από το επόμενα κείμενα συμπερασμάτων Συνόδου Κορυφής, είτε σε μια ενδεχόμενη εμπορική ή αμυντική συμφωνία που ίσως απαιτηθεί μεταξύ ΕΕ-Αγκυρας για τη συμμετοχή της δεύτερης στην ευρωπαϊκή άμυνα. Χωρίς, όμως, να είναι βέβαιο ότι θα έρθει μια τέτοια συμφωνία, καθώς η μέθοδος που φαίνεται να προκρίνει η Αγκυρα είναι η σύμπραξη τουρκικών με ευρωπαϊκές εταιρείας, στα πρότυπα της ιταλοτουρκικής συνεργασίας μεταξύ της Baykar με την Piagio και τη Leonardo. «Υπάρχει επιλογή να επισυναφθεί μια εθνική θέση στο πρόγραμμα SAFE (σ.σ.: το χρηματοδοτικό εργαλείο των 150 δισ. ευρώ για έκτακτες ανάγκες), που αναμένεται να εγκριθεί την ερχόμενη Τρίτη στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων» λέει στο Protagon αξιωματούχος των ευρωπαϊκών θεσμών που ασχολείται κατεξοχήν με θέματα άμυνας και εξοπλισμών. Προσθέτει, όμως, ότι ο κάθε ευρωπαίος ηγέτης έχει τη δυνατότητα «να ζητήσει συγκεκριμένες διατυπώσεις στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – άλλωστε είναι η επόμενη Σύνοδος Κορυφής (σ.σ.: στο τέλος Ιουνίου) αυτή που θα καλωσορίσει την υιοθέτηση του SAFE».

Αρα, από τη στιγμή που θα υπάρχει ειδική αναφορά στα συμπεράσματα, τότε θα βρεθεί και χώρος για συγκεκριμένες διατυπώσεις που θα καλούν, για παράδειγμα, σε ευθυγράμμιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πηγή κοντά στην κυβέρνηση, ενήμερη για τις προθέσεις του Πρωθυπουργού, αναδεικνύει ως πιο σοβαρό ενδεχόμενο τη χρήση του «όπλου» του βέτο έναντι μιας διμερούς ευρωτουρκικής συμφωνίας, για την οποία, σε αντίθεση με το SAFE, για το οποίο προβλέπεται απλώς ειδική πλειοψηφία, απαιτείται ομοφωνία των «27». Αυτό, άλλωστε, δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, επισημαίνοντας πως «είναι σαφές ότι, αν η Τουρκία επιθυμεί να μπει στα χρηματοδοτικά εργαλεία της ευρωπαϊκής άμυνας, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι δικαιολογημένοι προβληματισμοί και της Ελλάδας και της Κύπρου». Πρόσθεσε δε και το μείζον: «Είναι 30 χρόνια από τότε που η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε το περιβόητο casus belli. Νομίζω ότι, 30 χρόνια μετά, έχει έρθει η ώρα να ζητήσουμε ευθέως από τους τούρκους φίλους μας να το βγάλουν από το τραπέζι».

Πώς θα ακουγόταν, όμως, σε Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία η απειλή ενός ελληνικού βέτο, την ώρα που η ΕΕ ήδη ασθμαίνει μήπως και προλάβει τις εξελίξεις; «Ολα είναι θέμα διαπραγμάτευσης», λέει στο Protagon κοινοβουλευτικός με γνώση του τρόπου λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών. Εκτός από θέμα διαπραγμάτευσης, πολλά εξαρτώνται και από τις διατυπώσεις. Προφανώς, σε μια τέτοια εξέλιξη δεν θα απαιτούσε κανείς από την Τουρκία να υπογράψει ότι δεν θα επιτεθεί στην Ελλάδα – ενδεχομένως να αρκεί ότι η έτερη συμβαλλόμενη πλευρά δεν αμφισβητεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα κράτους-μέλους της Ένωσης. Φυσικά, το τι ορίζει ο καθένας ως «κυριαρχία» και «κυριαρχικά δικαιώματα» είναι μια άλλη, επίσης μεγάλη συζήτηση.

Στο δεύτερο πεδίο διεκδίκησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρει απέναντί του τον Ταγίπ Ερντογάν. Να τον πείσει δηλαδή ότι πρέπει να άρει το casus belli. Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να συμβεί αυτό; Αν κανείς ποντάρει σε επίσημη απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, όπως αυτή του Ιουνίου 1995 με την οποία το casus belli κατέστη νομική δέσμευση, τότε είναι βέβαιο ότι θα χάσει. Αν πάλι διεκδικήσει μια δημόσια δέσμευση, σε επίπεδο προέδρου ή έστω υπουργού Εξωτερικών, ότι η Τουρκία δεν απειλεί την κυριαρχία γειτονικών κρατών, τότε τα πράγματα είναι και πάλι μάλλον δύσκολα. Η Τουρκία ψήφισε το casus belli ως απάντηση στην κύρωση της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Στο σχετικό κείμενο συμπεριλαμβανόταν η γνωστή διατύπωση ότι η Ελλάδα διατηρεί αναφαίρετο δικαίωμα επέκτασης των εθνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Μια απάντηση της Άγκυρας θα μπορούσε να είναι: «Αν δεσμευτείτε ότι δεν θα επεκτείνετε μονομερώς τα χωρικά ύδατα σας τότε αποσύρουμε το casus belli». Μοιάζει εξίσου δύσκολο.

Πάντως, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύτηκε δημοσίως, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα θέσει το ζήτημα στην επόμενη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν. Οχι μόνο κατ’ ιδίαν, αλλά και στις κοινές δηλώσεις τους. Είναι φανερό ότι και αυτή η επιλογή, όπως όλες, εκτός από ουσία εμπεριέχει και επικοινωνιακή διάσταση. Η Νέα Δημοκρατία βάλλεται κυρίως από τα δεξιά της και μια πιο ενεργή στάση έναντι της Τουρκίας, από τη στιγμή που υπάρχουν τόσο οι αιτίες όσο και οι αφορμές, είναι βέβαιο ότι θα προσκόμιζε ορισμένα δημοσκοπικά οφέλη. Αν η συζήτηση για την άρση μονιμότητας στοχεύει στο κέντρο, το βέτο «βλέπει» στην αντίθετη κατεύθυνση. Στην κυβέρνηση, βέβαια, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα στοιχήματα στα «εθνικά θέματα» ενίοτε γυρίζουν μπούμερανγκ.

Πηγή: Protagon.gr

Share this post