Ανοικτό για την κυβέρνηση το θέμα Οδυσσέα
Η κυβέρνηση δεν φαίνεται, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, διατεθειμένη να κλείσει το κεφάλαιο του γενικού ελεγκτή και προς τον σκοπό αυτό αναμένεται να ζητήσει εκ νέου γνωμάτευση, αυτή τη φορά από τον νέο γενικό εισαγγελέα της Δημοκρατίας Γιώργο Σαββίδη.
Η γνωμάτευση, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Λεύκου Χρίστου στην οικονομική ιστοσελίδα StockWatch, θα αφορά στις αρμοδιότητες που του παρέχει το Σύνταγμα και κατά πόσο ο ίδιος λειτουργεί αυστηρά στο πλαίσιο αυτό ή αν με τις κατά καιρούς παρεμβάσεις του ξεφεύγει των σχετικών προνοιών του νόμου.
Η στάση του προεδρικού προκύπτει εν μέσω της θύελλας αντιδράσεων που προκάλεσε σε μικρότερα κόμματα η πρόταση του ΑΚΕΛ για σύσταση ελεγκτικού συμβουλίου, ώστε οι αποφάσεις να είναι συλλογικές. Την πρόταση φαίνεται να υιοθετεί και ο ΔΗΣΥ.
Ο ίδιος ο ελεγκτής υποστηρίζει ότι το αξίωμα και ο ρόλος του διασφαλίζεται από θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος που δεν μπορεί να τροποποιηθεί.
Οι όποιες κινήσεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίες προσκρούουν, πολιτικά, στη μεγάλη δημοτικότητα του γενικού ελεγκτή, που με βάση τις μετρήσεις της StockWatch θεωρείται εδώ και αρκετά χρόνια ο πιο αξιόπιστος θεσμός της Κύπρου μετά το Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Ν. Αναστασιάδης, σε διαδοχικές συνεντεύξεις που παραχώρησε σχετικά πρόσφατα σε τηλεοπτικά κανάλια και έντυπα, κατηγόρησε ευθέως τον γενικό ελεγκτή για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Η αναφορά του ΠτΔ «για ανάρμοστη συμπεριφορά του ελεγκτή» εκτιμάται από νομικούς ότι δεν είναι τυχαία, διότι παραπέμπει στην περίπτωση του τέως βοηθού γενικού εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου, ο οποίος παύθηκε ακριβώς γιατί επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά.
«Εάν το τεκμήριο για παύση ενός ανεξάρτητου αξιωματούχου είναι το παράπτωμα, δύναται ο ΠτΔ να παραπέμψει την παύση του στο ανώτατο δικαστήριο. Είναι οι ίδιες αρχές που είχαν ισχύσει στην υπόθεση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου», σχολίασε ο νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης.
Διευκρίνισε ότι στην υπόθεση Ερωτοκρίτου, το παράπτωμα που υπέπεσε ήταν θέμα ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ο κ. Αιμιλιανίδης εξήγησε ότι υπάρχει καθοδηγητική νομολογία την οποία υιοθέτησε το ανώτατο δικαστήριο.
«Αν εξετάσουμε ποιο είναι το πλαίσιο που καθορίζεται, αν συγκεκριμένες πράξεις συνιστούν ή όχι παράπτωμα, υπάρχει η απόφαση κατά του Ρίκκου Ερωτοκρίτου που είναι αρκετά καθοδηγητική διότι το ανώτατο δικαστήριο αποδέχθηκε τις αρχές που τέθηκαν ενώπιον του, για το υπό ποιες προϋποθέσεις γίνεται δεκτό ότι έχει υπάρξει παράπτωμα».
Ο κ. Αιμιλιανίδης υπέδειξε, ωστόσο, ότι το να παυθεί ένας ανώτατος ανεξάρτητος αξιωματούχος, είναι κάτι εξαιρετικά σοβαρό και χρειάζεται η ανάλογη τεκμηρίωση.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κ. Αιμιλιανίδης εξήγησε ότι ο κ. Ερωτοκρίτου καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για διαφθορά, αλλά ο λόγος παύσης του από βοηθός γενικός εισαγγελέας ήταν γιατί υπέπεσε, όπως είπε, σε παράπτωμα (ανάρμοστη συμπεριφορά) εξαιτίας των δηλώσεων του κατά του τέως γενικού εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη.
Ο Ανδρέας Αγγελίδης αναφερόμενος στη διαδικασία παύσης του γενικού ελεγκτή ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου αξιωματούχου, σημείωσε ότι υπάρχει πρόνοια στο εδάφιο 3 του σχετικού νόμου του Συντάγματος και η οποία σχετίζεται με την απόλυση δικαστών του ανωτάτου δικαστηρίου. Με βάση το εδάφιο αυτό, είπε, παύθηκε ο τέως βοηθός γενικός εισαγγελέας.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η άποψη του νομικού Κώστα Βελάρη, ο οποίος ωστόσο, θεωρεί ότι ο ΠτΔ θα μπορούσε με μία απλή επιστολή να προχωρήσει σε παύση του γενικού ελεγκτή.
Ο κ. Βελάρης, ισχυρίστηκε ότι ο κ. Μιχαηλίδης, δεν κατέχει τα προσόντα του λογιστή και ως εκ τούτου, υποστήριξε, δεν θα έπρεπε εξ υπαρχής να είχε διοριστεί.
Επικαλέστηκε οδηγία της ΕΕ του 2008, η οποία υιοθετήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία και προς τον σκοπό αυτό το 2017 τροποποιήθηκε ο σχετικός νόμος περί ελεγκτών.
Σημειώνεται ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ο επικεφαλής της ελεγκτικής υπηρεσίας Government Accountability Office ( GAO) διορίζεται με συμβόλαιο και απαραιτήτως θα πρέπει να είναι μέλος του Association of Government Accounts) με συναφή προσόντα.
Κατά τον κ. Βελάρη, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης δεν είναι μέλος του αντίστοιχου κυπριακού επαγγελματικού σώματος λογιστών (ΣΕΛΚ) διότι δεν διαθέτει τα προσόντα.
Σε σχέση με την πρόταση της αντιπολίτευσης, διερωτήθηκε γιατί ο κ. Μιχαηλίδης αντιτίθεται στη σύσταση και θέσπιση ελεγκτικού συμβουλίου, που είναι ένα συλλογικό όργανο και έχει υιοθετηθεί και εφαρμόζεται στις πλείστες χώρες της Ευρώπης.
Ως προς τη σύσταση ελεγκτικού συμβουλίου, ο νομικός Χρίστος Τριανταφυλλίδης θεωρεί ότι η εκτελεστική εξουσία μπορεί να δώσει εξουσίες στο εν λόγω συμβούλιο, δεδομένου ότι θα τροποποιηθεί, όπως υπέδειξε, το σχετικό άρθρο του Συντάγματος και ότι δεν θα καταργηθεί η θέση του γενικού ελεγκτή.
Υπενθύμισε ότι τυχόν τροποποίηση του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος θα χρειαστεί την έγκριση των 2/3 του συνόλου των μελών της βουλής των αντιπροσώπων.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης, εξήγησε ότι το μοναδικό άρθρο του Συντάγματος που είναι θεμελιώδες σε σχέση με την ελεγκτική υπηρεσία, είναι ο διορισμός του γενικού και βοηθού γενικού ελεγκτή της Δημοκρατίας.
Το συγκεκριμένο άρθρο, είπε, προβλέπει το διορισμό δύο προσώπων. Το ένα προερχόμενο από την ε/κ κοινότητα και το άλλο από την τ/κ.
Ο νομικός Μάριος Ηλιάδης αναφέρθηκε στη μεγάλη εικόνα του επίμαχου ζητήματος, όπως είπε, επισημαίνοντας ότι όλοι θα πρέπει να επιδεικνύουν περισσότερο σεβασμό στο Σύνταγμα και στους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παρατήρησε ότι οι θεσμοί πρέπει να στέκουν εκτός αντιπαλότητας και να προσθέτουν και όχι να αφαιρούν κύρος στην αξιοπιστία της κυπριακής πολιτείας.
Ισχυρίστηκε ότι στη μέχρι σήμερα διαδρομή του, ο γενικός ελεγκτής προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
Υπέδειξε ότι ένας ανεξάρτητος αξιωματούχος δεν θα πρέπει να ενεργεί από μόνος του.
«Θα είναι χρήσιμο εργαλείο για την ελεγκτική υπηρεσία η σύσταση ελεγκτικού συμβουλίου για να υπάρχει συλλογικότητα στη λήψη αποφάσεων», δήλωσε ο κ. Ηλιάδης.
Εξέφρασε την άποψη ότι «δεν είναι δυνατόν ανεξάρτητοι αξιωματούχοι να μετέρχονται μεθόδους διαρροής ευαίσθητων πληροφοριών για να κερδίσουν τη μάχη των εντυπώσεων. Δεν είναι έτσι που θα πρέπει να λειτουργούν οι θεσμοί», παρατήρησε
Διατύπωσε επίσης τη θέση ότι η διαιώνιση των αντιπαραθέσεων μεταξύ κορυφαίων θεσμών φθείρει την αξιοπιστία τους και πρόσθεσε:
«Αυτά τα θέματα δεν θα εγείρονταν αν οι άνθρωποι που έχουν επιλεγεί να υπηρετήσουν σε τέτοια πόστα ήταν σοβαροί γνώστες του αντικειμένου και είχαν την αίσθηση ότι επιτελούν ένα δημόσιο λειτούργημα το οποίο τους επιβάλλει και αυτούς να σέβονται τον θεσμό τους».