Το ανακοινωθέν της 22/5/2025 και το έκκλητο της 5/6/2025 Μύθοι και αλήθειες

Το ανακοινωθέν της 22/5/2025 και το έκκλητο της 5/6/2025 Μύθοι και αλήθειες

Του δρα Αναστάσιου Βαβούσκου*

Στις 22 Μαΐου 2025 συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, έχοντας ως θέμα συζητήσεως καταγγελίες κατά του προσώπου του κ. Τυχικού ως ποιμενάρχου της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου. Με το πέρας της συζητήσεως, εκδόθηκε σχετικό Ανακοινωθέν, το οποίο περιελάμβανε τις αποφάσεις, που έλαβε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου. Επί των επί μέρους ζητημάτων, που τίθενται διά του Ανακοινωθέντος, επάγομαι τα εξής:

Α. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου συνῆλθε σήμερα Πέμπτη, 22 Μαΐου 2025, σὲ ἔκτακτη συνεδρία, ὑπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Α.Μ. τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου, πρὸς ἐξέταση καταγγελιῶν ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Πάφου Τυχικοῦ».

Από το Ανακοινωθέν προκύπτει σαφώς, ότι η συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου ήταν έκτακτη και όχι τακτική.

Κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (εφεξής ΚΧΕΚ), και ειδικότερα το άρθρο 4 πργφ. 2, η Ιερά Σύνοδος συνεδριάζει εκτάκτως, όσες φορές κρίνει εύλογη της σύγκληση της, εκείνος που δικαιούται να τη συγκαλέσει, ήτοι ο Αρχιεπίσκοπος ή ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού ή η πλειονοψηφία των μελών της Ιεράς Συνόδου.

Στην περίπτωση της συγκεκριμένης υποθέσεως, όμως, η έκτακτη σύγκληση της Ιεράς Συνόδου δεν ήταν δικαιολογημένη:

  1. Διότι οι περί το πρόσωπο του κ. Τυχικού «καταγγελίες» και τα «λοιπά εναντίον του στοιχεία» ήταν εν γνώσει του Μακαριωτάτου ήδη από μακρού χρόνου και δεν έλαβε γνώση του συνόλου αυτών άπαξ, αίφνης και προ ολίγων ημερών από την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου.
  2. Διότι η παρουσίαση των καταγγελιών τέθηκαν υπόψιν του κ. Τυχικού και των λοιπών συνοδικών μελών και στις δύο τελευταίες τακτικές συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου και όχι σε έκτακτες συνεδριάσεις αυτής, όπως σαφώς προκύπτει από το ίδιο το Ανακοινωθέν: «Οἱ καταγγελίες αὐτὲς εἶχαν γίνει καὶ πρὶν τὶς δύο τελευταῖες τακτικὲς Συνεδρίες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἐτέθησαν ὑπ’ ὄψιν τοῦ Μητροπολίτου Πάφου καὶ τῶν ἄλλων Συνοδικῶν».
  3. Διότι κατά τον ΚΧΕΚ, και ειδικότερα κατά το άρθρο 4 πργφ. 2, εδάφιο α΄, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου θα έπρεπε να συγκληθεί σε τακτική συνεδρίαση εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του μηνός Ιουνίου, δηλαδή δέκα ημέρες μετά την βεβιασμένως συγκληθείσα «έκτακτη» Ιερά Σύνοδο.

Συνεπώς, ο Μακαριώτατος με την «έκτακτη» αυτή σύγκληση της Ιεράς Συνόδου παραβίασε σαφώς τον ΚΧΕΚ.

Β. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ὁ Μακαριώτατος ἐξέθεσε ἀναλυτικὰ ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε ὡς Δικαστήριον, κατὰ τὸ ἄρθρον 79Δ2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τὶς καταγγελίες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὸν Μητροπολίτη Πάφου Τυχικὸν, καθὼς καὶ τὴ διερεύνηση ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἴδιο».

  1. Προκύπτει από το Ανακοινωθέν, ότι η Ιερά Σύνοδος συνεδρίασε ως Δικαστήριο κατά το άρθρο 79 Δ πργφ. 2 του ΚΧΕΚ και όχι ως Διοικητικό όργανο.

Όμως, για να λειτουργήσει η Ιερά Σύνοδος ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο κατά το ανωτέρω άρθρο, θα έπρεπε, να ακολουθηθεί η διαδικασία, που προβλέπει εξαντλητικώς ο ΚΧΕΚ στο Παράρτημα Β΄ – Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο – ΙΙ. Ποινική Δικονομία – Α΄ Προδικασία, και ειδικότερα η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 12επ. Θα έπρεπε δηλαδή σε αδρές γραμμές:

α) καταγγελίες προς την Ιερά Σύνοδο

β) παραγγελία της Ιεράς Συνόδου προς την Ανακριτική Επιτροπή

γ) ανάκριση και πόρισμα

δ) ορισμός εκκλησιαστικού εισαγγελέα

ε) χορήγηση δικογραφίας στον κατηγορούμενο

στ) ορισμός δικασίμου και εξέταση μαρτύρων και απολογία του κατηγορουμένου.

Αυτό άλλωστε επιβάλλει και ο ΚΧΕΚ, περιλαμβάνοντας το άρθρο 81 στο τμήμα του, που ρυθμίζει την εκκλησιαστική δικονομία στη Κύπρο.

Όμως, από την παραπάνω προβλεπόμενη αναλυτικώς διαδικασία, κανένα στάδιο της δεν τηρήθηκε. Αντιθέτως, παρελήφθη πλήρως και σε απόλυτο βαθμό.

Συνεπώς, η Ιερά Σύνοδος συνεδρίασε παρανόμως ως Δικαστήριο, χωρίς να προηγηθεί η προβλεπόμενη – πριν από την εκδίκαση – προδικασία, με αποτέλεσμα η εν λόγω συνεδρίαση να είναι άκυρη και αντικανονική και – το σημαντικότερο – κατά παράβασιν του ΚΧΕΚ.

  1. Προκύπτει από το Ανακοινωθέν, ότι ο Μακαριώτατος εξέθεσε αναλυτικώς ενώπιον της Ιεράς Συνόδου τις καταγγελίες που έγιναν εναντίον μου.

Εφόσον η Ιερά Σύνοδος λειτουργούσε κατά την εν λόγω συνεδρίαση ως διοικητικό όργανο, ο Μακαριώτατος θα μπορούσε ανέτως και κανονικώς να επέχει θέση Εισηγητού του θέματος, που αφορούσε στο πρόσωπο μου. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθ’ ομολογίαν του Ανακοινωθέντος, η Ιερά Σύνοδος λειτούργησε ως Δικαστήριο και όχι ως όργανο διοικήσεως. Εάν, λοιπόν, γινόταν δεκτή η άποψη περί λειτουργίας της Ιεράς Συνόδου ως Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, θα πρέπει ο Μακαριώτατος, να ανεύρει στον ΚΧΕΚ τη σχετική διάταξη, που να θεμελιώνει τον ρόλο του αυτό ως «Εισηγητού». Το βέβαιον, είναι, ότι δεν θα ανεύρει, διότι «Εισηγητής» στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη της Εκκλησίας της Κύπρου δεν υφίσταται.

Αν, πάλι, θεωρεί, ότι επείχε ρόλο Εισαγγελέως, τότε θα έπρεπε να είχε ορισθεί από την Ανακριτική Επιτροπή, ορισμός ο οποίος όμως δεν έγινε, διότι δεν συμμετείχε ποτέ στην όλη διαδικασία η Ανακριτική Επιτροπή.

Συνεπώς, η ανάληψη εκ μέρους του Μακαριωτάτου του ρόλου του Εισηγητού στην υπόθεση του κ. Τυχικού, είναι παράνομη και αντικανονική, αντιβαίνουσα σαφώς στις διατάξεις του ΚΧΕΚ, στον οποίο ΚΧΕΚ ο θεσμός αυτός είναι άγνωστος.

  1. Προκύπτει, τέλος, από το Ανακοινωθέν, ότι ο ίδιος έκανε και την διερεύνηση, σχετικώς με τις καταγγελίες προς το πρόσωπο του κ. Τυχικού.

Εάν αυτό αληθεύει, τότε ο Μακαριώτατος πιθανολογείται, ότι λειτούργησε ως Ανακριτής. Όμως, αυτό το έπραξε αυτοβούλως και αυτογνωμώνως και κατά παράβασιν του ΚΧΕΚ, διότι καθήκοντα Ανακριτή, ο οποίος κατά τον ΚΧΕΚ έχει υποχρέωση να ανεύρει την ουσιαστική αλήθεια, ασκούνται μόνο από το πρόσωπο, που η Ανακριτική Επιτροπή ορίζει και το οποίο πρόσωπο προέρχεται από τα μέλη αυτής. Αλλά ορισμός του Μακαριωτάτου ως Ανακριτή δεν υφίσταται, διότι η Ανακριτική Επιτροπή ουδόλως συμμετείχε στην όλη διαδικασία και ούτε τον όρισε ως Ανακριτή. Περαιτέρω, δεν θα μπορούσε ο Μακαριώτατος ούτε να ορισθεί Ανακριτής, διότι ούτως ή άλλως δεν είναι μέλος της Ανακριτικής Επιτροπής.

Εάν σε όλα τα παραπάνω, προσθέσω και το γεγονός, ότι η παραδοχή του Μακαριωτάτου, ότι διερεύνησε ο ίδιος τις καταγγελίες εναντίον του κ. Τυχικού, συνιστά και λόγο αποκλεισμού του και λόγο εξαιρέσεως του από τη σύνθεση της Ιεράς Συνόδου, εφόσον αυτή αντιμετωπισθεί ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο κατά την διατύπωση του Ανακοινωθέντος, τότε ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών του Μακαριωτάτου και η εκ μέρους του παραβίαση του ΚΧΕΚ επιτείνεται έτι περαιτέρω.

Συνεπώς, η ομολογία του Μακαριωτάτου, ότι διερεύνησε ο ίδιος τις εναντίον του κ. Τυχικού καταγγελίες, συνιστά πλήρη απόδειξη της εκ μέρους του Μακαριωτάτου παραβιάσεως για μία ακόμη φορά του ΚΧΕΚ, λαμβανομένου υπόψιν τη θεμελιώδη αρχή της δικονομίας, ότι η ομολογία είναι η «βασιλίς των αποδείξεων».

Δ. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐξέτασε καὶ δευτερεύουσας σημασίας καταγγελίες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στὴ συνοχὴ καὶ ἑνότητα τῶν πιστῶν τῆς Μητρόπολης Πάφου, οἱ ὁποῖες κατὰ καιροὺς δημιούργησαν καὶ πολλὰ σκωπτικὰ σχόλια στὰ Μ.Μ.Ε.».

Όπως προκύπτει από την διατύπωση του ανακοινωθέντος, η Ιερά Σύνοδος τελούσε εν γνώσει και άλλων καταγγελιών, τις οποίες χαρακτήρισε ως «δευτερεύουσας σημασίας» και απλώς τις εξέτασε.

Όμως, εφόσον η Ιερά Σύνοδος – όπως λέει το Ανακοινωθέν – λειτούργησε ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο του άρθρου 79Δ πργφ. 2 του ΚΧΕΚ, ακόμη και αν δεν τηρήθηκε η διαδικασία, που προβλέπεται, θα έπρεπε – όπως κάθε δικαστήριο – όχι μόνο να συζητήσει τις καταγγελίες αλλά να αποφανθεί περί αυτών, εκδίδοντας σχετική απόφαση, διά της οποίας ή θα τις απέρριπτε ή θα τις αποδεχόταν. Επιπροσθέτως, θέλω να τονίσω, ότι στο Κανονικό Δίκαιο δεν υπάρχουν καταγγελίες «πρωτεύουσας σημασίας» και κατηγορίες «δευτερεύουσας σημασίας», εκ των οποίων οι πρώτες αξιολογούνται και εκδίδεται απόφαση περί αυτών, ενώ οι δεύτερες απλώς συζητούνται και ουδεμία απόφαση περί αυτών εκδίδεται. Κατά το Κανονικό Δίκαιο και ειδικότερα τον 130ο κανόνα της Καρθαγένης (Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα, ὁσακισδήποτε κληρικοῖς ἀπὸ κατηγορῶν πολλὰ ἐγκλήματα ὑποβάλλονται, καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν, περὶ οὗ πρῶτον ἐπράχθη, ἀποδειχθῆναι οὐκ ἠδυνήθη, πρὸς τὰ λοιπὰ μετὰ ταύτα μὴ προσδεχθῶσι), υπάρχουν καταγγελίες που αποδεικνύονται και κατηγορίες που δεν αποδεικνύονται και σε περίπτωση περισσοτέρων των μίας κατηγοριών, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, εάν μία εκ των κατηγοριών κριθεί αβάσιμη και αναπόδεικτη, απορρίπτονται όλες ως αβάσιμες.

Συνεπώς, ο Μακαριώτατος –  ως εισηγητής αλλά και ως το πρόσωπο που διερεύνησε τις καταγγελίες –  θα έπρεπε να εισηγηθεί είτε την βασιμότητα τους είτε την μη βασιμότητα τους, πράγμα το οποίο δεν έπραξε, παρασύροντας τα μέλη της Ιεράς Συνόδου στη λήψη εσφαλμένων αποφάσεων.

Εκείνο, που είναι βέβαιο, και επιθυμώ να τονίσω, είναι ότι εκ του συγκεκριμένου εδαφίου του Ανακοινωθέντος προκύπτει, ότι η Ιερά Σύνοδος – μην εκδίδοντας απόφαση επί καταγγελιών αλλά αρκούμενη απλώς στην εξέταση τους και στη συζήτηση τους – ενήργησε και λειτούργησε σαφώς ως όργανο διοικήσεως και όχι ως Δικαστήριο.

Προς επίρρωσιν των όσων ανέφερα παραπάνω, επικαλούμαι και το ίδιο το Ανακοινωθέν, το οποίο:

  1. επισημαίνει, ότι: «Τὰ ὡς ἄνω θέματα τὰ ὁποῖα συζητήθηκαν ἐκτενῶς, ἀφοροῦν καὶ στὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου μὲ αὐτές.». Δηλαδή, στην συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, αν και υποτίθεται, ότι ήταν συνεδρίαση Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, δεν συζητήθηκαν κανονικά παραπτώματα μου αλλά θέματα που αφορούν ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στις σχέσεις της Εκκλησίας της Κύπρου με αυτές. Όμως, αυτό που τελικώς διαπιστώθηκε, όπως προκύπτει από το Ανακοινωθέν, ήταν σοβαρές αδυναμίες στην διοίκηση και διαποίμανση της Μητροπολιτικής Περιφέρειας Πάφου.

Θέτω, κατόπιν τούτου το ερώτημα:  Πώς γίνεται η κατά το Ανακοινωθέν δυσλειτουργία μίας Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Κύπρου, που είναι εσωτερικό ζήτημα της Εκκλησίας της Κύπρου, να επηρεάζει την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις σχέσεις της Εκκλησίας της Κύπρου με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες;  

  1. στην προτελευταία παράγραφο επισημαίνει:
  2. i. στο εδάφιο α΄, ότι «Ἀφοῦ διεξήχθη διεξοδικὴ συζήτηση ἐπὶ τῶν ὡς ἄνω θεμάτων καὶ ἔδωσε τὶς ἀπαντήσεις του ὁ Μητροπολίτης Πάφου, αὐτὸς ἀπεχώρησε». Όμως σε ένα Εκκλησιαστικό Δικαστήριο ούτε συζήτηση γίνεται επί των θεμάτων αλλά διερεύνηση των κατηγοριών, ούτε ο κατηγορούμενος δίδει απαντήσεις αλλά απολογείται.
  3. ii. στο εδάφιο β΄, ότι: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔκρινε ἀνεπαρκεῖς τὶς ἀπαντήσεις τοῦ Μητροπολίτου Πάφου καὶ διεπίστωσε σοβαρὲς ἀδυναμίες στὴ διοίκηση καὶ διαποίμανση τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Πάφου». Όμως, σε ένα Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, η σύνθεση του δεν κρίνει ανεπαρκείς τις απαντήσεις του κατηγορουμένου αλλά την απολογία του. Ούτε βεβαίως, εννοείται το Δικαστήριο, διαπιστώνει σοβαρές αδυναμίες στην διοίκηση της Μητροπόλεως του κατηγορουμένου αλλά διαπιστώνει μόνο αν έχουν τελεστεί από τον ίδιο τα κανονικά παραπτώματα, για τα οποία κατηγορήθηκε.

Ε. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔλαβε τὴν κατὰ πλειοψηφίαν ἀκόλουθη ἀπόφαση: Ὁ ἐν λόγῳ Ἀρχιερέας τίθεται στὴ διάθεση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἀξιοποιήσει ὅπου δεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως ὑποβάλει, γραπτῶς, Ὁμολογίαν Πίστεως, στὴν ὁποία νὰ περιλαμβάνεται καταδίκη τοῦ ἀποτειχισμοῦ. Θὰ παραμείνει ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ θὰ τοῦ δοθεῖ τίτλος καὶ θέση ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο».

Από το ανωτέρω εδάφιο του Ανακοινωθέντος προκύπτουν τα εξής ζητήματα, επί των οποίων τοποθετούμαι αμέσως:

Πρώτον, από τη στιγμή, που κατά το Ανακοινωθέν, διαπιστώθηκαν «σοβαρὲς ἀδυναμίες στὴ διοίκηση καὶ διαποίμανση τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Πάφου», δηλαδή διαπιστώθηκε, ότι ο Μητροπολίτης Πάφου δεν είναι ικανός να διοικήσει την Ιερά Μητρόπολη του, τότε θα έπρεπε η Ιερά Σύνοδος ως διοικητικό όργανο –  που ούτως ή άλλως υπό αυτή την ιδιότητα συνεδρίασε – βάσει του άρθρου 14, πργφ. 1 γ΄ του ΚΧΕΚ, να κηρύξει τον θρόνο μου σε χηρεία με ειδική πλειοψηφία των ¾  του συνόλου των μελών της «λόγω αδυναμίας του Αρχιερέως (δηλαδή του Μητροπολίτη Πάφου), η οποία θα έχει αποδειχθεί αρμοδίως, να ανταποκριθεί στα λειτουργικά, ποιμαντικά και διοικητικά καθήκοντα του». Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση, συμφώνως πάντοτε προς το ίδιο άρθρο,  ο κ. Τυχικός θα έπρεπε να έχει σωματικό ή διανοητικό νόσημα ή γήρας. Έχει όμως τέτοια προβλήματα ο Μητροπολίτης Πάφου; Εξ όσων μπορώ να συμπεράνω, όχι.

Συνεπώς:

α) είτε υπήρχαν σοβαρές αδυναμίες στη διοίκηση και διαποίμανση της Μητροπόλεως Πάφου, οπότε η Ιερά Σύνοδος παραβίασε τον ΚΧΕΚ, μην εφαρμόζοντας τη σχετική διάταξη του άρθρου 14 του ΚΧΕΚ,

β) είτε είναι όντως ικανός προς διοίκησιν και διαποίμανσιν της Μητροπόλεως του ο Μητροπολίτης Πάφου, αφού δεν έχει σωματικό ή διανοητικό νόσημα ή γήρας, οπότε κατά παράβασιν του ΚΧΕΚ η Ιερά Σύνοδος του αφαίρεσε την διαποίμανση της Μητροπόλεως του. Δυστυχώς, λυπούμαι που το λέω, αλλά τα κουκιά είναι μετρημένα.

Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω, ότι ο βάσει των ιερών κανόνων κατ’  ουσίαν χαρακτηρισμός του Μητροπολίτη Πάφου ως «Σχολάζοντος» και της Μητροπόλεως του ως «Σχολάζουσας», όπως θα εξηγήσω αμέσως παρακάτω, δεν συνιστούν ποινή, που επιβάλλεται για κάποιο κανονικό παράπτωμα αλλά  είναι διοικητικού χαρακτήρα ενέργεια, είναι διοικητικό μέτρο. Τούτο αποδεικνύει με τον πλέον φανερό τρόπο, ότι –  πέραν των άλλων επιχειρημάτων – η Ιερά Σύνοδος στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν λειτούργησε επ’  ουδενί ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο αλλά ως όργανο διοικήσεως. Γι’  αυτό δεν επέβαλε ποινή, προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες αλλά έλαβε ένα διοικητικό μέτρο, όπως είναι η κήρυξη μίας Μητροπόλεως σε σχολάζουσα και του επισκόπου της σε σχολάζοντα.

Άρα, η Ιερά Σύνοδος οδηγήθηκε σε απόφαση, που είναι αντίθετη με τον ΚΧΕΚ, παραβιάζοντας αυτόν κατάφωρα.

Δεύτερον, η Ιερά Σύνοδος τελικώς αποφάσισε να θέσει τον Μητροπολίτη Πάφου στην διάθεση της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία θα τον αξιοποιήσει, όπου και όπως κρίνει αυτή σκόπιμο.

Εάν, όμως, συνδυάσει κανείς την απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου με την ερμηνεία υπό τον 16ο κανόνα της Αντιοχείας των όρων «σχολάζων επίσκοπος» και «σχολάζουσα επισκοπή», από τους Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνα και Πηδάλιο, θα διαπιστώσει, ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου εν τέλει και κατ’ ουσίαν ούτε κήρυξε έκπτωτο τον κ. Τυχικό, ούτε τον έπαυσε από τα καθήκοντα του, αλλά τον κήρυξε Σχολάζοντα Επίσκοπο και την Ιερά Μητρόπολη Πάφου ως σχολάζουσα. Και όπως ακριβώς ο Σχολάζων Επίσκοπος, έτσι και ο κ. Τυχικός με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου τέθηκε στην διάθεση της Εκκλησίας. Όμως, για να κηρυχθεί ο Μητροπολίτης Πάφου «Σχολάζων Επίσκοπος» και η Μητρόπολη του «Σχολάζουσα Επισκοπή» θα έπρεπε – κατά τον 16ο κανόνα της Αντιοχείας, αν και κανονικώς εκλεγείς, να μην μπορεί να αναλάβει καν τα καθήκοντά του στην Μητρόπολη Πάφου, επειδή αυτή ευρίσκεται υπό κατοχή ή να τυγχάνει της απορρίψεως από το σύνολο των πιστών της Μητροπόλεως. Τέτοιες όμως συνθήκες δεν υπάρχουν, όχι μόνον γιατί η Μητρόπολη Πάφου δεν είναι υπό κατοχή, όχι μόνον γιατί οι πιστοί της Μητροπόλεως δεν τον κήρυξαν ανεπιθύμητο αλλά υπεράνω όλων, διότι είχε ήδη αναλάβει και ασκούσε κανονικώς τα καθήκοντα μου επί μακρό διάστημα, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για την κήρυξη ενός επισκόπου ως «σχολάζοντος» είναι να μην μπορεί να αναλάβει εξαρχής καθόλου τα καθήκοντα του.

Άρα, η Ιερά Σύνοδος οδηγήθηκε σε απόφαση, που παραβιάζει τους ιερούς κανόνες και τον ΚΧΕΚ κατάφωρα.

Τρίτον, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε, ότι θα χρησιμοποιήσει τον κ. Τυχικό, όπου και όπως κρίνει αυτή σκόπιμο, αφού προηγουμένως υποβάλλει γραπτώς Ομολογία πίστεως, στην οποία να περιλαμβάνεται καταδίκη του αποτειχισμού.

Επισημαίνω, ότι η γραπτή ομολογία πίστεως, ήτοι ο λίβελλος, κατά το Κανονικό Δίκαιο προβλέπεται για την επανένταξη των αιρετικών στην ορθόδοξη πίστη και περιλαμβάνει ταυτοχρόνως και απόρριψη της αιρέσεως, όπως ακριβώς σημειώνει ο Ι. Ζωναράς στο σχόλιο του υπό τον 47ο κανόνα της Καρθαγένης:  «Οἱ ἐξ αἱρέσεων προσιόντες τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει, οἱ μέν λιβέλλους ἀπαιτοῦνται, ἐκδόσεις ἐγγράφους δηλαδή, στηλιτευούσας τάς αἱρέσεις αὐτῶν∙». Στον Ι. Ζωναρά παραπέμπει και το Πηδάλιον, στο σχόλιο του υπό τον 7ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου: «Ὁ παρών Κανών διορίζεται, τίνι τρόπῳ πρέπει νά δεχώμεθα τούς ἀπό τῶν αἱρέσεων προσερχομένους εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί τήν μερίδα τῶν σωζομένων. Λέγων, ὅτι τούς μέν Ἀρειανούς, καί Μακεδονιανούς, καί Ναυατιανούς, περί ὧν εἴπομεν ἐν τῷ α΄ Κανόνι τῆς παρούσης Συνόδου. Καί τούς Σαββατιανούς καί Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, ἤτοι τετραδίτας καί Ἀπολιναριστάς. Δεχόμεθα. Ἀφ’ οὗ δώσουν Λιβέλλους, ἤγουν ἔκδοσιν ἔγγραφον (ἤ Λίβελλος γάρ Λατινική φωνή, ἔκδοσις ἑρμηνεύεται κατά τόν Ζωναρᾶν) ἀναθεματίζουσαν καί τήν ἐδικήν των, καί κάθε ἄλλην ἀκόμη αἵρεσιν ὁποῦ δέν φρονεῖ, καθὼς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική, καί ἀποστολική ἐκκλησία,..».

Ο αποτειχισμός, δηλαδή η ανυπακοή προς τον οικείο – προϊστάμενο επίσκοπο μέσω της μη μνημονεύσεως του ονόματος αυτού, για τον κ. Τυχικό δε, η ανυπακοή προς τον Μακαριώτατο, δεν συνιστά αίρεση αλλά κανονικό παράπτωμα κανονικής τάξεως και όχι δογματικής τάξεως. Πολλώ δε μάλλον, δεν τίθεται για αυτόν τέτοιο ζήτημα, καθόσον όχι μόνον ουδέποτε έπαυσε να μνημονεύει τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Γεώργιο, αλλά προ ολίγων ημερών συλλειτούργησαν κιόλας.

Συνεπώς, από τη στιγμή που ο αποτειχισμός κατά το Ανακοινωθέν, δεν συνιστά αίρεση, άρα κανονικό παράπτωμα δογματικής τάξεως, αλλά και ο κ. Τυχικός δεν τον διέπραξε ούτε και ως κανονικής τάξεως κανονικό παράπτωμα, αφού μνημόνευε κανονικώς τον Μακαριώτατο, δεν δύναται να συντάξει και να υπογράψει τέτοια Ομολογία Πίστεως, που βάσει των ανωτέρω θα ήταν αντικανονική και ανυπόστατη.

Άρα, η Ιερά Σύνοδος οδηγήθηκε σε απόφαση, που παραβιάζει και τον Καταστατικό Χάρτη και τους ιερούς κανόνες κατάφωρα.

Τέταρτον, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε επιπλέον, ότι ο κ. Τυχικός θα παραμείνει επίσκοπος της Εκκλησίας της Κύπρου και μέλος της Ιεράς Συνόδου και θα του δοθεί τίτλος και θέση από την Ιερά Σύνοδο.

Όμως, από τη στιγμή:

α) που κανονικώς – συμφώνως προς την διαπίστωση της Ιεράς Συνόδου, ότι δεν μπορεί να διοικήσει Μητρόπολη και άρα είναι ανίκανος γι’ αυτό – έπρεπε κατά τον ΚΧΕΚ να κηρυχθεί η μητρόπολη του σε χηρεία αλλά αυτή δεν κηρύχθηκε σε χηρεία,

β) που κατ’ ουσίαν ο ίδιος κηρύχθηκε Σχολάζων Επίσκοπος, χωρίς όμως να κηρυχθεί η Μητρόπολη Πάφου ως «Σχολάζουσα» και αυτός τυπικώς «Σχολάζων», αν και αυτός είχε αναλάβει και ασκούσε κανονικώς τα καθήκοντα του,

γ) που όμως κατά την απόφαση της Ιεράς Συνόδου ο κ. Τυχικός κηρύχθηκε έκπτωτος, ενώ δεν κηρύχθηκε έκπτωτος, αφού ουδεμία χρήση του όρου «έκπτωτος» γίνεται στο Ανακοινωθέν,

ερωτώ, πώς θα του δοθεί τίτλος επισκοπής και θέση από την Ιερά Σύνοδο;

ΣΤ. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ἀπὸ σήμερα ἡ Α.Μ. ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Γεώργιος ἀναλαμβάνει Τοποτηρητὴς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Θρόνου τῆς Πάφου». Επ’ αυτού του εδαφίου του Ανακοινωθέντος, σας θέτω υπόψιν τα παρακάτω:

Κατά το άρθρο 14 πργφ. 2 του ΚΧΕΚ: «Ὁ Ἀρχιερεύς ἀπομακρύνεται ἀπό τό θρόνο του, λόγῳ τελεσίδικης καταδίκης σέ καθαίρεση, ἤ σέ ἔκπτωση ἀπό τό Θρόνο».

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 81 του ΚΧΕΚ: «Ἀρχιερεύς, ὁ ὁποῖος καταδικάστηκε σὲ ποινὴ στερητικὴ τῆς ἱερωσύνης, ἢ σὲ ἔκπτωση ἀπὸ τὸ θρόνο, ἢ σὲ ποινὴ ἀργίας, ποὺ ἐπιφέρει ἔκπτωση, μπορεῖ νὰ ἀσκήσει τὸ δικαίωμα τοῦ ἐκκλήτου ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατὰ τὰ προβλεπόμενα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἐκκλήτου, ἰσχύουν, ἀναλόγως ἐφαρμοζόμενες, οἱ προθεσμίες γιὰ τὴν ἄσκηση ἐφέσεως, ποὺ προβλέπονται στὸ Παράρτημα Β΄, ΙΙ, τοῦ παρόντος. Σὲ περίπτωση ἀσκήσεως ἐκκλήτου, ἡ διαδικασία γιὰ τὴν πλήρωση τοῦ θρόνου δὲν μπορεῖ νὰ ἀρχίσει, πρὶν παρέλθει ἑξάμηνο ἀπὸ τὴν ὑποβολὴ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τοῦ σχετικοῦ φακέλου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου».

Τέλος, κατά το άρθρο 42 του ΚΧΕΚ, Παράρτημα Β’, ΙΙ: Ἡ ἔφεση ἀσκεῖται μέσα σὲ δεκαπέντε ἡμέρες ἀπὸ τὴν κοινοποίηση τῆς ἀποφάσεως στὸν κατηγορούμενο.».

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και βάσει του Ανακοινωθέντος, ότι η Ιερά Σύνοδος λειτούργησε ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, προκύπτουν τα εξής:

α) ότι κατά την άποψη του Ανακοινωθέντος και τις δηλώσεις του Μακαριωτάτου, η Ιερά Σύνοδος επέβαλε στο κ. Τυχικό την ποινή της εκπτώσεως από τον θρόνο της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου,

β) ότι η έκπτωση του κ. Τυχικού από τον θρόνο της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου, πάντα κατά το Ανακοινωθέν και τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου, επέρχεται όταν η απόφαση της Ιεράς Συνόδου καταστεί τελεσίδικη, οπότε και μόνον τότε απομακρύνεται από τον θρόνο του,

γ) ότι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου, θεωρουμένης αυτής ως Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, καθίσταται τελεσίδικη, αφού ασκηθεί έκκλητο ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου,

δ) ότι η προθεσμία για την άσκηση του εκκλήτου είναι, όπως και στην έφεση, δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου,

ε) ότι η απόφαση πρέπει να έχει τα κάτωθι στοιχεία κατ’  ελάχιστον:

1) αριθμό και έτος εκδόσεως,

2) το όνομα του Δικαστηρίου,

3) τη σύνθεση του Δικαστηρίου,

4) το όνομα του εκκλησιαστικού εισαγγελέα,

5) τις κατηγορίες εναντίον του κατηγορουμένου και τους ιερούς κανόνες στους οποίους αυτές στηρίζονται,

6) τα κανονικά παραπτώματα, για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και τους κανόνες που τα προβλέπουν,

7) τις ποινές που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο κληρικό,

8) την ημερομηνία δημοσιεύσεως και τη σφραγίδα του Δικαστηρίου.

στ) ότι σε περίπτωση ασκήσεως εκκλήτου, η διαδικασία για την πλήρωση του θρόνου δεν μπορεί να αρχίσει, πριν παρέλθει εξάμηνο από την υποβολή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο του σχετικού φακέλου από την Εκκλησία της Κύπρου».

Με δεδομένο, λοιπόν, πλέον, ότι χθές, ημέρα Πέμπτη 5/6/2025 ασκήθηκε το έκκλητο από τον κ. Τυχικό, αποδεικνύεται, ότι κακώς και αντιθέτως προς τον Καταστατικό Χάρτη, ανέλαβε ο Μακαριώτατος ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου αμέσως μετά την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου. Η αντίθετη με τον ΚΧΕΚ αυτή συμπεριφορά επιτείνεται έτι περαιτέρω, καθόσον ο Μακαριώτατος δεν αρκέσθηκε μόνο στην –  έστω παράνομη –  άσκηση αρμοδιοτήτων του Τοποτηρητή, δηλαδή στη ρύθμιση των κατεπειγουσών και τρεχουσών υποθέσεων, αλλά προχώρησε και σε πράξεις διοικήσεως και ασκήσεως καθηκόντων, που ανήκουν στον κανονικό Μητροπολίτη Πάφου, προστιθεμένης και της ασκήσεως δικαστικών καθηκόντων. Ως τέτοια εννοώ την καταδίκη σε αργία των π. Δήμου Σερκελίδη, τον οποίο δίκασε:

α) μόνος του ο Μακαριώτατος

β) ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Πάφου

γ) στην Πάφο

ενώ με βάση το παράπτωμα, για το οποίο κατηγόρησε τον π. Δήμο Σερκελίδη, θα έπρεπε:

α) να δικάσει ως Επισκοπικό Δικαστήριο, που είναι τριμελές

β) της Αρχιεπισκοπής

γ) στη Λευκωσία

δ) αφού επιληφθεί η Ανακριτική Επιτροπή και ακολουθηθεί όλη η διαδικασία που προβλέπει ο ΚΧΕΚ (ανάκριση, εκκλησιαστικός εισαγγελέας κ.λ.π.). Άρα, και η καταδίκη του π. Δήμου Σερκελίδη είναι ανυπόστατη.

Τελικώς, συμφώνως προς δημοσιεύματα, χθές, ημέρα Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025 ο – κατά την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου φερόμενος ως έκπτωτος Μητροπολίτης Πάφου – Επίσκοπος κ. Τυχικός Βρυώνης κατέθεσε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρο έκκλητο ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, βάσει του άρθρου 81 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (εφεξής ΚΧΕΚ).

Της ενεργείας αυτής ακολούθησαν, όπως προκύπτει και από τα δημοσιεύματα, διευκρινήσεις εκ μέρους της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, οι οποίες διευκρινήσεις αποσκοπούσαν – όπως προκύπτει από το περιεχόμενο τους – να αναιρέσουν τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος Αρχιερέα περί των σφαλμάτων στην όλη διαδικασία.

Το ερώτημα, όμως, είναι ένα και μοναδικό: Μπορούσε να ασκηθεί έκκλητο κατά της συγκεκριμένης αποφάσεως τη Ιερά Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου;

Καταρχήν, ο θεσμός του εκκλήτου, ως το ένδικο βοήθημα της εφέσεως αλλά για Αρχιερείς, καθώς και η διαδικασία ασκήσεως του, προβλέπεται από το άρθρο 81 του ΚΧΕΚ, που αναφέρθηκε ήδη. Περαιτέρω, το έκκλητο ασκείται κατά δικαστικής αποφάσεως, που έχει εκδώσει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, λειτουργούσα ως Δικαστήριο και αφού αυτή κοινοποιηθεί στον κατηγορούμενο και καταδικασθέντα. Αυτό σημαίνει τρία πράγματα:

Πρώτον, ότι απαιτείται δικαστική απόφαση, δηλαδή πράξη, που πρέπει κατ’  ελάχιστον να έχει συγκεκριμένα στοιχεία, που ήδη ανέφερα παραπάνω.

Δεύτερον, ότι απαιτείται η Ιερά Σύνοδος να λειτουργεί ως δικαστήριο και όχι ως διοικητικό όργανο. Αυτό σημαίνει, ότι της συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί όλη η διαδικασία, που προβλέπει το Παράρτημα Β΄, ΙΙ (Ποινική Δικονομία) του ΚΧΕΚ, δηλαδή εν συνόψει:

α) καταγγελίες προς την Ιερά Σύνοδο

β) παραγγελία της Ιεράς Συνόδου προς την Ανακριτική Επιτροπή

γ) ανάκριση και πόρισμα

δ) ορισμός εκκλησιαστικού εισαγγελέα

ε) χορήγηση δικογραφίας στον κατηγορούμενο

στ) ορισμός δικασίμου και εξέταση μαρτύρων και απολογία του κατηγορουμένου.

Αυτό άλλωστε επιβάλλει και ο ΚΧΕΚ, περιλαμβάνοντας το άρθρο 81 στο τμήμα του, που ρυθμίζει την εκκλησιαστική δικονομία στη Κύπρο.

Τρίτον, ότι απαιτείται η κοινοποίηση της αποφάσεως στον κατηγορούμενο, προκειμένου να αρχίσει η προθεσμία για την άσκηση του εκκλήτου. Επίσημο αντίγραφο, δε, της αποφάσεως, κατά της οποίας στρέφεται το έκκλητο, πρέπει και να επισυνάπτεται κατά την κατάθεση αυτού, προκειμένου η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να γνωρίζει, τι θα εξετάσει και περί ποίου πράγματος θα κρίνει.

Αντ’ αυτού εκδόθηκε μόνον ένα απλό Ανακοινωθέν.

Από όλα τα παραπάνω, όπως όλοι καταλαβαίνετε, δεν έγινε τίποτε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκηθεί έκκλητο από τον εκκαλέσαντα Αρχιερέα ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

 Από την στιγμή, δε, που αυτό ασκήθηκε, και με αφετηρία τις παραπάνω αμάχητες διαπιστώσεις, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα πρέπει κανονικώς να απορρίψει το ασκηθέν έκκλητο για τυπικούς λόγους, δηλαδή λόγω ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.

               Μετά απ’  όλα αυτά, τι μέλλει γενέσθαι;

Δυστυχώς, η κατάσταση έχει φθάσει σε κρίσιμη καμπή. Το σωστό θα ήταν:

Ι. η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου να συνεδριάσει και με επιχείρημα την ενδελεχέστερη επανεξέταση της υποθέσεως και την αναγνώριση ασαφειών:

– να ανακαλέσει τις αποφάσεις της 22ης Μαΐου 2025

– να θέσει σε αργία με πλειοψηφία ¾ τον Μητροπολίτη Πάφου, εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο και αφού κατονομάσει τα κανονικά παραπτώματα που θεωρείται ότι τέλεσε, καθώς και τους κανόνες, που τα προβλέπουν, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως

– να αποστείλει τις εναντίον του καταγγελίες στην Ανακριτική Επιτροπή για τα περαιτέρω

–  να θέσει εξαρχής και σε σωστότερες βάσεις την τοποτηρητεία.

ΙΙ. Ο Μακαριώτατος με το Επισκοπικό Δικαστήριο Λευκωσίας να δικάσει τον π. Δήμο Σερκελίδη, εφόσον κρίνει αυτό ορθό, στην Λευκωσία, ως επίσκοπος του τόπου τελέσεως του παραπτώματος, αφού το You tube το βλέπουν και στην Λευκωσία, αλλά με την προβλεπόμενη πάντοτε διαδικασία (ανακριτική επιτροπή κ.λ.π.)

ΙΙΙ. Ο κ. Τυχικός να παραιτηθεί του εκκλήτου του, διότι το άσκησε κατ’ ανύπαρκτης δικαστικής αποφάσεως, και να αναμένει την πιθανή έκδοση κανονικής δικαστικής αποφάσεως εναντίον του από εκκλησιαστικό δικαστήριο. Και να δηλώσει:

ΟΤΙ δεν ενήργησε, δεν ενεργεί και ούτε θα ενεργήσει αντιθέτως προς τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία – ως μια εκ των αρχαιοτέρων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών δυνάμει του 8ου κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου – αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εφαρμόζουσα τις αποφάσεις των Συνόδων αυτής.

ΟΤΙ δεν περιέπεσε στην αίρεση του αποτειχισμού, καθόσον ούτος δεν αποτελεί αίρεση και κατ’ επέκτασιν κανονικό παράπτωμα δογματικής τάξεως αλλά κανονικό παράπτωμα κανονικής τάξεως. Αλλά και υπό αυτή την έννοια, ουδέποτε διέπραξε τοιούτο παράπτωμα, καθόσον ουδέποτε έπαυσε να μνημονεύω τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ. Γεώργιο.

ΟΤΙ δεν εχειροτόνησε κληρικό, επειδή ήταν μέλος των «αποτειχισμένων Θεσσαλονίκης», ούτε βεβαίως συγκάλυψε την συμμετοχή του σε παρασυναγωγή μετ’ αυτών.

ΟΤΙ δεν αρνήθηκε συστηματικώς να τελέσει μεικτούς γάμους, όπως αποδεικνύεται από τους μεικτούς γάμους που ως Μητροπολίτης Πάφου αποφάσισα την τέλεση τους.

ΟΤΙ δεν εγκαινίασε επισήμως παρεκκλήσιο επ’ ονόματι του π. Νεκταρίου Βιτάλη, εξέφρασε όμως επανειλημμένως τον σεβασμό του προς αυτόν και εμπράκτως, αν και μη εισέτι αγιοκαταταχθείς, έχοντας ως πνευματικό τέκνο του Μακαριωτάτου, οδηγό και κανόνα την αφιέρωση εκ μέρους του τελευταίου ιερού ναού επ’ ονόματι του Αγίου Εφραίμ Νέας Μάκρης, προτού και αυτός επίσης αγιοκαταταχθεί.

ΟΤΙ ως Μητροπολίτης Πάφου, διοίκησε και διεποίμανε την Μητρόπολή του, επιδιώκοντας να προσφέρει καλόπιστα και με αγαθή την καρδία τα μέγιστα και τα βέλτιστα στην Μητρόπολη του και στο ποίμνιο του, φέρων ως Σταυρό τις αδυναμίες και τα σφάλματα της ανθρώπινης φύσεως. Έχων, δε, γνώσιν της λειτουργίας του συνοδικού συστήματος, αλλά και του  κατά τους ιερούς κανόνες αυτεξουσίου του επισκόπου, πέραν της διαποιμάνσεως και διοικήσεως της επαρχίας του, διετύπωνε κατά καιρούς και θα συνεχίζει να διατυπώνει τις προσωπικές του απόψεις, σεβόμενος και εφαρμόζοντας αυτονοήτως όμως τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, άμα τη λήψει και εκδόσει αυτών, ανεξαρτήτως της συμφωνίας ή αντιθέσεως αυτών προς τις απόψεις του.

 

Εγώ τα έγραψα. Για μία ακόμη φορά.

Λυπούμαι, διότι μάλλον δεν θα εισακουσθώ. Για μία ακόμη φορά.

Κρατώ, όμως, και μία αμυδρή ελπίδα. Για μία ακόμη φορά.

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος

Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.

* Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.

 

 

 

 

 

 

Share this post