Το δις εξ αμαρτείν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου
Του δρος. Αναστασίου Βαβούσκου*
Χθες, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου συνεδρίασε και κήρυξε έκπτωτο τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Πάφου κ. Τυχικό. Τον τιμωρηθέντα Αρχιερέα δεν τον γνωρίζω, ούτε βεβαίως θα μπώ και στην ουσία των εναντίον του καταγγελιών, διότι δεν έχω τα πλήρη στοιχεία. Οφείλω, όμως να επισημάνω τα λάθη, τα οποία έγιναν – για μία ακόμη φορά – επί της διαδικασίας.
Κατά πρώτο λόγο, η απόφαση της Ιεράς Συνόδου δεν αναφέρει ούτε τους ιερούς κανόνες, στους οποίους θεμελιώνονται τα αποδιδόμενα στον εν λόγω Αρχιερέα κανονικά παραπτώματα. Και αυτό είναι αναγκαίο, προκειμένου να κριθεί, εάν η ποινή που επιβλήθηκε, είναι η ποινή με την οποία τιμωρούνται αυτά τα κανονικά παραπτώματα.
Κατά δεύτερο λόγο, και όπως αναφέρεται ρητώς στο ανακοινωθέν, η Ιερά Σύνοδος εξεδίκασε την υπόθεση συμφώνως προς το άρθρο 79Δ πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη. Το άρθρο αυτό, πράγματι, ορίζει την αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου να λειτουργεί ως δικαστήριο – πέραν από διοικητικό όργανο – και να επιβάλλει σε Αρχιερείς συγκεκριμένες ποινές, μεταξύ των οποίων και αυτή της εκπτώσεως. Όμως, για να ασκήσει αυτή την αρμοδιότητα της η Ιερά Σύνοδος, θα έπρεπε προηγουμένως:
Α) η Ιερά Σύνοδος να λάβει τις καταγγελίες για κάποιον Αρχιερέα,
Β) να παραγγείλει στην Ανακριτική Επιτροπή να διεξαγάγει ανακρίσεις,
Γ) να εκδώσει η Ανακριτική Επιτροπή πόρισμα περί της τελέσεως ή όχι κανονικών παραπτωμάτων, προσδιορίζοντας τα κιόλας, εάν τα διαπίστωνε,
Δ) να ορίσει Εκκλησιαστικό Εισαγγελέα, ο οποίος θα συνέτασσε το κατηγορητήριο, ώστε να ακολουθήσει στη συνέχεια η εκδίκαση από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου βάσει του άρθρου 79Δ πργφ. 2.
Και αυτά δεν τα λέω εγώ. Τα ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου, στο Παράρτημα ΙΙ, Ποινική Δικονομία – Α΄ Προδικασία, 13 ως 17. Μετά από όλες αυτές τις ενέργειες, θα ερχόταν η ώρα της εκδικάσεως της υποθέσεως από την Ιερά Σύνοδο.
Δυστυχώς, η Ιερά Σύνοδος δεν ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία και κατευθύνθηκε απευθείας προς το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας – δηλαδή της εκδίκαση – παραλείποντας όλη την υπόλοιπη προδικασία. Αυτή όμως η ενέργεια οδηγεί σε παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη, ο οποίος κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να τίθεται επί σοβαρής βάσεως όχι μόνο ο αντικαταστατικός αλλά και ο αντισυνταγματικός χαρακτήρας των ενεργειών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου. Η δε αυτή καθεαυτή απόφαση της Ιεράς Συνόδου είναι νομοκανονικώς ανυπόστατη και δεν επιφέρει συνεπώς κανένα αποτέλεσμα, όπως επίσης και η ανάληψη της τοποτηρητείας από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Και όλα αυτά από τυπικής – νομοκανονικής απόψεως βεβαίως, όχι από πλευράς «εκκλησιαστικής πολιτικής».
Το δυστύχημα είναι, ότι τα ίδια συνέβησαν και στην πρόσφατη υπόθεση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, που είχε ως επίκεντρο την αδελφότητα της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ. Και εκεί η Ιερά Σύνοδος, αφού εδίκασε και κατεδίκασε ορισμένα από τα μέλη της Αδελφότητας, στη συνέχεια – μετά από αντίστοιχο σχετικό άρθρο μου – απέστειλε την υπόθεση στην Ανακριτική Επιτροπή, η οποία αφού – με όλα τα λάθη που έγιναν – διεξήγαγε ανακρίσεις, παρέπεμψε εκ νέου τρία μέλη της Αδελφότητας στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, τα οποία τους ξανακαταδίκασαν σε α’ βαθμό και σε β’ βαθμό.
Οι δύο όμως αυτές υποθέσεις έχουν και δύο διαφορές.
Η πρώτη διαφορά είναι, ότι στην υπόθεση του Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα με επίκεντρο την Αδελφότητα της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ, ο κατήγορος και ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας ομολόγησαν στοιχεία, που απεδείκνυαν το μεμπτό χαρακτήρα του βίου τους και τα οποία στοιχεία οδηγούσαν σε απόρριψη των κατηγοριών και μαρτυριών τους εναντίον των μελών της Αδελφότητας. Αυτό το υποστήριξαν εντόνως τα μέλη της Αδελφότητας και με αδιαμφισβήτητα στοιχεία, αλλά δεν εισακούσθηκαν. Τώρα, ήδη, αμφότεροι κατήγορος και μάρτυρας κατηγορίας βρίσκονται εδώ και καιρό ενώπιον της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης για αυτόν ακριβώς τον λόγο, με την ποινή της καθαιρέσεως να επικρέμαται επί της κεφαλής αυτών, τα μέλη όμως της Αδελφότητας δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί, όπως θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει. Υπάρχει συνεπώς μία εκκρεμότητα.
Η δεύτερη διαφορά είναι, ότι ενώ οι καταγγελίες για τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Πάφου κ. Τυχικό εξετάσθηκαν, οι καταγγελίες για τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, που αφορούν σε συγκεκριμένα και βαρύτατα κανονικά παραπτώματα, που στηρίζονται σε συγκεκριμένους κανόνες ακόμη δεν έχουν εξετασθεί από την Ιερά Σύνοδο. Υπάρχει συνεπώς και δεύτερη εκκρεμότητα.
Ελπίζω και επιθυμώ, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου να λάβει σοβαρώς υπόψιν τα παραπάνω και στην συνέχεια:
α) να δικαιώσει και να αποκαταστήσει τα μέλη της Αδελφότητας της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ,
β) να επιληφθεί των καταγγελιών κατά του Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, όπως έπραξε και με την περίπτωση του Μητροπολίτη Πάφου κ. Τυχικού, αλλά με την σωστή αυτή την φορά διαδικασία,
γ) να κινήσει αμέσως και την διαδικασία για την σύνταξη νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, πιο απλού στις διαδικασίες και πάνω απ’ όλα εφαρμόσιμου.
Εγώ θέτω εκ νέου τις γνώσεις μου στην διάθεση της Ιεράς Συνόδου, όπως και την επιθυμία μου να συνδράμω στο έργο της.
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγφραφέων τους