Γράμμα από τη βόρεια Ήπειρο

Γράμμα από τη βόρεια Ήπειρο

του Χρήστου Παναγιωτίδη*

 

Η βόρεια Ήπειρος είναι μια τριγωνική ελληνόφωνη περιοχή που ξεκινά από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και επεκτείνεται προς βορρά, στα δυτικά μέχρι τον Αυλώνα και ανατολικά μέχρι την Κορυτσά και τη Μικρή Πρέσπα.  Σήμερα, η βόρεια Ήπειρος αποτελεί κομμάτι της Αλβανίας.  Οι κύριες πόλεις της βόρειας Ηπείρου είναι οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο (ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ:e-thessalia.gr), η Χειμάρρα, ο Αυλώνας (στα δυτικά παράλια της Αλβανίας) και προς ανατολάς η Κορυτσά (κοντά στη Μικρή Πρέσπα).  Διευκρινίζεται ότι, με την εξαίρεση ορισμένων μικρών χωριών, οι ελληνόφωνες περιοχές δεν είναι συμπαγείς και ότι οι αμιγώς αλβανόφωνοι κάτοικοι των ελληνόφωνων περιοχών κατά κανόνα συνθέτουν την πλειοψηφία του πληθυσμού.  Γεγονός επίσης είναι ότι σχεδόν όλοι οι ελληνόφωνοι Βορειοηπειρώτες ομιλούν άπταιστα αλβανικά.

Σύντομη Ιστορική Αναδρομή

Η κατά κύριο λόγο ελληνόφωνη βόρεια Ήπειρος αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που διαλύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.  Όταν το καλοκαίρι του 1912 οι Τούρκοι αποχωρούσαν από την Ήπειρο, αναγνώρισαν τις περιοχές αυτές (συμπεριλαμβανομένης και εκείνης των Ιωαννίνων) ως αλβανικές επαρχίες.  Όμως, μερικούς μήνες μετά, με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Κορυτσά και τα Ιωάννινα και, στη συνέχεια, στο Αργυρόκαστρο και το Τεπελένι.  Εντούτοις, τον Ιούλιο 1913, οι μεγάλες δυνάμεις αναγνωρίζουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και απαιτούν (με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας) την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων.  Όμως, οι κάτοικοι της περιοχής αρνούνται να υπακούσουν, κηρύσσουν την αυτονομία της βόρειας Ηπείρου και υποχρεώνουν την αλβανική κυβέρνηση να αναγνωρίσει την αυτόνομη Βόρεια Ήπειρο, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας τον Μάιο 1914.

Βέβαια, το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ποτέ δεν ίσχυσε ουσιαστικά, γιατί λίγους μήνες μετά ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο ελληνικός στρατός επανήλθε στη βόρεια Ήπειρο και έθεσε την περιοχή υπό την προστασία του ελληνικού κράτους.  Όμως, η ελληνική πανωλεθρία της φιλοβασιλικής Ελλάδας στα μικρασιατικά παράλια (το 1922) και η συνεπακόλουθη μεταστροφή της Αντάντ και ιδιαίτερα της Ιταλίας, αλλά και της Γαλλίας, υπέρ των Νεοτούρκων, οδήγησαν στην επανένταξη της βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία.  Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου οι ελληνόφωνοι χριστιανοί Βορειοηπειρώτες βρέθηκαν υπό διωγμό, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής έκλεισαν και πολλοί δάσκαλοι απελάθηκαν από τη χώρα.

Το 1939 η Ιταλία κατέλαβε αμαχητί την Αλβανία και το 1940 προσπάθησε να εισβάλει στην Ελλάδα.  Όμως, με τις νίκες του ελληνικού στρατού κατά των Ιταλών, η βόρεια Ήπειρος ξαναέγινε ελληνική για να ξαναχαθεί με την παράδοση στους Γερμανούς τον Απρίλιο 1941.  Τελικά, η περιοχή καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Ενβέρ Χότζα και επιδικάσθηκε εκ νέου στην Αλβανία, που ήδη είχε βρεθεί στην άλλη πλευρά του σιδηρού παραπετάσματος.

Αβεβαιότητα, Ανησυχία & Ανασφάλεια

Βρέθηκα στη βόρεια Ήπειρο στις αρχές Αυγούστου, για περίπου ένα δεκαήμερο.  Όπου πήγα, ένιωσα ότι μεταξύ των ελληνόφωνων Βορειοηπειρωτών επικρατούσε ένα κλίμα αβεβαιότητας, ανησυχίας και ανασφάλειας για το μέλλον και ένα αίσθημα αδικίας και δυσφορίας για το παρελθόν.  Αναμφίβολα οι διώξεις του μεσοπολέμου, αλλά και η αναρχία και η διαφθορά, που επικράτησαν στην Αλβανία στα πρώτα στάδια της μεταπολίτευσης, δικαιολογούν το κλίμα της ανασφάλειας και της δυσφορίας που επικρατεί μεταξύ των ελληνόφωνων Βορειοηπειρωτών.  Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ελληνόφωνοι Βορειοηπειρώτες ήταν στην Αλβανία πολίτες δεύτερης κατηγορίας και, ταυτόχρονα, ήταν «αλλοδαποί» δεύτερης κατηγορίας στην Ελλάδα, όπου πολλοί είχαν καταφύγει για βιοποριστικούς λόγους, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της αλβανικής μεταπολίτευσης.  Πολλές ήταν και οι αδικίες που έγιναν εις βάρος τους κατά τη «μοιρασιά της πίτας» (της ιδιοκτησίας της γης) που – κατά κανόνα – ευνόησε τους «ημέτερους» της μουσουλμανικής πλειοψηφίας των Αλβανών.  Μάλιστα, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ακίνητης περιουσίας των Βορειοηπειρωτών ίσως συνθέτει τη βασικότερη πηγή ανασφάλειας και δυσφορίας που προαναφέρθηκε.

Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι οι Βορειοηπειρώτες – στην προσπάθειά τους να αμυνθούν στις απειλές που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν – συνασπίσθηκαν σε ένα ενιαίο μέτωπο (κυρίως την «Ομόνοια»), όπου οι πρωταγωνιστές ήταν εθνικιστικά στοιχεία, υπέρμαχοι της πολιτικής ένταξης της βόρειας Ηπείρου στο ελληνικό κράτος.  Τη συσπείρωση αυτή το αλβανικό κράτος την εκλάμβανε ως απειλή κατά της υπόστασής του, με συνέπεια να αντιμετωπίζει τους ελληνόφωνους Βορειοηπειρώτες με εχθρική προδιάθεση.

Όπως είπα σε ένα πρόσφατο άρθρο μου με τίτλο «Αιχμάλωτοι του Αλυτρωτισμού» πολλοί Ελληνοκύπριοι έχουν μείνει προσκολλημένοι στην ιδέα της «ένωσης με τη μητέρα πατρίδα», παρά το ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει, καθιστώντας τον στόχο αυτό ανέφικτο, αλλά και στόχο κενόν περιεχομένου, δεδομένου ότι η Κύπρος είναι εδώ και 20 χρόνια κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κοινούς νόμους, κοινό νόμισμα, κοινά σύνορα και κοινή πολιτική φιλοσοφία με όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, φυσικά, της Ελλάδας.  Δεδομένου ότι η εισδοχή της Αλβανίας έχει ήδη δρομολογηθεί και είναι ένα σχεδόν βέβαιο μελλοντικό γεγονός, το ίδιο σχόλιο περί αιχμαλώτων του αλυτρωτισμού για τους Ελληνοκύπριους προφανώς ισχύει και για τους ελληνόφωνους Βορειοηπειρώτες, πολλοί από τους οποίους ήδη κατέχουν την ελληνική υπηκοότητα.

Με αυτές, λοιπόν, τις σκέψεις, τολμώ να πω ότι οι ελληνόφωνοι Βορειοηπειρώτες (όπως και οι Ελληνοκύπριοι) πρέπει να εγκαταλείψουν το όραμα της άμεσης πολιτικής «ένωσης» με την Ελλάδα (που για διάφορους λόγους είναι πλέον ένας ανέφικτος στόχος) και να επιζητήσουν την επίτευξη ενός ισοδύναμου στόχου, που είναι η ολοκλήρωση της ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η προώθηση της ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης.

Την Κυριακή, 4 Αυγούστου, έγιναν δημοτικές εκλογές στη Χειμάρρα, όπου επικράτησε ο υποστηριζόμενος από το κυβερνών κόμμα, ελληνικής καταγωγής υποψήφιος, Βαγγέλης Τάβος, με ποσοστό 59%, ενώ το ποσοστό που συγκέντρωσε ο υποστηριζόμενος από την βορειοηπειρωτική οργάνωση «Ομόνοια» Πέτρος Γκικουρία, περιορίσθηκε στο 41%.  Ομολογουμένως, από πλευράς των χαμένων υπήρξε ο ισχυρισμός ότι οι εκλογές δεν έγιναν κατά τρόπο αδιάβλητο.  Την εγκυρότητα του ισχυρισμού αυτού δεν είμαι σε θέση είτε να επιβεβαιώσω, είτε να απορρίψω, αλλά ορισμένες συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως, για παράδειγμα, ότι πάνω από 6.000 ψηφοφόροι με ληγμένες ταυτότητες εμποδίστηκαν από το να ψηφίσουν, μου φάνηκε ότι θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως υπερβολικές.

Πάντως, στενοχωρήθηκα όταν ο μη εκλεγείς ανθυποψήφιος απέρριψε την πρόσκληση του εκλεγέντος δημάρχου να συμμετάσχει στο δημοτικό συμβούλιο και να συνεργασθούν για το καλό της Χειμάρρας.  Μια καλή και εποικοδομητική αντιπολίτευση θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν σημαντικότατο ρόλο στην επίλυση του μεγάλου προβλήματος της νομιμοποίησης της ακίνητης περιουσίας των ελληνόφωνων Βορειοηπειρωτών.

(*) Ο Χρήστος Π. Παναγιωτίδης είναι Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, συγγραφέας, πολιτικός αρθρογράφος και σχολιαστής./ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.

 

Share this post