Ακολουθώντας τα ίχνη του Γιαννούλη Χαλεπά με τη μελετήτρια Αλεξάνδρα Βουτυρά

Ακολουθώντας τα ίχνη του Γιαννούλη Χαλεπά με τη μελετήτρια Αλεξάνδρα Βουτυρά

Tης Αργυρώς Μποζώνη*

Φωτογραφίες: Γιάννης Τόμτσης

Στη βροχερή Θεσσαλονίκη, μπαίνοντας στο Τελλόγλειο, είμαι τυχερή γιατί φτάνω τη στιγμή που έχουν έρθει από το Ίδρυμα Ωνάση κάποια έργα του Γιαννούλη Χαλεπά. Η γενική διευθύντρια του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά, η πιο σημαντική μελετήτρια του έργου του Χαλεπά εδώ και τέσσερις δεκαετίες, φέρνει πολύ προσεκτικά συσκευασμένο και βγάζει από το κουτί ένα κατάστιχο λογαριασμών. «Δούναι» γράφει η αριστερή σελίδα με έντονα καλλιγραφικά γράμματα, «Λαβείν» η δεξιά, και εκεί καταγράφεται όλη η δραστηριότητα της ανθηρής επιχείρησης του πατέρα του Γιαννούλη, του Ιωάννη Χαλεπά. Από τις σελίδες των κατάστιχων, πάνω από τους λογαριασμούς, ξεπηδούν με ορμή σχέδια του Γιαννούλη, που αποκαλύπτουν πολλές πλευρές του ξεχωριστού αυτού τέκνου της Τήνου. Δίπλα, κάποια γλυπτά σε κουτιά αναπαύονται σε μαλακά χαρτιά, έργα του πνεύματος και των χεριών αυτού του μεγάλου μάστορα της ύλης, του ιδιοφυούς καλλιτέχνη, λίγες ημέρες πριν στηθούν στον εκθεσιακό χώρο του Τελλογλείου, για να τα θαυμάσει από κοντά το κοινό.

«Γιαννούλης Χαλεπάς: ΔΟΥΝΑΙ-ΛΑΒΕΙΝ» είναι ο τίτλος της έκθεσης που οργανώνει το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ και πραγματοποιείται με τη συνδρομή του Ιδρύματος Ωνάση από τις 18 Φεβρουαρίου 2022 έως τις 5 Ιουνίου 2022. Στη μεγάλη αυτή έκθεση για τον Χαλεπά θα υπάρχουν περίπου 150 έργα, γλυπτά και σχέδια, που έρχονται να ρίξουν νέο φως στη ζωή και το έργο του σπουδαίου Έλληνα γλύπτη. Από αυτά, 80 προέρχονται από τη Συλλογή Ιδρύματος Ωνάση, τα υπόλοιπα από μουσεία στην Ελλάδα και από ιδιωτικές συλλογές.

Η Αλεξάνδρα Βουτυρά, επιστρέφοντας από τη Βόννη όπου μόλις είχε τελειώσει το διδακτορικό της, νεαρή αρχαιολόγος, βρέθηκε στην αρχή της καριέρας της να δουλεύει στην Αρχαιολογική Εταιρεία, δίπλα στην αρχαιολόγο Αλίκη Χαλεπά-Μπικάκη, κόρη της Ειρήνης και του Βασίλη Χαλεπά, ανιψιών του Γιαννούλη Χαλεπά, που τον έφεραν στην Αθήνα το 1930. Με πρότασή της επισκέπτεται το σπίτι του Χαλεπά στην οδό Δαφνομήλη και η επίσκεψη αυτή αλλάζει κυριολεκτικά τη ζωή της. Όπως μου αφηγείται, στο σπίτι αυτό ο Χαλεπάς έζησε από το 1930 έως τον θάνατό του το 1938, τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του. Στο πρώτο πάτωμα έμενε η γλύπτρια Κατερίνα Χαλεπά-Κατσάτου, η μεγαλύτερη κόρη της Ειρήνης και του Βασίλη Χαλεπά, στον δεύτερο όροφο έμενε η Λίκα, μεσαία τους κόρη, και στον τρίτο βρίσκονταν τα έργα του Γιαννούλη, απείραχτα, όπως διατηρούνταν στην οικογένεια έως τον θάνατο της Ειρήνης, μαζί με άπειρα σχέδια και ενθυμήματα του «θείου», όπως τον έλεγαν. «Βρέθηκα τότε, στα νιάτα μου, μπροστά σε αυτά τα έργα, προσπαθώντας αρχικά να αναγνωρίσω και να “διαβάσω” τα αρχαία θέματα, αναζητώντας τη θέση τους στη νεότερη γλυπτική. Ο Χαλεπάς έχει μια πολύ δύσκολη γλώσσα που πρέπει να τη μάθει κανείς: πώς δουλεύει, πώς σκέφτεται, πώς αναπτύσσει ένα θέμα, ποιες ιδιαιτερότητες έχει το σχέδιο του γλύπτη και πώς μελετά τον χώρο, τον όγκο, τις όψεις, τι βλέπει τελικά πριν από εμάς». Η Αλεξάνδρα Βουτυρά, κάθε μέρα μετά τη δουλειά της στην Αρχαιολογική Εταιρεία, ανέβαινε τη Δαφνομήλη, φορτωμένη με τα φωτογραφικά της σύνεργα, φωτογραφίζοντας και αντιγράφοντας σχέδια, ατέλειωτες σελίδες στα κατάστιχα, παίρνοντας, όπως λέει, ένα τεράστιο μάθημα. Ο μόχθος αυτός αποτυπώθηκε σε μια εξαιρετική έκδοση του Τελλογλείου, ένα βιβλίο για τα σχέδια της τρίτης περιόδου του Χαλεπά. Στη συνάντησή μας δεν μπορώ παρά να ζητήσω να μάθω την ιστορία της οικογένειας και των κατάστιχων, το πώς έφτασαν να διασωθούν κάποια από αυτά μέχρι σήμερα.

 

 

Η γενική διευθύντρια του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά, η πιο σημαντική μελετήτρια του έργου του Χαλεπά εδώ και τέσσερις δεκαετίες. 

— Πόσο σημαντική ήταν η οικογένεια του Χαλεπά;

Ο πατέρας του Γιαννούλη, ο Ιωάννης Χαλεπάς, είχε ένα από τα μεγαλύτερα εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής του δέκατου ένατου αιώνα, με επιχειρήσεις στο Βουκουρέστι, τη Σμύρνη, την Αθήνα. Παντρεύτηκε την Ειρήνη, κόρη του Νικολάου Μ. Λαμπαδίτη (αρχικά κτηματία και αργότερα επιχειρηματία μαρμάρου) και απέκτησαν έξι παιδιά, τον Γιαννούλη, τον Νικόλαο, τον Αριστοκλή, τον Πραξιτέλη, την Κατερίνα και την Ανεζούλα. Όλα τα αγόρια ασχολήθηκαν με τη μαρμαρογλυπτική. Ο πατέρας του Γιαννούλη συνεργαζόταν με όλες τις μεγάλες γνωστές οικογένειες Τηνίων και αυτό το γνωρίζουμε σήμερα από τα κατάστιχα που σώθηκαν. Όταν ο πατέρας του πέθανε, το 1900, δουλεύοντας στη Μικρά Ασία, ο Γιαννούλης ήταν στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας του άρχισαν περίπου την περίοδο της «Κοιμωμένης» (1878), και δεν γνωρίζουμε ποια ήταν ακριβώς (άνοια ήταν ένας γενικός προσδιορισμός), παρά υποθέτουμε από κάποιες πληροφορίες και περιγραφές κοντινών του προσώπων. Έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν με διάφορες θεραπείες της εποχής, θερμά-ψυχρά λουτρά, που δεν ξέρουμε και πόσο αποτελεσματικά ήταν. Κάποια στιγμή, όπως διηγείται ο αδερφός του Νικόλαος, έγινε επιθετικός και ο πατέρας του αποφάσισε να τον κλείσει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου έμεινε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο πατέρας του πέθανε το 1900 και το 1902 η μητέρα του τον πήρε να ζήσουν στο πατρικό τους πλέον στην Τήνο.

— Τι περίοδος είναι αυτή;

Αυτή της Τήνου είναι η πιο σκοτεινή περίοδος της ζωής του, το πιο τραγικό και το πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι της ιστορίας του μέχρι το 1930. Για μένα αυτή η περίοδος έχει αποκτήσει και έναν εντελώς συμβολικό χαρακτήρα μέσα από τη μοναξιά, το κλείσιμο στον εαυτό του, με τους γύρω του να μην τον καταλαβαίνουν, να τον εμποδίζουν, να τον κοροϊδεύουν, κάπως σαν τον τρελό του χωριού ‒ η κάθοδος στα τάρταρα. Ο Γιώργος Δεσπίνης, καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο, υπέροχος δάσκαλος και αρχαιολόγος, από τον Πύργο της Τήνου, θυμόταν ότι τα παιδιά τού έδεναν τενεκεδάκια στα πόδια για να κάνει θόρυβο όταν περπατούσε. Ήταν μια δυστυχισμένη μορφή, που τριγυρνούσε στο νησί, ξορκίζοντας, ο Θεός ξέρει ποιους, δαίμονες ή εφιάλτες.

Τα κατάστιχα λογαριασμών της πατρικής επιχείρησης μεταφέρθηκαν στην Τήνο μετά τον θάνατο του πατέρα του και τα χρησιμοποίησε ο Γιαννούλης ως χαρτί, επιφάνεια σχεδιασμού. Πρέπει να ήταν πολλά, καθώς από αυτά που σώζονται υπάρχουν στοιχεία για δραστηριότητες σε ολόκληρο σχεδόν το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα.

— Τι ξέρουμε γι’ αυτά τα κατάστιχα και το εργαστήριο της οικογένειας;

Τα κατάστιχα λογαριασμών της πατρικής επιχείρησης μεταφέρθηκαν στην Τήνο μετά τον θάνατο του πατέρα του και τα χρησιμοποίησε ο Γιαννούλης ως χαρτί, επιφάνεια σχεδιασμού. Πρέπει να ήταν πολλά, καθώς από αυτά που σώζονται υπάρχουν στοιχεία για δραστηριότητες σε ολόκληρο σχεδόν το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία για τους συνεργάτες της επιχείρησης (Φιλιππότηδες, Λυρίτηδες, Καπαριάδες, Σώχους, Βιδάληδες κ.ά.), για τις εργασίες που αναλάμβανε, κυρίως μεγάλα εκκλησιαστικά γλυπτά (τέμπλα, άμβωνες, θρόνους, προσκυνητάρια κ.ά.), που υπογράφονταν με τον αρχαιοπρεπή τρόπο: ΙΩ. ΧΑΛΕΠΑΣ ΕΠΟΙΕΙ ή ΕΚ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΙΩ.ΧΑΛΕΠΑ. Τήνιοι γλύπτες, όπως οι Γιαννούλης Χαλεπάς, Δημήτριος Φιλιππότης, Λάζαρος Φυτάλης κ.ά., συνεργάζονταν στα επιτύμβια μνημεία του εργαστηρίου, φτιάχνοντας προτομές, αγγέλους ή άλλα γλυπτά.

Όπως μου αφηγήθηκε η Κατερίνα Χαλεπά, υπήρχαν στοίβες από αυτά τα κατάστιχα στο σπίτι της Τήνου και κάποια τα χρησιμοποιούσαν για προσάναμμα στο τζάκι. Όταν μετέφεραν τον Χαλεπά στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1930, πήραν μαζί, εκτός από περίπου είκοσι γλυπτά του από την Τήνο, και εννιά κατάστιχα, για να τα έχει μαζί του. Τα υπόλοιπα χάθηκαν, καταστράφηκαν. Συγκλονιστική μαρτυρία, αν σκεφθεί κανείς τι πληροφορίες κρύβονταν κάτω από τα σχέδια του Γιαννούλη. Τα κατάστιχα που μελέτησα ήταν οκτώ, το ένα κατέληξε στην Εθνική Πινακοθήκη. Κάλυπταν την πορεία του εργαστηρίου του Ιωάννη Χαλεπά από το 1859 έως το 1900. Εκτός από τις παραγγελίες για τέμπλα, προσκυνητάρια, θρόνους κ.λπ., αναφέρεται και η «Κοιμωμένη» που ήταν παραγγελία στο εργαστήριο από τον πατέρα της, τον έμπορο Κ. Αφεντάκη. Αναφέρονται ακόμη εργασίες και δοσοληψίες με το Βουκουρέστι, όπου δούλευαν κυρίως οι Λαμπαδίτηδες, τα πεθερικά του Ιωάννη Χαλεπά, ενώ υπήρχε επίσης υποκατάστημα Γαλατσίου, Σύρου, Σμύρνης και Αθήνας. Οι καθημερινές σημειώσεις λογαριασμών σε αυτά τα κατάστιχα έχουν τη γοητεία της αυθεντικότητας, του γνήσιου αδιαμφισβήτητου τεκμηρίου για το εργαστήριο και τη ζωή του, που ζωντανεύουν μπροστά μας με κάθε λεπτομέρεια.

Τα κατάστιχα της Τήνου, τα οποία έφερε η ανιψιά του στην Αθήνα, δεν ήταν μόνον ενθύμια από την Τήνο για τον Γιαννούλη. Είναι βέβαιο ότι τα άνοιγε και ζωγράφιζε σε αυτά και στην Αθήνα, όπως μαρτυρούν κάποια σχέδια σε αυτά, χρονολογημένα από τον ίδιο.

— Πώς παρήκμασε αυτή η οικογένεια, τι συνέβη;

Τον Μάιο του 1887 διαλύθηκε το «εταιρικό κατάστημα» του Βουκουρεστίου και χώρισε ο Ιωάννης Χαλεπάς από τους συνεταίρους κουνιάδους του Μάρκο και Δημήτριο Λαμπαδίτη. Για να πληρώσει τα χρέη της επιχείρησης αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του στην Αθήνα και το μαρμάρινο έργο του Γιαννούλη «Σάτυρος και Έρως Ι» σε χαμηλή τιμή στον Καραπάνο. Περιορίζεται τότε στο υποκατάστημα του Πειραιώς και η δύσκολη αυτή περίοδος κλείνει με την επιδείνωση της ασθένειας του Γιαννούλη και τον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας (11/7/1888). Στα κατάστιχα εκείνη την εποχή βρίσκουμε και πολλές παραγγελίες για φάρμακα στον φαρμακοποιό Βλαντή και μια αναφορά του Χαλεπά που γράφει «η νόσος του υιού μου».

Όταν πεθαίνει ο Ιωάννης, η γυναίκα του βρίσκεται μόνη με την κόρη της Κατερίνα, η οποία λέγεται ότι είχε επίσης ψυχικά προβλήματα, ο Γιαννούλης ήταν στην Κέρκυρα, ενώ ο γιος της Αριστοκλής είχε αυτοκτονήσει παλιότερα ‒ ίσως τελικά να υπήρχε κάποιο ιστορικό στην οικογένεια. Όλη αυτή η πίεση, οικονομικές και οικογενειακές στενοχώριες, ίσως να επηρέασαν και να επιδείνωσαν την ασθένεια του Γιαννούλη.

Στα κατάστιχα σήμερα, μετά από προσεχτική μελέτη των σχεδίων, μπορούμε να διακρίνουμε μια πρώιμη φάση της Τήνου με ταραγμένα σχέδια, επάλληλα, συχνά ακατάληπτα, μουτζούρες, που αποτελούν ίσως τις πρώτες προσπάθειες του Γιαννούλη μετά την επάνοδό του στο νησί. Κάπως έτσι πρέπει να φανταστούμε και τους τοίχους του σπιτιού του –σήμερα Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο‒ που, σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν ζωγραφισμένοι και κατάγραφοι με κάρβουνο – σχέδια «εσωτερικού μονολόγου» που ασβεστώθηκαν και σήμερα γίνεται προσπάθεια αποκατάστασής τους. Έως το 1916, που πέθανε η μητέρα του, είναι η περίοδος που φαίνεται ότι ο Γιαννούλης ζορίστηκε πολύ από την πίεσή της, καθώς λέγεται ότι του κατέστρεφε τα έργα, θεωρώντας την τέχνη επικίνδυνη για την υγεία του. Πιστεύω ότι μερικά γλυπτά τα έκρυβε μέσα σε άλλα, ίσως και για προστασία. Χαρακτηριστικό είναι το γλυπτό του Εκατόγχειρα που έσπασε στον σεισμό του 1980 και μέσα από αυτό αποκαλύφθηκε ένα άλλο. Πιστεύω, λοιπόν, ότι έκρυβε ο ίδιος κάποια γλυπτά, καθώς και για ένα άλλο έργο υπάρχει αντίστοιχη μαρτυρία. Όταν το «Παραμύθι της Πεντάμορφης», ένα μεγάλο πρώιμο έργο του, χύθηκε στον γύψο, βρήκαν μέσα στον πηλό σπασμένα χέρια και κομμάτια άλλων έργων. Δεν πιστεύω ότι ήταν η έλλειψη πηλού το πρόβλημα, μοιάζει να τα έκρυβε με μια «τρυφερή φροντίδα», σαν να τα προστάτευε από μια καταστροφή.

Σε φωτογραφία του 1930 στην Τήνο (τραβήχτηκε από τον ζωγράφο Β. Γερμενή, αρχείο Κ. Καλαϊτζίδη), στο σπίτι του Χαλεπά στον Πύργο, ο Γιαννούλης στέκεται δίπλα στη σύνθεση της Γενοβέφας που για μοναδική φορά εικονίζεται ακέραιη, με τους δύο ληστές και τον σκύλο, τον οποίο συναντούμε σε σχέδιο της γ’ περιόδου. Στον τοίχο πίσω από τον Χαλεπά διακρίνονται μολυβιές και σχέδιά του, μια σπάνια μαρτυρία για τις κατάγραφες επιφάνειες με σχέδια στους τοίχους του σπιτιού του, που αργότερα ασβεστώθηκαν.

— Έχετε καταλάβει τι χαρακτήρας ήταν η μητέρα του;

Από κάποιες περιγραφές και διηγήσεις έχω την εντύπωση ότι ήταν μια γυναίκα αυστηρή, σκληρή από τη ζωή, καθώς έπρεπε να φροντίσει μια οικογένεια με πολλές δυσκολίες, όταν ο άντρας της έλειπε διαρκώς σε διάφορες εργασίες. Πιστεύω ότι ήταν περήφανη –την έλεγαν ακατάδεχτη, ίσως κρύβοντας έτσι τον πόνο της‒, δεν ήθελε να τη λυπούνται, καταγόταν από πλούσια οικογένεια που καταστράφηκε.

— Και ο χαρακτήρας του Γιαννούλη;

Οπωσδήποτε είχε κάποιες ιδιαιτερότητες ‒ ήταν τελειομανής. Έσπασε την πρώτη του Μήδεια στην Αθήνα, πιθανότατα γιατί δεν τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα. Την εποχή της «Κοιμωμένης», νέος στο εργαστήριο του πατέρα του, γνώρισε πολύ νωρίς την αναγνώριση και τον γενικό θαυμασμό. Αλλά και στις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου πολύ νωρίς διακρίθηκε με βραβεία για έναν Σάτυρο και ένα «Παραμύθι της Πεντάμορφης» το 1874. Δυστυχώς, διακόπηκε η υποτροφία του και επέστρεψε στην Ελλάδα. Όλες αυτές οι δυσκολίες φαίνεται πως επιβάρυναν τον ευαίσθητο καλλιτέχνη. Λίγο μετά την «Κοιμωμένη» φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της ασθένειας. Πιστεύω ότι είχε απόλυτη συναίσθηση της αξίας του ως καλλιτέχνη, γνώριζε τα όρια της τέχνης του. Δείγμα της τελειομανίας του ήταν η εμμονή του να διορθώνει δικά του έργα αλλά και άλλων. Πίστευε απόλυτα στις αρχές που είχε διδαχτεί στο Μόναχο, έχοντας πάντα στον νου του μεγάλα πρότυπα, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος. Με αυτές τις αρχές συνδέονται διάφορες εμμονές του, όπως η προσήλωσή του στη σύνθεση και η αναζήτησή της σε συγκεκριμένα θέματα. Για παράδειγμα, δούλεψε άπειρες φορές το έργο «Σάτυρος και Έρωτας», σώζονται δώδεκα γλυπτά με αυτό το θέμα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και άπειρα σχέδια. Στην έκθεση θα δούμε δέκα από αυτά.

                                               Φωτ.: Γιάννης Τόμτσης / LiFO

— Πότε αρχίζει ο Χαλεπάς να υπογράφει τα έργα του;

Από το 1918, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας του, υπάρχουν πλέον υπογεγραμμένα έργα. Είναι σαν να περιμέναν τον θάνατό της. Σύμφωνα με μαρτυρίες, τα προηγούμενα χρόνια έτρεχε μόνος του στα βραχοτόπια και βοσκούσε πρόβατα. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ έχουμε ένα εξαιρετικό πορτρέτο της αδερφής του Κατερίνας, δεν σώζεται καμία απεικόνιση της μητέρας του. Ακολουθεί η σταδιακή «ανακάλυψη» του καλλιτέχνη στην Τήνο. Το 1922 τον επισκέπτεται στο νησί ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος και ανακαλύπτει ότι εργάζεται στο υπόγειο του σπιτιού του. Αναλαμβάνει να χύσει στον γύψο αρκετά από τα έργα του, τα οποία εκθέτουν στην Ακαδημία στην Αθήνα το 1925.

Από τότε ζει λίγο καλύτερα, από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας, αλλά και κάποιοι φιλότεχνοι του δίνουν λίγα χρήματα και το 1927 τον βραβεύει η Ακαδημία με το Αριστείο των Τεχνών. Σίγουρα μπορεί να διακρίνει κανείς μια διαφορά στο έργο του από το 1926-27 και εξής, καθώς αλλάζει κάπως η θλιβερή ζωή του. Τον επισκέπτονται με θαυμασμό και εκτίμηση άνθρωποι του πνεύματος, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, καλλιτέχνες, ο Αντώνης Σώχος και κυρίως ο Βέλμος, μια εκκεντρική προσωπικότητα, φιλότεχνος και ηθοποιός, ο οποίος το 1927 οργανώνει στην γκαλερί του Άσυλον Τέχνης στην Αθήνα έκθεση γλυπτών και σχεδίων του Χαλεπά. Παράλληλα, του αφιερώνει ολόκληρο τεύχος στο περιοδικό του «Φραγγέλιο» και αγοράζονται στην πρωτεύουσα όλα σχεδόν τα γλυπτά και σχέδια της έκθεσης. Ωστόσο στην Τήνο οι συγγενείς που τον βοηθούσαν δεν είχαν πια τη δυνατότητα να τον φροντίζουν. Έτσι, τον Αύγουστο του 1930, μετά από πολλή σκέψη, τα ανίψια του αποφασίζουν να τον πάρουν να ζήσει μαζί τους στην Αθήνα ‒ είχαν ήδη τρία κοριτσάκια στο σπίτι τους, την Κατερίνα, τη Λίκα και την Αλίκη.

— Πώς ήταν η υποδοχή στην Αθήνα;

Ο Χαλεπάς ήταν τότε κοντά 80 ετών, ένας καταπονημένος ηλικιωμένος. Μόλις έφτασε στην Αθήνα, χάλασε ο κόσμος από τη συγκίνηση και η ανιψιά του Ειρήνη ήξερε να χειριστεί τη μεγάλη δημοσιότητα. Επίσκεψη στο Α’ Νεκροταφείο στην «Κοιμωμένη», επίσκεψη στην Ακρόπολη, στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Το σπίτι της Δαφνομήλη γίνεται προσκύνημα, συναντήσεις με ανθρώπους του πνεύματος καθημερινά. Ο Στρατής Δούκας είναι ο πιο τακτικός επισκέπτης. Τα χρόνια που ακολουθούν έζησε για πρώτη φορά τη θαλπωρή ενός σπιτιού με φροντίδα, μικρά κοριτσάκια να παίζουν γύρω του, περιποίηση στο εργαστήριό του. Είναι καταπληκτικό ότι τότε δημιούργησε περίπου άλλα πενήντα έργα μέσα σε οκτώ χρόνια, όσα δεν είχε κάνει σε ολόκληρη τη ζωή του. Όταν έφυγε από τη ζωή τα έργα αυτά τα κληρονόμησε η οικογένεια Βασιλείου Χαλεπά. Τα περισσότερα που πουλήθηκαν αργότερα, π.χ. δέκα έργα της Εθνικής Πινακοθήκης, αγοράστηκαν από αυτήν τη συλλογή. Η γλύπτρια Κατερίνα Χαλεπά-Κατσάτου φρόντισε πολύ για τη διατήρηση του συνόλου των γλυπτών και σχεδίων, ελπίζοντας στη δημιουργία ενός Μουσείου στην Αθήνα, που δεν έγινε ποτέ. Το Ίδρυμα Ωνάση απέκτησε από τους απογόνους της οικογένειας το μεγαλύτερο μέρος αυτής της συλλογής και, μαζί με κάποιες άλλες αγορές, κατέχει σήμερα στη συλλογή του τον μεγαλύτερο αριθμό έργων του καλλιτέχνη.

— Σε αυτή την έκθεση υπάρχει και ένα έργο του Φιλιππότη. Θέλετε να μου πείτε την ιστορία του;

Όταν πήγα να τον βρω τον κ. Παπαδημητρίου για την έκθεση αυτή, μου πρότεινε να εκθέσουμε και τον «Θεριστή» του Δημητρίου Φιλιππότη, που ανήκει επίσης στη Συλλογή του Ιδρύματος Ωνάση. Το δέχτηκα με πολλή χαρά γιατί Χαλεπάς και Φιλιππότης, περίπου συνομήλικοι, έχουν κοινή πορεία και μέσα στο εργαστήριο του Ιωάννη Χαλεπά. Ο Γιαννούλης εκτιμούσε πολύ τον Φιλιππότη, τον οποίο θεωρούσε μέγιστο γλύπτη. Ο «Θεριστής» σε μάρμαρο του Δημήτριου Φιλιππότη, ένα έργο με ανάπτυξη αθλητή στην κίνηση, θυμίζει το πιο σημαντικό γλυπτό του δημιουργού του, τον «Ξυλοθραύστη», στημένο σήμερα απέναντι από το Στάδιο, έργο που θαύμαζε ιδιαίτερα ο Γιαννούλης. Όταν στην επιστροφή του από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, το 1902, σταμάτησε για λίγο στην Αθήνα, στη μάντρα του Φιλιππότη, τον συνάντησε εκεί ο γλύπτης Θωμόπουλος να θαυμάζει το έργο του συντοπίτη του. Ο θαυμασμός του για το έργο αυτό φαίνεται στα πολλά σχέδια ξυλοθραύστη που συναντούμε στα κατάστιχα της Τήνου αλλά και σε σχέδια της γ’ περιόδου.

— Θέλετε να μου μιλήσετε για την εξαιρετική ιστορία σχέσης έργων Φιλιππότη και Χαλεπά;

Υπάρχει ένα γλυπτό επιτύμβιο του Δημητρίου Φιλιππότη το 1868 στο Α’ Νεκροταφείο που δεν θα γνωρίζαμε ότι είναι δικό του αν δεν είχε απασχολήσει τον Τύπο της εποχής. Προέρχεται από το εργαστήριο του Ιωάννη Χαλεπά και βρίσκεται στον τάφο της οικογένειας Ελένης Καλλιβούρσου με την επιγραφή «ΕΚ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΙΩ. ΧΑΛΕΠΑ 1868». Πρόκειται για ένα επιτύμβιο ανάγλυφο, μια γυναίκα ξαπλωμένη, και δίπλα έναν όρθιο άνδρα με ένα παιδάκι. Ο τάφος αυτός βρίσκεται λίγο πίσω από την «Κοιμωμένη». Ο Δρόσης, δάσκαλος του Φιλιππότη και του Χαλεπά, ζηλεύοντας το βραβείο που μόλις είχε πάρει ο Φιλιππότης για τον «Θεριστή» του στην Ιταλία, κατέκρινε στον Τύπο της εποχής αδεξιότητες της σύνθεσης στο έργο. Το θέμα πήρε διαστάσεις στις εφημερίδες τότε, που πήραν το μέρος του Φιλιππότη ή του Δρόση κατά περίπτωση.

Όταν το 1930 επισκέφθηκε την «Κοιμωμένη» ο Χαλεπάς, είδε σίγουρα πιο πίσω το παλιό επιτύμβιο, θυμήθηκε την ιστορία και γυρίζοντας σπίτι, σχεδίασε το ανάγλυφο του Φιλιππότη, διορθώνοντας τις αδυναμίες που επισήμανε ο Δρόσης στη σύνθεση (αμηχανία στη σύνδεση των χεριών των δύο μορφών, το παιδί διέκοπτε τη μορφή του άνδρα) και σχεδιάζοντας δίπλα και ένα σκίτσο της «Κοιμωμένης». Εκπληκτική η εικαστική του μνήμη αλλά και η εμμονή του να διορθώνει.

— Ποια είναι για εσάς η πιο σημαντική του περίοδος;

Δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πιο σημαντική ή λιγότερο σημαντική περίοδο στο έργο του. Όλο του το έργο έχει ξεχωριστή ποιότητα και σημασία. Ωστόσο μπορώ να πω ότι η δεύτερη περίοδος της Τήνου είναι η πιο ενδιαφέρουσα. Γιατί εκεί ξαφνικά γίνεται η μεγάλη αλλαγή, η μεγάλη και απότομη τομή στο έργο του. Θα μπορούσα να πω ότι μοιάζει να ασφυκτιά, να ενοχλείται έως την τρέλα από τις δεσμεύσεις του ακαδημαϊσμού, από το «ωραίο ένδυμα» της ακαδημαϊκής σχολής που έχει η «Κοιμωμένη» και το «Σατύρος και Έρωτας Ι» (Καραπάνου) – γι’ αυτό ίσως κατέστρεψε και την πρώτη του «Μήδεια». Στην Τήνο πετάει το ωραιοποιημένο περίβλημα και κρατάει την «ουσία», τη γενική δομή του γλυπτού, πλάθει τα έργα του με γεωμετρικούς όγκους, τα μελετάει επίμονα απ’ όλες τις πλευρές, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στις σχεδιαστικές μελέτες του.

Αυτό που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, και που δημιουργείται από σύμπτωση νομίζω, είναι ότι συμβαδίζει συχνά με τους προβληματισμούς της μοντέρνας τέχνης της εποχής. Αν με ρωτούσατε με ποιον μοιάζει, θα σας έλεγα με τον Οσίπ Ζαντκίν. Από διαφορετική εσωτερική αναζήτηση και αναγκαιότητα φτάνει σε μοντέρνες λύσεις. Εκεί μοιάζει ο Χαλεπάς να συμπυκνώνει τη μοίρα της νεοελληνικής τέχνης, του νεοέλληνα, που μπορεί να αναγεννάται, να ξεπερνά εμπόδια, να φθάνει σε αξιόλογα επίπεδα όταν δημιουργεί με γνησιότητα, έμπνευση και συνεπή αναζήτηση. Ένα σύμβολο για τον προβληματισμό της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, για το αν και πόσο αυτή μπορεί να προχωρήσει ισότιμα, να έχει θέση στη σύγχρονη διεθνή παραγωγή. Όπως οι Έλληνες καλλιτέχνες του Ματαρόα, που έφτασαν στη Γαλλία και έπρεπε να «φτάσουν» τον μοντερνισμό των Ευρωπαίων, χωρίς τα εφόδια που διέθεταν οι τελευταίοι. Έπρεπε να ενεργοποιήσουν το ένστικτο, την παράδοση, το ταλέντο και την πολλή και σκληρή δουλειά. Γι’ αυτό νομίζω ότι στον Χαλεπά, στο έργο του, δεν μπορείς να αγνοήσεις την τραγική του μοίρα.

— Μιλώντας γι’ αυτό, μπορούμε να διαχωρίσουμε τη ζωή από το έργο του;

Πιστεύω ότι χρησιμοποιήθηκε πολύ το έργο του Χαλεπά για να διεισδύσουν στη ζωή του, για να ερμηνεύσουν μέσω αυτού την τραγικά μυθιστορηματική ζωή του. Νομίζω ότι σήμερα πρέπει να γίνει το αντίθετο, κι αυτό θέλουμε να κάνουμε σε αυτή την έκθεση, δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε τη ζωή του για να καταλάβουμε το έργο του.

Στην έκθεση αυτή θα έχουμε για πρώτη φορά τα δέκα κατάστιχα σχεδίων (στο μεταξύ έχει ανακαλυφθεί και ένα ενδέκατο), θα παρακολουθήσουμε τις σελίδες τους και όπου χρειαστεί, θα έχουμε τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας, π.χ. για να πλησιάσουμε καλύτερα τα έργα της Τήνου, προϋπόθεση συχνά για την κατανόηση και τη συνέχειά τους στην παραγωγή της Αθήνας. Θα παρακολουθήσουμε τη εξέλιξη έργων της ίδιας θεματολογίας σε κάθε περίοδο με οδηγό τα σχέδια. Μπορούμε πλέον να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτά τα κατάστιχα της Τήνου, τα οποία έφερε η ανιψιά του στην Αθήνα, δεν ήταν μόνον ενθύμια από την Τήνο για τον Γιαννούλη. Είναι βέβαιο ότι τα άνοιγε και ζωγράφιζε σε αυτά και στην Αθήνα, όπως μαρτυρούν κάποια σχέδια σε αυτά, χρονολογημένα από τον ίδιο.

— Υπάρχουν και κάποια εκμαγεία αρχαίων γλυπτών τα οποία μελετούσε ο Χαλεπάς.

Υπάρχουν τρία γύψινα εκμαγεία αρχαίων γλυπτών, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στο έργο του. Το ένα είναι η προτομή του Δημητρίου Πολιορκητή, το μαρμάρινο πρωτότυπο του οποίου βρίσκεται στη Νάπολη της Ιταλίας. Ο Χαλεπάς χρησιμοποίησε το έργο αυτό ως πρότυπο σε πολλά γλυπτά του την εποχή της Τήνου, κυρίως σε αμφίπλευρα έργα, όπως ο «Μέγας Αλέξανδρος και η χωριατοπούλα», ο «Μέγας Αλέξανδρος και ο Άγιος Χαράλαμπος», προστάτης της γλυπτικής. Όταν τον ρώτησαν τι παριστάνει, απάντησε «είναι το αρχαίο και η θρησκεία». Πιστεύω ότι στο βάθος αυτό που τον κεντρίζει είναι η αντίθεση των δύο μερών και, φυσικά, η περίοπτη σύνθεση. Το δεύτερο είναι ένα κεφαλάκι από αττικό επιτύμβιο του 4ου αι. π.Χ., το πρωτότυπο του οποίου βρίσκεται στην Κοπεγχάγη: χρησιμοποιεί τη χαρακτηριστική πεπονοειδή του κόμμωση σε όλα σχεδόν τα γυναικεία γλυπτά της Τήνου («Παραμύθι της Πεντάμορφης», «Αριάδνη» κ.ά.). Το τρίτο είναι το εκμαγείο της Αφροδίτης του Άργους, ένα ελληνιστικό γλυπτό που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο αποτελεί πρότυπο για τη «Μήδεια ΙΙΙ» που έφτιαξε στην Αθήνα. Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε σε όλα αυτά τον τρόπο που τα μεταπλάθει.

— Πώς προσεγγίζουμε τον Χαλεπά σε αυτή την έκθεση;

Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στο κοινό αρκετές «εκπλήξεις», όπως το ότι κρύβει έργα του, ότι χρησιμοποιεί την αρχαιότητα με δικό του τρόπο, ότι σχεδιάζει τις σκέψεις του, την καταγωγή του, τη σχέση του με άλλους καλλιτέχνες και πρότυπα. Τη μεγάλη Συλλογή Έργων του Ιδρύματος Ωνάση συμπληρώνουν έργα από την Εθνική Πινακοθήκη, από μουσεία της Τήνου και από συλλέκτες που αποτελούν κλειδιά κατανόησης του έργου του ή σταθμούς της καλλιτεχνικής του πορείας στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδο, έργα αναφοράς, απαραίτητα για να γίνουν κατανοητές οι αλλαγές στη γλυπτική του και να συμπληρωθεί η εικόνα στο έργο του. Επίσης, θα υπάρχουν εβδομήντα σχέδια από τη Συλλογή Ιδρύματος Ωνάση και από άλλες συλλογές που θα παρακολουθούν χρονολογικά και θεματικά την πορεία του. Ο επισκέπτης θα μπορεί να δει πώς σκέφτεται ο Χαλεπάς, πώς μελετά το γλυπτό στον χώρο, σχεδιάζοντάς το από διάφορες πλευρές, επιβάλλοντας στη γλυπτική του αυστηρές αρχές, όπως η απόλυτα περίοπτη σύνθεση, χωρίς κενά, με τις οποίες δημιουργεί συγκεκριμένα θέματα που του είχαν δοθεί ήδη την εποχή της Ακαδημίας του Μονάχου. Μάλιστα, επιμένει να ξαναδουλεύει στην ερημιά του στην Τήνο, αναζητώντας το απόλυτο, την ανέφικτη τελικά, λύση.

Γιατί αυτό που αναζητεί επίμονα είναι το τέλειο γλυπτό, η τέλεια σύνθεση, κάτι που δεν ξέρω αν ένιωσε ποτέ ότι το ολοκλήρωσε. Μπορούμε να δούμε την εξέλιξη στα έργα που δουλεύει ξανά και ξανά, όπως ο «Σάτυρος και Έρωτας», να ξεκινά επιθετικά με ένα παιχνίδι των μορφών και στο τέλος να ειρηνεύει. Στη «Μήδεια» είναι άξιο θαυμασμού το πώς παίζει με τη δραματική στιγμή, ξεκινώντας στην πρώτη πιο περιγραφικά, έπειτα μετατρέποντάς τη σε μια «κραυγή», με πολύ λιτά μέσα.

— Θέλετε να μου πείτε κάτι που δεν ξέρουμε για τον Χαλεπά;

Ήταν τρομερά δεισιδαίμων, είχε πάντα στην τσέπη του μια τράπουλα για το «κακό μάτι». Στα κατάστιχα υπάρχουν φύλλα τράπουλας, ενώ χρησιμοποιεί την κούπα και το σπαθί ως σύμβολα του ανδρικού και του γυναικείου φύλου. Με πολύ αχνό μολύβι, σαν να ντρεπόταν, αποδίδει ερωτικές σκηνές ανάμεσα σε βροχή από κούπες και σπαθιά.

Στην έκθεση θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά κάποια σημαντικά έργα, όπως ένα πορτρέτο της ανιψιάς του της Ευτυχίας, μια γυμνόστηθη προτομή, ίσως ένα από τα ωραιότερα πορτρέτα του, με την αυτοπροσωπογραφία του στο πίσω μέρος σε ρεμβασμό, ένα έργο που έμενε κρυμμένο για πολλά χρόνια σε ένα πατάρι. Επίσης, ένα άγνωστο σχέδιο, που παρουσιάζεται στην έκθεση για πρώτη φορά, παριστάνει ένα ειδύλλιο και φέρει την επιγραφή «γιασεμί». Εικονίζει ίσως έναν Ρωμαίο και μια Ιουλιέτα ή σκηνή από το «Παραμύθι» με το γιασεμί να πέφτει σαν χιόνι πάνω στις μορφές. Ξεχωριστά συγκινητικό, καθώς κάτω από ένα τέτοιο γιασεμί καθισμένος στην πόρτα του σπιτιού του, στην Τήνο, καπνίζει και μας κοιτάζει συγκαταβατικά, αδιαφορώντας για τον φακό απέναντί του, κλεισμένος στη σιωπή του.

Η Εταιρεία Χαλεπά και Λαμπαδίτη στο Βουκουρέστι και οι ιστορίες πίσω από έργα του Γιαννούλη Χαλεπά

Ο Ιωάννης Χαλεπάς (1830 ή 1832- 1901) είχε έξι παιδιά, τον Γιαννούλη, τον Νικόλαο, τον Αριστοκλή, τον Πραξιτέλη, την Κατερίνα και την Ανεζούλα. Όλα τα αγόρια ασχολήθηκαν με τη μαρμαρογλυπτική. Η επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής Ιω. Χαλεπά είχε υποκαταστήματα στο Βουκουρέστι, στη Σμύρνη, στη Σύρο, στην Τήνο, στην Αθήνα και στον Πειραιά.

Στο Βουκουρέστι ο Ιωάννης Χαλεπάς είχε συνεταιριστεί με τους κουνιάδους του Μάρκο και Δημήτριο Ν. Λαμπαδίτη ήδη από το 1868 έως τη διάλυση της συνεργασίας τους το 1888. Το 1879 φαίνεται ότι διατηρούσαν υποκατάστημα και στο Γαλάτσι (βλ. κατάστιχα λογαριασμών Ιω. Χαλεπά). Κύρια παραγωγή τους ήταν τα επιτύμβια για το νεκροταφείο Bellu στο Βουκουρέστι αλλά και εργασίες σε μεγάλα οικοδομήματα της πόλης, στην εθνική τους τράπεζα, στο ταχυδρομείο κ.α.

Στο Βουκουρέστι μαρτυρείται ότι δούλεψαν πολλά μέλη της οικογένειας Ιωάννη Χαλεπά, τα αδέλφια του Αντώνιος και Γεώργιος (πέθανε στο Βουκουρέστι το 1890), οι γιοι του Νικόλαος (κυρίως υπεύθυνος για το τμήμα της επιχείρησης στο Βουκουρέστι, ο οποίος συνέχισε στη Ρουμανία και μετά τη διάλυση της εταιρείας), ο μικρότερος γιος του Πραξιτέλης, ίσως και ο γιος του Αριστοκλής.

Ο Γιαννούλης φαίνεται ότι πέρασε κάποια στιγμή από το Βουκουρέστι, πιθανόν πηγαίνοντας στο Μόναχο, τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1873 ή επιστρέφοντας στην Αθήνα, στις αρχές του 1876. Με βεβαιότητα μπορεί να του αποδοθεί ο «Καθιστός Άγγελος» με πυρσό στο Bellu, έργο που δούλεψε στην Ελλάδα.

 

1. Καθιστός Άγγελος με πυρσό, 1868-1870

Μάρμαρο. Βουκουρέστι, Νεκροταφείο Bellu

Νεανικό έργο του Γιαννούλη Χαλεπά (πριν αναχωρήσει για Μόναχο) για τον τάφο της οικογένειας Ghenovic i (τάφος 52, τετράγωνο 8). Στυλιστικά ταιριάζει πολύ με τα πρώιμα έργα του (βλ. Κοιμωμένη, Προσευχόμενη Κόρη κ.ά.). Ίσως ταυτίζεται με έναν από τους δύο «Αγγέλους με δάδα» που αναφέρονται το 1872 ότι «εμβάσθησαν από την Τήνο με τον Φιλιππή Α. Ψαρά στη Βραΐλα διά το Βουκουρέστι» (κατάστιχο ΙΙ, σ. 13, 14).

Όρθιος Άγγελος, π. 1873

Μάρμαρο. Βουκουρέστι, Νεκροταφείο Bellu

Ο «Όρθιος Άγγελος» με χιτώνα και ιμάτιο στον τάφο της οικογένειας Emil Foch (τάφος 12, τετράγωνο 16) φέρει στη βάση κάτω δεξιά σκαλισμένη την επιγραφή: D.N. Lambaditis & Comp.[any]. Πρόκειται δηλαδή για έργο της επιχείρησης του Δ.Ν. Λαμπαδίτη, ενός από τους κουνιάδους και συνεταίρους του Ιωάννη Χαλεπά στο Βουκουρέστι τη δεκαετία του 1870.

Ο «Όρθιος Άγγελος» στο Bellu ταυτίζεται πιθανότατα με τον μεγάλο Άγγελο που έστειλε στο Βουκουρέστι ο Ιωάννης Χαλεπάς την 1η Μαρτίου του 1873: «Άγκελον μεγάλον με το μνημείον όρθιον 1400 δρχ.» (κατάστιχο ΙΙ, σ. 21). Θεματικά και μορφολογικά εξαρτάται από την «Όρθια Κόρη», πρώιμο έργο του Γιαννούλη στον Πύργο Τήνου. Η εκτέλεση στο μάρμαρο έγινε από κάποιον Τήνιο γλύπτη, ίσως τον Λάζαρο Φυτάλη, με τον οποίο ο Ιωάννης Χαλεπάς είχε συνεργασία.

Όρθια κόρη, π. 1870

Γύψος, 113 Χ 36 x 30 εκ.
Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά Πύργου Τήνου
Κοινότητα Πανόρμου Τήνου

Όρθια γυναικεία μορφή με χιτώνα και μακρύ ιμάτιο, το οποίο έχει επάνω δεξιά χαρακτηριστική αναδίπλωση για να βγει το λυγισμένο χέρι (εδώ σπασμένο). Το μοτίβο αυτό απλοποιήθηκε ή ερμηνεύτηκε διαφορετικά στη μαρμάρινη παραλλαγή στο Νεκροταφείο Bellu. Πρόκειται για πρώιμο έργο του Γιαννούλη, το οποίο προοριζόταν πιθανότατα για επιτύμβιο της επιχείρησης του πατέρα του.

Όρθιος Άγγελος – Επιτύμβιο Λεωνίδα Οικονόμου, 1887-1891

Μάρμαρο, ύψος αγάλματος με τη πλίνθο 114 εκ., ύψος μνημείου 267 εκ.
Λεωνίδιο, Νεκροταφείο

Το 1887, έτος που διαλύεται η εταιρεία του Βουκουρεστίου, δόθηκε η παραγγελία στον Ιωάννη Χαλεπά για το επιτύμβιο μνημείο του Λεωνίδα Οικονόμου στο Λεωνίδι. Αποφάσισε να τοποθετήσει στο μνήμα την «Όρθια Κόρη» του Γιαννούλη, μετατρέποντάς τη σε άγγελο με φτερά (βλ. τον «Όρθιο Άγγελο» στο Βουκουρέστι). Το έργο πραγματοποιήθηκε σε μάρμαρο το 1891, όταν ο Γιαννούλης ήταν στο ψυχιατρείο (ήδη από το 1888), από έναν συνεργάτη του εργαστηρίου του Χαλεπά, πιθανότατα τον Αλέξιο Λάβδα (είχε ξεχοντρίσει και την «Κοιμωμένη»), ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα υπογράφει το επιτύμβιο του Θ. Δούνια στο Νεκροταφείο του Λεωνιδίου, κοντά σε αυτό του Οικονόμου. Το δεξί χέρι και τα φτερά του αγγέλου στο Λεωνίδι είναι σπασμένα. Ίσως να κρατούσε ένα αμμοχρονόμετρο, όπως ο άγγελος στο μνημείο Μποσταντζόγλου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Το 1892 ο Ιωάννης Χαλεπάς εκτέλεσε κι άλλη παραγγελία για το Λεωνίδιο, το επιτύμβιο του Νικόλαου Π.Κ. Πολίτη, εμπόρου σιτηρών από τη Βραΐλα (αναφορά του μνημείου στο κατάστιχο V2, 55).

Επιτύμβιο της οικογένειας Β. Φωτίου, ανάγλυφο, 1869 (έτος Α’ ταφής)

Μάρμαρο. Α’ Νεκροταφείο

Με την «Όρθια Κόρη» (περ. 1870) στο Μουσείο Χαλεπά, στον Πύργο, σχετίζεται η όρθια γυναικεία μορφή (στεφανωμένη, με χιτώνα, τυλιγμένη σε ιμάτιο) στο επιτύμβιο της οικογένειας Β. Φωτίου-Χονδρού στο Α’ Νεκροταφείο. Το ανάγλυφο φέρει την επιγραφή «ΕΚ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ /ΙΩ. ΧΑΛΕΠΑ» (α’ ταφή 1867) και είναι πιθανότατα ένα πρωτόλειο έργο του Γιαννούλη.

Προτομή Σατύρου, 1878

Την εποχή της «Κοιμωμένης» (1877) φάνηκαν τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας του Χαλεπά. Την επόμενη χρονιά, το 1878, χρονολογείται η «Κεφαλή Σατύρου», μια προτομή εξαιρετικά εκφραστική, που φαίνεται ότι συνδέεται με την επιδείνωση της κατάστασής του, όπως αργότερα διηγήθηκε ο ίδιος στον Στρατή Δούκα:

«Έκανα όλο Σατύρους. Τότε (στο ξέσπασμα της αρρώστιας) έκανα και το κεφάλι του σατύρου που χάρισα στον ανιψιό μου. Κόντεψα όμως να τον χαλάσω κι αυτόν. Τι δεν του πέταξα για να τον σπάσω. Βλέπετε; ‒ και μου ’δειξε το πρόσωπο του Σατύρου. Εδώ είναι πηλός που του πέταγα στα μούτρα κι εδώ μολυβιές και ξυσίματα με τα νύχια. Ήθελα να σταματήσω το σαρκαστικό του γέλιο, που με πείραζε. Πάνω στην τρέλα μου θαρρούσα πως με κορόιδευε. Κι όμως τον αγαπώ, στάθηκε καλός για μένα, με βοήθησε στην αρρώστια μου».

Η «Προτομή Σατύρου» με το σαρδόνιο χαμόγελο που προκαλούσε ταραχή στον Γιαννούλη απουσιάζει από τα σχέδια των καταστίχων, παρόλο που σχεδιάζει πολλές φορές ελεύθερα κεφάλια Σατύρων. Η απουσία της, όπως και αυτή του «Καθιστού Αγγέλου με πυρσό», μαρτυρεί ότι τα έργα αυτά δεν ήταν προσιτά στον Γιαννούλη. Ίσως ήταν επίτηδες «κρυμμένα» σε υπόγεια από τη μητέρα του, που θεωρούσε ένοχη την τέχνη για τη αρρώστια του.

Το έργο μεταφέρθηκε από την Τήνο, μαζί με άλλα γλυπτά του, το 1930, στην οικία Δαφνομήλη, και τότε εμφανίζεται σε κάποια σχέδια στα κατάστιχα και σε μονόφυλλα αυτής της εποχής. Ο Γιαννούλης το χάρισε στον ανιψιό του Βασίλη. Το 1937 η Τράπεζα της Ελλάδος αγόρασε το γύψινο αντίτυπο (το οποίο δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη), καθώς και μια μεταφορά του στο μάρμαρο, η οποία δεν έγινε από τον Γιαννούλη αλλά από Τήνιο συνεργάτη στην Αθήνα, πιθανόν τον Πέτρο Μαυρομαρά.

«Απόκρυψη» – Εκατόγχειρο

Μια περίεργη τακτική του Γιαννούλη ήταν να τοποθετεί, να «κρύβει» κάποια παλιότερα γλυπτά του μέσα σε μεταγενέστερα. Ο «Εκατόγχειρ» έσπασε στον σεισμό της Αθήνας το 1980 και το εσωτερικό του φανέρωσε ένα άλλο κεφαλάκι. Αντίστοιχα, ο τεχνίτης του Αρχαιολογικού Μουσείου που έχυσε στον γύψο το «Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ» μαρτυρεί ότι βρήκε μέσα στον πηλό ξεραμένα κομμάτια από σπασμένα κεφάλια, χέρια και πόδια.

Η έλλειψη του πηλού και μόνο δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά αυτή την τακτική του Χαλεπά· περισσότερο διακρίνεται εδώ μια διάθεση να τα προστατέψει ίσως από παρέμβαση τρίτων – δεν θέλει να χαθούν, καθώς γι’ αυτόν είναι ιδιαίτερα αγαπητά. Η φωτογραφία του, στην οποία απεικονίζεται να μεταφέρει προσεκτικά στην αγκαλιά του τον «Εκατόγχειρα» στον κήπο της Στρούζας, μετά το 1920, αποπνέει αυτή την ιδιαίτερη σχέση του με το έργο.

Γενοβέφα, 1918-1924

Πηλός, 50 Χ 25 Χ 22 εκ.
Αθήνα, Ωνάσειο Ίδρυμα, S.00088.

Σώζεται αποσπασματικά η μορφή της Γενοβέφας (σπασμένα τα πόδια), όπως και του παιδιού στο πλάι δεξιά της. Επίσης, ένας από τους δύο Δήμιους της Γενοβέφας, γενειοφόρος προς τα δεξιά. Ο δεύτερος Δήμιος χάθηκε μετά το 1932.

Πρόκειται για την ηρωίδα ενός λαϊκού θρύλου του Μεσαίωνα, τη Γενοβέφα, την οποία συκοφάντησαν στον άντρα της ως άπιστη και το παιδί της νόθο. Εκείνος την καταδίκασε, μαζί με το παιδί της, σε θάνατο. Ωστόσο, οι δήμιοι που την οδήγησαν στο δάσος για να τη σκοτώσουν τη λυπήθηκαν και την άφησαν να ζήσει με το παιδί της σε μια σπηλιά.

Eπιτύμβιο της Ελένης Καλλιβούρσου, 1868
Δημητρίου Φιλιππότη

Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας,

Λίγο πιο πίσω από την «Κοιμωμένη» βρίσκεται το ανάγλυφο της Καλλιβούρσου, μια πρώιμη εργασία του Δημήτριου Φιλιππότη, παραγγελία στο εργαστήριο του Ιωάννη Χαλεπά, όπως φανερώνει η επιγραφή «ΕΚ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΙΩ. ΧΑΛΕΠΑ 1868». Ο Φιλιππότης μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρώμη με το βραβείο για τον «Θεριστή» του και προκάλεσε τον φθόνο του καθιερωμένου γλύπτη της εποχής Λεωνίδα Δρόση. Ο Δρόσης κατέκρινε στον Τύπο της εποχής αδεξιότητες της σύνθεσης στο έργο (αμηχανία στη σύνδεση των χεριών των δύο μορφών, το παιδί διέκοπτε τη μορφή του άνδρα). Το γεγονός έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του Γιαννούλη, ο οποίος τότε φοιτούσε στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Δρόση, γιατί αυτές ακριβώς τις αδεξιότητες «διορθώνει» σε αρκετά σχέδιά του της γ’ περιόδου, μετά την επίσκεψή του στο Α’ Νεκροταφείο τον Αύγουστο του 1930, όπως μαρτυρεί το συνοπτικό σχέδιο της «Κοιμωμένης» σε ένα από αυτά.

Προτομή της ανιψιάς του Ευτυχίας, ενυπόγραφο, 1931

Γύψος 62x36x29 εκ.
Αθήνα, Ωνάσειο Ίδρυμα


Στη βάση, εμπρός σε οβάλ επιφάνεια, υπογράφει το έργο με χάραξη. Είναι σπασμένη η μύτη του γλυπτού.

Η Ευτυχία εικονίζεται γυμνόστηθη με ένα αναδιπλωμένο ύφασμα στον αριστερό ώμο. Έχει ελαφρά σμιχτά τα φρύδια, τα μαλλιά της πίσω σε χαμηλό κότσο. Πίσω στη βάση τοποθέτησε ανάγλυφη την αυτοπροσωπογραφία του με κλειστά μάτια (ονειρεύεται;). Θυμίζει το πρόσωπο του Οιδίποδα στο έργο «Οιδίπους και Αντιγόνη».

Το έργο δεν είχε εκτεθεί ποτέ στο κοινό, καθώς η κάτοχός του, κόρη της εικονιζόμενης Ευτυχίας Κουκορίκου, δεν ήθελε να εκτεθεί το πορτρέτο της μητέρας της γυμνόστηθο. Το έργο σήμερα ανήκει στο Ωνάσειο Ίδρυμα και εκτίθεται για πρώτη φορά στο κοινό, πραγματικά ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πορτρέτα του καλλιτέχνη, και για το κεφάλι της όμορφης Ευτυχίας (υπάρχουν και σχέδια του Γιαννούλη για την ίδια) αλλά κυρίως για τη συγκλονιστική προσωπογραφία του στο πίσω μέρος της βάσης.

 

«Γιαννούλης Χαλεπάς: ΔΟΥΝΑΙ-ΛΑΒΕΙΝ»

Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ με τη συνδρομή του Ιδρύματος Ωνάση

18/2-5/6

Αγίου Δημητρίου 159Α, Θεσσαλονίκη

Share this post