Άγνωστοι θησαυροί του Αγίου Όρους
Η ιστορία δύο χρυσοκέντητων επιμανίκων που έφθασαν στη Μονή Ιβήρων τον 18ο αιώνα από τη μακρινή Καμτσάτκα
Της ΓΙΩΤΑΣ ΜΥΡΤΣΙΩΤΗ*
Τα κίνητρα και τους καημούς της ενδεχομένως δεν θα τα μάθουμε ποτέ, αλλά το όνομά της «μνημονεύεται» εδώ και περίπου 350 χρόνια στην Αγιορείτικη Πολιτεία. Δύο κεντημένα επιμάνικα φέρουν την υπογραφή της, αφιερωμένα στην αθωνική Μονή Ιβήρων.
Θεωρούνται σπάνια ως προς το είδος τους για τη θεματική κατά την εποχή που φιλοτεχνήθηκαν και σε έναν τόπο που οι κάτοικοί του άρχισαν να εκχριστιανίζονται στις πρώτες δεκαετίες του 18oυ αιώνα.
Τα χρυσοκέντητα εκκλησιαστικά κειμήλια, αν και φυλάσσονται στη Μονή Ιβήρων επί τρεισήμισι αιώνες, παρέμεναν άγνωστα στο ευρύ κοινό. Την ιστορία τους ανακάλυψε ο αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους, δρ Νικόλαος Μερτζιμέκης. Μελετώντας την τεχνοτροπία και τα στυλιστικά στοιχεία του κεντημένου έργου και αναζητώντας το ιστορικό, κοινωνικό και θρησκευτικό πλαίσιο, άρχισε να ξετυλίγει το νήμα που συνδέει τις δύο χερσονήσους.
Το πρώτο απεικονίζει το κτιριακό συγκρότημα της Μονής Ιβήρων και το δεύτερο τη χερσόνησο του Αγίου Ορους με εκκλησία στην κορυφή του Αθω. Αν και το «έτος» και η «ημέρα» έχουν φθαρεί, περιμετρικά των παραστάσεων διατηρείται ευανάγνωστος ο μήνας (Μάιος) και η χρυσοκέντητη επιγραφή σε κυριλλικό αλφάβητο, στη ρωσική γλώσσα, η οποία, ξεκινώντας από το πρώτο άμφιο και συνεχίζοντας στο δεύτερο, επιβεβαιώνει ότι «τα παρόντα επιμάνικα κεντήθηκαν στη γη της Καμτσάτκα στο φρούριο Μπολσερέτσκ και αφιερώθηκαν στο Αγιον Ορος από τη Βάσια Φιοντόροβα για τη μνημόνευσή της κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και την άφεση των αμαρτιών της».
Από πού άντλησε τόσο λεπτομερείς πληροφορίες για την εικόνα της μονής ώστε να τη μεταφέρει τόσο αριστοτεχνικά στα κεντημένα ιερά άμφια; Η πιο πιθανή εξήγηση ήταν η παρουσία του μοναχού Ιωαννίκιου Ιβηρίτη στην Καμτσάτκα, όπου εστάλη το 1746 από το μετόχι του Αγίου Νικολάου στη Μόσχα με σκοπό τη συλλογή βοηθημάτων («ζητεία»). «Την εποχή εκείνη το αγιορείτικο μετόχι είχε εξελιχθεί σε τόπο διαμονής όλων των Ελλήνων κληρικών που έφθαναν στη Μόσχα», εξηγεί ο κ. Μερτζιμέκης. «Αντίγραφο της εικόνας φιλοτεχνημένο το 1648 κατόπιν παρακλήσεων του μετέπειτα πατριάρχη Νίκωνα αποτελούσε μεγάλο προσκύνημα στο Βασίλειο της Μοσχοβίας. Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου στεγάστηκε το 1653, παραχωρήθηκε ως μετόχι στη Μονή Ιβήρων από τις ρωσικές αρχές με τίτλους ιδιοκτησίας που εκδόθηκαν επισήμως το 1669 από τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξιο Μιχαήλοβιτς Ρομανόφ».
Μέσα από τα σχέδια αυτά φαίνεται πως άντλησε τις παραστάσεις της η κεντήτρια στο Μπολσερέτσκ, πρωτεύουσα της Καμτσάτκα. Αποτελούσε ήδη από το 1711 ένα από τα σημαντικότερα οχυρά στη δυτική ακτή της χερσονήσου, κόμβος διέλευσης για πολλές αποστολές που ερεύνησαν και μελέτησαν τις Κουρίλες νήσους και το βόρειο τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού.
Το 1705 ο μητροπολίτης Φιλόθεος της επαρχίας Γιακούτσκ έστειλε μια ομάδα ιεραποστόλων με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Μαρτιανό στην Καμτσάτκα με σκοπό τον εκχριστιανισμό των ντόπιων κατοίκων (Kamchadaly).
Πώς όμως έφθασαν τα επιμάνικα από τη μακρινή Καμτσάτκα στην αθωνική Μονή Ιβήρων;
ΦΩΤΟ: mountathosinfos.gr
«Ενα μεγάλο ταξίδι μιας ομάδας ανθρώπων, που είχαν ως αφετηρία το Μπολσερέτσκ το 1770 και τερματισμό τη Γαλλία το 1772, μας βοηθάει να προσεγγίσουμε την απάντηση», αναφέρει ο κ. Μερτζιμέκης. Αφορμή για εκείνο το ταξίδι, εξηγεί, ήταν η εξέγερση εξόριστων κρατουμένων που βρίσκονταν φυλακισμένοι στο Μπολσερέτσκ από το 1770. Οι εκτοπισμένοι, πολιτικοί κρατούμενοι οι περισσότεροι, επαναστάτησαν τον Απρίλιο 1771, κατέλαβαν το πλοίο «Αγιος Πέτρος» και ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς την Ευρώπη. Μεταξύ των επαναστατών συμπεριλαμβάνεται ο τοπικός ιερέας Αλεξέι Ουστιουζάνινοβ (Eleksey Ustyuzhaninov) και ο γιος του, Ιβάν. Οι στασιαστές αγκυροβόλησαν στο πορτογαλικό λιμάνι του Μακάο τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Πούλησαν τον «Αγιο Πέτρο» και αναχώρησαν για τη Γαλλία με άλλο πλοίο.
Το ταξίδι της φυγής κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο. Από τους 70 κρατουμένους, άνδρες και γυναίκες, έφθασαν στη Γαλλία, το καλοκαίρι του 1772, 37 άνδρες και τρεις γυναίκες. Ηταν ο ιερέας ή κάποιος άλλος από τους συνταξιδιώτες που μετέφερε τα επιμάνικα στην Ευρώπη κι από εκεί στο Αγιον Ορος; Ή στο ίδιο καράβι επέβαινε και η Φιοντόροβα; «Ολα τα σενάρια είναι πιθανά, κανένα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε», επισημαίνει ο κ. Μερτζιμέκης. «Τα πρώτα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Cahiers Balkaniques n. 48 (Inalco Presses, Paris 2021) αναδεικνύουν ένα γοητευτικό αφήγημα και υπενθυμίζουν τις μακραίωνες πνευματικές σχέσεις της Αθωνικής Πολιτείας με την Ορθόδοξη Ρωσία».
ΠΗΓΗ: “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Αθηνών