Το Κράτος Δικαίου και ο ρόλος της Αριστεράς
TOY MΙΧΑΛΗ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ*
Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Προγράμματος Δικαιοσύνης, το Κράτος Δικαίου είναι ένα σύστημα τεσσάρων οικουμενικών αρχών, όπου: α) η κυβέρνηση, οι αξιωματούχοι και οι κρατικοί παράγοντες είναι όλοι τους υπόλογοι σύμφωνα με τον νόμο, β) οι νόμοι είναι σαφείς, δημοσιοποιούνται και εφαρμόζονται ομοιόμορφα και προστατεύουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η ασφάλεια των ατόμων και των αγαθών, γ) η διαδικασία με την οποία θεσπίζονται και επιβάλλονται οι νόμοι είναι προσβάσιμη, δίκαιη και αποτελεσματική, δ) η δικαιοσύνη αποδίδεται έγκαιρα από ικανούς, ηθικούς και ανεξάρτητους εκπροσώπους σε ικανό αριθμό, οι οποίοι διαθέτουν επαρκείς πόρους και αντικατοπτρίζουν την κοινότητα που υπηρετούν[i].
Οι οικουμενικές αυτές αρχές έχουν την αξία τους και είναι ωραίο να τις διαβάζει κανείς. Αλλά, από τη στιγμή της διατύπωσής τους στο χαρτί μέχρι και την εφαρμογή τους υπάρχει μια τεράστια απόσταση και διαφορά, επειδή όταν αρχίζουν να εφαρμόζονται αποκτούν πρακτικά τον ρόλο του ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων. Πόσο αμερόληπτοι μπορεί να είναι οι συντάκτες του και ακόμα περισσότερο οι λειτουργοί που στελεχώνουν ένα μηχανισμό, που δημιουργήθηκε για να ρυθμίσει τις υπάρχουσες σχέσεις των ανθρώπων στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας;
Η έννοια του κράτους δικαίου είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη της αστικής δημοκρατίας και συνεπώς οι νόμοι και οι κανόνες που θεσπίζονταν ήταν προς την κατεύθυνση του στεριώματος του κοινωνικού συστήματος. Αυτό το κράτος δικαίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ρυθμιστικό σύστημα που στέκει πάνω σε μια σειρά άλλων μηχανισμών που εμπλέκονται στην απονομή της αστικής δικαιοσύνης, η οποία εφαρμόζεται κατά το δοκούν και ποτέ δεν αποδίδεται δίκαια. Και πώς να αποδοθεί δίκαια, όταν στη διαδικασία απόδοσής της υπεισέρχονται παράγοντες όπως η οικονομική ισχύς και η οικονομική ευχέρεια του καθενός; Πώς μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη, όταν στο δικαστήριο εισέρχονται δύο άνισα μέρη, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός, ένας με οικονομική επιφάνεια κι ένας χωρίς αυτήν; Όταν εισαγγελείς και δικηγόροι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον για το ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει μιαν υπόθεση στο δικαστήριο; Όταν οι άνθρωποι μετατρέπονται σε αριθμούς υποθέσεων και σε πελάτες που αρμέγονται μέχρι να τελειώσει η δίκη, που όσο αυτή παρατείνεται τόσο περισσότερο άρμεγμα γίνεται; Όταν αυτοί που στελεχώνουν τους μηχανισμούς της δεν νοιάζονται πραγματικά για την αλήθεια;
Σε ομιλία του ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης έχει πει πως τον απασχολούσαν και κάποτε τον ενοχλούσαν «δύο πράγματα κατά την άσκηση της δικηγορίας: Πρώτον, ότι όσο και αν ως νομικός συνέδραμα στην απονομή της δικαιοσύνης, εν τούτοις δεν έπαυα από του να εκπροσωπώ μονόπλευρα τα συμφέροντα μόνο της μιας πλευράς σε κάθε αστικής φύσεως αντιδικία, ή μόνο της υπεράσπισης σε ποινικές διαδικασίες. Δεύτερο, ήταν η αναγκαστική ενασχόληση με τη βιοποριστική, την οικονομική πλευρά του επαγγέλματος, που είναι αλληλένδετη με την εργασία ως ελεύθερος επαγγελματίας… Βασανιστικές ήταν πραγματικά οι στιγμές, όταν βρισκόσουν αναγκασμένος να αξιολογήσεις στοιχεία, να καταδικάσεις και να τιμωρήσεις νέους ανθρώπους στα ποινικά δικαστήρια, ανθρώπους οι οποίοι, όπως πρόκυπτε από το ιστορικό τους και τις σχετικές εκθέσεις, δεν είχαν ποτέ στη ζωή τους, στην οικογένεια τους, στο περιβάλλον τους, εκείνες τις καλές ευκαιρίες που είχαμε εμείς και τα δικά μας παιδιά»[ii].
Μέσα λοιπόν από έναν τέτοιο μηχανισμό είναι αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη πραγματική· ούτε και μπορεί να υπάρξει απονομή τέτοιας δικαιοσύνης, με όσες τροποποιήσεις κι αν υπάρξουν σε αυτό, σε μια κοινωνία που εδράζεται πάνω σε ένα ολόκληρο σύστημα ανισοτήτων· προπάντων, μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον που προκαλεί η δομική κρίση που περνά η αστική κοινωνία από το 2008 και μετά!
Χαρακτηριστικά και συνάμα διδακτικά παράδειγμα είναι αυτά της Ελλάδας και της Κύπρου. Στην Ελλάδα, με καθ’ υπόδειξη κι επιβολή των Ευρωπαϊκών Θεσμών οι κυβερνώντες άλλαζαν τους νόμους, έφτιαχναν και καινούριους και διαμόρφωναν το υπόβαθρο για τη νομιμοποίηση των πολιτικών τους επιλογών, επειδή κάθε τους απόφαση ερχόταν σε αντίθεση με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο. Με τη χρήση του συστήματος της δικαιοσύνης, οι πολιτικοί εκπρόσωποι των αστικών συμφερόντων ποδοπάτησαν κάθε έννοια ανθρωπίνου δικαιώματος και κουρέλιασαν την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια για να διασώσουν το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Στην Κύπρο διέσωσαν το τραπεζικό σύστημα με το κούρεμα των καταθέσεων και επέφεραν βαρύ κτύπημα στο «αίσθημα του ιερού δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας».
Βαρύτατο πλήγμα στην κάθε έννοια ανθρωπίνου δικαιώματος συνιστούν και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, από όποια σκοπιά κι αν τις δει κανείς. Το ίδιο ισχύει και για την απαγόρευση των διαδηλώσεων υπέρ των Παλαιστινίων και ενάντια στη γενοκτονία που συντελείται στη Λωρίδα της Γάζας από την κυβέρνηση του Ισραήλ.
Αυτά είναι παραδείγματα που αποδεικνύουν περίτρανα πως το κράτος δικαίου δεν είναι και δεν μπορούσε να είναι η ασπίδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω διαπιστώσεις, μπορούμε να κατανοήσουμε το γιατί φτάσαμε στον κλονισμό που υφίσταται στην αξιοπιστία της σήμερα η δικαιοσύνη στην Κύπρο. Ένας κλονισμός που είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας που αναπτύχθηκε μαζί και παράλληλα με την πορεία της οικονομίας κατά τα τελευταία εικοσιπέντε με τριάντα χρόνια, όπου μια σειρά από συμβάντα έχουν αφήσει την επίδρασή τους σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο.
Τέτοια γεγονότα είναι για παράδειγμα η απάτη που στήθηκε από τους εκφραστές της δεξιάς κι από πολιτικούς και τραπεζίτες και κατέληξε στη χρηματιστηριακή κλοπή το 1999 στο ΧΑΚ, είναι το κτύπημα στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας με το κούρεμα των καταθέσεων το 2013, είναι ο τρόπος διάλυσης του Συνεργατισμού τον Αύγουστο του 2018, είναι η αποκάλυψη του σκανδάλου με το Μαύρο Βαν το 2019, είναι και η αποκάλυψη την ίδια χρονιά του στησίματος της βιομηχανίας των «χρυσών» διαβατηρίων με την ανέξοδη μετατροπή της ιθαγένειας σε εμπόρευμα. Είναι ακόμα η περίπτωση του Θανάση Νικολάου, που οι μηχανισμοί απόδοσης της δικαιοσύνης παρουσίασαν τη δολοφονία του το 2005 ως αυτοκτονία, όχι βέβαια από κακία, αλλά για να συγκαλύψουν άλλα εγκλήματα. Πέρα από αυτά, υπήρξε και η καταδίκη του Κώστα Παπακώστα τον Ιούλιο του 2013, που κύκλοι της δεξιάς εκμεταλλεύτηκαν την έκρηξη στη ναυτική βάση στο Μαρί για να πάρουν την εκδίκησή τους, μιας και ποτέ τους δεν τον είχαν συγχωρήσει για τη συνεργασία του με το ΑΚΕΛ, συγκαλύπτοντας μάλιστα εκείνους που πραγματικά ευθύνονταν.
Τα κίνητρα για την καταδίκη του Κώστα Παπακώστα ήταν ξεκάθαρα πολιτικά, όπως πολιτικά ήταν και τα κίνητρα για την καταδίκη του Βενιζέλου Ζαννέτου. Και οι δυο αυτές περιπτώσεις αποτελούν μέρος μιας πολεμικής ενάντια στο ΑΚΕΛ, που βρίσκει την πραγμάτωσή της μέσα από τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης, οι οποίοι ενεργοποιήθηκαν για να νομιμοποιηθεί η λάσπη που ριχνόταν ενάντια στο ΑΚΕΛ, το κόμμα της εργατικής τάξης, και όχι για να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Πολιτικά και οικονομικά ήταν επίσης και τα κίνητρα καταδίκης των προέδρων των Διοικητικών Συμβουλίων της ΑΗΚ και της ΑΤΗΚ, για να ανοίξουν τον δρόμο προς τις ιδιωτικοποιήσεις των ημικρατικών οργανισμών.
Όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω καταδεικνύουν ένα μόνο πράγμα: «η άσκηση των δημόσιων εξουσιών στη βάση δίκαιων νόμων, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ισονομίας, της διαφάνειας, της αξιοκρατίας, της χρηστής διοίκησης και της δημόσιας λογοδοσίας μέσα από αμερόληπτους μηχανισμούς ελέγχου» δεν είναι τίποτε περισσότερο από ευχολόγιο και γλυκό νανούρισμα, που επιδρά περιοριστικά στους πολιτικούς αγώνες του εργατικού κινήματος και γενικότερα της Αριστεράς.
Παρόλα αυτά, πρέπει να αντιμετωπίζουμε το σύστημα απόδοσης της δικαιοσύνη όπως αυτό πηγάζει μέσα από την εμφάνιση και την εξέλιξη της ταξικής κοινωνίας που ζούμε. Κι έχουμε την υποχρέωση να φέρουμε στην επιφάνεια την αλήθεια: ακόμα και αυτό το σύστημα είναι αποτέλεσμα των αγώνων της εργατικής τάξης και με αυτή την έννοια είναι μια κατάκτηση σημαντική. Γι’ αυτό και είμαστε υπέρ των δημοκρατικών δικαιωμάτων και στεκόμαστε ενάντια σε κάθε μορφή καταπάτησης και καταστροφής τους από τους εκπροσώπους της αστικής τάξης, αλλά ποτέ δεν μετατρέπουμε τους εαυτούς μας σε απλούς θεματοφύλακές τους.
Με τον αγώνα που σαφώς και πρέπει να διεξάγουμε για την υπεράσπισή τους, επικαλούμενοι και την «ισότητα όλων των ανθρώπων ενώπιον του νόμου», επιδιώκουμε την αποδόμηση του συστήματος και την ανάδειξη της υποκρισίας που διακατέχει την αστική δικαιοσύνη. Όσο πιο πολύ πετυχαίνουμε προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο πιο πολύ θα ξεθωριάζει και η επισκίαση της αλήθειας, που με τη χρήση του αστικού δικαίου οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης φροντίζουν με κάθε επιμέλεια να υπάρχει. Και έχουν στη διάθεσή τους όλα τα μέσα για να το πραγματοποιούν.
Οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης έχουν κάθε λόγο να εκθειάζουν και να επικαλούνται το κύρος και την αξιοπιστία της δικαιοσύνης, αλλά και να φοβούνται όταν αυτά πέφτουν σε ανυποληψία, επειδή ο μηχανισμός απόδοσής της είναι εργαλείο στα χέρια τους για να συντηρούν την επιβολή της ταξικής τους κυριαρχίας. Τα συμφέροντα όμως της εργατικής τάξης και όλων των καταπιεσμένων στρωμάτων κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μέσα στις σημερινές συνθήκες υποχώρησης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της δομικής κρίσης που διαπερνά το σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης, ο αναπροσανατολισμός του αγώνα της εργατικής τάξης που θα την οδηγήσει προς την κατεύθυνση μετατροπής της σε κυρίαρχη τάξη καθίσταται επιτακτική ανάγκη. Αυτή πρέπει να είναι η έγνοια της Αριστεράς, και όχι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς του.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
Πηγή: socialistikiekfrasi.com