Παρουσίαση μυθιστορήματος από την Ι.Μ. Ρεθύμνης
Η Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου παρουσιάζει τη Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019 και ώρα 6.30 μ.μ., στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιερού Ναού των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων της πόλεως Ρεθύμνης, παρουσίαση του μυθιστορήματος των συγγραφέων κ. Εύας Μ. Μαθιουδάκη και κ. Κωστή Σχιζάκη με τίτλο «Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ».
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιος και η αρχαιολόγος-συγγραφέας κ. Ειρήνη Γαβριλάκη.
Ο Ρεθύμνης Ευγένιος
Η εκδήλωση θα πλαισιωθεί μουσικά από τον κ. Αντώνη Πρεντάκη, ενώ σε αυτήν θα παρευρεθεί και ο συγγραφέας κ. Κωστής Σχιζάκης.
Το βιβλίο που αποκαθηλώνει πρότυπα και μύθους παρασύροντας τον αναγνώστη σε ατραπούς όπου το πάθος, η αμφισβήτηση και ο ερωτισμός κλιμακώνουν την αγωνία του μέχρι το τέλος.
Ο Παναγιώτης με τα αδέρφια του και τη μητέρα του Ελένη κατεβαίνουν το 1969 από την Ευρυτανία και εγκαθίστανται στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα της αντιπαροχής, των μικρών και των μεγάλων «κόλπων» προσπαθούν να ξαναγράψουν τη ζωή τους από την αρχή. Μια φωτογραφική σχεδόν περιήγηση στη δεκαετία του ’70, στην κοινωνία που με ανασφαλή βήματα οδεύει προς την ευημερία. Πλήθος ηρώων στους αθηναϊκούς δρόμους και στις γειτονιές, κι ανάμεσά τους ένας ευάλωτος νέος που πορεύεται στα σκοτεινά, με μόνη τη λαχτάρα του για τις μηχανές. Αναμορφωτήριο, στρατός, ψυχιατρείο. Το δράμα κορυφώνεται παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1982.
Ποιος να ’ναι, άραγε, ο φταίχτης;
Στον Φταίχτη της Εύας Μαθιουδάκη και του Κωστή Σχιζάκη η αφήγηση ξεκινά εστιάζοντας στον Παναγιώτη, πρωτότοκο γιο της Ελένης και κεντρικό πρόσωπο της μυθιστορίας τους. Στη συνέχεια, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, και συχνά μέσα στο ίδιο κεφάλαιο, ο φακός αλλάζει γωνία θέασης, υιοθετώντας και αναπτύσσοντας τη φόρμα του ψηφιδωτού. Πρόκειται για ένα θρυμματισμένο και ευφυώς σπασμένο ψυχογραφικό παζλ, μέσα από το οποίο φωτίζεται ποικιλόμορφα και σταδιακά ένας κόσμος γεμάτος πάθος αλλά και πάθη αγιάτρευτα, ένα γνήσιο κομμάτι από την πραγματικότητα της Ελλάδας στα τέλη του ’60 μέχρι και τις αρχές του ’80.
Η ιστορία έχει ως εξής: Το 1969, η Ελένη Σπανού, στην προσπάθειά της να επιβιώσει, εγκαταλείπει τον τόπο της (ένα δυσπρόσιτο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας) και μεταναστεύει μαζί με τα τέσσερα παιδιά της στην Αθήνα. Άμεσος στόχος είναι να βρει δουλειά για την ίδια και τα δύο μεγάλα αγόρια της, και απώτερος, να κτίσει ένα καλύτερο μέλλον για όλους. Η οικογένεια εγκαθίσταται προσωρινά στο σπίτι ενός στενού συγγενή, του Ηλία. Πρόκειται για τον πρωτοξάδερφο της Ελένης, με τον οποίο εκείνη φαίνεται να διατηρεί από τα πρώτα παιδικά της χρόνια μια έντονη και έκδηλα αιμομικτική επαφή. Έχει προηγηθεί ένας πατέρας άφαντος (σκληρός και βίαιος στις ελάχιστες εμφανίσεις του), ενώ και η ίδια η Ελένη παρουσιάζεται σκληρή και απόμακρη, προπαντός απέναντι στα δύο πρωτότοκα αγόρια της, τον Παναγιώτη και τον Σωτήρη. Το σπίτι του Ηλία είναι μικρό και η συμβίωση μέσα σ’ αυτό δε θα μπορούσε να είναι απρόσκοπτη. Η Αθήνα εκείνης της περιόδου ναι μεν προσφέρει πολλές ευκαιρίες στους εσωτερικούς μετανάστες της, πίσω όμως από την καινούργια εικόνα, εικόνα μιας πόλης που αναπτύσσεται αλματωδώς, κρύβεται μια δύσκολη καθημερινότητα, πολλή προκατάληψη, φτώχεια και πρωτογονισμός. (Να σημειώσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, το 1971, το 26% των νοικοκυριών δεν είχαν μαγειρείο, το 64% δεν είχαν λουτρό ή ντους και το 7,2% δεν είχαν αποχωρητήριο.) Οι συνθήκες στις οποίες καλείται να προσαρμοστεί η οικογένεια δε διαφέρουν και πολύ από εκείνες του γενέθλιου τόπου. Επιπλέον, ο οικοδεσπότης του σπιτιού από την πρώτη στιγμή κρατάει απέναντί τους μια στάση αμήχανη, μπερδεμένη και αντιφατική.
«Βρε, βρε… καλώς τους», είπε μαγκωμένα. «Περάστε!». Το σπίτι χαμηλοτάβανο, με ένα στενό χολ […] Σπίτι φτιαγμένο με δόσεις σε δόσεις.
Ένας πατέρας δίγαμος, σκληρός και βίαιος στις σκόρπιες εμφανίσεις του, μια μάνα στιγματισμένη από τις κακουχίες και απατηλά εξαρτημένη από επιθυμίες ανεκπλήρωτες, η κρυμμένη ομοφυλοφιλία του πρωτοξαδέρφου και τα ασύνειδα και συνειδητά τραύματα του Σωτήρη και του Παναγιώτη (πληγές ανεπούλωτες που ήδη, από τα πρώτα κεφάλαια, έχουν αρχίσει να μας αποκαλύπτονται) κτίζουν μια οικογενειακή σάγκα που παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία, με το σύμπλεγμα του Οιδίποδα να παραμένει μέχρι το τέλος άλυτο.
Ακόμα και στο φαγητό που μοίραζε με τη βαθιά κουτάλα, το μεζέ ποτέ της δεν του τον χαλάλισε. […] Το ’χε βάλει σκοπό να την ξεκάνει. Μαύρο αυτή, άσπρο αυτός.
Ανθρώπους μοιραίους, που σε ολόκληρη την πορεία τους δεν καταφέρνουν να δαμάσουν τους δαίμονές τους και να αλλάξουν κάπως τη ρότα τους, πόσο μάλλον να βελτιώσουν σημαντικά τη ζωή τους.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ενδοδιηγηματική, με τη συχνή χρήση του πλάγιου εσωτερικού μονόλογου και της συνειδησιακής ροής να φωτίζουν εκ των έσω τα εξιστορούμενα, αναδεικνύοντας εκ του σύνεγγυς ένα σύμπαν από συγκροτημένους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, πρόσωπα στην πλειοψηφία τους δυστυχή, αντιήρωες που οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια είτε στην άρνηση και την καθολική παραίτηση, είτε σε ξεσπάσματα βίας και συμπεριφορές παραβατικές. Ανθρώπους μοιραίους, που σε ολόκληρη την πορεία τους δεν καταφέρνουν να δαμάσουν τους δαίμονές τους και να αλλάξουν κάπως τη ρότα τους, πόσο μάλλον να βελτιώσουν σημαντικά τη ζωή τους.
Μικρός, θυμόταν, είχε ξυπνήσει ένα βράδυ από βογγητά και βαριές ανάσες. Ξυπόλητος και τρομαγμένος πήγε να δει τι συμβαίνει. Τον αντιλήφτηκε τότε ο πατέρας του και, καθώς βρισκόταν πάνω στη μάνα του καβάλα, πετάχτηκε και του κάθισε δυο σφαλιάρες για να μάθει ο κερατάς ούτε να βλέπει ούτε να ακούει. Κι η μάνα του δυο λέξεις δεν ψέλλισε να αφήσει το παιδί ήσυχο.
Δίψα για κοινωνική ανέλιξη αλλά και γνήσια αγάπη για τον συνάνθρωπο, παράνομες σχέσεις αλλά και ρομαντικοί, αθώοι έρωτες, ενδοοικογενειακοί ανταγωνισμοί αλλά και πραγματική διάθεση για αλληλεγγύη, όρεξη για δουλειά αλλά και χαφιεδισμός, ρουσφέτια και πολιτικά βολέματα, ρεμούλες και λαθρεμπορία. Ανάμεσα σε αυτούς που θα καταφύγουν στο ψέμα ή τη σιωπηρή εναντίωση (Ελένη Σπανού, Σωτήρης) και εκείνους που θα επιλέξουν τη φανερή ρήξη και το έγκλημα (Παναγιώτης), κινείται μια πλειάδα άλλων ηρώων (Μάκης, Κώστας, Μαρία, Μενέλαος, Χριστίνα, Ξένη, το ζεύγος Μαρίνα-Κώστας, Αργύρης, Αναστασία, Έφη, Κατερίνα, Νίκος κ.ά.), χαρακτήρες με ιδιοσυγκρασία περισσότερο ήπια, μερικοί από αυτούς και εξιλαστήρια θύματα που με τρόπο αντιστικτικό φωτίζουν εντονότερα τα τραγικά αδιέξοδα των υπολοίπων. Ωστόσο, συχνά οι ρόλοι εναλλάσσονται και τα θύματα δεν αργούν να μεταμορφωθούν σε θύτες (και αντίστροφα), ενώ το τίμημα θα το πληρώσουν εντέλει οι πιο κοντινοί, και κάποτε, παντελώς αθώοι. Το μόνο σίγουρο: κάτω από την πίεση μιας κοινωνίας υποκριτικής αλλά και δέσμιοι των ασύνειδων καταβολών τους, όλοι χωρίς εξαίρεση παραπαίουν ανάμεσα στη λαχτάρα για ηδονή και την επιβεβλημένη από την εποχή αντίληψη περί ορθότητας.
Για τη συμφορά που τους βρήκε δεν μίλησε ποτέ η Ελένη. Της το ’χε πει καθαρά ο Σωτήρης ότι για το καλό του μαγαζιού αλλά και για τα μικρότερα αδέρφια θα έπρεπε να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. «Ατύχημα» και έπαιρνε την τσάντα και μπαινόβγαινε στα λεωφορεία.
Στον Φταίχτη, η πένα του συγγραφικού δίδυμου Μαθιουδάκη-Σχιζάκη φτιάχνει εικόνες ειλικρινείς και περιγραφές ακριβείς, σκηνικά που συχνά καταλήγουν σε έναν σκληρό νεορεαλισμό χάρη σε μια γλώσσα που ξέρει, όταν και όπου χρειάζεται, να παρουσιάζεται ωμή και απογυμνωμένη από κάθε λογοτεχνικό φκιασίδι. Πρόκειται για ένα μοντέρνο μυθιστόρημα, που ενώ προχωρεί με πολλές και απότομες χρονικές αναδρομές, δεν χάνει λεπτό το νήμα της αφήγησής του. Ο λόγος στακάτος, δεν ολισθαίνει στον διδακτισμό και, παρά την αποσπασματική του μορφή, καταφέρνει να είναι συνεπής και να διατηρεί ενιαίο τον ρυθμό και το ύφος του. Ένα ύφος γλαφυρό, εμποτισμένο με στοιχεία λυρικά που όμως εμφανίζονται χαμηλόφωνα και συγκρατημένα. Ακολουθώντας την τεχνική της τμηματικής αποκάλυψης (τέχνη του αστυνομικού) μέσα από μια διαρκώς μεταφερόμενη κάμερα και μια τεχνική που θυμίζει μοντάζ, η εξιστόρηση κινείται σαν έλικας, προβάλλοντας πάνω στα πράγματα το βλέμμα του αφηγητή. Βλέμμα οικείο και κοντινό, αλλά ταυτόχρονα αρκούντως στωικό και νηφάλιο· φωνή που, μέσα από τα ηθελημένα κενά και τις παύσεις της, δε βιάζεται να αποφανθεί αλλά αφήνει χώρο στον ίδιο τον αναγνώστη να κρίνει και να αξιολογήσει.
Ο Φταίχτης, έργο με τέμπο και άρωμα κινηματογραφικό, αλλεπάλληλες εναλλαγές σκηνικών, πετυχημένες φωτοσκιάσεις και ζωντανούς διαλόγους, καταφέρνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, τόσο ως ψυχογράφημα όσο και ως τοιχογραφία εποχής. Συγκροτεί θα λέγαμε ένα σύνθετο λογοτεχνικό πεζογράφημα, που ενώ μοιάζει γενναιόδωρο και σε σημεία πληθωρικό, όταν φτάνει στην καρδιά των γεγονότων και τις τραγικές τους συνέπειες –έναν βαρύ ξυλοδαρμό και ένα διπλό έγκλημα τιμής–, ξέρει να γίνεται γοητευτικά λιγόλογο, αναδεικνύοντας τις αρετές της αποστασιοποίησης και της μεταφοράς.
Χοντρές σταγόνες βροχής έπεσαν με δύναμη πάνω τους. Κι ήταν αυτός ο μόνος τρόπος να νιφτούν, να εξαγνισθούν, προκειμένου να επέλθει επιτέλους η κάθαρσις όλων.
Αν επρόκειτο για ταινία, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως το ευτυχές αποτέλεσμα μιας αγαστής σύμπραξης ανάμεσα σε έναν τολμηρό σεναριογράφο και έναν εξίσου τολμηρό σκηνοθέτη.
Βιογραφικά στοιχεία
Εύα Μ. Μαθιουδάκη
Η Εύα M. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Αμβούργο. Εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η πρώτη της νουβέλα Αυτός ο ένας, ο Αρίστος και το 2017 η συλλογή διηγημάτων Μικρά πείσματα. Άρθρα της για την ελληνική χλωρίδα δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.
Κωστής Σχιζάκης
Ο Κωστής Σχιζάκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός. Γεννήθηκε και ζει στο Ηράκλειο. Ίδρυσε το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, με το οποίο ασχολείται καθημερινά από το 2006. Το 1988 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Τα παρά προσδοκίαν. Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Παλίμψηστο της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης.