Απεβίωσε η ‘‘τελευταία Σουμέρια βασίλισσα”
Η πρώτη γυναίκα σουμεριολόγος της Τουρκίας, η Μουαζέζ Ιλμιγέ Τσιγ, γνωστή και ως «η τελευταία Σουμέρια βασίλισσα», γεννήθηκε το 1914, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν υπό κατάρρευση. Όμως τα τέλη του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ού ήταν επίσης μια περίοδος κατά την οποία εκατοντάδες χιλιάδες Τάταροι της Ρωσίας, λόγω των διώξεων της ρωσικής διοίκησης, μετανάστευσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα. Σε μια τέτοια οικογένεια ανήκε η Μουαζέζ, που γεννήθηκε στην Προύσα, όπου είχαν καταφύγει οι γονείς της λίγες εβδομάδες πριν από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πέντε χρόνια αργότερα βρίσκουμε τον δάσκαλο πατέρα της να έχει μετακινηθεί στη Σμύρνη, όπου όμως λόγω της απόβασης του Ελληνικού Στρατού, η οικογένεια και πάλι αναγκάστηκε να μετακινηθεί προς τα βόρεια, στο Τσόρουμ (Ευχάνεια) του Πόντου.
Υπέρμαχος του κοσμικού κράτους
Από τότε η ζωή της νεαρής Μουαζέζ βαδίζει παράλληλα με τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική ανατροπή που οδήγησε στη διάλυση του Οθωμανικού Κράτους, την κατάργηση της εξουσίας των σουλτάνων και την ίδρυση το 1923 ενός νέου κράτους, αυτού της Δημοκρατίας της Τουρκίας.
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο πρώτος πρόεδρος του νέου κράτους, προχώρησε άμεσα σε σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, που μετέβαλαν την Τουρκία σε ένα κοσμικό έθνος. Σημαντικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων που θα εκσυγχρόνιζαν την τουρκική κοινωνία ήταν η παιδεία, η επιστήμη, η αναγωγή των γυναικών σε ισότιμη θέση με τους άνδρες, η οικονομική ανάπτυξη και ο εθνικισμός. Ο Ατατούρκ πίστευε ότι μια κοινωνία που δεν εκπαίδευε τις γυναίκες της, δεν μπορούσε να αναπτυχθεί. «Όσο η μισή κοινωνία είναι αλυσοδεμένη στο χώμα, η άλλη μισή είναι αδύνατον να ανέβει στους ουρανούς» έλεγε. «Ας είμαστε γενναίοι στο ζήτημα των γυναικών» έγραφε στο ημερολόγιό του. Ο άνεμος μιας νέας κοινωνίας, σύγχρονης, με δυτικά πρότυπα και μακριά από το Ισλάμ, έδωσε μεγάλη ώθηση στις νέες γυναίκες της τότε Τουρκίας. Πέρα από το να βγάλουν υποχρεωτικά την ισλαμική μαντίλα και να φορέσουν δυτική ενδυμασία, μπορούσαν και ήθελαν να σπουδάσουν.
Η Μουαζέζ Τσιγ είναι ίσως η τελευταία εκπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς γυναικών της Τουρκίας που απέκτησαν πανεπιστημιακή παιδεία με όραμα τον εκσυγχρονισμό της χώρας στα δυτικά πρότυπα. Οι γυναίκες αυτές σπούδασαν κοινωνιολογία, ιατρική, ιστορία, αρχαιολογία, παιδαγωγική, μουσική, θέατρο δίπλα στους άνδρες συμφοιτητές τους και έφεραν έναν νέο αέρα στην τουρκική κοινωνία.
Φέρνοντας τάξη στον κυκεώνα των σφηνοειδών επιγραφών
Το 1926 μπήκε στη Σχολή Θηλέων της Προύσας και αποφοίτησε το 1931. Ξεκίνησε την εκπαίδευσή της στο τμήμα Χεττιτολογίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας το 1936 και αποφοίτησε το 1940. Παντρεύτηκε τον επίσης αρχαιολόγο Κεμάλ Τσιγ, Διευθυντή του Μουσείου του Τοπ Καπί. Άρχισε να εργάζεται στα τρία Αρχαιολογικά Μουσεία της Κωνσταντινούπολης. Ειδικεύτηκε στους πολιτισμούς των Σουμερίων, των Ασσυρίων και των Χετταίων. Είχε σημαντική συμβολή, ιδιαίτερα στην αποκρυπτογράφηση και τη δημοσίευση των σουμεριακών επιγραφών. Η επιστημονική έρευνα για τους λαούς αυτούς, που έζησαν στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας πριν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους, έφερε στο φως σημαντικούς πολιτισμούς, που είχαν αναπτύξει τη δική τους γλώσσα και γραφή, τη διπλωματία, το δίκαιο και τις κοινωνικές δομές. Η Μουαζέζ Τσιγ προσέφερε τεράστιο έργο στην έρευνα αυτών των κοινωνιών, όταν από το 1940 ξεκίνησε τη δεκαετή σταδιοδρομία της στο Μουσείο Αρχαίων Ανατολικών Έργων – ένα από τα τρία ιδρύματα που απαρτίζουν τα Αρχαιολογικά Μουσεία της Κωνσταντινούπολης – ως ειδικός για χιλιάδες σφηνοειδείς επιγραφές που έμεναν αμετάφραστες και αταξινόμητες στα αρχεία του μουσείου. Μαζί με τους συναδέλφους της ταξινόμησαν και αρίθμησαν χιλιάδες επιγραφές γραμμένες σε σουμεριακές, ακκαδικές και χεττιτικές γλώσσες στην αποθήκη του μουσείου. Δημιούργησε ένα αρχείο σφηνοειδών κειμένων από 74 χιλιάδες επιγραφές, τις οποίες αποκωδικοποίησε μαζί με άλλους ερευνητές, προσελκύοντας την προσοχή των ξένων επιστημόνων στην περιοχή αυτή του κόσμου που κάποτε ήταν σημαντικό κέντρο πολιτισμού. Έγραψε πολλά βιβλία για τους πολιτισμούς των Σουμερίων και των Χετταίων. Το 2000 έλαβε τον τίτλο της Πρώτης Εμπειρογνώμονος της Σφηνοειδούς Γραφής και Σουμεριολογίας από το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης.
Υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών
Όμως πέρα από την προσήλωσή της στην αρχαιολογική και γλωσσολογική έρευνα για τους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, η Μουαζέζ Τσιγ διατήρησε έως το τέλος τον δυναμισμό και την έφεση για επιστημονική γνώση των γυναικών της πρώτης φάσης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Αν και οι καιροί είχαν αλλάξει, ιδίως μετά το 2000 και την άνοδο στην εξουσία του Ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, η Τσιγ συνέχισε να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των γυναικών και να πρεσβεύει την ανεξιθρησκεία.
Στα μέσα του 2000, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης άρχισε να διαβρώνει εμφανώς τον κοσμικό χαρακτήρα του κεμαλικού κράτους, προβάλλοντας το Ισλάμ, η Τσιγ συγκρούστηκε πολλές φορές με τους οπαδούς του ΑΚΡ. Και ήταν από τους μορφωμένους εκείνους ανθρώπους στην Τουρκία που προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο ισλαμοποίησης της τουρκικής κοινωνίας. Μάλιστα, το 2006 προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, όταν ισχυρίστηκε ότι η μαντίλα που φορούν οι μουσουλμάνες δεν προέρχεται από τον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά είχε φορεθεί 5.000 χρόνια νωρίτερα από Σουμέριες ιέρειες ως μέσο σεξουαλικής μύησης νεαρών ανδρών!
Πολυγραφότατη, ακμαιότατη, η Μουαζέζ Ιλμιγέ Τσιγ εργαζόταν έως το τέλος. Και το τέλος ήρθε στις 17 Νοεμβρίου του 2024. Πέθανε στην παραλιακή πόλη της Μερσίνας στη Μεσόγειο σε ηλικία 110 ετών και 150 ημερών. Τη στιγμή του θανάτου της ήταν το γηραιότερο άτομο στην Τουρκία.
Πηγή: Deutsche Welle