Αιμίλιος Σολωμού: Κράτα την Ανάσα σου

Αιμίλιος Σολωμού: Κράτα την Ανάσα σου

Του Τάκη Χατζηδημητρίου*

Ξέρω ότι ήδη πολλοί  έχουν διαβάσει το βιβλίο . Έτσι δεν περιμένουν ν’ ακούσουν απλά μια παρουσίαση αλλά μια εμπειρία. Είναι πυκνό βιβλίο και θα αποτολμήσω τη δική μου περιδιάβαση. Ο τίτλος προϊδεάζει . «Κράτα την ανάσα σου». Που σημαίνει ότι θα βυθιστεί ο αναγνώστης μέσα σε μεγάλη δοκιμασία, πλάι και μαζί με τον κεντρικό ηρώα, Ιωάννη Καλλέργη και τους άλλους χαρακτήρες του βιβλίου.

Εκείνο που πρώτο καταλαβαίνει ο αναγνώστης είναι ότι όλες οι λέξεις έχουν νόημα. Δεν μπαίνουν τυχαία. Έχουν συνέχεια  και προεκτάσεις. Είναι ο τρόπος που σε οδηγεί ο συγγραφέας μέσα στον κόσμο του, στις σκέψεις, τις ιδέες του, αλληλένδετες με τα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής. Κι αυτό, όχι μεμονωμένα, όπως θα γινόταν σ’ ένα εργαστήριο, αλλά μέσα στην κοινωνία , τη σύγχρονη, τη δική μας κοινωνία. Μας φέρνει αντιμέτωπους με τις πραγματικότητες που εμείς οι ίδιοι ζούμε, χωρίς πολλές φορές να το αντιλαμβανόμαστε. Ίσως μάλιστα και να ταυτιζόμαστε με αυτές τις δεδομένες συνθήκες για εξυπηρετούμε προσωπικές μας φιλοδοξίες και σχέδια. Παραφερνάλια καταστάσεων παρόλο που τις ξέρουμε. Όμως είμαστε ικανοποιημένοι γιατί νομίζουμε ότι μας εξασφαλίζει άλλοθι μια υποτιθέμενη δική μας ιδιαιτερότητα. Ρωγμές που στην αρχή του μυθιστορήματος προβάλλονται μικρές που  στη συνέχεια μεγεθύνονται. Πηγαίνουν σε βάθος χρόνου, αγγίζουν ιστορίες που μένουν ανεξίτηλες στη ζωή των ανθρώπων. Το μυθιστόρημα του Αιμίλιου ξεπερνά τα όρια της καθημερινότητας που ζούμε από συνήθεια, και μας βάζει αντιμέτωπους με τα μεγάλα και σημαντικά ζητήματα του εαυτού μας, του τόπου και της εποχής μας. 

Ο ήρωας του ο Καλλέργης ξεκινά με μια ανεξήγητη ευφορία  για το σχολείο . Εντυπωσιάζει με τον τρόπο που αντικρίζει τη φύση γύρω του ,  τις ακακίες τους ευκαλύπτους , τη μυρωδιά τους, θυμάται τον πατέρα του σκυμμένο πάνω από τους ατμούς φύλλων ευκάλυπτου. Στο δρόμο λογαριάζει το μάθημα που θα κάνει στους μαθητές του. Θέμα του η άνοδος του Χίτλερ. Όχι τυχαία επιλογή, τώρα που γύρω μας η μισαλλοδοξία προβάλλει σαν νέα βασανιστική πραγματικότητα   Όταν φθάνει στο σχολείο βλέπει στην αυλή του το περιπολικό της αστυνομίας. Και απ’ εδώ αρχίζει το δράμα, η ανατροπή. Η αστυνομία είναι γι’ αυτόν . Κι η κατηγορία βαριά. Μ’ ένα κορίτσι. Μένει άφωνος, δεν καταλαβαίνει. Αισθάνεται αγανάκτηση. Τι έχετε να πείτε; Ρωτούν οι αστυνομικοί

«Τι να πω.» Διερωτάται «Δεν έκανα τίποτα κακό. Θα με πιστέψετε; Θα με συλλάβετε;» Ό,τι αντιμετωπίζει δεν είναι ο κόσμος του, είναι ακατανόητο .

Όλα γύρω του έχουν κιόλας αλλάξει. Η γραμματέας του διευθυντή του κάνει παρατήρηση για τα παπούτσια του ότι έχουν λάσπες. Οι συνάδελφοι του στο καθηγητικό σύλλογο κάνουν πως δεν τον βλέπουν, σιγοψιθυρίζουν. Αλλά και ο ίδιος έχει αλλάξει. Μπαίνει στη τάξη. Δεν επικοινωνεί . Θέλει να τελειώνει. Τους μιλά για το κάψιμο των βιβλίων, τη νεολαία του Χίτλερ. Κοιτάζει στο βάθος ένα θρανίο άδειο.

Φεύγει από το σχολείο. Το συνοδεύει η σκοτεινιά. Στο σπίτι η γυναίκα του. Της αναφέρει την αστυνομία: «Λένε, πως παρενόχλησα μια μαθήτρια της τρίτης. Λένε πως άγγιξα το στήθος της. Κάτι της είπα , δεν κατάλαβα καλά».

Το έκανες; τον ρωτά. Μόνο που τον ρωτά είναι για τον ίδιο μια ακόμη δοκιμασία. Είναι υποχρεωμένος να δώσει εξηγήσεις.  Θέλω της λέγει να με πιστέψεις, και συμπληρώνει: Τίποτα δεν έγινε από πρόθεση . Να λοιπόν που τα πράγματα πάνε πιο βαθιά.  «Από πρόθεση; «Τι σημαίνει δεν έγινε από πρόθεση;» ξαναρωτά. Είναι μαζί 16 χρόνια . Πέρασαν τις δικές τους δοκιμασίες . Εκεί που πρόσμεναν παιδί αποβολές. Άφησε πικρές μνήμες.

Ποιος όμως ηταν ο Καλλέργης και ποια η Άννα . η Άννα μια αριστούχος μαθήτρια, όλο ζωή και γνώση, που ξαφνικά έμενε σιωπηλή και με μειωμένη συμμετοχή κι επίδοση.  Έμεινε  τελευταία να παραδώσει το γραπτό της , έκλαιγε. Κάτι δεν πήγαινε καλά.   Κι ο Καλλέργης ένας άνθρωπος,  όχι συνηθισμένος. Οι εκθέσεις  στα σχολεία που εργάστηκε εγκωμιάζουν τον επαγγελματισμό του, τη σχέση του με τους μαθητές  και οι επιθεωρητές επαινούν τις μεθόδους του. Είναι διανοούμενος, ευαίσθητος με καλαισθησία. Συγγραφέας. Το τελευταίο του μάλιστα βιβλίο κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, το «Λίμπιντο».

Το βράδυ η τηλεόραση : Καθηγητής παρενόχλησε μαθήτρια . Το  «Λίμπιντο», το μυθιστόρημά του, πορνογράφημα. Πώς τέτοιοι άνθρωποι βρίσκονται στην εκπαίδευση;

Δεν είναι πια ο καθηγητής  Είναι ένας δημόσιος κίνδυνος.  Η κοινωνία συναρπάζεται. Όλοι έχουν σχέσεις με τα σχολεία , έχουν παιδιά. Το συμβάν προκαλεί σεισμό . Η απειλή τρομερή. Ο δράστης τέρας. 

Ο Ντίνος, ο φίλος του, δεν απαντά στο τηλέφωνο. Έχει πολιτικές φιλοδοξίες και δε θέλει να εκτεθεί κι ας έχει ευνοηθεί από το πεθερό του. Ένα πετυχημένο κτηματομεσίτη  που έχει σχέσεις με κόμματα και ξέρει να κανονίζει τις δουλειές του με φακελάκια κάτω από το τραπέζι. Ήταν κι αυτός στις συντροφιές τους, έστω κι αν μιλούσε πάντα για τη λογοτεχνία , για τα βιβλία, τα δικά του και των άλλων. Λογάριαζε μάλιστα και στην υποστήριξή του Ντίνου για την προαγωγή του. Ο γιος αγρότη που μπόρεσε ν’ αντιστρέψει τη μοίρα του στην πόλη.

Τη νύκτα πετροβολούν το σπίτι του.  Ακούει τζάμια να σπάζουν. Την άλλη μέρα σαν γυρίζει στο σπίτι γίνεται κι ο ίδιος στόχος πετροβολήματος. Τρέχει αίμα από τον κρόταφό του.

Όλοι και όλα εναντίον του. Πώς να πολεμήσει ενάντια σε όλους; Ποιους και πώς θα τους αντιμετωπίσει;

Συλλογίζεται όλα όσα συνέβησαν. Αναζητά μια λογική μια εξήγηση. Τι πήγε στραβά εκείνη τη μέρα . Χτύπησε το κουδούνι για το διάλειμμα . Η Άννα ζήτησε ακόμη μερικά λεπτά . Έμεινε τελευταία στη τάξη….Η Άννα σκουπίζει τα δάκρυά της. «Δεν είναι τα μαθήματα, είναι…είναι…»  σαν να την ακούει να λέγει. Νιώθει ξαφνικά μια τρυφερότητα για την Άννα . Την παρηγορεί Βάζει  το χέρι του στη μέση της. Ναι αισθάνεται τη σάρκα να πάλλεται κάτω από τα δάκτυλά του …. Και  θυμάται ξαφνικά μια ανάλογη στιγμή, χρόνια πολλά πριν, στην πρώτη του νεότητα, τότε που το χέρι του αγκάλιαζε τη μέση ενός κοριτσιού, του πρώτου εφηβικού του έρωτα. Να άγγιξε αλήθεια το στήθος της;

Τρεις εκδοχές μιας ιστορίας και μια σιωπή

Πρώτη η καταγγελία της Άννας ότι τη χάιδεψε και ότι άγγιξε το στήθος της. Αυτή που εξετάζει η αστυνομία.

Δεύτερη αυτή που ο Καλλέργης είπε στη γυναίκα του. Ήταν μια χειρονομία πατέρα προς την κόρη του.

Υπάρχει και η τρίτη που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα . Όσα ανακαλεί ο Καλλέργης , όσα ο ίδιος προσπαθεί να ξαναδεί από την αρχή.

Από την πλευρά της Άννας παραμένει η καταγγελία αλλά και τα   δάκρυα, τα μισόλογα, η πτώση της επίδοσής της στο σχολείο.

Το ερώτημα που εγείρεται για τον αναγνώστη είναι: Πού το πάει το μυθιστόρημα; Είναι θρίλλερ; Είναι αστυνομικό μυθιστόρημα που αναζητά τον ένοχο; Ή μήπως είναι κάτι άλλο ευρύτερο πιο συγκλονιστικό;  Υπάρχει όμως και η μαστοριά του συγγραφέα να πλάθει τον μύθο του κι αυτό είναι μεγάλο προσόν. Να συναρπάζει τον αναγνώστη. Δικαιολογείται έτσι και ο τίτλος του βιβλίου «Κράτα την Ανάσα σου.» 

Συνεχίζει σε πείσμα των πάντων να πηγαίνει στο σχολείο. Η τάξη βουβή. Το θρανίο αδειανό κι αλλά πέντε- έξι θρανία αδειανά. Ρωτά : Ξέρει κανείς τι είναι Ολοκαύτωμα; Δεν απαντούν. Τελικά ένα χέρι υψώνεται . Κάτι είναι κι αυτό. Αρχίζει τη συζήτηση: Οι προκαταλήψεις, πώς στοχοποιούνται οι ξένοι, οι μετανάστες, οι Ρομά, οι όποιοι άλλοι. Και φτάνει στον Όλιβερ Τουίστ, στο Φάγκιν, τον ανήθικο εκμεταλλευτή της παιδικής αθωότητας. Ο Καλλέργης Σάυλοκ και Φάγκιν μαζί..

Βρίσκεται σε αντιστροφή πορεία. Η αγάπη και η συμπόνοια για τους μαθητές και τις μαθήτριές του, έγιναν σεξουαλική παρενόχληση, τα βιβλία του έγιναν  πορνογράφημα , η φωτογραφία με γυμνό το σώμα του από τη μέση και πάνω, ανάμεσα σε μαθήτριες, εντύπωση σάτυρου, ενώ έκανε το πουκάμισό του προσκέφαλο  σε μαθητή που έπαθε κρίση επιληψίας. Οι διαφωνίες του με το διευθυντή δείγμα ανεύθυνου χαρακτήρα.  Οι έπαινοι για τις διδακτικές του μεθόδους λόγος ζηλοτυπίας των συνάδελφων του. Όλα τον έκαναν ευάλωτο, έγιναν τα αδύνατα του σημεία.

Χτυπά το τηλέφωνο, κάτι που έγινε κι αυτό σπάνιο. Είναι ένας δημοσιογράφος, τον ξέρει , είναι αυτός που ζητούσε να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο. «Να υπερασπίσετε τον εαυτό σας» του λέγει.  Ο Καλλέργης παρατηρά «Τι σημασία έχει πια, με καταδικάσατε κιόλας.

Η κοινή γνώμη, του απαντά ο δημοσιογράφος .

Η κοινή γνώμη …η κοινή γνώμη …Χέστηκα . Την είδα την κοινή γνώμη . Ακουστέ κύριε …Δεν θέλω να μιλήσω , μη με ξαναενοχλήσετε.

Ξέρει από προσωπική πείρα πώς και από ποιους σχηματίζεται η κοινή γνώμη. Αυτός πια δεν είναι ο κόσμος του.

Έρχεται και το τελικό κτύπημα . Επίσημη καταγγελία στην αστυνομία . Καλυτέρα του λέγει ο διευθυντής, να μην έρχεται στο σχολείο. Το υπουργείο αποφάσισε διαθεσιμότητα.

Πρωί πρωί κτυπά η πόρτα. Είναι οι αστυνομικοί . Στο τμήμα τον ρωτάνε, όλο και δε θυμάται, δεν ξέρει. Επιβαρύνει τη θέση του. Δεν υποκύπτει . Δεν απολογείται,  ούτε δικαιολογείται στους αστυνομικούς, όπως δεν εξήγα στο διευθυντή, όπως δεν απαντά στο δημοσιογράφο. Είναι η άμυνά του, η προσωπική του υπόσταση. Τι θα κάνει, δεν ξέρει ακόμη. Εξηγήσεις και δικαιολογίες θα σήμαινε ανοχή. Κι αυτό δεν το αντέχει η σκέψη του.

Θα τον κρατήσουν στο κρατητήριο. Μπόχα, ξινίλα και κλεισούρα . Όλα όσα συμβαίνουν δεν είναι πάρα ένας σπινθήρας στο μυαλό του που πήρε μπρος και έπιασε φωτιά.

Το πρωί ακούει κλειδιά . Ανοίγει η πόρτα . Τα ματιά του κόκκινα από την αγρυπνία, μοιάζει τσακισμένος. Είναι ελεύθερος να φύγει του λέγει ο αστυνομικός. Μόνο να παρουσιάζεται στον κοντινό αστυνομικό σταθμό. Ζητούν τη διεύθυνσή του. Δίνει τη διεύθυνση του χωριού του, στο σπίτι του πατέρα του που είναι πια δικό του . Δεν είναι φυγή. Είναι απομάκρυνση. Η γυναίκα του δεν μπορεί να τον ακολουθήσει. Είναι η δουλειά και τα μποντσάι που πρέπει να φροντίζει.

Στο χωριό θα ξανασυναντήσει τα κομμάτια της ζωής του. Θα συλλογιστεί ό,τι πέρασε. Το αμπέλι του πατέρα του, που παραμελημένο αγρίευε, θα τον στηρίζει και θα τον συντροφεύει. 

Ένας  ανώνυμος συνάδελφος τον επισκέπτεται. Άνοιξε τη κουβέντα ζητώντας  συγνώμη. Βασανίστηκα του λέγει, φάνηκα δειλός, το ξέρω, πήγα με το ρεύμα. 

Μαλάκωσε η καρδιά του Καλλέργη. Στραφήκατε όλοι εναντίον μου, του είπε είσαστε πολλοί και ήμουν ένας … Μίλησε για το σπίτι . Το βρήκε ερείπιο. Θυμάται ότι κάποτε ήθελε να το πουλήσει κι αυτό και το κτήμα του  Δεν είχε πήξει ακόμη το μυαλό του.

Ιστορία για μυθιστόρημα, του λέγει ο ανώνυμος. Πάνε κι αυτά του απαντά . Θα το γράψω εγώ του λέγει ο επισκέπτης .

Είναι σαν συνομιλία του Καλλέργη με τον εαυτό του. Σε ώρες κρίσιμες, σε ώρες μεγάλης αλλαγής, ο άνθρωπος ζει δυο ζωές. Μια εκείνη  που διάβηκε μέχρι τότε και την άλλη που ξεκινά από το χάος και που ακόμα δεν κατάκτησε. Ακόμη και οι αμφιβολίες του ανώνυμου ηταν και  δικές του.

Θυμάμαι του γονιούς του τον πατέρα του. Η μαγκούρα του ακόμη εκεί στη γωνιά. Την πιάνει στα χέρια του και κατηφορίζει στην πλαγιά. Αισθάνεται αταραξία και η αλήθεια είναι ότι έχει καιρό να νοιώσει έτσι…μια υποψία ευτυχίας.

Συναντά σιγά σιγά τον κόσμο του. Περιδιαβάζει στο χωριό. Μπαίνει στο μπακάλικο του Σπύρου. Όπως ήταν τότε . Και μια αναπάντεχη συνάντηση. Η Ρίτα, ο εφηβικός του έρωτας που έμεινε η μεγάλη στέρηση της ζωής του. Μια μέρα χάθηκε και την ξανασυναντά τώρα. Ύστερα από 25 χρόνια . Για να μάθει και τη δική της ιστορία. Έγκυος και ο πατέρας της την έστειλε στη Γερμανία . Αποβολή. Μένει εκεί. Βρίσκει ένα Γερμανό, δεν είναι πια μαζί. Έχει και γιο δεκαπέντε χρονών. Τη ρωτά αν θυμάται το  Στέφανο. Λες να μη τον θυμάται; Μια εφιαλτική εμπειρία και για τους δυο όταν ο Στέφανος πνίγηκε μπροστά τους, στα λασπόνερα του νερόλακκου. Ο Ιωάννης δεν μπόρεσε να το σώσει. Τον ζήλευε κιόλας σιωπηλά. 

Θυμάται κι άλλα ο Ιωάννης. Το παραμορφωμένο παιδί με τη μεγάλη κεφαλή και τα μικρά μάτια. Κι αυτό απόβλητο. Παρατημένο σε μια καλύβα στο δάσος γυρόφερνε ρακένδυτο. Προκαλεί αναίτια φόβο και γίνεται στόχος των παιδιών του χωριού. Κι αυτός να στέκει μπροστά να το βοηθήσει να το προστατέψει.

Δίνει το παρόν της και η Αλεξάνδρα . Έρχεται τα σαββατοκύριακα .

Το πρωί και πάλι το περιπολικό της αστυνομίας Χρειάζονται  λέγει κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις . Δε θα τον αφήσουν ούτε εδώ να ησυχάσει.

Ο εκδότης ανέστειλε τις ανατυπώσεις των μυθιστορημάτων του. Στην ουσία απέσυρε τα βιβλία από την κυκλοφορία και οι κριτικοί έπαψαν να γράφουν για τα έργα του. Τον καιρό του Χίτλερ το κάψιμο των βιβλίων. Τώρα μια νέα εκδοχή, παρόμοια νοοτροπία . Πίκρα στην ψυχή του. Είχε πάθος για τη λογοτεχνία και τη συγγραφή.

Παρουσιάζεται και πάλι ο ανώνυμος.

Δεν έχω αντίρρηση να γράψεις το βιβλίο του είπε. Όμως … να είσαι δίκαιος απέναντί μου.

Έχεις το λόγο μου βεβαιώνει.

Ένας διάλογος του ίδιου του Καλλέργη με τον εαυτό του, που μπορεί να επεκταθεί και για τον κάθε αναγνώστη  που  θα διαβάσει το βιβλίο με το δικό του τρόπο, εμπειρίες πίστεις και πεποιθήσεις.  

Θυμάται τον πεθερό του. Όταν πια πέθανε, μάθαν έκπληκτοι για τη διπλή του ζωή , ερωμένη και παιδιά που πήγαιναν ακόμη σχολείο. Ανάγνωσε τον επικήδειο για τον αυτοδημιούργητο κτηματομεσίτη τη διορατικότητα και την τιμιότητά του.

Η πιο δυνατή του ανάμνηση ο πατέρας του να του κρατά σφιχτά το χέρι. Κάτι που ο ίδιος δεν αξιώθηκε. Τύψεις που καθυστέρησε και δεν τον πρόλαβε ζωντανό.

Η Ρίτα φεύγει αύριο για τη Γερμανία, το παιδί πρέπει να τελειώσει τη χρονιά στο σχολείο, μα θα επιστρέψει μια και καλή το καλοκαίρι.

Της λέγει ότι δεν υπάρχει πια η καρυδιά που βρίσκονταν μαζί. Θα φυτέψει μια καινούργια.  Ναι, ήταν του πατέρα της και υστέρα από όσα έγιναν την έκοψε.

Ομολογεί ότι έζησε με τύψεις για τον Στέφανο. Όχι, όχι του λέγει εκείνη , δεν φταίς , και φτάνει πια να βασανίζεις τον εαυτό σου, αρκετά υπέφερες και με αυτή τη μαθήτρια. Ο Καλλέργης την κοιτάζει έκπληκτος. Το έγραψαν οι εφημερίδες . Η μαθήτρια απέσυρε την καταγγελία και παραδέχτηκε ότι δεν έκανε τίποτα, ότι δεν την παρενόχλησε . Είπε πως πάντα ήταν το πρότυπό της, ο πνευματικός της πατέρας , ζητούσε μάλιστα συγνώμη για το κακό που του προκάλεσε

Η φωνή στο τηλέφωνο ακούγεται σαν να ’ρχεται από άλλο πλανήτη. Ο διευθυντής. Λέει ότι η μαθήτρια απέσυρε την καταγγελία. Παραδέχτηκε, …είπε, ότι ο πατέρας της την κακοποιούσε ….. Την κατάλαβα αμέσως, δεν την κατάλαβα; Γιατί τι ήταν η Άννα ; ‘Ένα παλιοκόριτσο, ένα…ένα παλιοθήλυκο, αυτό ήταν η Άννα. Γι’ αυτό σας αναμένουμε  με πολλή χαρά τη Δευτέρα στο σχολείο. Ο Καλλέργης σωπαίνει, μα η οργή φουντώνει μέσα του. Και τι να πει, δεν έχει τίποτα να πει μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Μένει σιωπηλός. 

Κύριε Καλλέργη σας έχασα… κύριε…

Λυπάμαι, του απαντά, δεν πρόκειται να επιστρέψω. Θα ετοιμάσω την παραίτηση μου. Κλείνει το τηλέφωνο «Άι σιχτίρ, σίχαμα, παλιοκαθίκι εσύ και τ’ άλλα καθοίκια μαζί σου. Οργή που δεν χαρίζεται κανενός.»

Θα μπορούσε να γυρίσει στο σχολείο θριαμβευτής, και μαζί στην κοινωνία του πεθερού του, στην κοινωνία του διευθυντή, και να έχει μαζί του τη τηλεόραση και τη κοινή γνώμη. Όλα όμως πάνω σε ένα νέο θύμα, την Άννα. Αυτή πια δεν είχε να πάει πουθενά, δε θα τη δεχόταν κανένας. Θα ήταν το νέο θύμα, της ίδιας κοινωνίας που πριν λίγο είχε καταπατήσει τον ίδιο.

Η επιστροφή στο χωριό ήταν το πρώτο μεγάλό βήμα του Καλλέργη. Εκεί βρέθηκε σε μια μοναχική δραματική αναζήτηση και κατανόηση του ίδιου του εαυτού του. Η εσωτερική πάλη ότι πιο σημαντικό στη ζωή του ανθρώπου. Το δεύτερο μεγάλο βήμα ήταν η παραίτηση. Αυτή του έδινε την ελευθέρια του. Ήταν η στάση ενός πολίτη ενάντια στο σύστημα. Η δύναμη, που η δοκιμασία του έδινε το δικαίωμα να αποφασίσει και να  ζήσει μια διαφορετική ζωή. Αρχέγονος.

Το μυθιστόρημα του Αιμίλιου δεν αφορά μόνο εμάς εδώ στον μικρό μας κόσμο, αλλά και τον κάθε άνθρωπο που έχει ν’ αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις. Και στην εποχή μας υπάρχουν πολλές και υπάρχουν παντού. Το μυθιστόρημά σου Αιμίλιε  θα μείνει. Θα αγκαλιαστεί από πολλούς ανθρώπους.  Θα επιζήσει. Αυτό από μόνο του θα σημαίνει αναγνώριση της σημασίας και της αξίας του. 

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post