Η έμμετρη επιστολή του Άκη Πάνου στον Χατζιδάκι!
Το 1975, ο Άκης Πάνου έστειλε την παρακάτω σύντομη επιστολή στους διευθυντές των τότε κρατικών ραδιοφωνικών σταθμών:
«Κύριε διευθυντά,
παρακαλώ γνωρίσατέ μου τους λόγους εξωστρακισμού της εργασίας μου όσο και εμού, από τα αφ’ ημάς μέσα ενημέρωσης».
Ο Μάνος Χατζιδάκις, τότε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, του απάντησε με την παρακάτω επιστολή:
«Δεν γνωρίζω την περίπτωσή σας και σας διαβεβαιώ ότι εις όλας τας αλλαγάς που επιχειρούμεν προς το καλύτερον των προγραμμάτων του ΕΙΡΤ, δεν έπεσαν εις την αντίληψήν μου, ούτε η εργασία σας, ούτε ο εξωστρακισμός της εργασίας σας, κατά συνέπειαν. Ως εκ τούτου, δεν αντιλαμβάνομαι το πνεύμα της διαμαρτυρίας σας».
Υπογραφή: Μάνος Χατζιδάκις
Η ανταπάντηση του Άκη στο Μάνο ήταν έμμετρη.
Ομολογώ πως τά ’χασα και ντράπηκα λιγάκι
παίρνοντας την απάντηση του Μάνου Χατζιδάκι
εκ της οποίας φαίνεται σαφώς πως δεν υπάρχω
ή ότι ψύλλους στ’ άχυρα επί ματαίω ψάχνω.
Δεν είναι αλήθεια και μικρό, μια φυσιογνωμία
της μουσικής της διεθνούς όπως o κατωτέρω
να σου δηλώνει καθαρά και εν πάση συντομία
«σας θεωρώ ανύπαρκτο, ποιος είστε, δεν σας ξέρω…»
Βεβαίως είναι φυσικό, ο Μάνος Χατζιδάκις
να αγνοεί το ασήμαντο καθ’ όλα άτομό μου.
Ομοίως είναι φυσικό, σαν άνθρωπος πολλάκις
να βρίζω τη μικρότητα και το φιλότιμό μου.
Όμως δεν απευθύνθηκα στον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
αλλά εις την διεύθυνση και επανειλημμένως.
Αν μ’ αγνοεί ο μουσουργός (*) πικραίνομαι λιγάκι,
αλλά ο σιορ διευθυντής, τι λέει τ’ ανθρωπάκι;
Υπάρχουνε τραγούδια μου γνωστά και ουκ ολίγα
που τά’ γραψα όσες φορές με τσίμπησε η μύγα.
Τραγούδια που εμπήκανε στου καθενός το στόμα
και μόνο η διεύθυνσις τα αγνοεί ακόμα.
Τα ράφια του αρχείου σας αν ψάξετε λιγάκι
θα βρείτε τα τραγούδια μου τα ταλαιπωρημένα
εκεί στα ακατάλληλα, στο πίσω το ραφάκι,
Όχι εκεί, λίγο πιο κει, αυτά τα αραχνιασμένα.
Αλλά μια και είμαι άγνωστος να συστηθώ μου μένει,
ελπίζω εις δικαίωσιν όσον κι οι πεθαμένοι.
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και μένω στην Αθήνα,
είμαι υιός του Στέφανου και της Ελευθερίας.
Τα παιδικά παιχνίδια μου μπουζούκι, μαντολίνα,
επάγγελμά μου μουσικός μηδέν κατηγορίας.
Οι αριθμοί ταυτότητας και διαβατηρίου,
μητρώου στρατιωτικού και απολυτηρίου,
νομίζω δεν χρειάζονται και δεν τους παραθέτω,
στεφανοχάρτι τό’χασα και τρέχα γύρευέ το.
Οι οφθαλμοί μου γαλανοί. Και το ανάστημά μου
δεκαοκτώ εκατοστά, ή ένα και εβδομήντα.
Άτεκνος με μια σύζυγο, τα τρία τα σκυλιά μου,
πρόπερσι σαραντάρησα και πάω για πενήντα.
Με ότι κι αν ασχοληθώ έχω επιτυχία,
γράφω στιχάκια, μουσική, σκαλίζω, ζωγραφίζω.
Κουσούρια: ο εγωισμός και η βωμολοχία
αν και αποφεύγω να μιλώ και πιο πολύ να βρίζω.
Ελλείψεις: ανοργάνωτος στας δημοσίας σχέσεις
και χλευαστής της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης
που αν υπάρχουν μέσα σου, έτσι και ψευτοδέσεις
τα ρίχνεις στον απόπατο, σκουπίζεσαι και φεύγεις.
Άπιστος ως το κόκκαλο για κείνα που δεν είδα.
Φανατικός εθνικιστής, μ’ όλη τη γη πατρίδα.
Δείχνω πως τους ανάξιους τους θεωρώ μεγάλους
ώστε να αποθρασύνονται, να μου πατάν τους κάλους.
Ελπίζω να σας φτάνουνε ετούτα τα στοιχεία.
Αν πάλι δεν σας φτάνουνε, ζητήσατέ μου κι άλλα,
κόλλες και γραμματόσημα στοιχίζουνε ψιχία
(ανάθεμά σε βρωμερή, απαίσια κουφάλα)
Αυτό δεν ήταν για σας και να με συγχωρείτε.
Ήτανε για το δόντι μου, που πρέπει να το βγάλω.
Από ένα δόντι ο άνθρωπος, πόσο ταλαιπωρείται.
Διατελώ μετά τιμής. Αυτά και τίποτε άλλο.
Άκης Πάνου του Στεφάνου.
Καλλιτέχνης γενικώς, για την περίπτωσή μας τραγωδός εμπειρικός.
Με έκπληξη ο Άκης Πάνου έλαβε την παρακάτω ευγενέστατη και σοβαρότατη απάντηση του Χατζιδάκι στο δικό του δηκτικό στιχούργημα:
Ζητώ συγνώμη διότι δεν εγνώριζα την περίπτωσίν σας. Πληροφορηθείς την γνησιότητα της εργασίας σας και του ήθους σας εις τον επαγγελματικό τομέα, εζήτησα και άκουσα τον δίσκο σας. Νά ‘στε δε σίγουρος, ότι εφ’ εξής δεν πρόκειται ν’ αφήσω τους παραγωγούς μας να αγνοήσουν εις τα προγράμματά τους την μουσικήν εργασίαν σας.
Μετά τιμής
Μ. Χατζιδάκις
Διευθυντής προγράμματος το ΕΙΡΤ
25/6/75
Πηγή: Περιοδικό “Λαϊκό Τραγούδι”
ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ
Ο Άκης (Αθανάσιος-Δημήτριος) Πάνου (15 Δεκεμβρίου 1933 – 7 Απριλίου 2000) ήταν συνθέτης και στιχουργός, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδοποιούς. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1933 στην Καλλιθέα και το πλήρες όνομά του ήταν Αθανάσιος – Δημήτριος Πάνου. Προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια -είχε δύο αδερφούς και μια αδερφή- και ο πατέρας του ήταν γραμματέας στο 15o Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Με τη μουσική τον έφεραν σε επαφή η μητέρα του και ο μεγαλύτερος αδελφός του. Ήταν μόλις 9 ετών, όταν άρχισε να δουλεύει σε ταβέρνες, ενώ στα 13 του βρέθηκε να παίζει και να τραγουδά τα Σαββατοκύριακα πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο». Στα 17 του το ‘σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την εφ’ όρου ζωής πιστότατη Δήμητρα, που πάντως τη χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Το επίπεδο των γραμματικών του γνώσεων περιορίστηκε στην ανάγνωση και τη γραφή. Σε στούντιο ηχογράφησης πρωτομπήκε το 1950, παίζοντας μπαγλαμά. Οκτώ χρόνια αργότερα κατέβηκε από το πάλκο και άρχισε το έργο του ως συνθέτης. Το πρώτο του τραγούδι στη δισκογραφία ήταν «Το παιδί που απόψε πίνει» (1958), σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη, με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Πέρασε σχεδόν απαρατήρητο και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του.
Το 1967 ηχογραφείται το τραγούδι του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Χαρούλα Λαμπράκη. Ο δίσκος αυτός κυκλοφόρησε για μόλις 15 ημέρες, καθώς «κόπηκε» από τη λογοκρισία της Χούντας. Τρία χρόνια αργότερα, η Βίκυ Μοσχολιού ερμηνεύει το ίδιο τραγούδι με «πολιτικά ορθούς» στίχους και σηματοδοτεί την αφετηρία για την πιο δημιουργική δεκαετία στην καριέρα του Άκη Πάνου. Έκτοτε, οι επιτυχίες είναι αλλεπάλληλες, µε τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Στράτο Διονυσίου, Μιχάλη Μενιδιάτη, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Βίκυ Μοσχολιού, Μαρινέλλα, Δημήτρη Μητροπάνο, Τόλη Βοσκόπουλο κ.ά. να ερμηνεύουν τραγούδια του, κυρίως ερωτικά.
Το 1973 κάνει την πρώτη του υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και το ομότιτλο τραγούδι «Η ζωή μου όλη» γράφει ιστορία. Τρία χρόνια αργότερα συνεργάζεται με τον Μανώλη Μητσιά και ο «Τρελός» γίνεται ανεπανάληπτο σουξέ. Ο εμπορικότερος δίσκος του, όμως, έρχεται το 1982, όταν με ερμηνευτεί τον Γιώργο Νταλάρα ηχογραφεί το «Θέλω να τα πω» («Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ’ ένα δωμά» κ.ά.) και ξεσηκώνει την Ελλάδα.
Την αμέσως επόμενη χρονιά κυκλοφορεί ο δίσκος «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Το τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» γίνεται μεγάλη επιτυχία, αλλά ο Άκης Πάνου διαμαρτύρεται πως πήρε πενταροδεκάρες. Έρχεται σε σύγκρουση με τις δισκογραφικές εταιρίες και τις κατηγορεί ότι εκμεταλλεύονται τους καλλιτέχνες γενικότερα, αλλά και τον ίδιο ειδικότερα. Έπειτα από πολλά επεισόδια, η συνεργασία τους διακόπτεται και το 1986 αποσύρεται με την οικογένειά του στην Ξάνθη.
Την 1η Αυγούστου 1997 ο Άκης Πάνου συγκλονίζει την κοινή γνώμη, όταν πυροβολεί και σκοτώνει στη Λεύκη Ξάνθης τον 30χρονο Σωτήρη Γιαλαμά, μην εγκρίνοντας την ερωτική σχέση, που διατηρούσε με τη 19χρονη κόρη του Ελευθερία. Τον Μάρτιο του 1998 οδηγείται ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καβάλας. «Όλα έγιναν σε μια κακιά στιγμή. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου…», δηλώνει στην απολογία του.
Στις 23 Μαρτίου 1998 ο Άκης Πάνου κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε της πολιτισμικής προσφοράς, επειδή σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου «ο κατηγορούμενος δεν πρόσφερε και ιδιαίτερα στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου», ούτε και του πρότερου έντιμου βίου, επειδή κατείχε παράνομα στο σπίτι του δύο όπλα και επειδή, χωρίς να έχει χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, είχε εν γνώσει της δημιουργήσει οικογένεια με την Άννα Μπακιρτζή.
Μετά την καταδίκη του, οδηγήθηκε στις φυλακές Κομοτηνής και αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού. Στις 7 Απριλίου 1999 το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά διέταξε πεντάμηνη αναστολή της ποινής του, λόγω προβλημάτων υγείας. Ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 7 Απριλίου 2000, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 67 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.
Ο Άκης Πάνου δισκογράφησε περίπου 200 τραγούδια, ενώ πάνω από 800 έμειναν στο συρτάρι του. Στις μεγάλες επιτυχίες του συγκαταλέγονται: «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Ρολόι-Κομπολόι», «Νά ‘χα το κουράγιο», «Στον σταθμό του Μονάχου», «Αχαριστία», «Tου Κόσμου το περίγελο», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα», «Θα κλείσω τα μάτια», «Παράνομη αγάπη», «Ασφαλώς και δεν πρέπει», «Γιατί κακούργα πεθερά», «Και τί δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τά ‘λεγα», «Ήταν ψεύτικα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Χαροκόπου», «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ’ ένα δωμά», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Τρελός», «Παρόν», «Ήταν όλα ψεύτικα», «Πήρα απ’ το χέρι σου νερό», «Δεν θέλω τη συμπόνοια κανενός» κ.ά.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
O Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.
Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν.
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.
Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του.
Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.
Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.
Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.
Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου» .Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.
Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.
Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.