Μία μέρα από τη ζωή μου εν έτει 2019
Του Χρήστου Ιακώβου
Ήταν πρωί του Σαββάτου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2019. Απολάμβανα τον πρωινό ήλιο διαβάζοντας εφημερίδα σε μία καφετέρια. Δίπλα καθόταν μία παρέα από τρεις φίλους. Ήταν από αυτές τις παρέες που δεν περνούσαν απαρατήρητες. Όλοι με ακριβά ρούχα και γυαλιά ηλίου και μια αυτιστική διάθεση στις κινήσεις και την ομιλία τους. Ευδιακρίτως κολυμπούσαν στο lifestyle. Οι τύποι ήταν τόσο δουλικοί στο lifestyle που ακόμη και στον παράδεισο να πάνε θα ζητήσουν αυτόγραφο από το θεό.
Ξαφνικά μπαίνει στην καφετέρια μία ρακένδυτη γριούλα, εμφανώς ταλαιπωρημένη από τα ογδόντα και πλέον χρόνια που κουβαλούσε στους ώμους της και με το χάρο να ανασαίνει στο σβέρκο της. Κρατούσε τρεις πλαστικές σακούλες γεμάτες σταφύλι προς πώληση. Πλησίασε το τραπεζάκι της διπλανής παρέας προς άγραν πελατών, με ύφος φοβισμένου επαίτη προβάλλοντας την πραμάτεια της. Αφού η παρέα των επιδειξιμανών προσποιήθηκε αδιαφορία, η γριούλα συνέχισε να υψώνει υπομονετικά τις σακούλες με το σταφύλι ευελπιστώντας να προκαλέσει έστω και το ελάχιστο ενδιαφέρον. Η υπομονή της τελικώς καρποφόρησε. Ένας εκ της παρέας γύρισε και είδε την γριούλα, όπως ο αφέντης κάνει χάρη στο δούλο, ρωτώντας την πόσο πάει η σακούλα, για να του απαντήσει με φωνή τρεμάμενη, γεμάτη φόβο…. «τρία ευρώ». Εκείνος χαμογέλασε ειρωνικά και άρχισε το παζάρι με ύφος βαρυφορτωμένο αυτοπεποίθηση. Έδιδε παράταση στην αλαζονεία του νομίζοντας ότι κρατούσε τη φτωχή γιαγιά αιχμάλωτη. Η αδυναμία και το φοβισμένο ύφος της γριάς χάιδευε επικίνδυνα το μικροπρεπή εγωισμό του. Τελικώς, με την αλαζονική του στάση, επέβαλε την τιμή στα δύο ευρώ, αφού η γιαγιά φαινόταν να είχε μεγάλη ανάγκη το ποσό. Έδιδε τα δύο ευρώ στη γριά με το αυτάρεσκο ύφος του νικητή απέναντι σε ένα άνθρωπο που στην ουσία ήταν τσακισμένος από τα μποφόρια μίας δυστυχισμένης ζωής. Μία νίκη που άξιζε ένα ευρώ … μόνο ένα ευρώ. Η γιαγιά απεμακρύνθη σκυφτή αφού πρώτα τον ευχαρίστησε, λάμποντας από ταπεινότητα μέσα από τη φτώχεια της. Η ταπεινή σιωπή της ήταν σπαραξικάρδια για μένα που παρακολούθησα όλη τη σκηνή. Μετά από λίγο, ο τύπος έφυγε με ένα απαστράπτον αυτοκίνητο πολυτελείας, εκπέμποντας ένα αυτάρεσκο ύφος και κρατώντας την σακούλα με το σταφύλι ως λάφυρο της αλαζονείας του.
Φεύγοντας μετά από λίγο κι εγώ από την καφετέρια με θολωμένο το μυαλό, εξαιτίας των όσων είδα, άκουσα στο ραδιόφωνο την είδηση της αυτοκτονίας του δεκατετράχρονου Στυλιανού, ενός παιδιού που προσπαθούσε να εξισορροπήσει μεταξύ του μαθητή και του βοσκού, μεταξύ της βίας και του ονείρου. Πολύ σύντομα αντελήφθηκα ότι στην ουσία δεν ήταν αυτοκτονία αλλά έγκλημα διαρκείας δεκατεσσάρων ετών, όσων και τα χρόνια που πρόλαβε να ζήσει, με ενόχους όλους εμάς που συνηθίσαμε να ηττώμεθα από τους εαυτούς μας κάθε φορά που ως επιμηθείς θα πρέπει να διαχειριστούμε μία κοινωνική τραγωδία. Τότε που όλοι μας ως λαθρεπιβάτες σε μία κοινωνία που ζει με δανεικό χρόνο εξαντλούμε την ευαισθησία χρησιμοποιώντας ως όχημα μεταφοράς γαρνιρισμένες ιδέες σε έπεα πτερόεντα.
Δεν θέλω να παραστήσω τον κοινωνικό ήρωα με τη ζωή και τη θυσία ενός παιδιού αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω τις σκέψεις μου γιατί το ασυμβίβαστο πνεύμα του μικρού Στυλιανού και η ταπεινότητα της γιαγιάς αναταράζει τους δαίμονές μου. Ένα παιδί που δραπέτευσε από τη ζωή γιατί το βάρος της «τύχης» πλάκωσε τη ψυχή του. Ένα παιδί που δεν του επιτρέψαμε να φθάσει στις δικές του απλές προσδοκίες, αφού πρώτα δεν του επιτρέψαμε να περιμένει περισσότερα από τον εαυτό του. Ένα παιδί που ο θάνατος ήταν περισσότερο έκφραση πληγωμένων συναισθημάτων μίας αθώας ψυχής παρά ικανοποίηση επιθυμίας. Ένα παιδί που μας απέδειξε ότι ως κοινωνία είμαστε τελικώς αυτό που φοβούμαστε, αφού τίποτα λιγότερο δεν μας αρκεί.
Όσο προσπαθώ να φανταστώ τις τελευταίες στιγμές τις επιγείας ζωής του, όταν πλέον διέβη το Ρουβίκωνα και ο θάνατος γινόταν λύτρωση ζωής, εκείνα τα δευτερόλεπτα που η λύτρωσή του ανέδειξε την αιχμαλωσία της δικής μας κοινωνίας, άλλο τόσο με τρομάζει αυτός ο κόσμος που αλλάζει αλλά ενίοτε με τρομάζει εξίσου ο κόσμος που δεν αλλάζει. Κι αν δεν μπορείς να ισορροπήσεις ανάμεσα στα δύο, τότε νοιώθεις την ανθρώπινη αξιοπρέπεια να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Όσο σκέφτομαι εκείνα τα δευτερόλεπτα άλλο τόσο συνειδητοποιώ ότι υπάρχει κάτι που δεν το βρίσκεις στα ακριβά ρούχα και στα ινστιτούτα αδυνατίσματος και αυτό είναι η αξιοπρέπεια και η ελευθερία.
Σε μία κοινωνία που οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται εμπόριο και εκπορνεύονται οι αξίες, είναι μοιραίο η ελπίδα να μην βρίσκει πελάτες. Ζούμε σε μια κοινωνία, η οποία ανταλλάσσει το ήθος με τα λεφτά καθιστώντας για πολλούς ανυπεράσπιστους συνανθρώπους μας την ελπίδα πολυτέλεια, όπως το γνώρισε ο μικρός Στυλιανός στη σύντομη ζωή που πρόλαβε να ζήσει. Ζούμε σε μία κοινωνία, η οποία σκέφτεται υπερβολικά τους εχθρούς με αποτέλεσμα να ξεχνά τους φίλους. Ως εκ τούτου θες θάρρος να αποφασίσεις να ζήσεις με τον τρόπο που θες και όχι με τον τρόπο που οι άλλοι επιλέγουν για σένα. Δεν γεννηθήκαμε για να ζούμε μόνοι, ζούμε για να υπηρετούμε την κοινωνία μας. Αναρωτιέμαι ποιο ήταν τελικώς χειρότερο για το μικρό Στυλιανό και την ταπεινή γιαγιά. Να λένε αυτά που αισθάνονται ή να αισθάνονται αυτά που λένε με τη σιωπή τους … σ’ ένα κόσμο που δεν τους ακούει κανείς.
Ο Στυλιανός έφυγε. Λυτρώθηκε. Η ταπεινή γριούλα δραπέτευσε στην ανωνυμία της καθημερινότητας. Εμείς όμως; Το πέρασμα εκάστου έτους συγκινεί με τη μελαγχολική και πένθιμη αλλά γλυκιά ανάμνησή του. Το πέρασμά του συμβουλεύει να αποδεχθούμε και να συμφιλιωθούμε με ρεαλισμό, το οριστικό και ανεπίστροφο κλείσιμο ενός κύκλου παρελθούσας ζωής και ταυτοχρόνως μάς υπενθυμίζει τις πολλές λυτρωτικές διεξόδους, που η ίδια η πραγματική ζωή προσφέρει και οδηγεί στο ποθητό άνοιγμα και άλλων-νέων κύκλων ζωής, ενίοτε με θύματα – παραδείγματα άλλους συνανθρώπους μας.
Αυτή ήταν μία μέρα από τη ζωή μου εν έτει 2019.