Από τον Γκρέκο στον Κόντογλου

Από τον Γκρέκο στον Κόντογλου

Του Γιώργου Καραμπελιά*

Με τη γενιά του ’30 θα ολοκληρωθεί ο εικαστικός ιστορικός κύκλος που είχε ανοίξει στην… Κρήτη κατά τον 15ο αιώνα. Ένας κύκλος που θα οδηγήσει, πέντε αιώνες αργότερα, από την ιερή ζωγραφική, την αγιογραφία, σε μια κοσμική ζωγραφική –αλλά και αγιογραφία– που αποτελεί, διακηρυγμένα, συνέχεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης. 

Αυτός ο ιστορικός κύκλος υπήρξε ιδιαίτερα μακροχρόνιος, επίπονος και σκολιός στην περίπτωση της Ελλάδας, εξαιτίας του σκότους στο οποίο βυθίστηκε ο ελληνικός κόσμος κατά τους μακρούς αιώνες της κατοχής. Άλλωστε, η κατοχή από αλλόθρησκους κατακτητές ενίσχυσε τις τάσεις εμμονής στην θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων και την άρνηση όποιας μεταρρύθμισης θα αγνοούσε την ορθόδοξη ιδιοπροσωπία των Ελλήνων. 

Έτσι, και στον χώρο της ιερής ζωγραφικής, επιδίωξη των καλλιτεχνών θα είναι η απαρέγκλιτη εμμονή στη βυζαντινή παράδοση και η αναπαραγωγή –ή δυνατόν ab aeterno– των ίδιων ιερών μορφών. Και ο μεγάλος Θεοφάνης ο Κρης θα φέρει την κρητική ζωγραφική στο Άγιον Όρος και τα Μετέωρα Συναφώς, η οποιαδήποτε σταδιακή αλλοίωσή τους εμφανίζεται ως υποχώρηση απέναντι στη δυτική ζωγραφική, όπως θα συμβεί από τον Δαμασκηνό και στο εξής. Και μόνο ο Θεοτοκόπουλος θα κατορθώσει να επιτύχει τη σύνθεση,  που θα αναζητεί ο Παρθένης και ο Γκίκας αιώνες μετά. Αλλά θα την επιτύχει σε ξένο τόπο και με ξένο χρωστήρα. 

Τελικώς, με αποκορύφωμα την κατακυριάρχηση της δυτικότροπης ναζαρηνής τεχνοτροπίας στον χώρο της αγιογραφίας και της δυτικής ζωγραφικής κατά τις απαρχές του νεώτερου ελληνικού κράτους, μοιάζει ως εάν η εξέλιξη της ζωγραφικής τέχνης –κατά τον 18ο αιώνα στην Επτάνησο και κατά τον 19ο σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο– να αποτελούσε μια διαρκή πορεία αλλοτρίωσης της εγχώριας εικαστικής παράδοσης: Εάν στη Δύση η κοσμική ζωγραφική θα αποτελέσει τη συνέχεια της δυτικής θρησκευτικής ζωγραφικής, στην Ελλάδα η ζωγραφική του 19ου αιώνα, εμφανίζεται ως ρήξη με τον ελληνικό βυζαντινό τρόπο και ως υπαγωγή στο πνεύμα της Εσπερίας. Ωστόσο σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, και ιδιαίτερα από τη στιγμή που θα χαθεί το κρητικό κέντρο μετά την τουρκική κατάκτηση, το 1699, η εγχώρια παράδοση θα καταδυθεί στη λαϊκή κοσμική ζωγραφική και αγιογραφία και σε όλες τις μορφές της λαϊκής τέχνης, στα υφαντά, τις κασέλες, την ξυλογλυπτική. Όπως το δημοτικό τραγούδι διέσωζε τη μεγάλη ποιητική και μουσική κληρονομιά του ελληνισμού, όταν η λόγια παραγωγή είχε χαθεί σχεδόν ολοσχερώς, έτσι και οι ταπεινοί Ηπειρώτες και “Ντηνιακοί” καλλιτέχνες συντηρούσαν, έστω και στην πιο απλή μορφή της, την εγχώρια ζωγραφική και καλλιτεχνική παράδοση. Στο Λινοτόπι και τη Γράμμουστα, στην Κορυτσά,έσχατη μορφή, ή ίσως και προανάκρουσμα των μελλούμενων, θα αποτελέσει το έργο της οικογενειακής συνοδείας του Δημητρίου και Παναγιώτη Ζωγράφου, στη συνάντησή της με τον Στρατηγό Μακρυγιάννη.

Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις απαρχές του 20ού, ενώ έχει ήδη χωνευτεί τεχνικά το μάθημα της Δύσης –προς το “εφάμιλλον του ευρωπαϊκού” (Γύζης, Λύτρας, Χαλεπάς)– και ο ελληνικός κόσμος ετοιμάζεται για το τελευταίο άλμα του προς τη Μεγάλη Ιδέα, οι λόγιοι (Παρθένης) αλλά και οι λαϊκοί (Θεόφιλος) εικαστικοί καλλιτέχνες κατευθύνονται προς τη συνάντηση με τη γηγενή παράδοση της ζωγραφικής, προς έναν “ελληνικό ελληνισμό”. Το χάσμα των πέντε αιώνων έμοιαζε να κλείνει επί τέλους. Ο θριαμβεύων βενιζελισμός θα συναντήσει την εικαστική του έκφραση στον Ευαγγελισμό του Παρθένη και, ανεπίγνωστα, στον Μέγα Αλέξανδρο του Θεόφιλου.

Το αιφνίδιο τέλος του ονείρου, το 1922, δεν θα οδηγήσει στην ανακοπή της πορείας, αλλά αντίθετα στην εμβάθυνσή της: σκάβοντας βαθύτερα στην παράδοση της ελληνικής διαχρονίας, για να απαντηθεί η ανεπανόρθωτη ιστορική απώλεια, ορθώνοντάς την ώστε να καταστεί εφικτή η ισότιμη συνομιλία με τη Δύση – συμμετέχοντας στη δημιουργία των νέων ρευμάτων από την ελληνική σκοπιά, και όχι μιμούμενοι, θα πει ο Κριστιάν Ζερβός.

Η γενιά που συμβατικά αλλά νόμιμα αποκλήθηκε “γενιά του ’30”, στις εικαστικές τέχνες, εκπροσωπείται από μία πλειάδα καλλιτεχνών, λογοτεχνών και διανοουμένων. Ο Δημήτρης Πικιώνης, πρεσβύτερος όλων, ο “Σωκράτης” μιας ολόκληρης γενιάς, με το πολυσχιδές έργο και τη διδασκαλία του, αποτελεί τον ιδεολογικό μέντορα της ομάδας των εικαστικών καλλιτεχνών και συγκροτεί το θεωρητικό corpus της ιδεολογίας τους – αναδεικνύοντας την ενότητα της ελληνικής διαχρονίας ως τον θεμέλιο λίθο της.

Εξ ανάγκης θα αναφέρω παραδειγματικά έναν περιορισμένο αριθμό καλλιτεχνών. Πρώτος ανάμεσά τους, ένας ζωγράφος όπως ο Θεόφιλος, που συνιστά την κορύφωση της λαϊκής ζωγραφικής παράδοσης και θα συνομιλήσει ισότιμα με τη “σοφή” ζωγραφική, καταδεικνύοντας την ωρίμανση του ελληνικού ζωγραφικού τρόπου. Ο Κόντογλου θα στραφεί προνομιακά προς τη μεταβυζαντινή ζωγραφική, και στο κοσμικό του έργο, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο πλέον “διεθνοποιημένος” όλων, θα εκφραστεί μέσα από έναν ελληνικό, αν όχι και “υδραίικο”, κυβισμό. ο Τσαρούχης θα επιμείνει στη μεγάλη αρχαιοελληνική παράδοση, από τα Φαγιούμ έως τον Καραγκιόζη. Τέλος, ο Εγγονόπουλος θα θελήσει να δημιουργήσει έναν βυζαντινότροπο υπερρεαλισμό. Ζωγράφοι και χαράκτες όπως ο Δημήτρης Γαλάνης, ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Πολύκλειτος Ρέγκος, ο Ιωάννης Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Αγήνωρ Αστεριάδης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Γιάννης Μόραλης, γλύπτες όπως ο Μιχάλης Τόμπρος και ο Χρήστος Καπράλος και πολλές δεκάδες άλλοι συναποτελούν το ρωμαλέο σώμα αυτής της γενιάς. 

Της γενιάς η οποία, με εφαλτήριο το προσκύνημα στο Άγιον Όρος και τη βυζαντινή ζωγραφική, θα ξαναφέρει στο προσκήνιο ολόκληρη την ελληνική εικαστική παράδοση: οι αρχαϊκοί γλύπτες, ο Ευφρόνιος και ο Απελλής, οι ανώνυμοι των Φαγιούμ, ο Μανουήλ Πανσέληνος, ο Θεοφάνης, ο Δημήτριος Ζωγράφος, ο Θεόφιλος και ο Παρθένης. Με αυτή την προίκα και το ταυτόχρονο “προσκύνημα” στο… Παρίσι, θα ανοιχτεί στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα, ιδιαίτερα της Γαλλίας. Και στη συνάντηση αυτή θα έχει ως οδηγούς και παιδαγωγούς της, τον Κριστιάν Ζερβό και τον Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ), άρχοντες του μοντερνισμού των Παρισίων και ενεργά αναμεμειγμένους στο ελληνικό κίνημα – αρκεί να αναφέρουμε το περιβόητο 4ο Συνέδριο της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής που έφερε, μαζί με τον Λε Κορμπυζιέ, ο Ζερβός στην Αθήνα, καθώς και την “ανακάλυψη” του Θεόφιλου από τον Τεριάντ. 

Ο κύκλος, από το τέλος του Βυζαντίου έως τη γενιά του ,30, θα ολοκληρωθεί – ο δε ελληνικός δρόμος είχε διαγραφεί ήδη με ενάργεια στις τοιχογραφίες του Κόντογλου στο Δημαρχείο της Αθήνας. Όμως, το κόστος των αιώνων της καθυστέρησης υπήρξε τεράστιο για το γένος, και πάντως θα βαραίνει ασήκωτο πάνω στους ώμους των ελίτ και μιας ανελλήνιστης λογιοσύνης που θα’θελε να χαθεί στις performances μιας Δύσης σε παρακμή  και να διαγράψει, ει δυνατόν, ολόκληρη την ελληνική διαχρονία.

Άραγε, θα υπάρξει μια επόμενη ευκαιρία για τον ελληνικό δρόμο; Το κλείσιμο αυτού του ιστορικού κεφαλαίου, θα αποτελέσει την απαρχή ενός νέου ενάρετου κύκλου ή, μήπως, σε μια άλλη, τραγική, νοηματοδότηση του κύκλου, το πανάρχαιο δράμα θα λάβει τέλος; 

Μήπως, αντίθετα, οι νεώτεροι Έλληνες καλλιτέχνες, ή τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς, όσοι δεν βυθίζονται στις ανούσιες μόδες, συνεχίζουν ή θα συνεχίσουν δημιουργικά από εκεί που σταμάτησε ο Εγγονόπουλος και ο Μόραλης; Πάντως υπάρχουν κάποιες θετικές ενδείξεις. καθώς η ιστορία δεν είναι πειραματική επιστήμη για να προβλέπει με ακρίβεια το μέλλον, και υπάρχει πάντοτε μια μισάνοιχτη πόρτα που μπορεί να κλείσει, ή ίσως και να ανοίξει.

*Από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά “Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του 30. Μια πολιτική ιστορία”, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. ΠΗΓΗ:capital.gr /Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post