Κομμουνισμός σημαίνει μηδενική ελευθερία έκφρασης
Της Δήμητρας Στάικου*
Την ώρα που ο πλανήτης παρακολουθεί το ράλι ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στην επιβολή δασμών στα προϊόντα από άλλες χώρες, ακόμη περισσότερες, ίσως πιο ουσιαστικές διαφορές από αυτές στη διαχείριση της οικονομικής πολιτικής των δύο χωρών, βγαίνουν στο φως.
Οι διαφορές αυτές έχουν να κάνουν με την ελευθερία λόγου και τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Στη Δύση (που μέχρι πρότινος όσο και αν είναι δύσκολο να το παραδεχτούμε, κυριαρχούσε η woke κουλτούρα) έχουμε μία τέτοια ελευθερία λόγου που μας παρέχει τη δυνατότητα να διαφωνούμε ανοιχτά είτε μέσω τοποθετήσεων στα ΜΜΕ είτε μέσω της ελευθερίας του συναθροίζεσθαι με τα κακώς κείμενα της κυβέρνησης και της κοινωνίας.
Στην αντίληψη ορισμένων ότι τα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης που ακολουθούν με μία απόσταση εικοσαετίας πλέον τις εξελίξεις στην Αμερική, περιστέλλουν την ελευθερία του λόγου, την καλύτερη απάντηση έρχονται να δώσουν οι τελευταίες εξέλιξης κατάφορης καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων από το κομμουνιστικό κράτος της Κίνας.
Η κινεζική κυβέρνηση επέβαλε συστηματική καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη τη χώρα το 2024, δήλωσε στις αρχές Μαρτίου το Χιούμαν Ράιτς Γουότς στην Παγκόσμια Έκθεση 2025. Η καταστολή θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν ιδιαίτερα αυστηρή στις περιοχές του Θιβέτ και στη Σιντζιάνγκ στους Οιγούρους.
Το Χιούμαν Ράιτς Γουότς εξέτασε τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε περισσότερες από 100 χώρες σε μία 546-σελιδη παγκόσμια έκθεση, στην 35η έκδοσή της. Η Εκτελεστική Διευθύντρια Τιράνα Χασάν, γράφει στο εισαγωγικό της δοκίμιο, «η κυβέρνηση της Κίνας καταπίεσε και συνέλαβε παράνομα και φυλάκισε πολιτικούς αντιπάλους, ακτιβιστές και δημοσιογράφους. Ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις σκότωσαν παράνομα πολίτες, έδιωξαν πολλούς από τα σπίτια τους και εμπόδισαν την πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια.»
«Από την ελευθερία της έκφρασης μέχρι τις θρησκευτικές ελευθερίες, η κινεζική κυβέρνηση διατηρεί έναν ασφυκτικό έλεγχο στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024», δήλωσε η Μάγια Γουάνγκ, αναπληρώτρια διευθύντρια Κίνας στο Χιούμαν Ράιτς Γουότς.Πρόσθεσε ότι «η κινεζική κυβέρνηση έχει επιβάλει ακόμη πιο αυστηρούς καταχρηστικούς νόμους και έχει φυλακίσει κριτικούς και υπερασπιστές των δικαιωμάτων, ενώ καθιστά ολοένα και πιο δύσκολη την αναφορά των κυβερνητικών καταχρήσεων σε όλη τη χώρα.»
Ποιες είναι όμως πραγματικά οι συνθήκες ζωής υπό το καθεστώς Σι Τζινπίνγκ; Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ανεξάρτητη κοινωνία των πολιτών, ούτε ελευθερία έκφρασης, συνάθροισης, συνδικαλισμού ή θρησκείας, και οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλοι αντιληπτοί επικριτές της κυβέρνησης διώκονται. Η κυβέρνηση θεωρεί τους πολιτιστικά και εθνοτικά διακριτούς Θιβετιανούς και Ουιγούρους ως απειλές και τους υποβάλλει σε ιδιαίτερα σφοδρή καταστολή. Εκατοντάδες χιλιάδες Ουιγούροι παραμένουν φυλακισμένοι ως μέρος των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας της κυβέρνησης στην περιοχή. Έχει επίσης τερματίσει τις μακροχρόνια προστατευμένες ατομικές ελευθερίες στο Χονγκ Κονγκ. Πέρα από τους Ουιγούρους φυσικά στο στόχαστρο του κομμουνιστικού κόμματος βρίσκονται οι θρησκευτικές μειονότητες.
Η κινεζική κυβέρνηση επιτρέπει στους ανθρώπους να ασκούν μόνο πέντε επίσημα αναγνωρισμένες θρησκείες σε εγκεκριμένους χώρους και διατηρεί τον έλεγχο των διορισμών προσωπικού, των δημοσιεύσεων, των οικονομικών και των αιτήσεων για θεολογικές σχολές.
Η έννοια της προστασίας των μειονοτήτων είναι άγνωστη έννοια στην Κίνα. Η αστυνομία συστηματικά συλλαμβάνει, κρατά και παρενοχλεί ηγέτες και μέλη διαφόρων «παράνομων» θρησκευτικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των καθολικών και προτεσταντικών κοινοτήτων (ή «οικιακών εκκλησιών») που αρνούνται να ενταχθούν στις επίσημες εκκλησίες, και διαταράσσει τις ειρηνικές τους δραστηριότητες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, αυτά τα άτομα κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν για κατασκευασμένα εγκλήματα. Τον Ιούλιο, ο Τσαγκ Τσίνλει, ηγέτης μιας οικιακής εκκλησίας που ονομάζεται Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία Ρενάι, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης για «υποκίνηση ανατροπής» και «απάτη». Η κυβέρνηση συνεχίζει να κατατάσσει ορισμένες θρησκευτικές ομάδες, ιδίως τους Φαλούν Γκονγκ, ως «κακές αιρέσεις» και υποβάλλει τα μέλη τους σε παρενόχληση, αυθαίρετη φυλάκιση και βασανιστήρια.
Τον Οκτώβριο, το Βατικανό ανανέωσε για τρίτη φορά τη συμφωνία Κίνας-Βατικανού του 2018, η οποία δίνει στις κινεζικές αρχές την εξουσία να διορίζουν καθολικούς επισκόπους, ενώ συνεχίζουν να διώκουν τις καθολικές οικιακές εκκλησίες και τους ηγέτες τους, ιδίως τον επίσκοπο Τσουί Τάι.
Το μυθιστόρημα 1984 του Τζορτζ Όργουελ δυστυχώς σε πολλά σημεία του ταιριάζει με την περιστολή των ελευθεριών λόγου από τη διοίκηση του Σι Τζιπίγκ. Η κινεζική κυβέρνηση ελέγχει όλα τα κύρια κανάλια πληροφόρησης, όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και οι έντυπες εκδόσεις. Το «Μεγάλο Τείχος» του μπλοκάρει τους ανθρώπους στην Κίνα από την πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι συνήθως διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Επιβάλλει επίσης ιδεολογικό έλεγχο στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι στην Κίνα αυτολογοκρίνονται συνήθως, ορισμένες ιστορίες -αυτές που δεν αμφισβητούν τη νομιμότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας- φτάνουν περιστασιακά στο ευρύτερο κοινό. Μια ερευνητική έκθεση ενός κινεζικού μέσου ενημέρωσης για τη μόλυνση του μαγειρικού ελαίου τον Ιούλιο και η ανάρτηση του Κινέζου δικηγόρου Γι Σεγκούα τον Αύγουστο που αποκάλυπτε μια παράνομη εμπορία ανθρώπινων λειψάνων τράβηξαν την ευρεία δημόσια προσοχή. Ακολούθησαν γρήγορα επίσημη λογοκρισία και ποινές.
Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις λογοκρισίας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τον Ιανουάριο, η αστυνομία της Σαγκάης συνέλαβε τον σκηνοθέτη Τσεν Πινλίν (“Πλάτωνα”) για ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τις διαμαρτυρίες του 2022 για τα Λευκά Χαρτιά.
Οι αρχές συνέχισαν να ενημερώνουν το καθεστώς λογοκρισίας και παρακολούθησης της χώρας για να αυξήσουν τον έλεγχο. Τον Φεβρουάριο, ο Νόμος για τα Κρατικά Μυστικά αναθεωρήθηκε και οι κανονισμοί εφαρμογής δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο, επεκτείνοντας το ήδη υπερβολικά ευρύ πεδίο εφαρμογής του νόμου. Τον Ιούλιο, η κυβέρνηση πρότεινε ένα νέο εθνικό σύστημα ψηφιακής ταυτότητας. Οι κάρτες, οι οποίες είναι φαινομενικά προαιρετικές, θα έδιναν στις κρατικές υπηρεσίες ακόμη περισσότερη ικανότητα να παρακολουθούν τους ανθρώπους διαδικτυακά και εκτός διαδικτύου.
Τα προηγουμένως ανεκτά θέματα έχουν γίνει απαγορευμένα. Με την κινεζική οικονομία να παραπαίει, η κυβέρνηση έχει απαγορεύσει τις συζητήσεις για τις οικονομικές της πολιτικές και έχει τιμωρήσει όσους τις επικρίνουν. Τον Σεπτέμβριο, ένας κορυφαίος οικονομολόγος της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών εξαφανίστηκε αφού κατηγόρησε τις οικονομικές πολιτικές του προέδρου Σι σε μια ιδιωτική ομάδα Γουί Τσατ. Επίσης, τον Σεπτέμβριο, η αστυνομία του Πεκίνου συνέλαβε τον καλλιτέχνη Τζαό Ζεν, που διαμένει στις ΗΠΑ και είναι αναγνωρισμένος για το έργο του που ασκεί κριτική στον αείμνηστο Κινέζο ηγέτη Μάο Τσετούνγκ, για «συκοφάντηση των ηρώων και μαρτύρων της Κίνας» κατά την επίσκεψή του στη χώρα. Και τα δύο θέματα -οι οικονομικές πολιτικές της Κίνας και η καταστροφική κληρονομιά του Μάο- ήταν θέματα που μπορούσαν να συζητηθούν ανοιχτά στην Κίνα μέχρι πρόσφατα.
Ο δριμύς έλεγχος πληροφοριών από την κινεζική κυβέρνηση έχει διεθνείς επιπτώσεις, καθώς έχει στοχοποιήσει κριτικούς της Κίνας που έχουν εξοριστεί. Ανάμεσά τους είναι οι άνθρωποι του πνεύματος που δεν μπορούν να βρουν πρόσφορο έδαφος στην Κίνα και φεύγουν στο εξωτερικό όπου μεταδίδουν αυτά που έζησαν. Πολλές φορές, όμως, τα μέλη της κινέζικης κυβέρνησης τους βρίσκουν ακόμη και στο εξωτερικό. Ο δημοσιογράφος με το παρατσούκλι «Δάσκαλος Λι», ο οποίος συλλέγει ειδήσεις και βίντεο από όλη την Κίνα και τα μεταδίδει στο X, αποκάλυψε ότι είχε παρενοχληθεί στην Ιταλία, όπου διαμένει. Η κινεζική αστυνομία είχε επίσης ανακρίνει τους ακολούθους του στην Κίνα. Τον Αύγουστο του 2024 ερευνητικές αναφορές αποκάλυψαν πώς άτομα που συνδέονται με την κινεζική κυβέρνηση είχαν εκφοβίσει και επιτεθεί σε Κινέζους, Χονγκ Κονγκ και Θιβετιανούς διαδηλωτές κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Σι Τζιπίγκ στο Σαν Φρανσίσκο νωρίτερα.
Η εννεαετής ποινή του Ταϊβανέζου πολιτικού ακτιβιστή Γιανγκ Τσι-γιουάν για «σεπαρατισμό» από την κινεζική κυβέρνηση και η ανασταλμένη θανατική ποινή του φυσικοποιημένου Αυστραλού συγγραφέα Γιανγκ Χενγκ-τσουν για «κατασκοπεία» προκάλεσαν ευρεία παγκόσμια προσοχή. Τον Φεβρουάριο του 2022, διαπιστώθηκε ότι το διακεκριμένο βραβείο Hugo για την επιστημονική φαντασία είχε αυτολογοκριθεί και είχε αποκλείσει ορισμένους συγγραφείς από την εξέταση για το βραβείο του 2023 πριν από την τελετή απονομής του στην Κίνα.
Ο Γάλλος Διαφωτιστής Βολταίρος είχε πει «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες» ή «δεν συμφωνώ ούτε με μια λέξη από όσα λες, αλλά θα υπερασπίζω και με το τίμημα της ζωής μου ακόμη, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες όσα πρεσβεύεις». Σίγουρα η δυτική καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε δεν είναι τέλεια καθώς υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στο κομμάτι του κοινωνικού κράτους αλλά βλέποντας παραδείγματα κομμουνιστικών χωρών όπως η Κίνα καταλαβαίνουμε ότι η αρχή και το τέλος της αλλαγής έγκειται στο θεμελιώδες ατομικό πολιτικό δικαίωμα του ανθρώπου να μπορεί ελεύθερα να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα του καθεστώτος που ζει. Έτσι και αλλιώς αυτό το χαρακτηριστικό είναι το πιο σημαντικό της ανθρώπινης υπόστασής μας. Το δικαίωμα στην αυτοαναίρεση και την αναίρεση εν γένει.
* Η Δήμητρα Στάικου είναι νομικός και αρθρογράφος για τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους. Πηγή: skai.gr