Από τη βυζαντινή παράδοση στη σύγχρονη ζωγραφική

Από τη βυζαντινή παράδοση στη σύγχρονη ζωγραφική

Αριστείδης Βικέτος*

Στα ενδότερα της ζωγραφικής τέχνης, της εικονογραφίας των ναών και  της βυζαντινής ζωγραφικής μας εισάγει, με τη σημερινή (15 Αυγούστου 2024) συνέντευξη στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» ο κ. Γιώργος Κόρδης.

Στη συνέντευξη, με την ευκαιρία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο σπουδαίος δημιουργός και καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε άλλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όταν ερωτάται κατά πόσο θεωρεί τον εαυτό του πρώτα ζωγράφο και μετά αγιογράφο ή το αντίστροφο, απαντά: «Θεωρώ πως είναι ένα τεχνητό δίλημμα. Ο ζωγράφος είναι πάντα ζωγράφος είτε ζωγραφίζει αγίους και γεγονότα της Θείας Οικονομίας είτε θέματα του καθημερινού των ανθρώπων βίου. Εξάλλου, ο όρος αγιογράφος είναι νεολογισμός. Ουδέποτε στην ιστορία του Ελληνισμού και της Εκκλησίας οι ζωγράφοι ονομάζονταν αγιογράφοι. Είναι σα να λέμε πως οι ποιητές δεν είναι λογοτέχνες. Το γενικό είναι ο ζωγράφος. Μετά είναι το ειδικό. Κάποιος μπορεί να είναι αγιογράφος, τοπιογράφος, σκιτσογράφος κ.λπ. Όλοι όμως είναι ζωγράφοι».

Στο πλούσιο βιογραφικό του, που ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει εκτενή αναφορά, ο κ. Κόρδης αναφέρει ότι η μύηση στην αγιογραφία έγινε από τον Κύπριο ιερομόναχο, επίγονο του Κόντογλου, τον π. Συμεών Συμεού, ηγούμενο από το 2011 της ανδρώας ιεράς μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου στους Τρούλλους της Λάρνακας. «Γιατί», ρώτησα, «επιλέξατε τον π. Συμεών και όχι κάποιον άλλο περισσότερο επώνυμο;».
«Δεν τον επέλεξα εγώ. Εκείνος με βρήκε και με μύησε στον κόσμο της Βυζαντινής ζωγραφικής. Ήμασταν συμφοιτητές στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας. Εκεί συναντηθήκαμε και με παρότρυνε να γνωρίσω τις εικόνες και την τέχνη τους. Μου έδωσε πολλά κυρίως όμως τη μεγάλη αγάπη του για τις εικόνες και την ποιητική διάσταση τους, πράγμα σπάνιο. Για να το δώσεις πρέπει να έχεις βαθιά εμπειρία της τέχνης αυτής. Κι εκείνος έχει».
Η «αγιογραφία» είναι η ζωγραφική των θεμάτων από τη ζωή της Εκκλησίας. Αλλά είναι μια ζωγραφική με ιδιαίτερη λειτουργία, αφού καλείται να διακονήσει την εκκλησιαστική κοινότητα. Στόχος της «αγιογραφίας» είναι να οπτικοποιήσει πρόσωπα και πράγματα από την ιστορία της Θείας Οικονομίας. Γι’ αυτό και το ρήμα «ιστορώ» για την αγιογράφηση ναών. Κι ακόμη περισσότερο η «αγιογραφία» πρέπει με ζωγραφικούς όρους να φέρει στο παρόν της Ευχαριστιακής Σύναξης το ζων Σώμα του Χριστού, να «παροντοποιήσει» τα μέλη αυτού του Σώματος. Διότι η εικόνα δεν είναι απλή αναπαράσταση των αγίων της Εκκλησίας, μια απομίμηση του πώς ήταν όταν ζούσαν. Οι εικόνες επιχειρούν να κάνουν τα εικονιζόμενα πρόσωπα παρουσία. Όχι δεν είναι ταυτόσημοι οι όροι «ορθόδοξος» και «βυζαντινός». Μπορεί κάτι να γραφτεί με τρόπο βυζαντινό, αλλά να μην είναι ορθόδοξο. Όπως στη γλώσσα. Κάτι μπορεί να γραφτεί με την ελληνική γλώσσα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι ορθόδοξο.

– Χωρίς τον μακαριστό Φώτη Κόντογλου θα υπήρχε ορθόδοξη αγιογραφία στην Ελλάδα;

Χωρίς την εμμονή του Φ. Κόντογλου πιθανότατα να μην είχε επανέλθει ο ελληνικός – βυζαντινός τρόπος στην εκκλησιαστική ζωγραφική και να μην είχαμε σήμερα την αναβίωση του τρόπους αυτού. Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Βέβαια, πρέπει να αναφέρουμε εδώ πως και οι Ρώσοι της διασποράς συνεισέφεραν τα μέγιστα στην αναβίωση αυτή. Ο Λ. Ουσπένσκυ για παράδειγμα και πριν από αυτόν οι Π. Φλορένσκυ και ο Ε. Τρουμπέτσκοϋ.

Η εκκλησιαστική ζωγραφική ανέκαθεν είχε δυναμική και εξέλιξη

-Τι σκέψεις θα θέλατε να μοιραστείτε εν συντομία για Α) την Παναγία στην ορθόδοξη βυζαντινή εικονογραφία, την Κοίμηση της Θεοτόκου στη μνημειακή ζωγραφική της Κωνσταντινούπολης, της Μικράς Ασίας, των Βαλκανίων και της Κύπρου κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο και την Κοίμηση στην Σύρο του Ελ Γκρέκο;

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, διά χειρός Γ. Κόρδη

Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα. Δύσκολα χωρά στο στενό πλαίσιο μιας συνέντευξης γενικού περιεχομένου. Θα σταθώ μονάχα σε αυτό. Η σύνθεση της εικόνας της Κοιμήσεως που βασίζεται κυρίως σε αφηγήσεις από Απόκρυφα, είναι αριστουργηματική και αποδίδει οπτικά την αντίστοιχη υμνογραφία της ημέρας διακηρύσσοντας την πίστη των ορθοδόξων στην Ανάσταση.

-Πέρα από το αγιογραφικό σας έργο, έχετε ένα σημαντικό ζωγραφικό έργο. Ποια είναι τα θέματα που σας απασχολούν; Τι είναι αυτό που σας εμπνέει;

Ναι, παράλληλα με την αγιογραφία ζωγράφιζα «κοσμικά» θέματα από την αρχή, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κόντογλου και των παλιών μαστόρων. 

Έχω κάνει εικαστικούς διαλόγους με πολλούς λογοτέχνες. Δ. Σολωμό, Γ. Σεφέρη, Ο. Ελύτη, Αλ. Παπαδιαμάντη, Κ.Π. Καβάφη, Φ. Κόντογλου, Κ. Καρυωτάκη, Ν. Καββαδία, Β. Κορνάρο (Ερωτόκριτος). Έχω, επίσης, αποδώσει εικαστικά σε τοιχογραφία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ την Οδύσσεια του Όμηρου.

-Πώς συνδυάζετε στη ζωγραφική σας την παραδοσιακή τεχνική της αγιογραφίας με το σύγχρονο περιεχόμενο των έργων; Πιστεύετε πως η εκκλησιαστική τέχνη επιδέχεται αλλαγές; Έχετε ολοκληρώσει την μεγάλη ζωφόρο, η οποία εμπνέεται από την καταστροφή του Μικρασιατικού ελληνισμού το 1922;

Όπως στην μουσική, έτσι και στη ζωγραφική οι Έλληνες ποτέ στην μακραίωνη ιστορία τους δεν είχαν ξεχωριστό τρόπο για εκκλησιαστικά και «κοσμικά» θέματα. Ακολουθώ τον ελληνικό τρόπο διαχρονικά, τον οποίο διασκευάζω ανάλογα με το θέμα μου.

Η εκκλησιαστική ζωγραφική ανέκαθεν είχε δυναμική και εξέλιξη γι’ αυτό και έχουμε ιστορία. Το ζήτημα δεν είναι αν μπορεί να αυξάνεται η παράδοση, αλλά με ποιον τρόπο μπορεί να προχωρά ώστε να ανακεφαλαιώνει το παρελθόν αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα στο μέλλον.  Έτσι γινόταν στο παρελθόν. Μάλλον σήμερα έχουμε χάσει τον τρόπο να το κάνουμε και γι’ αυτό το εκκλησιαστικό Σώμα μοιάζει αμήχανο απέναντι στη δημιουργία και γίνεται υπερσυντηρητικό και επιλέγει μουσειακές και σίγουρες λύσεις, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Η Εκκλησία πάντα πρωτοπορούσε σε ζητήματα πολιτισμού.

«Ανέστιοι – Προσφεύγοντες του Ελληνισμού»

Το μεγάλο έργο για τους «Ανέστιους-Προσφεύγοντες του Ελληνισμού», αλλά και όλων των εποχών έχει ολοκληρωθεί και έχει εκτεθεί στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης το 2022 και σε πολλές άλλες πόλεις. Είναι μια μεγάλη ζωφόρος 40 περίπου τετραγωνικών μέτρων (1,4Χ23μ),  έχει δουλευτεί ψηφιακά και έχει τυπωθεί σε τρία μοναδικά αντίτυπα.

«Ανέστιοι – Προσφεύγοντες », Γ. Κόρδη

Σε ερώτηση μας κατά πόσο θα τον ενδιέφερε κάποιας μορφής συνεργασία με την Κύπρο και σε ποιους τομείς ο Γιώργος Κόρδης απαντά καταφατικά, εκφράζοντας την επιθυμία να βρει τρόπους παρουσίασης της ζωγραφικής και εικονογραφικής του δουλειάς σε μουσειακούς χώρους της Κύπρου. «Η εικαστική αποτύπωση του Ημερολογίου Γ´ του Σεφέρη που είναι για την Κύπρο για παράδειγμα θα έπρεπε να εκτεθεί στο νησί ή και να μείνει μόνιμα στην Κύπρο. Το ίδιο ίσως και οι “Ανέστιοι Προσφεύγοντες” που αφορούν άμεσα θα έλεγα το δράμα της σύγχρονης Κύπρου όπως και ένα άλλο έργο μου με τίτλο Επιτάφιος που αναφέρεται κατευθείαν στην τραγωδία της Κύπρου. Και η διδασκαλία της αγιογραφίας επίσης θα με ενδιέφερε σε συνεργασία πιθανώς με εκκλησιαστικούς φορείς της Κύπρου», σημειώνει στο τέλος της συνέντευξης μας.

Share this post