Αγία Σοφία: Ο «εξισλαμισμός» της δεν αναμένεται άμεσα
Γιατί διχάζει τους Τούρκους και ποιος είναι ο «άσος στο μανίκι» του Έρντογαν.
Του Αλέξανδρου Μασσαβέτα*
Το ζήτημα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί έχει ερεθίσει την ελληνική κοινή γνώμη. Στον τύπο, αναλύεται συνήθως υπό το πρίσμα των ελληνικών ευαισθησιών. Έτσι όμως συσκοτίζεται η διχόνοια και οι εντάσεις που προκαλεί στην τουρκική κοινή γνώμη και πολιτική σκηνή. Στις εντάσεις αυτές και τα πολιτικά αδιέξοδα του Έρντογαν βρίσκεται η απάντηση σε δύο βασικά ερωτήματα: Γιατί εκείνος επιμένει στη μετατροπή; Ποια θα είναι η εξέλιξη της υπόθεσης;
Tο βαρύ συμβολικό φορτίο της Αγίας Σοφίας αποτελεί σημείο συλλογικής αναφοράς για την ελληνική κοινωνία. Το κτίσμα, που για 916 χρόνια αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εκκλησία της χριστιανοσύνης και για 482 χρόνια λειτούργησε ως τζαμί, φέρει αντίστοιχο συμβολικό φορτίο και για την τουρκική κοινωνία. Μόνο που στην Τουρκία δεν υφίσταται γενική συμφωνία ως προς το περιεχόμενο του φορτίου αυτού. Διαφορετικοί ιδεολογικοί χώροι έχουν επενδύσει την Αγία Σοφία με το δικό του ο καθένας αφήγημα και σημειολογία. Τα αφηγήματα ουδόλως συμπίπτουν, όπως δεν συμπίπτουν και οι αντίστοιχες επιθυμίες για την τύχη του μνημείου.
Γιατί η Αγία Σοφία διχάζει τους Τούρκους
Για τους ισλαμιστές και τον εθνικιστικό χώρο, ο εξισλαμισμός της Αγίας Σοφίας είναι η ύψιστη και ιερότερη πράξη της Άλωσης (της «Κατάκτησης της Ιστάνμπουλ» κατά την τουρκική ορολογία). Συμβολίζει το πέρασμα της Πόλης από τον ελληνοχριστιανικό στον τουρκοϊσλαμικό κόσμο και το «δίκαιο του ξίφους» του μουσουλμάνου κατακτητή. Για τους κεμαλιστές, από την άλλη, η λειτουργία από το 1934 του μνημείου ως μουσείου κατ’ απόφαση του Ατατούρκ συμβολίζει το πέρασμα της χώρας από τη θεοκρατική Οθωμανική Αυτοκρατορία στην κοσμική Τουρκική Δημοκρατία.
Το έαν η Αγία Σοφία λειτουργεί ως μουσείο ή ως ισλαμικό τέμενος έχει μεγάλη συμβολική σημασία, ακριβώς γιατί απηχεί τη στάση του κράτους έναντι του οθωμανικού παρελθόντος. Ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας αποφάσισε τη μετατροπή της σε μουσείο ως «κίνηση καλής θέλησης» προς την Ελλάδα, υποστηρίζουν πολλοί ιστορικοί. Ακόμη περισσότερο, όμως, ήθελε με την πράξη αυτή να υπογραμμίσει –για πολλοστή φορά– την εκκοσμίκευση του κράτους και την αποδέσμευσή του από τη θρησκεία.
Ο ισλαμικός χώρος ουδέποτε συμβιβάσθηκε με την «εκκοσμίκευση» της Αγίας Σοφίας, όπως δεν συμβιβάστηκε με καμία αλλαγή της κεμαλικής μεταπολίτευσης. Μετά τη λήξη της μονοκομματικής διακυβέρνησης (1923-1950), οι λαϊκιστές πολιτικοί των συντηρητικών κομμάτων προσπαθούσαν πάντοτε να αντλήσουν πολιτικό κεφάλαιο από τις «ισλαμικές ευαισθησίες». Στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές της χώρας (1950), το Δημοκρατικό Κόμμα του Αντνάν Μεντερές θριάμβευσε ακριβώς χάρη στην ψήφο των θρήσκων. Τους είχε υποσχεθεί πως θα επαναφέρει το κάλεσμα του μουεζίνη από την τουρκική πίσω στην αραβική γλώσσα, ακυρώνοντας σχετική απόφαση του Ατατούρκ. Η επαναφορά ήταν από τις πρώτες πράξεις της νέας διοίκησης.
Ως τη δεκαετία του 1970 και την εμφάνιση του «πολιτικού Ισλάμ», ωστόσο αίτημα για επαναφορά της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία δεν είχε διατυπωθεί δημοσίως. Τη δεκαετία εκείνη, στελέχη του ισλαμικού κινήματος –μεταξύ αυτών και ένας νεαρός τότε Ταγίπ Έρντογαν– άρχισαν να διαδηλώνουν τακτικά μπροστά στην Αγία Σοφία, ζητώντας να τους επιτραπεί η προσευχή εντός του μνημείου. Για την εκλογική βάση τόσο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Έρντογαν, όσο και του κυβερνητικού εταίρου του, του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ), ο επανεξισλαμισμός της Αγίας Σοφίας αποτελεί διακαή πόθο. Νεολαίες ακροδεξιών κομμάτων έχουν κατά καιρούς εισβάλλει και προσευχηθεί στον ναό. Δεκάδες τζαμιά Τούρκων μεταναστών στην Ευρώπη φέρουν το όνομα «τζαμί Αγία Σοφία».
Για τους ισλαμιστές, η επάνοδος της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία θα επισφραγίσει αυτό που αποκαλούν «Δεύτερη Κατάκτηση της Ιστάνμπουλ». Ο όρος –που προκαλεί ρίγη στους κεμαλιστές και τη φιλελεύθερη διανόηση– υποδηλώνει τον εξισλαμισμό του δημοσίου χώρου και βίου. Η Πόλη και η χώρα πέρασε, μετά την κεμαλική επανάσταση, στα χέρια άθεων και «βγήκε από την φυσική ιστορική της πορεία», ισχυρίζονται. «Δεύτερη Κατάκτηση» σημαίνει, συνεπώς, επιστροφή στις τουρκο-ισλαμικές ρίζες. Οι ισλαμιστές ανανεώνουν το κάλεσμά τους για τη «Δεύτερη Κατάκτηση» κάθε 29η Μαΐου, οπότε πραγματοποιούνται πομπώδεις εορτασμοί για την Άλωση.
Το κόμμα του Έρντογαν και το «δίκαιο του ξίφους»
Από την άνοδό του στην εξουσία το 2002, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει προβεί σε σειρά ενεργειών, προς τέρψιν της εκλογικής του βάσης. Μέχρι πρόσφατα, δεν συζήτησε επισήμως τη μετατροπή της ίδιας της Αγίας Σοφίας σε τέμενος. «Έκλεισε το μάτι», ωστόσο, στους οπαδούς του μετατρέποντας σε τεμένη τρεις άλλες βυζαντινές Αγίες Σοφίες, που λειτουργούσαν ως μουσεία. Πρώτο θύμα ήταν η μικρή Αγία Σοφία της Βιζύης στην Ανατολική Θράκη, που μετετράπη από μουσείο σε τζαμί το 2007 με την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασής της. Δεύτερη μετατροπή ήταν της Αγίας Σοφίας της Νίκαιας (Ίζνικ) το 2011, λίγα χρόνια μετά την περάτωση της αποκατάστασής της. Τρίτη ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, το 2013, ναού της κομνήνειας περιόδου ξακουστού για τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες του.
Και στις τρεις περιπτώσεις η μετατροπή πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστικά από τις αρχές, χωρίς να ερωτηθεί η τοπική κοινωνία. Στη Νίκαια και την Τραπεζούντα σημειώθηκαν διαμαρτυρίες, καθώς η απόφαση έπληξε τον τουρισμό καθιστώντας δυσκολότερη την επίσκεψη στα γνωστότερα μνημεία των πόλεων. Στην Τραπεζούντα, μάλιστα, σημειώθηκαν καταστροφές στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες του ναού: κάρφωσαν στους τοίχους δοκάρια για να κρύβουν τον εικονογραφικό διάκοσμο με πανιά την ώρα της προσευχής (στους μουσουλμάνους δεν επιτρέπεται η τέλεσή της σε χώρο με παραστάσεις μορφών). Ο ισλαμιστικός τύπος δεν έκρυβε τη χαρά του, διατρανώνοντας πως οι τρεις μετατροπές ήταν προάγγελος του εξισλαμισμού της «μεγάλης συνονόματης».
Μικρά βήματα «εξισλαμισμού» έχουν σημειωθεί και σε αυτήν ήδη από το 1991, όταν επετράπη η τέλεση ισλαμικής προσευχής σε παρακείμενο οθωμανικό κτίσμα εντός του συγκροτήματος. Από το 2013, το κάλεσμα του μουεζίνη ακούγεται από τους τέσσερις μιναρέδες της Αγίας Σοφίας, ενώ το 2016 τοποθετήθηκε εκεί ιμάμης. Ο ίδιος ο Έρντογαν διάβασε προσευχή εντός του ναού το 2017, ενώ κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την «Κατάκτηση της Πόλης» φέτος διαβάσθηκε πάλι προσευχή εντός του ναού. Στις έντονες διαμαρτυρίες του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Μεβλιούτ Τσαούσογλου απήντησε πως η Αγία Σοφία αποτελεί περιουσία της Τουρκικής Δημοκρατίας και ότι «κατακτήθηκε». Ο Ταγίπ Έρντογαν, πάλι, δήλωσε πως «αποδόθηκε» στους Μουσουλμάνους ως «δίκαιο της κατάκτησης».
Πρόσφατα ο ευθυγραμμισμένος με το καθεστώς δημοσιογράφος Μουράτ Μπαρντακτσί έκανε λόγο για «το δίκαιο του ξίφους» που αναγνωρίζει το Ισλάμ. Βάσει αυτού, η επαναφορά της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία επιτάσσεται, καθώς αυτή αποτελεί το σύμβολο της κατάκτησης της ίδιας της Πόλης. Προφανώς, η λογική της κατάκτησης, βασική πράγματι αρχή της ισλαμικής σαρία, έχει διαποτίσει το σημερινό καθεστώς και τους υποστηρικτές του. Πολλοί, φυσικά, διαφωνούν με την προσέγγιση αυτή. Ο γνωστός ιστορικός Ιλμπέρ Ορταϊλί, τέως διευθυντής του μουσείου του Τοπ Καπί, προειδοποίησε πως η Αγία Σοφία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πολιτικό όχημα.
«Άσος στο μανίκι» του Έρντογαν
Νέα τροπή πήρε η υπόθεση με την απόφαση του 10ου τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας της Τουρκίας, στις 2 Ιουλίου. Σε αυτό είχε προσφύγει ο «Σύλλογος Προστασίας Ιστορικών Μνημείων και Περιβάλλοντος», που κατευθύνεται από το κυβερνών κόμμα. Στην προσφυγή του, ο σύλλογος ισχυρίσθηκε πως η Αγία Σοφία αποτελούσε προσωπική περιουσία του Πορθητή. Συνεπώς το υπουργικό συμβούλιο δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει την πράξη του 1934, που τη μετέτρεπε σε μνημείο, καθώς αντέβαινε στη θέληση του Πορθητή. Παράλληλα, ο σύλλογος ισχυρίσθηκε πως η υπογραφή του Ατατούρκ στην εν λόγω πράξη είναι πλαστή! Ζητούσε από το δικαστήριο να την ακυρώσει και να άρει το νομικό κώλυμα για την επαναφορά της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία.
Ο εισηγητής του δικάζοντος τμήματος υποστήριξε πως η υπογραφή του Ατατούρκ στην πράξη είναι γνήσια και πως η απόφαση του 1934 ελήφθη σύννομα. Σημείωσε πως, όπως το 1934 η απόφαση μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε μουσείο ελήφθη από το υπουργικό συμβούλιο και όχι από τη δικαιοσύνη, αντίστοιχα σήμερα το υπουργικό συμβούλιο (και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως επικεφαλής του) είναι μόνο αρμόδιο για τη λήψη απόφασης που θα αλλάζει τη χρήση του μνημείου. Έτσι, ζήτησε από το δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή. Μετά από συζήτηση 17 μονάχα λεπτών, το δικάζον τμήμα έληξε τη διαδικασία, ανακοινώνοντας πως θα εκδώσει απόφαση εντός δεκαπέντε ημερών.
Η εξέλιξη δεν εξέπληξε πολλούς στην Τουρκία. Χρησιμοποιώντας την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 ως πρόσχημα, ο Έρντογαν προέβη σε άνευ προηγουμένου άσκηση κοινωνικής μηχανικής, απολύοντας δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους από τον ευρύτερο κρατικό τομέα και στελεχώνοντάς τον με «ημετέρους». Έτσι, το καθεστώς ελέγχει σήμερα πλήρως τη δικαιοσύνη. Η γενική πεποίθηση είναι πως το Συμβούλιο Επικρατείας θα αποδεχθεί τη θέση του εισηγητή. Θα θεωρήσει δηλαδή πως είναι το ίδιο αναρμόδιο, και το υπουργικό συμβούλιο αρμόδιο, για την όποια ακύρωση της πράξης του 1934. Αυτό ακριβώς επιθυμεί και ο Έρντογαν. Η απόφαση, που αναμένεται σε δύο εβδομάδες, θα είναι συνεπώς μία «κατά παραγγελία» εκχώρηση αρμοδιότητας στον Τούρκο μονοκράτορα, που θα υπογραμμίζει την πολιτική του ισχύ και τον ρυθμιστικό του ρόλο.
Στο εύλογο ερώτημα γιατί σημειώνεται έντονη κινητικότητα στο ζήτημα της Αγίας Σοφίας ειδικά τώρα, η απάντηση βρίσκεται φυσικά στις πολιτικές περιπέτειες του προέδρου. Η χώρα βρίσκεται σε σοβαρή συναλλαγματική κρίση από το 2018, κατάσταση που επιδείνωσε ακόμη περισσότερο η πανδημία. Η οικονομία ήταν το δυνατότερο χαρτί του Έρντογαν και η κρίση του κόστισε σημαντικά σε δημοτικότητα: το κυβερνών ΑΚΡ έχασε την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα στις δημοτικές εκλογές του 2019. Ο Έρντογαν δέχεται συνεχείς επικρίσεις από τα άλλοτε κορυφαία στελέχη του που ίδρυσαν δικά τους κόμματα, τον πρώην υπουργό Αλί Μπαμπατζάν και πρώην πρωθυπουργό Αχμέτ Νταούτογλου, ιδίως σε θέματα οικονομίας, εξωτερικής πολιτικής, διαφθοράς και πολιτικού αυταρχισμού. Προερχόμενοι από τον ίδιο πολιτικό χώρο, αντιπροσωπεύουν έναν σοβαρό κίνδυνο διαρροής ψηφοφόρων από το ΑΚΡ και το ΜΗΡ – που τα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης απέτυχαν να προσελκύσουν.
Η υπόθεση της Αγίας Σοφίας δεν είναι λοιπόν παρά ένα σχέδιο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα φλέγοντα προβλήματα της οικονομίας και του πολιτικού αυταρχισμού. Ταυτόχρονα, συσπειρώνει την εκλογική βάση του ΑΚΡ (θρησκόληπτες λαϊκές μάζες) και του ακροδεξιού κυβερνητικού εταίρου ΜΗΡ. Ήδη, η κινητικότητα στο «εθνικά / ισλαμικά ευαίσθητο» ζήτημα αύξησε τη δημοτικότητα του προέδρου. Η απόφαση του δικαστηρίου θα του δώσει, καθώς φαίνεται, ένα πολύτιμο διαπραγματευτικό χαρτί, το οποίο θα χρησιμοποιήσει σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο.
Οι διεθνείς αντιδράσεις που ήδη άρχισαν να σημειώνονται, με παρεμβάσεις από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Ρωσία και φυσικά την Ελλάδα για τη συνέχιση του υφισταμένου καθεστώτος του μνημείου, δίνουν στον Έρντογαν ευκαιρία να προβληθεί ως υπέρμαχος των εθνικών συμφερόντων. Σε δηλώσεις του επανειλημμένα τόνισε πως η λήψη της όποιας σχετικής απόφασης συνιστά ζήτημα εθνικής κυριαρχίας. Στο εσωτερικό μέτωπο, πάλι, η Αγία Σοφία είναι το μόνο χαρτί «ισλαμικής ευαισθησίας» που του απομένει, προκειμένου να συσπειρώσει τον εθνικιστικό – θρησκόληπτο χώρο.
Πολλά άλλα ζητήματα που ενδιέφεραν τους ισλαμιστές επιλύθηκαν κατά τη μακρά διακυβέρνηση υπό το ΑΚΡ. Έτσι, η απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας, κληρονομία της «παλαιάς» κεμαλικής Τουρκίας, στα πανεπιστήμια και τα σχολεία έλαβε τέλος. Η συνεργασία με το Ισραήλ, παρότι δεν καταργήθηκε πλήρως, υποβαθμίσθηκε σημαντικά. Η παιδεία «αναμορφώθηκε» προς την κατεύθυνση της τόνωσης του θρησκευτικού αισθήματος. Πολλά σύμβολα του κεμαλικού κράτους καθαιρέθηκαν και το αποτύπωμα του Ισλάμ στον αστικό χώρο έγινε πολύ εντονότερο, με την κατασκευή τζαμιών τερατώδους μεγέθους. Τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ περιορίσθηκαν.
Ακριβώς επειδή η Αγία Σοφία είναι το τελευταίο χαρτί «ισλαμικής ευαισθησίας» στη «νέα Τουρκία» που έκτισε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, ο Έρντογαν δεν αναμένεται να το κάψει σύντομα. Θα το κρατήσει, άσο στο μανίκι, για το βγάζει στο τραπέζι όποτε αντιμετωπίζει πολιτικές πιέσεις στο εσωτερικό ή θέλει να εκβιάσει παραχωρήσεις στο εξωτερικό. Η όλη συζήτηση θα μας απασχολήσει για καιρό, για όσο καιρό τουλάχιστον ο Έρντογαν και το ΑΚΡ θα παραμένουν στο τιμόνι της γειτονικής χώρας.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
Πηγή: athensvoice.gr