Ο Ευρωπαίος Επίτροπος δεν εκπροσωπεί εθνικά συμφέροντα
Ο Μητσοτάκης ενημέρωσε για την πρόταση του την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Του Γιάννη Παπαδημητρίου*
Η θέση του Επιτρόπου στην ΕΕ είναι ασφαλώς η πιο σημαντική επιλογή για τις σχέσεις των εθνικών κυβερνήσεων με τις Βρυξέλλες. Με τις εισηγήσεις του ο Επίτροπος συνδιαμορφώνει ευρωπαϊκή πολιτική. Με την ψήφο του (στο Κολέγιο των Επιτρόπων) επηρεάζει τις ζωές όλων μας. Με την παρουσία του μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο ή και να επιδεινώσει την εικόνα της Ευρώπης στο εκάστοτε εθνικό ακροατήριο.
Υπάρχει όμως μία παρεξήγηση, που πρέπει να διευκρινιστεί εξαρχής: Ο Επίτροπος δεν είναι εκπρόσωπος της χώρας του στις Βρυξέλλες. Αυτός ο ρόλος ανήκει στους υπουργούς που συμμετέχουν σε τακτική βάση στο Συμβούλιο Υπουργών για θέματα της αρμοδιότητάς τους και ασφαλώς στον πρωθυπουργό, που δίνει το παρών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Ο Επίτροπος δεν εκπροσωπεί ούτε το εθνικό συμφέρον, ούτε την κυβέρνηση που τον έχει προτείνει. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: εκπροσωπεί το κοινοτικό συμφέρον απέναντι στη χώρα του, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Γι αυτό άλλωστε η Ιδρυτική Συνθήκη της ΕΕ προβλέπει ρητώς (άρθρο 17) ότι «η Επιτροπή προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης» και «ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία», ενώ τα μέλη της «δεν επιζητούν, ούτε δέχονται υποδείξεις από κυβερνήσεις, θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα ή οργανισμούς».
Θωρία και πράξη
Το πιο απλό και αυτονόητο παράδειγμα: Εάν η Κομισιόν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μία χώρα δεν συμμορφώνεται με το κοινοτικό δίκαιο και αποφασίσει να εκκινήσει εναντίον της διαδικασία «επί παραβάσει της Συνθήκης», για τον Επίτροπο που προέρχεται από τη συγκεκριμένη χώρα είναι νομικά αδύνατο, αλλά και πολιτικά ανέφικτο να αποτρέψει μία προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Κατά καιρούς η Κομισιόν έχει προσφύγει εναντίον πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, μεταξύ άλλων και κατά της Γερμανίας.
Θα πείτε, βέβαια: Τηρούνται πάντοτε τα όσα θεωρητικώς προβλέπονται; Δεν υπάρχουν παραδείγματα, στα οποία ένας Επίτροπος κατηγορήθηκε ότι προωθεί τα συμφέροντα της χώρας του; Ασφαλώς υπάρχουν. Αλλά ο συντριπτικός κανόνας είναι διαφορετικός. Όχι μόνο στη νομική θεωρία, αλλά και στην πολιτική πρακτική. Παράδειγμα: Ως Επίτροπος Προϋπολογισμού ο Γερμανός Γκίντερ Έτινγκερ όχι μόνο είχε επισημάνει επανειλημμένα πόσο ωφελείται η Γερμανία από την ΕΕ και την ενιαία αγορά, αλλά είχε επικρίνει και δημοσίως την κυβέρνηση Μέρκελ γιατί καθυστερούσε σημαντικές αποφάσεις στις Βρυξέλλες. Και αυτό παρ’ ότι Μέρκελ και Έτινγκερ προέρχονται από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU), που εκείνη την εποχή κυβερνούσε στο Βερολίνο.
Άλλο παράδειγμα: Όταν το 2019 ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν είχε προτείνει τον Λάζντο Τροτσάνι για την πρώτη Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και το Ευρωκοινοβούλιο αντελήφθη ότι ο Τροτσάνι, ως υπουργός Δικαιοσύνης, ήταν από τους στυλοβάτες της αυταρχικής διακυβέρνησης Όρμπαν και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να εκπροσωπήσει αξιόπιστα το κοινοτικό συμφέρον, τον «έκοψε» με συνοπτικές διαδικασίες. Μάλιστα η υποψηφιότητα Τροτσάνι δεν έφτασε καν στην Ολομέλεια της Ευρωβουλής, αλλά απορρίφθηκε ήδη στο πρώτο στάδιο της διαβούλευσης από την Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων.
Σε αυτό το σημείο θα χρειαστεί προσοχή και η υποψηφιότητα του Απόστολου Τζιτζικώστα, ο οποίος ακόμη δεν είναι τόσο γνωστός σε ευρωπαϊκό επίπεδο- με εξαίρεση ασφαλώς τη συμμετοχή του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Περιφερειών, στην οποία και προήδρευε επί διόμισι χρόνια. Υπενθυμίζεται ότι το 2014, όταν η Φεντερίκα Μογκερίνι επρόκειτο να οριστεί Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, δέχθηκε έντονη κριτική στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την αιτιολογία ότι «δεν διαθέτει επαρκή εμπειρία», αν και ήδη είχε διατελέσει επικεφαλής της ιταλικής αντιπροσωπείας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του ΝΑΤΟ, αλλά και υπουργός Εξωτερικών για λίγους μήνες.
Τελικά οι ευρωβουλευτές ενέκριναν την υποψηφιότητα Μογκερίνι. Αποτελεί όμως πλέον παράδοση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να «κόβει» τουλάχιστον έναν, αν όχι δύο υποψηφίους για την Κομισιόν. Συντρέχουν ουσιαστικοί λόγοι για μία τόσο αυστηρή στάση, αλλά ενίοτε παίζει ρόλο και η εγρήγορση των ευρωβουλευτών να υπενθυμίζουν τον θεσμικό ρόλο τους και την υποχρέωσή τους να ελέγχουν την εκτελεστική εξουσία. Την περασμένη φορά την «πλήρωσε» ο Ούγγρος Λάζντο Τροτσάνι, αλλά και η Ρουμάνα Ροβάνα Πλαμπ.
Αυτή τη φορά είναι βέβαιο ότι όποιος διεκδικεί για πρώτη φορά χαρτοφυλάκιο θα δεχθεί πολλές και επιθετικές ερωτήσεις από τους ευρωβουλευτές στο Στρασβούργο. Ιδιαίτερα σε μία συγκυρία, κατά την οποία οι ακροδεξιές και αντι-συστημικές ομάδες ενισχύονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε ζήλο για να αποδυναμώσουν τις φιλο-ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις.