Η Τουρκία του Εντογάν
Η Τουρκία μεταμορφώνεται ή μάλλον παραμορφώνεται καθημερινά.
Του Αλέκου Παπαδόπουλου*
«Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ» Αυτός είναι ο τίτλος, ο οποίος χρησιμοποιείται ευρύτατα από Τούρκους και ξένους αρθρογράφους και συγγραφείς, που επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τη σημερινή Τουρκία. Μια Τουρκία άγνωστη και άσχετη με το χθες της. Άσχετη με τους στόχους του ιδρυτή της Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Μια χώρα που μεταμορφώνεται ή μάλλον παραμορφώνεται καθημερινά.
Και ενώ είναι ξεκάθαρο το προς τα πού καθοδηγεί ο Ερντογάν την Τουρκία, ασφαλώς και είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς, όσο και αν διακρίνεται ως έμπειρος αναλυτής, πού θα καταλήξει.
Διακεκριμένη συγγραφέας και δημοσιογράφος η Ετζέ Τεμελτουράν, που συγγράφει και αρθρογραφεί σήμερα στο εξωτερικό, φοβούμενη προφανώς για λόγους προσωπικής ασφάλειας, να επιστρέψει στην πατρίδα της, ομιλεί σε πρόσφατο βιβλίο της για παραφροσύνη, αλλά και μια διάχυτη μελαγχολία σε όλη τη χώρα. Έτερος πάλι καταξιωμένος και αυτός πολιτικός αναλυτής ο Αχμέτ Ινσέλ τολμά, έστω και με υπονοούμενα, να ισχυρισθεί ότι ο Ερντογάν από το δημοκρατικό όνειρο βαίνει προς την αυταρχική εκτροπή.
Και δρα η Τεμελτουράν στο εξωτερικό, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι συνάδελφοί της, δεδομένου ότι η ελευθερία λόγου, γραπτού και προφορικού, ενταφιάσθηκε στην Τουρκία την επομένη του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου του ’16, με τις επανειλημμένες δε παρατάσεις του νόμου έκτακτης ανάγκης, ριζώνεται πλέον το επιθυμητό του νικητή καθεστώς.
Το αναμφισβήτητο είναι ότι επιχειρείται σε όλη τη χώρα μια ουσιαστική, μια καθολική μεταμόρφωση ή μάλλον παραμόρφωση, το δε και κυριότερο ενώ ως χθες ουδείς αμφισβητούσε τη θέση της στη δύση, κανείς πλέον μπορεί να μας διαβεβαιώσει με την ερμαφρόδιτη πολιτική που ακολουθείται, πού θέλει να ανήκει η Τουρκία.
Πρόχειρο παράδειγμα και είναι πολλά, πάρα πολλά τα σχετικά παραδείγματα. Η φωτογραφία μαθητικής επίδειξης στην πόλη Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας, που μας μεταφέρει στο 1950, που εμφανίζονται οι κορασίδες με σορτς. Εμφάνιση ασύλληπτη για σήμερα, όχι σε πόλη της Ανατολίας, αλλ’ ούτε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου αυξάνονται και πληθύνονται οι μαντηλοφόρες.
Συγκεκριμένα ο Ερντογάν θέλει να παραμένει η χώρα του στο ΝΑΤΟ, αλλά και να είναι ο στενότερος σύμμαχος της Ρωσίας στη Δύση. Θέλει να εξοπλίζεται από τη Ρωσία, θέλει να ακολουθεί αυτόνομο πολιτική, αλλά θέλει και να είναι στενός συνεργάτης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Θέλει να έχει στενές σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά και να λέει ότι η Κριμαία ανήκει στην Ουκρανία. Θέλει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και να βάλλει κάθε τόσο κατά της Γερμανίας, όσο και εναντίον άλλων μελών της, άλλοτε διαμαρτυρόμενος, άλλοτε παραπονούμενος και συνήθως υβρίζων και απειλών ποικιλοτρόπως τους πάντες, θαυμαστής του εαυτού του ενώπιον ενός μεγεθυντικού καθρέπτη.
Ένα είναι όμως το συμπέρασμα. Και προβάλλεται τούτο από την εν γένει πολιτική του Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν, που, κατά γενική πλέον διαπίστωση, προσπαθεί να ισορροπήσει επάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, ακολουθώντας σε όλους τους τομείς μια προσωπική και όχι εθνική πολιτική.
Παρακολουθώ πάντοτε με ενδιαφέρον τις εκάστοτε εξελίξεις στην Τουρκία. Γεννημένος στην Πόλη που θεωρώ και είναι άλλωστε πατρίδα μου, προσπαθώ να αξιοποιώ από πλευράς μου κι με όσα μέσα και γνώσεις διαθέτω, κάθε γεγονός και κάθε είδηση που προέρχεται από τη γείτονα.
Αφενός γιατί είναι δίπλα μας ως χώρα και κυρίως ως προς τον πληθυσμό της που προσεγγίζει τα 80 εκατομμύρια. Και καθένας που είναι προικισμένος, έστω και με στοιχειώδη λογική, πρέπει αν όχι να θλίβεται, ασφαλώς όμως να ανησυχεί και να προβληματίζεται, όταν η διπλανή του χώρα οδεύει προς το άγνωστο, με όλες τις ενδεχόμενες συνέπειες μιας ακραίας κατάληξης ή έστω και προσωρινής ανωμαλίας.
Προσωπικά, και το ομολογώ απερίφραστα, ανήκω στην κατηγορία αυτών που είχαν πιστέψει στον σημερινό Πρόεδρο της Τουρκίας. Είχα χειροκροτήσει την ανάδειξη του Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν, από το «πουθενά» στο πρωθυπουργικό αξίωμα της χώρας του. Τις προθέσεις του, τις υποσχέσεις του, τις αρχές που διεκήρυττε και εφάρμοζε. Όχι μόνο στα πρώτα, αλλά και στα επόμενα βήματα της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Αναγνώριζα στο πρόσωπό του τον διάδοχο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, που θα τελειοποιούσε και θα ολοκλήρωνε το έργο εκείνου, στα αχνάρια του και στο πλαίσιο μιας σύγχρονης και προοδευτικής δημοκρατίας. Επικρότησα ακόμη, την τακτική που φαινόταν αποφασισμένος να ακολουθήσει στα χρόνια αιτήματα των Κούρδων και την ανταλλαγή απόψεων που είχε επιχειρηθεί με τον από το 1999 έγκλειστο στη νήσο Ιμραλή, ισοβίτη ηγέτη τους Αμπντουλλάχ Οτζαλάν.
Αίφνης όμως αλλάζει πορεία. Η αλλαγή αυτή αρχικά είναι βαθμιαία. Ορισμένοι την αποδίδουν στα πρώτα συμπτώματα μιας μέθης της εξουσίας. Στη συνέχεια όμως γίνεται λόγος για το «σύνδρομο της ύβρεως», όπως χαρακτήρισε ανάλογες περιπτώσεις ο Βρετανός πολιτικός και συγγραφέας, Ντέιβιντ Ουέν, ο οποίος μάλιστα και σε μια φάση διετέλεσε και υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας. Λεπτομερής ανάλυση της συγκεκριμένης πάθησης, γίνεται στο βιβλίο του με τίτλο «The Hubris Syndrome». Σύνδρομο, που είχε διαγνωσθεί και στον Ξέρξη, του οποίου ως αναφέρεται, η αλαζονεία είχε υπερβεί κάθε όριο.
Υποστηρίζει, λοιπόν, ο Ουέν ότι η εξουσία επιφέρει αλλαγές στον χαρακτήρα των ατόμων, όταν οι όποιες επιτυχίες και διακρίσεις τους ενισχύουν την αυτοπεποίθησή τους σε σημείο να θεωρούν εαυτούς αλάθητους και να αψηφούν τις εισηγήσεις των στενών συνεργατών τους, να τους απομακρύνουν από το στενό τους περιβάλλον και να τους αντικαθιστούν συνήθως με άλλους, γνωστούς ως «yes man».
Θα αναφερθώ όμως και σε ένα άλλο άρθρο που φέρει την υπογραφή του Έλληνα καθηγητού καρδιολογίας Χριστόδουλου Στεφανίδη, ο οποίος υπενθυμίζει στους φιλίστορες ότι της αυτής πάθησης θα έπασχε μάλλον και ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος, όταν το 328 π.Χ. βρισκόταν στη Σαμαρκάνδη την πρωτεύουσα της Σαγδιανής, σκότωσε με τη λόγχη του τον Μακεδόνα στρατηγό Κλείστο, παρότι στον Γρανικό ποταμό αυτός του είχε σώσει τη ζωή και ήταν από τους πλέον έμπιστους συντρόφους του. Απλά και μόνο επειδή σε αντίθεση με τους αυλοκόλακές του, που τον είχαν πείσει ότι έχει θεϊκή καταγωγή, τόλμησε να αντιπαρατεθεί, θυμίζοντάς του ότι ήταν γιος του Φιλίππου και όχι του Άμμωνα Δία. Ο μόνος δε τρόπος ίασης των πασχόντων της εν λόγω κατηγορίας, καταλήγει ο Έλληνας καθηγητής, είναι η απομάκρυνσή τους από την εξουσία με την ψήφο του λαού.
Βεβαίως, ο Ερντογάν απολαμβάνει σήμερα της εμπιστοσύνης και της αγάπης μιας μεγίστης μερίδας, ίσως και της πλειοψηφίας του τουρκικού λαού. Κατέλαβε επάξια το ύψιστο αξίωμα στη χώρα του. Λογικά θα έπρεπε ίσως να έχει κορέσει κάθε του δίψα. Επί δεκατέσσερα χρόνια στην εξουσία ως Πρωθυπουργός και Πρόεδρος από το 2014 και προγενέστερα ως Δήμαρχος Ισταμπούλ γνώρισε τιμές που κανείς άλλος δεν έχει αξιωθεί σε χώρα δημοκρατική. Και όμως δεν εννοεί να περιφράξει τη φιλοδοξία του. Διεκδικεί και άλλα και άλλα και πρώτιστα θέλει να γίνει ο «απόλυτος άρχων» της χώρας του του χθες και του σήμερα, αποκαθηλώνοντας ακόμη και αυτόν τον αναμορφωτή της Τουρκίας και ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, που ενώ μέχρι πρότινος ουδείς τολμούσε να αμφισβητήσει, σήμερα συμβαίνει το αντίθετο, όταν εκτός των άλλων και ο ίδιος τον κρίνει και τον επικρίνει δημόσια.
Δεδομένου ότι τα χαρίσματά του ήταν πανθομολογούμενα, γενικεύεται σήμερα το ερώτημα, για ποιο λόγο, ενώ θα μπορούσε να δοξασθεί και να σκιάσει ακόμη, με έργα και όχι με λόγια και όνειρα επιστημονικής φαντασίας τον ιστορικό προκάτοχό του, κάνει όνειρα τρελά, όπως χαρακτήρισε και ο ίδιος σαν αυτό της διώρυγας που θέλει να κατασκευάσει και να εκτείνεται παράλληλα με τον Βόσπορο. Τι και αν καταστρέψει τον αρχαιολογικό θησαυρό της χαμένης εδώ και εκατοντάδες χρόνια, παραθαλάσσιας βυζαντινής πόλης της Βαθονείας; Τι και αν θα μετατρέψει ένα τέτοιο έργο σε νησί το ευρωπαϊκό τμήμα της Πόλης, ίσως δε και να έχει σοβαρές περιβαλλοντολογικές καταστροφές; Τι και αν έχουν ξεσηκωθεί αρχαιολόγοι και επιστήμονες, εδώ και μερικά χρόνια αποφάσισε να ακολουθήσει και κατά γράμμα ακολουθεί μια διαφορετική τακτική, διχαστική, παρεξηγήσιμη, που τελικά ίσως και να αποδειχθεί αναποτελεσματική.
Δεν θα υιοθετήσω τα όσα λέγονται και γράφονται, άλλα στο προσκήνιο και άλλα στο παρασκήνιο, αναφορικά με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Εξάλλου, είναι γεγονός ότι μέχρι και σήμερα ουδείς μπόρεσε να μας διαβεβαιώσει τεκμηριωμένα ποιος ήταν ο οργανωτής του. Ο ίδιος το αποδίδει στην αδελφότητα «Χιζμέτ», που ίδρυσε ο αυτοεξόριστος στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και κατά βάθος μέντοράς του Φετουλλάχ Γκιουλέν. Άλλοι στην Αμερική δια της CIA και άλλοι σε προβοκάτσια, με στόχο τη φίμωση κάθε αντίπαλης φωνής, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των Κεμαλικών και των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.
Προβληματισμένος από το κενό, που προέκυψε στις σχέσεις του με την Αμερική, φρόντισε έγκαιρα να στραφεί προς τη Ρωσία. Ποιός όμως μπορεί σήμερα να του εγγυηθεί την υποστήριξη του Πούτιν, αν πραγματωθεί η προσέγγιση των δύο υπερδυνάμεων, Αμερικής και Ρωσίας, ιδίως δε αν αληθεύουν οι έντονα αιωρούμενες φήμες ότι στα παρασκήνια έχουν καταλήξει σε μια νέα Γιάλτα.
Σήμερα, έστω και αν κόπασαν, που όπως αποδείχθηκε προ ημερών με τις νέες ομαδικές συλλήψεις δεν έχουν κοπάσει οι εκκαθαρίσεις που πραγματοποιεί το καθεστώς του Ερντογάν, οι διωχθέντες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016 στις τάξεις των ενστόλων, της δικαιοσύνης και της παιδείας υπερβαίνουν τις 150.000, ουδείς δε μπορεί να ισχυρισθεί, ότι δεν είναι διχασμένος ο τουρκικός λαός.
Παράλληλα, παραμένουν φλέγοντα στην ουσία, τα μέτωπα στη Συρία και στο Ιράκ, όσο και αυτό με τους Κούρδους γενικά, όπως δε ομολόγησαν στο Σότζι της Ρωσίας, τόσο ο ηγέτης του Ιράν Χασάν Ρουχανί όσο και ο Πούτιν, είναι αποφασισμένοι να τηρήσουν την υπόσχεση που έδωσαν σε αυτούς, όταν μάχονταν κατά του δήθεν ισλαμικού κράτους στα εδάφη της Συρίας, σε πλήρη αντίθεση όλα τα παραπάνω με το σύνθημα του Ατατούρκ «Ειρήνη στην Πατρίδα, ειρήνη στον Κόσμο».
Και αν επαληθευθεί τελικά το όνειρό του και μετά τις προσεχείς εκλογές που θέλει να επισπεύσει προ της αρχικής ημερομηνίας, ανήσυχος για οποιαδήποτε εξέλιξη, την επομένη θα μεταβιβασθεί αυτόματα σε αυτόν στο σύνολό της η εκτελεστική εξουσία. Που σημαίνει ότι θα μπορεί ο Ερντογάν να κυβερνά με διατάγματα, να αποφασίζει μόνος του για τον προϋπολογισμό του κράτους, να διαλύει την Εθνοσυνέλευση, να κηρύσσει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, να διορίζει τους δικαστικούς λειτουργούς, τους πρυτάνεις και τα πρυτανικά συμβούλια, αλλά και να διατηρεί επιπλέον την ηγεσία του Κόμματός του, παραμένοντας στη θεωρία μόνον, Πρόεδρος σύσσωμου του τουρκικού έθνους.
Πάντα ταύτα υπό την προϋπόθεση μιας ανθηρής οικονομίας, ενώ όμως ήδη τα οικονομικά της χώρας επίμονα εκπέμπουν του κινδύνου το σήμα. Το δολάριο για παράδειγμα που πίστευε ο Ερντογάν ότι το 2018 θα ισοδυναμούσε με 1,98 λίρες Τουρκίας, όλως αντίθετα σήμερα ισοδυναμεί με 4 λίρες, χωρίς να μπορεί να προβλέψει κανείς πού θα έχει φθάσει του χρόνου.
Και πώς πάλι θα πληρωθούν με τα νέα δεδομένα στη λήξη τους τα υφιστάμενα δάνεια, πώς θα πληρωθούν οι πύραυλοι S-400 που αγοράζει από την Ρωσία, πού θα εξευρεθούν τα δισεκατομμύρια που θα οφείλει για την πυρηνική βάση που θέλει να αποκτήσει στο Ακκογιού, καθώς και τα άλλα μεγαλεπήβολα έργα που οραματίζεται σε μια Τουρκία, που, ενώ προ ετών ήταν αυτάρκης σε όλους τους τομείς, σήμερα αντιμετωπίζει τεράστια κενά και εισάγει ακόμη και το κρέας απ’ αλλού.
Και ενώ βοά ο κόσμος σε διεθνές επίπεδο για την άμεσο σχέση του Τουρκο-Ιρανού κομπιναδόρου, Ρεζά Ζαρράμπ, με το στενό περιβάλλον και με υπουργούς του Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν ( θεωρείται δε πιθανόν οι συλλήψεις τόσο του αμερικανού πάστορα όσο και του προξενικού υπαλλήλου στην Τουρκία, να έχουν γίνει για να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός απελευθέρωσής του), έχει διαμορφωθεί η εντύπωση ότι είναι αμιγώς προσωπικά τα κίνητρα του Τούρκου Προέδρου, που οδήγησαν σε αδιέξοδο τις σχέσεις της χώρας του με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Σχέσεις που πιθανόν να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο, αν ο συγκεκριμένος υπόδικος προβεί την 4η Δεκεμβρίου σε ομολογίες, που την απήχησή τους από τώρα επιχειρεί να προλάβει.
Άσχετα όμως με όλα τα παραπάνω, μια σκέψη, ή μάλλον ένας προβληματισμός που θα ήθελα να διατυπώσω, είναι ο συσχετισμός της φιλοπατρίας του Ερντογάν, που καθημερινά πομπωδέστατα προβάλλει με την ημερομηνία λήξης του βίου του.
Δεδομένου ότι ουδείς μας είναι αθάνατος, έχει μήπως αναλογισθεί τι θα γίνει, αν ο όποιος διάδοχός του δεν διαθέτει τα προσόντα, που πιστεύει ότι έχει εκείνος, δεν μπορεί να σαγηνεύει ή να παραπλανά τα πλήθη, που φαίνεται να επηρεάζει σήμερα, ώστε και να επωμισθεί τις εξουσίες και τις ευθύνες του «απολύτου άρχοντα» που επιδιώκει και επιμένει να επωμισθεί εκείνος.
*Ο Αλέκος Παπαδόπουλος σε νεαρότατη ηλικία υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας “ΕΜΠΡΟΣ”, που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την μετοίκησή του στην Αθήνα ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο “ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ”. Επίσης, είναι συγγραφέας βιβλίων.
-Τα ενυπόγραφα κείμενα εκφράζουν τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα τους.