Έκθεση κειμηλίων στην Αγ. Κυριακή στο Κοντοσκάλι .
Χριστουγεννιάτικη μουσική εκδήλωση : “Όμορφη Νύχτα, μια Νύχτα Αγάπης”.
Η καθιερωμένη ετήσια χριστουγεννιάτικη γιορτή , την Κυριακή (22.12.19) στην Αγία Παρασκευή Κοντοσκαλίου στην Πόλη συνέπεσε φέτος με την έκθεση των προσφάτως συντηρηθεισών παλαιών εικόνων του Ναού , οι οποίες αποτελούν ένα σπάνιο καλλιτεχνικό θησαυρό και χρονολογούνται μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα.
Την έκθεση εγκαινίασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τον οποίο ενημέρωσε για τα κειμήλια η συντηρήτρια τους , Ελένη Σκουμπρή, η οποία είχε και την επιμέλεια του σχετικού ενημερωτικού φυλλαδίου.
Ακολούθησε στην κατάμεστη κοινοτική αίθουσα της Αγίας Κυριακής Κοντοσκαλίου μουσική εκδήλωση με τίτλο: “Όμορφη Νύχτα, μια Νύχτα Αγάπης”. Η πιανίστρια Νυμφοδώρα Ινεπέκογλου και οι σοπράνο Λυδία Ζερβάνου και Άλκηστις Τόγια παρουσίασαν ένα εξαιρετικό ρεπερτόριο τραγουδιών σε άψογη μουσική εκτέλεση, με αποτέλεσμα όλοι να απολαύσουν μια μουσική πανδαισία.
Ο Επόπτης της Περιφερείας Υψωμαθείων -Κοντοσκαλίου , Μητροπολίτης Σηλυβρίας, Μάξιμος προσεφώνησε τον Παναγιώτατο και ευχαρίστησε τους συντελεστές της έκθεσης των εικόνων και της μουσικής βραδιάς.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συνχάρηκε θερμά τον Επόπτη της Περιφερείας, τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Αναστάσιο Χονδρόπουλο, την εξαιρετική συντηρήτρια, Ελένη Σκουμπρή και τις διακεκριμένες καλλιτέχνιδες, τις οποίες χαρακτήρισε ως “χελιδόνια που αφίχθησαν στην Πόλη για να προστεθούν στην αγγελική χριστουγεννιάτικη μελωδία”.
ΦΩΤΟ Ν:ΜΑΓΓΙΝΑΣ
Η ιστορία της Αγίας Κυριακής
Για την ιστορία της Αγίας Κυριακής σταχυολογούμε ορισμένες πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού:
Η συνοικία Κοντοσκάλι βρίσκεται στην εντός των τειχών πόλη, μετά τα Υψωμαθειά (Ψαμαθιά) και τη Βλάγκα, και σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών είναι «μια των ωραιότερων συνοικιών των κατά μήκος προς την Προποντίδα τειχών». Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη πύλη των τειχών, «αριθμουμένης τρίτης μεν από του Σαραγίου προς το Επταπύργιον, πέμπτης δε απ’ αυτού προς το Σαράγιον επί της Προποντίδος». Η τουρκική ονομασία της πύλης και της περιοχής είναι Κουμ-Καπού (Kumkapı = πύλη της άμμου) «δοθέν δια την επισωρευομένην υπό του νότου εις τον ενταύθα αιγιαλόν άμμον.»
Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έξω από την πύλη του Κοντοσκαλίου και κοντά στη Βλάγκα υπήρχε το λιμάνι του Θεοδοσίου –το οποίο στη συνέχεια επιχωματώθηκε– ενώ στο σημείο όπου το 17ο αιώνα είχε δημιουργηθεί η πλατεία της συνοικίας υπήρχε παλιά ο λιμένας Κατέργων των Γραικορωμαίων (Kadırga Limanı).Μέχρι τη δεκαετία του 1970 υπήρχε εδώ σκάλα και ένας μικρός λιμενοβραχίονας για τις ψαρόβαρκες.
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος σχετικά με τη βυζαντινή ονομασία Κοντοσκάλι εξηγεί ότι αυτή «ενθυμίζει το προς τα Βλάγκα Κοντόσκαλον, αποβάθρα δηλονότι βραχείαν, και μη προεκτεινομένην τοσούτον εντός της θαλάσσης όσον προείχεν η προ αυτής Βασιλική Αποβάθρα του Βουκολέοντος» και απορρίπτει την εξήγηση σύμφωνα με την οποία η ονομασία οφείλεται στο «παρατσούκλι» του επιστάτη κατά τη διάρκεια κατασκευής του διπλανού λιμανιού, Κοντοσκέλη ή Κοντόσκελου.
Το Κοντοσκάλι ήταν «συνοικία υπερεκτεταμένη και πολυάνθρωπος, κατοικουμένη το πλείστον υπ’ Αρμενίων, όπου και το Πατριαρχείον αυτών».
Η περιοχή συνέχισε να κατοικείται από χριστιανούς ορθόδοξους πληθυσμούς και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτέλεσε μάλιστα μια από τις σημαντικότερες ελληνορθόδοξες κοινότητες στην εντός των τειχών πόλη. Σύμφωνα με απογραφή του καδή της Κωνσταντινούπολης το 1478, σε αυτό το κομμάτι της Κωνσταντινούπολης καταγράφονται 3.151 εστίες Ρωμιών. Τον επόμενο αιώνα ο πληθυσμός τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων αυξήθηκε.
Η ρωμαίικη κοινότητα του Κοντοσκαλίου, 16ος-20ός αιώνας
Στην περιοχή, σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών είχαν εγκατασταθεί στη μετά την Άλωση περίοδο και «εκ Μυτιλήνης Έλληνες ιδίως οι ράπτοντες τους αμπάδες [είδος μάλλινου υφάσματος] και πολλοί εκ της Κυζικικής Χερσονήσου», ενώ στους μετέπειτα αιώνες εγκαταστάθηκαν και τουρκόφωνοι χριστιανοί από την Ανατολή, όπως και στη γειτονική περιοχή των Ψαμαθιών και του Επταπυργίου. Στα μέσα του 17ου αιώνα υπήρχαν στη συνοικία 4 εκκλησίες, η Αγία Κυριακή, η Θεοτόκος Ελπίδα, ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Ιωάννης, ενώ στην περιοχή υπήρχε και βυζαντινή μονή, η μονή του Μυρελαίου, χτισμένη το 10ο αιώνα επί Ρωμανού Λεκαπηνού και τόπος ταφής της οικογένειας Ρωμανού, η οποία ωστόσο στις αρχές του 16ου αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί, το επονομαζόμενο Μποντρούμ τζαμί.
Επίσης, κοντά στην πύλη του παλιού λιμανιού των Κατέργων (Kadirga Limanı) υπήρχε και ένα αρχαίο κτίσμα, κατάλοιπο όπως πίστευαν οι χριστιανοί βυζαντινής μονής όπου είχε ταφεί ο άγιος Ιωάννης ο δια Χριστόν πτωχός ή Καλυβίτης. Στη θέση αυτή υπήρχε ένα χτιστό φρέαρ –το μαρμάρινο στόμιο του οποίου σωζόταν μέχρι τις αρχές του 1990– που επί οθωμανικής κυριαρχίας ήταν προσκύνημα και το νερό που ανάβλυζε θεωρούνταν αγίασμα θαυματουργό του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη. Εικόνα του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη φυλάσσεται στο ναό της Αγίας Κυριακής.
Μια μεγάλη πυρκαγιά το 1660 που κράτησε τρεις μέρες «έκαυσε τας τέσσαρας μεγάλας εκκλησίας του Κοντοσκαλίου»· ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Ιωάννης δεν ανοικοδομήθηκαν ξανά, αλλά μάλλον ως ανάμνησή τους συνέχισαν να υπάρχουν δύο ομώνυμα αγιάσματα, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Κάτιργκα-λιμάν και του Αγίου Νικολάου σε σπηλαιώδες υπόγειο κτίσμα.Στα μέσα λοιπόν του 17ου αιώνα, η κοινότητα των χριστιανών ορθοδόξων είχε δύο εκκλησίες, καθεμία από τις οποίες αποτελούσε και μια ξεχωριστή ενορία.
Η Αγία Κυριακή ή Για Κυριακή, όπως την αναφέρει ο Πατεράκης στον κατάλογό του το 1604, αναφέρεται και στον κατάλογο του Καραμπεϊνίκωφ, ο οποίος επισκέπτεται το ναό το 1583. Η εκκλησία ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1730 «δι’ εξόδων και δαπάνης πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, δια πόνου και κόπου και μόχθου πολλού, έως μέχρι θανάτου των παρευρεθέντων χριστιανών [sic]». Οι τόποι καταγωγής όλων των δωρητών και ευεργετών που αναγράφονταν στην επιγραφή που μνημόνευε την ανοικοδόμηση του ναού παραπέμπουν σε χριστιανούς από την Καππαδοκία, οι οποίοι όπως αναφέραμε, σε μεγάλο βαθμό κατοικούσαν στην περιοχή. Εξάλλου το κήρυγμα τόσο εδώ, όπως και στην εκκλησία της Παναγίας Ελπίδας, γινόταν στα τουρκικά.
Και οι δύο εκκλησίες κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του Hocapaşa το 1865, που κατέκαψε όλες τις γύρω περιοχές (Εμίνονου, Μπεγιαζίτ, Αγία Σοφία, Σουλτάναχμέτ) και βέβαια και την περιοχή του Κοντοσκαλίου. Το μέγεθος της καταστροφής και η «εκσυγχρονιστική» πολιτική της περιόδου των μεταρρυθμίσεων του οθωμανικού κράτους συντέλεσαν ώστε μετά την πυρκαγιά να μην ανοικοδομηθεί η περιοχή ως είχε, όπως ήταν η συνήθης πρακτική μέχρι τότε. Μέσω της δημιουργίας μιας επιτροπής βελτίωσης των δρόμων, ελήφθησαν μέτρα αποφυγής που αφορούσαν το οικοδομικό υλικό και την κατάσταση των δρόμων, και σχεδιάστηκε ένα αστικό πλάνο που προέβλεπε καινούργιες οδικές αρτηρίες, μεταξύ των οποίων και το δρόμο που θα ένωνε το Divan Yolu με το Κοντοσκάλι. Και ο Μανουήλ Γεδεών μνημονεύει τον ανασχεδιασμό της περιοχής λέγοντας ότι μετά την πυρκαγιά η περιοχή «ρυμοτομηθείσα κανονικώς ανεκτίσθη εξ οικοδομών λιθίνων, ως επί το πλείστον καλών.» Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι μετά την πυρκαγιά από το ναό της Αγίας Κυριακής σώθηκαν μόνο οι τέσσερις τοίχοι καθώς και ότι ο ναός στεγάστηκε προσωρινά στο κτήριο της αλληλοδιδακτικής σχολής.
Λίγα χρόνια πριν από την τελική ανοικοδόμηση της εκκλησίας, το 1875, αυτή αναφέρεται ως «η εκκλησία με τα πολλά σκαλιά.». Το 1893 στην ενοριακή συνέλευση της Αγίας Κυριακής αποφασίστηκε η εκ βάθρων ανοικοδόμηση της εκκλησίας, της οποίας ο σχεδιασμός ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα του Ζωγραφείου, μεταξύ άλλων σημαντικών οικοδομημάτων, Περικλή Φωτιάδη.
Το νέο κτήριο του ναού ήταν ένα μεγαλοπρεπές, επιβλητικό οκταγωνικό οικοδόμημα με καμπαναριό, συμβολικό της δύναμης των χριστιανορθόδοξων κοινοτήτων της Πόλης.