Η λατρεία του Αγίου Ηρακλειδίου
*«ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΝΗΜΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ(1)
*ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΙΟ Γ’ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Της δρ. Ελένης Προκοπίου
Εκλεκτοί συνάδελφοι κυρίες και κύριοι, ευχαριστώ θερμά το Διοικητικό Συμβούλιο της Βυζαντινολογικής Εταιρείας Κύπρου, καθώς και την Επιστημονική και Οργανωτική Επιτροπή του συνεδρίου για την τιμή παραχώρησης αυτού του βήματος και ιδιαίτερα τον Πρόεδρο καθ.κ. Αντρέα Φούλια για την επίμονη έκφραση θερμής πρόσκλησης. Θα αξιοποιήσω την ευκαιρία, για να σας παρουσιάσω τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από την πρόσφατη έρευνα για το αρχαιότερο χριστιανικό μνημείο της νήσου, τον τάφο και το Καθολικό της Μονής του Αγίου Ηρακλειδίου 2, συνδυασμένα με μία συγκεντρωτική επανεξέταση στοιχείων από παλαιότερες έρευνες του κ. Παπαγεωργίου και της κ. Χατζηχριστοφή, τους οποίους ευχαριστώ για την άδεια χρήσης. Όλα αυτά τα στοιχεία, μπορούν πλέον να αποδώσουν μία πληρέστερη εικόνα για την μνημειοποίηση της λατρείας γύρω από τον τάφο του μεγάλου αυτού αγίου, του πρώτου Επισκόπου Κύπρου και Ταμασού, που χειροτόνησαν οι Απόστολοι Παύλος, Βαρνάβας και Μάρκος στο νησί .
Η δυσχιλιετής ιστορία αυτής της λατρείας αναπτύχθηκε γύρω από έναν θαλαμοειδή τάφο 3, εν είδει σπηλαίου , με δρόμο και σκαλιά, ο οποίος είναι λαξευμένος στο φυσικό πέτρωμα της περιοχής, και στον οποίον είχε διασωθεί κατά χώραν μία μαρμάρινη λάρνακα, την οποίαν 4 η ζωντανή παράδοση, τιμούσε πάντοτε ως το σημείο ταφής του Αγίου Ηρακλειδίου. Στον πολύ κόσμο, και κυρίως τον αρχαιολογικό, γνωστοποιήθηκε μετά την αποκάλυψη της βόρειας εισόδου το ΄65. Σύμφωνα με μεταγενέστερο κείμενο του βίου του 5ου αιώνα, το σπήλαιο στο οποίο ετάφη ο Αγιος ήταν και τόπος συνάντησης του ιδίου με τον Απόστολο Βαρνάβα, αλλά και ο τόπος της χειροτονίας του 5. Η περιγραφή του κειμένου υποδεικνύει ότι ήταν παράλληλα και ένας υπόσκαφος ναός, συνδυασμένος με τόπο διαμονής, στον οποίον ο άγιος συναντούσε τους αποστόλους και τους μαθητάς του, φύλασσε τα ταφικά του ενδύματα και τελούσε μυστήρια
Είναι χωροθετημένος στη βορειο δυτική πλαγιά του λόφου Λαμπέρτης, στον οποίον αναπτύχθηκε το νεκροταφείο του αρχαίου Βασιλείου της Ταμασσού. Τάφος με ταυρόσχημο ρυτό της Ύστερης Εποχής του χαλκού 6, βρέθηκε εντός του καθολικού και υποδηλώνει τη μακραίωνη χρήση της περιοχής ως νεκροταφείου.
Διερευνητική τομή , στο κέντρο του θαλάμου 7, υπέδειξε την αναγκαιότητα συμπληρωματικής ανασκαφής, αφού διαπιστώθηκε ότι ο βράχος δεν ήταν σε όλη την έκταση του θαλάμου στη στάθμη έδρασης της λάρνακας του αγίου, όπως είχε υποδειχθεί στην αρχική αποτύπωση 8. Η ανασκαφή επιβεβαίωσε την ύπαρξη στον βόρειο θάλαμο ενός στενού διαδρόμου σε χαμηλότερη στάθμη στον άξονα Ανατολής-Δύσης, πάνω από τον οποίον υπήρχε λαξευτή χαμηλωμένη καμάρα, με βαθμίδες καθόδου προς αυτόν από το στόμιο της δυτικής πλευράς 9. Κατάλοιπο βραχοπαραστάδας, αποτυπωμένο στην κάτοψη του ΄65 10 (κόκκινοι κύκλοι), στο κέντρο της νότιας πλευράς, σε συνδυασμό με θρανία άνισης στάθμης, εκατέρωθεν αυτής, αντίστοιχα των οποίων υπάρχουν και στην βόρεια πλευρά, καθώς και η επί του θρανίου της ανατολικής πλευράς σωζόμενη κατά χώραν λάρνακα, υπέδειξαν ότι ο βόρειος θάλαμος είχε αρχικά πέντε ταφικά θρανία/θήκες. Δύο λαξευτές, γωνιακές βραχοπαραστάδες, στα ανατολικά άκρα του θαλάμου (10 πράσινος κύκλος-11), σε συνδυασμό με σωζόμενη γένεση λαξευτού τόξου στα νότια, υποδεικνύουν την ύπαρξη αρκοσολίου, ανάλογο του οποίου θα πρέπει να υπήρχε και πάνω από τις υπόλοιπες ταφικές θήκες, ήταν δηλαδή ένα πενταπλό cubiculum. Το εύθριπτον της βραχομάζας, μέσα στην οποίαν λαξεύθηκε ο τάφος, ήταν βασικός παράγοντας για τη σταδιάκή απώλεια των τόξων, καθιστά όμως πολύ πιθανόν και το ενδεχομένο αυτά να είχαν κτιστή διαμόρφωση. Η ανασκαφή δεν απέδωσε ίχνη από τοξολίθους, αλλά μόνον μικρή ποσότητα οπτών πλίνθων, που βρέθηκαν στα στρώματα πλήρωσης του διαδρόμου, μαζί με κεραμίδια, τα οποία όμως δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη για μία υπόθεση χρήσης τους ως δομικό υλικό διαμόρφωσης τόξων, αν και δεν αποκλείεται, αφού το ίδιο υλικό βρέθηκε αργότερα να διαμορφώνει πλευρές ταφικών θηκών υπέργεια.
Ο νότιος θάλαμος 12 αποτελούσε αντίστοιχα ένα σύμπλεγμα από τρια αρκοσόλια/ταφικές κόγχες, με αντίστοιχη διάταξη και προσανατολισμό.
Είναι πλέον σαφές ότι οι δύο τάφοι, συνυπήρχαν και συνετέλεσαν στη διάταξη των υπέργειων μνημείων που εξελίχθηκαν πάνω από αυτούς. Η συνένωσή τους έγινε κάτα πάσαν πιθανότητα στον 11ο αιώνα 13, και σχετίζεται με τη δεύτερη φάση των οικοδομικών μετατροπών της παλαιοχριστιανικής φάσης και αναδιάταξη της πρόσβασης προς το προσκύνημα. Τότε έκλεισε η δυτική είσοδος στον μεγάλο θάλαμο, ανοίχθηκε νέα είσοδος από βόρεια, μέσα από το ΒΔ αρκοσόλιο, και αφαιρέθηκε η βραχομάζα πίσω από το ΝΔ αρκοσόλιο, προκειμένου οι δύο θαλάμοι να συνενωθούν. Διαμορφώθηκαν για τον σκοπό αυτό νέες βαθμίδες καθόδου/ανόδου προς τον κεντρικό διάδρομο.
Στα μέσα του 4ου αιώνα έχουν χρονολογηθεί από τον ανασκαφέα τα κατάλοιπα του πρώτου υπέργειου μαρτυρίου, που βρέθηκαν το ΄64 νοτίως του τάφου 14, με τον γνωστό ψηφιδωτό διάκοσμο 15. Αποτελούσαν κατά πάσαν πιθανότητα τμήμα μίας υπέργειας κατασκευής που περιέβαλε τον τάφο του αγίου 16.. Το ανατολικό σκέλος, το οποίο ήταν μερικώς ορατό έχει αποκαλυφθεί πλήρως, χωρίς να έχουν καταγραφεί κατάλοιπα, που να μπορούν να αποδοθούν με ασφάλεια σε βόρειο ή δυτικό σκέλος, ώστε να αποδοθεί σε σταυρόσχημο μαρτύριο, όπως είχα παλαιότερα ισχυριστεί. Σώζεται σε επίπεδο θεμελίων και το δάπεδό του έχει καταστραφεί πλήρως, για πρωτογενείς αλλά και δευτερογενείς ενταφιασμούς ad sanctos, μάλλον μετά τον 13ο αιώνα. Η εκτίμηση αυτή αναφέρεται με επιφύλαξη, αφού η έρευνα ήταν ενδεικτική και όχι εξαντλητική.
Στα βόρεια αποκαλύφθηκε σειρά δωματίων/προσκτισμάτων, με ευρήματα που υποδεικνύουν συνεχή κατοίκηση στην περιοχή πάνω από τον τάφο σε όλη την πρωτοχριστιανική τουλάχιστον περίοδο.
Επ αυτού, λίγο αργότερα, και δεν αποκλείεται ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου, ή τις αρχές του 5ου αιώνα οικοδομήθηκε μία μεγάλη δρομική τρίκλιτη βασιλική 17. Από τα διασωθέντα σπαράγματά της προκύπτει ότι είχε μία πολύ μεγάλη αψίδα διαμέτρου 12.75μ. Δεν υπάρχουν στοιχεία για σύγχρονες πλάγιες αψίδες και το πιο πιθανόν είναι ότι υπήρχε μικρότερη ενάλληλη κόγχη εσωτερικά, στη θέση των μεταγενέστερων αψίδων ή ημικυκλικό συνεχές περίστωο. Στα δυτικά υπήρχε ο νάρθηκας, του οποίου εντοπίστηκε το ΄64 ο νότιος τοίχος να εκτείνεται προς δυσμάς, πιθανότατα για να περιβάλει περίστυλο αίθριο. Σε δύο σημεία εντοπίστηκε το θεμέλιο του νότιου στυλοβάτη εσωτερικά, μεταξύ του α΄ και β΄ από ανατολάς πεσσού, και στο δυτικό προστώο 18, μαζί με τμήμα του βορείου τοίχου. Σε παλαιές αποτυπώσεις απεικονίζεται κατά χώραν σωζόμενος κίονας της βόρειας κιονοστοιχίας (18 πράσινος κύκλος & 19) να περιβάλλεται με ειδικά αποτετμημένα και προσαρμοσμένα μαρμαροθετήματα. Το μήκος, η διάμετρος και η υπολογιζόμενη εξ αυτού αναλογία του διαβατικού (=μετακιόνιου διαστήματος) επιτρέπουν γραφική αποκατάσταση 11 στυλης κιονοστοιχίας 20, η οποία όριζε ένα περίστωο, γύρω από το κεντρικό κλίτος, και οδηγούσε τους προσκυνητές στον τάφο του αγίου, στον οποίον διαμορφώθηκε ένα νέο άνοιγμα, συνδεδεμένο με την εσωτερική περίμετρο της μεγάλης αψίδας. Ανήκει δηλαδή πιθανότατα ο ναός αυτός στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, με σφενδόνη (circiform) , που μιμείται την κάτοψη σταδίων/ιπποδρόμων, που είχε εφαρμογή κυρίως πάνω από κατακόμβες, στην περιφέρεια της αρχαίας Ρώμης τον 4ο αιώνα, με συνέχεια όμως έως και τον 6ο αιώνα .
Τα πλάγια κλίτη, το κύκλειον και ο νάρθηκας ήταν επιστρωμένα με ψηφιδωτό διάκοσμο 21.
Σε αυτή τη βασιλική πιστεύουμε ότι διαμορφώθηκε, άγνωστο πότε, ο αξονικός σολέας, τον οποίον εντόπισε ο κ. Παπαγεωργίου 22. Είναι σαφές ότι απολήγει, μέσα από μία πλατειά βαθμίδα (πιθανότατα άμβωνα), πλάτους 2.40 μέτρων, στο πρεσβυτέριο και ότι είναι σύγχρονος και ενταγμένος σε προσχεδιασμένο στενό διάδρομο, στον οποίον εφάπτονται τα πλαίσια του μαραμαροθετήματος του κεντρικού κλίτους, που έγινε, με υφιστάμενη ακόμα την κιονοστοιχία, όπως υποδεικνύει η παλαιά αποτύπωση. Η ανυπαρξία προγενέστερου δαπέδου και αρχαιολογικών δεδομένων δεν επιτρέπει να λεχθεί με βεβαιότητα, αν αποτελούν μεταγενέστερη μετατροπή του 6ου ή 7ου αιώνα, ή αν υπήρχε εξ αρχής. Κατά τις ανασκαφές του 2009 εντοπίστηκε εντός της νεότερης δυτικής στοάς το δυτικότερο άκρο του ίδιου σολέα, με ημικυκλική απόληξη. Με αυτό το στοιχείο προκύπτει ότι το συνολικό του μήκος είναι 11 μέτρων. Η αποκάλυψη ανάλογης κατασκευής στον νέο ναό, που αποκαλύπτεται τα τελευταία 6 χρόνια στο Ακρωτήρι 23, συνδυασμένα με μία εισοδική επιγραφή 24, αποτελεί ισχυρή ένδειξη για τη διάγνωση μίας λειτουργικής τάξης, με τονισμένη πομπική Εισόδευση κατά τη Μικρή Είσοδο .
Σε αυτήν την φάση ανήκουν κατά πάσαν πιθανότητα και κάποια από τα γύρω από τη μόνη σπόλια, όπως ένα κορινθιακό κιονόκρανο με αβαθές ανάγλυφο 25, αλλά και λίθινα διάτρητα θωράκια τοπικής παραγωγής 26 από το φράγμα του πρεσβυτερίου, που βρίσκονται σε δεύτερη χρήση, ως τέμπλο, στο νεότερο μαρτύριο του Αγίου. Τα θωράκια ανήκουν στο ίδιο τοπικό εργαστήριο, που κατασκεύασε τα λίθινα θωράκια της Επισκοπικής Βασιλικής του Κουρίου και της Βασιλικής Μαραθοβουνίου και, μαζί με το κιονόκρανο, θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στα τέλη του 5ου ή και στον 6ο αιώνα μ.Χ..
Σε μεταγενέστερο στάδιο, στον 7ο ή 8ο αιώνα, η εντεκάστυλη κιονοστοιχία αντικαταστάθηκε με μία εξάστυλη πεσσοστοιχία 27, που τελειώνει σε δύο ακραίους ισχυρούς τοιχοπεσσούς, και πιθανότατα με αντικατάσταση των ξύλινων στοιχείων της ανωδομής. Τα στηρίγματα αυτά είναι ορατά έως και σήμερα, αφού τμήματά τους ενσωματώθηκαν είτε στην νεότερη τοξοστοιχία του καμαροσκέπαστου ναού, που διαχωρίζει τον κυρίως ναό με το βόρειο κλίτος 28, είτε ως σύστημα αντηρίδων του νοτίου τοίχου της καμαροσκέπαστης φάσης 29. Τα θεμέλια των δυτικότερων στηριγμάτων, που καταργήθηκαν αργότερα βρέθηκαν στην ανασκαφή του ΄09 30.
Κατά τη μετατροπή αυτή το πρεσβυτέριο και ο σολέας, όπως αυτός είχε ενδεχομένως αναδιαμορθωθεί, κατά τον 6ο/7ο αιώνα, παραμένουν σε χρήση, παρατηρείται όμως επέκταση πιθανότατα προϋπάρχοντος συνθρόνου, σε όλη τη νότια πλευρά του πρεσβυτερίου 31. Το θρανίο αυτό εντοπίστηκε κατά το άνοιγμα που έγινε μεταξύ του δεύτερου και τρίτου από ανατολάς πεσσού. Σε αυτή τη φάση ανήκει επίσης μία από τις αρχαιότερες σωζόμενες τοιχογραφίες του 8ου αιώνα, που εντοπίστηκε από τον Παπαγεωργίου στο άνω τμήμα του 3ου από ανατολάς πεσσού, και η οποία βρίσκεται αποτοιχισμένη στο Μουσείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου .
Γύρω στον 11ο αιώνα, πιθανότατα συγχρόνως με τη νέα εικονογράφηση του ναού, στην οποίαν ανήκουν τόσο ο ένθρονος Χριστός στον 3ο από ανατολάς πεσσό 32, όσο και ο Προφήτης στο Ιερό Βήμα , ο ναός αυτός σμικρύνθηκε 33 και όλα τα διαβατικά, μεταξύ των πεσσών που διαχώριζαν το κεντρικό από το νότιο κλίτος, τοιχίσθηκαν από έναν λεπτό τοίχο, πάχους 0.26 μ. , καθιστώντας αυτόν δίκλιτο, χωρίς αλλαγή στη μορφή της ξύλινης στέγασης. Το ανατολικότερο τμήμα του βορείου κλίτους έκλεισε με ανάψιδο τοίχο 34, καταργήθηκε ο αρχικός δυτικός τοίχος 35, οι ακραίοι δυτικοί τοιχοπεσσοί και το πρώτο από δυσμάς στήριγμα, και ανοικοδομήθηκε νέος δυτικός τοίχος ανάμεσα τους. Οι δύο επόμενοι πεσσοί (3οι από δυσμάς) ενισχύθηκαν και διασυνδέθηκαν με μεγάλο τοξωτό άνοιγμα, διαμορφώνοντας ένα είδος εσωτερικού περιστώου, που αντανακλά τις λειτουργικές εξελίξεις της εποχής . Ο βόρειος τοίχος ενισχύθηκε με τρεις αντηρίδες, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην νεότερη ανακατασκευή του τοίχου. Οι αλλαγές υποδηλώνουν μία δραστική αναδιάταξη της προς τον τάφο προσκυνηματικής πορείας 36 και ενδεχομένως και στον όλο προσκυνηματικό χαρακτήρα του ναού, η οποία επιβλήθηκε, όχι μόνο από τις καταστροφές που υπέστη, αλλά και από μία νέα χρήση, πιθανότητα συνδεδεμένη με κάποια μικρή μοναστική κοινότητα. Οι νέοι ένοικοι επιχειρούν την αυτονόμηση της πορείας των προσκυνητών προς τον τάφο και έναν ελεγχόμενο λειτουργικό χώρο. Η δια του ναού πρόσβαση προς τον τάφο φράχθηκε και το κυκλικό περίστωο αποκλείστηκε από τον εσωτερικό χώρο του ναού. Ανοίχθηκε και αναδιαμορφώθηκε η αρχική είσοδος, και έγινε πιθανότατα τότε διασύνδεση των δύο ταφικών θαλάμων και δημιουργία μίας νέας εισόδου/εξόδου στον άξονα του νοτίου σκέλους του αρχικού σταυρόσχημου μαρτυρίου, το οποίο άρχισε να χρησιμοποιείται ξανά, ως χώρος πλέον ενταφιασμού των εκεί μοναζόντων. Είναι δε πολύ πιθανόν, το αποκλεισμένο από τον εσωτερικό χώρο νότιο κλίτος, ήδη από τη φάση αυτή, να είχε αναδιαμορφωθεί σε ανοικτή στοά. Τα στηρίγματα της παλαιάς νότιας πεσσοστοιχίας συνέχισαν να παραλαμβάνουν τις ξύλινες δοκούς της στέγης, και διαμορφώθηκαν εξωτερικά ως σύστημα διασυνδεδεμένων αντηρίδων, με τοξωτή γεφύρωση των μεταξύ τους ανοιγμάτων 37.
Οι μετατροπές αυτές ήσαν καθοριστικές για την αρχιτεκτονική εξέλιξη του καθολικού, το οποίο ανακατασκευάστηκε στις ίδιες διαστάσεις αργότερα, πιθανότατα στα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 13ου αιώνα 38, ως καμαροσκεπής πλέον δίκλιτος ναός, με διακριτό νάρθηκα στο δυτικό τμήμα. Η μετατροπή αυτή έγινε κυρίως με διπλασιασμό του πάχους των στηριγμάτων της βόρειας πεσσοστοιχίας 39 (+0.85 μ.) και προσθήκη ισχυρού τοίχου πάχους 1.00 μ., κατά μήκος της εσωτερικής παρειάς της νότιας πλευράς 40, επί των οποίων έδρασαν δύο ελαφρώς οξυκόρυφοι ημικυλινδρικοί θόλοι. Συνδυασμένα αναμορφώθηκε το μαρτύριο σε συνεπτυγμένη σταυροειδή διάταξη με τρούλλο, που βαστάζεται από αβαθή ελαφρώς οξυκόρυφα τόξα 41.
Μέσα από αυτό διατηρήθηκε πρόσβαση στην ταφική κρύπτη και με επιχώσεις στους αξονικούς διαδρόμους ομαλοποιήθηκε η πορεία προς την λάρνακα, μπροστά από την οποίαν έγινε μία ελλειψοειδής κατασκευή, μέσα σε αυτή την οπή, είτε για τράπεζα λατρείας, είτε για φιάλη συλλογής μύρου 42.
Οι αλλαγές αυτές απεικονίζονται στο σχεδιαγράφημα 43 του ρώσου μοναχού-περιηγητή/προσκυνητή Βασίλειου Βάρσκυ, που πέρασε από εκεί το 1735 . Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι το βόρειο κλίτος, άλλως παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος, αποτελούσε προσθήκη του 17ου αιώνα, διαφάνηκε όμως ότι είναι αποτέλεσμα μετασκευών του βορείου κλίτους, και ότι δεν είχε πάψει ποτέ να χρησιμοποιείται.
Ο Ρώσσος μοναχός αναφέρει ότι τον 18ο αιώνα ήτο ακόμα ενεργή εκεί ανδρώα μονή με 7 μοναχούς και έναν ιδιαίτερα ενάρετο ηγούμενο, οι οποίοι υφίσταντο πολλές κακουχίες από τους Οθωμανούς. Το μέγεθος της μονής, που περιγράφει και σκιαγραφεί ο Βάρσκυ, υποδεικνύει ότι αυτή προϋπήρχε ως ακμάζουσα μονή από πολύ ενωρίτερα, και πως οι νεότερες επεμβάσεις δεν αφορούν ανέγερση ή διαφοροποίηση, αλλά μάλλον επισκευές.
Λίγο πριν από την επίσκεψη του Βαρσκυ είχε φαίνεται αρχίσει η προετοιμασία για την εικονογράφηση του ναού, η οποία υλοποιήθηκε γύρω στο 1759 σε άγνωστη έκταση. Σώζονται από αυτή τη φάση δύο μεγάλα τμήματα στο δυτικό τμήμα του νοτίου τοίχου, που απεικονίζουν τους τρεις Ιεράρχες μαζί με τον Άγιο Νικόλαο 44 και στο εσωράχιο του ανατολικότερου τόξου, με την παράσταση της χειροτονίας του Αγίου από τους Αποστόλους στο σπήλαιο 45.
Το 1773 επί του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, όπως μαρτυρεί η σωζόμενη εικόνα της δωρεάς, που φυλάσσεται στο Αρχονταρίκι της μονής 46 , πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες ανακαίνισης του ναού και της μονής, η οποία επαναδωρίζεται από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο προς τον Άγιο Ηρακλείδιο. Τα έργα της εποχής αυτής θα πρέπει να είχαν περισσότερο ενισχυτικό και επιδιορθωτικό, παρά προσθετικό χαρακτήρα 48. Έγιναν κυρίως έργα ενίσχυσης των καμαρών με σφενδόνια, προσθήκη ενός περίεργου συνθρόνου και μετατροπή του νάρθηκα και του νοτίου κλειστού διαδρόμου σε ανοικτές στοές 48. Στη φάση αυτή ανήκει σειρά τεταρτοκυκλικών τόξων εντός της νότιας στοάς 49, η οποία μεταφέρει τις ωθήσεις της καμάρας του κυρίως ναού από τα μέτωπα των τοξωτών αψιδωμάτων προς τα νότια. Είναι σαφές ότι για μία ακόμη φορά επιχειρείται αυτονόμηση της πορείας των προσκυνητών προς το νοτιοανατολικό μαρτύριο από τον εσωτερικό λειτουργικό χώρο.
Η μονή 50-51 εγκαταλείφθηκε σταδιακά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στα τέλη του 19ου/ αρχές του 20ου αιώνα ζεί σε αυτήν και τη συντηρεί ο τελευταίος Ιερομόναχος Πατήρ Κύριλλος Μακρής από το Τσέρι.
Ανεβίωσε το 1962 ως γυναικεία πλέον μονή.
Ευχαριστώ για την υπομονή σας.
**********
1.C. Tischendorf, Acta Apostolorum Apocrypha, Lipsiae 1851, §16, 17: «Οὗτος ἦν ἀπὸ τῆς Ταμασέων, ὃς ἐληλύθει ἐπισκέψασθαι τοὺς οἰκείους αὐτοῦ· πρὸς ὃν ἀτενίσας ὁ Βαρνάβας ἀνεγνώρισεν αὐτόν, πρώην ἐπὶ τῆς Κιτιαίων συντυχίαν πεποιηκὼς μετὰ Πάυλου πρὸς αὐτόν·ᾧ καὶ πνεῦμα ἅγιον ἐδόθη ἐπὶ τοῦ βαπτίσματος, μετωνόμασεν τε αὐτὸν Ἡρακλείδην·χειροτονήσαντες τε αὐτὸν ἐπίσκοπον τῇ Κύπρῳ καὶ ἐκκλησίαν ἐπιστηρίσαντες ἐν σπηλαίῳ ἐν Ταμασῷ, κατελείψαμεν αὐτὸν εἰς κατήχησιν τῶν ἐκεῖσε άδελφῶν». Για την υπογεγραμμένη απόσοση βλ. και F. Halkin, “Αctes de Barnabé et Vie de Saint Héraclide”, AnBoll 82, 1964, 400.
2.F. Halkin, “ Les Actes apocryphes: de saint Héraclide de Chypre, disciple de l’ apôtre Barnabé” AnBoll 82, 1964, 133-170/168-169 «Πάτερ καὶ ἀδελφὲ Μνάσων, σὺ γινώσκεις ποῦ πρῶτον καὶ ἐν ποίῳ τόπῳ προσήνεγκα θυσίαν καὶ ποῦ ἐδοξάσθην παρὰ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μου. Σὺ γινώσκεις, πάτερ Μνάσων τῶν κακῶν καὶ ἀθέων ἀνδρῶν τὸν θυμὸν· καὶ παρακαλῶ σε Πάτερ φύλαξον τὸ σῶμα μου παρ’αὐτῶν· καὶ ἐν τῷ σπηλαίῳ ᾧ ηὗρες Βαρνάβαν τὸν μαθητὴν κυρίου μετ’ ἐμοῦ εἰς αὐτὸ ἀπόθου τὸ σῶμα μου καὶ φύλαξον αὐτὸ ἀπὸ ἀνόμων χειρῶν· ναί πάτερ, φύλαξον τὴν ἐντολὴν ταύτην, ἵνα μὴ εὑρεθῇς ὡς ὁ μὴ φυλάξας τὸ τάλαντον……..Καὶ ἁσπασάμενος πάντας παρέδωκεν τὸ πνεῦμα. Καὶ ἦμεν πάντες θρῆνον μέγαν ποιοῦντες ἐπὶ τὸν θάνατον αὐτοῦ. Ἐπέστρεψεν δέ μοι ὁ ἱερεὺς Μνάσων κατελθεῖν με ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ καὶ ἐνεγκεῖν όθόνας λαμπράς· καὶ εἰλήσαντες αὐτοῦ τὸ τίμιον λείψανον ἔθαψαν αὐτῷ ἐν τῷ σπηλαίῳ, ἐν ᾧ τὰ μυστήρια έπετέλει μετὰ τῶν μαθητῶν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ο. Μιχαήλ, «“…καὶ εἱλήσαντες αὐτοῦ τὸ τίμιον λείψανον ἔθαψαν αὐτὸ ἐν τῷ σπηλαίῳ…”: Ο τάφος του Αγίου Ηρακλειδίου και οι επεμβάσεις μνημειοποίησής του κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-7ος αιώνας)», στον παρόντα τόμο σ.
3.H τομή έγινε στις 13 Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο εκπόνησης στατικής μελέτης για τα έργα στερέωσης του σπηλαίου.
4.Ελ. Χαραλάμπους, Τεχνολογία Κατασκευής των Επιδαπέδιων Ψηφιδωτών της Κύπρου, Λευκωσία 2012, 239, Στ.Πελεκανίδη & Π. Ατζακά, Σύνταγμα των Παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος Ι. Νησιωτική Ελλάς, Θεσσαλονίκη 1988, 140.132, Ath. Papageorghiou, “Foreign influences on the Early Christian Architecture of Cyprus”, στο V. Karageorghis (ed.), Acts of the International archaeological Symposium “Cyprus between the orient and the occident”, Nicosia 8- 14 September 1985, Nicosia 1986, 490
Σχεδιαστής Τμήματος Αρχαιοτήτων στις ανασκαφές Παπαγεωργίου στη Μονή.
Η υπογράφουσα αποδέχεται και αποδίδει την ερμηνεία της αρχικής φάσης, που εισηγήθηκε στο συνέδριο η κ. Μιχαήλ Ουρανία: βλ. σχετικό άρθρο στον παρόντα τόμο, υποσημ.3.
5. Σχεδιαστής Τμήματος Αρχαιοτήτων στις ανασκαφές Παπαγεωργίου στη Μονή.
6.Η υπογράφουσα αποδέχεται και αποδίδει την ερμηνεία της αρχικής φάσης, που εισηγήθηκε στο συνέδριο η κ. Μιχαήλ Ουρανία: βλ. σχετικό άρθρο στον παρόντα τόμο, υποσημ.3.
7.Οι βασιλικές με απόληξη σφενδόνης των κατακομβών της Ρώμης θεωρούνται Κωνσταντίνεια κτίσματα, αν και η χρήση τους εκτείνεται μέχρι τον 6ο αιώνα. Χαρακτηριστικότερη είναι η Βασιλική των Αποστόλων γνωστή κυρίως με την μεταγενέστερη απόδοσή της στον Άγιο Σεβαστιανό, του Αγίου Μαρκελλίνου και Πέτρου, της Αγίας Αγνής, του Αγίου Λορέντζου και ανωνύμων στις οδούς Andreatina και Prenestina. F. Fornari, “Il rilievo del complesso monumentale di San Sebastiano sulla Via Appia”, Atti del 3. congresso internazionale di archeologia cristiana : Ravenna, 25-30 Settembre 1932, Ravenna 1932, 315-324/ 323-324, F.W. Deihmann & A. Tchira, “ Das mausoleum der Kaiserin Helene und die basilika der Heiligen Marcellinus und Petrus an der Via Labicana vor Rom”, Jd I, 72, 1957, 44-110. R. Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1991 (μετφρ. Φανή Μαλλούχου Τούφανο, Αθήνα 1991 (από τη γ’ έκδοση Μiddlesex 1979), 66-67, Ν. Γκιολές, Παλαιοχριστιανική Τέχνη, Ναοδομία, Αθήνα 1994, 83-84, εικ. 101-104, L. De Santis & G. Biamonte, Le catacombe di Roma, Roma 1997, 17-18, 29, Γ. Γούναρης, Εισαγωγή στην Παλαιοχριστιανική Αρχαιολογία, Θεσσαλονίκη 2000, 63, V. F. Nicolai, Strutture funerarie ed edifici di culto paleocristiani di Roma dal IV al VI secolo. Città del Vaticano, 2001 fig.57, Al. Lucciano, «Christian Sanctuaries in Rome (1st-5th centuries A.D.) and their relationship with the Late Roman-imperial Funerary Structures», in L. Bombardieri, A. D’ Agostino, G. Guarducci, V.Orsi & St.Valentini (eds), Proceedings of the 16th symposium on Mediterranean Archaeology, Florence, Italy 1-3 March 2012, Identity and Connectivity, Vol.II, Oxford 2013, 909-918/ 910, fig.9,
8.Αθ. Παπαγεωργίου Απόστολος Βαρνάβας 1967, όπ.π., 12.
9.A. Papageorghiou, “ Foreign Influences on the Early Christian Architecture of Cyprus”, Cyprus between Orient and Occident, Λευκωσία 1986, 493, Ελ. Προκοπίου, «Φως εκ της γης για τον Αμαθούσιο Ελεήμονα Πατριάρχη Αλεξανδρείας, Άγιο Ιωάννη», στο Θεόδωρος Γιάγκου (εκδ.) Β΄ Διεθνές Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας, Από τον Άγιο Επιφάνιο στον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο, Παραλίμνι,13-15 Φεβρουαρίου 2014, (υπό έκδοση), εικ.71-72
10. Κωνσταντινοπολίτικος τύπος βλ. Τh. Zolt, Kapitellplastik Konstantinopels vom 4. bis. 6. Jahrhundert n. Chr., Asia Minor Studien 14, Bonn 1994, 117, abb.8, 121: abb.9, taf. 37, 293.Ανάλογα κιονόκρανα έχουν χρησιμοποιηθεί στην παράλια βασιλική του Κουρίου, Δ. Χρήστου, Ανασκαφές Κουρίου 1975-1998, τόμος Β’, Λευκωσία 2013, 241, εικ.7-8.
11.A.H.S Megaw, Kourion, Excavations in the Episcopal Precinct, Washington 2007, 213, fig.5.3
12. Α. Παπαγεωργίου, «Ἡ βασιλική Μαραθοβουνίου», RDAC 1963, 84-101, pl.XII
13. Τη διευκρυνιστική αυτή πληροφορία οφείλω στον ίδιο τον κ. Παπαγεωργίου.
15.Ἱερὰ Μονή τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου, Ἱερὰ Μονή ¨Αγίου Ἡρακλειδίου, Λευκωσία 2001, 37-38 Ε. Χατζητρύφωνος
16,Στην τυπική διάταξη της Ιεράς Μονής Μαχαιρά που συνέταξε το 1210 ο ιδρυτής της και μετέπειτα Επίσκοπος Ταμασσού, αναφέρεται η εκ θεμελίων ανακαίνιση και ανασύσταση μίας γυναικείας μονής στην Ταμασσό, η οποία κατά πάσαν πιθανότητα αντιστοιχεί στη φάση αυτή της Ιεράς Μονής του Αγίου Ηρακλειδίου, δεδομένου ότι καμία άλλη ένδειξη για ύπαρξη μονής την περίοδο αυτή στην περιοχή δεν έχει εντοπιστεί. N. Coureas, The Foundation rules of Medieval Cypriot Monasteries: Makhairas and St Neophytos, Nicosia 2003, 124-125, κεφ. 169-170.
17.Α. Στυλιανού, « Αἱ περιηγήσεις τοῦ Ρώσσου μοναχοῦ Βασιλείου Γρηγόροβιτς Βάρσκυ-Πλάκα-Ἄλποβ-, ἄλλως Βασιλείου Μοσκοβορρωσσου Κιεβοπολίτου ἐν Κύπρῳ», ΚΣ ΚΑ’, 1957, 1-150, /97-98, πίν. 29, A. Grishin, A pilgrim’s account of Cyprus: Bars’kyjs travels in Cyprus, Sources for the history of Cyprus Vol. III, New York 1996, 79-81
18. Ἱερὰ Μονή τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου, Ἱερὰ Μονή ¨Αγίου Ἡρακλειδίου, Λευκωσία 2001, 43