Οι κατηγορίες κατά Τράμπ και το αμερικανικό σύστημα
Του Μάριου Ευριβιάδη
Τα όσα διαδραματίζονται στις ΗΠΑ γύρω από το ζήτημα των κατηγοριών εναντίον του Προέδρου Τράμπ και της πιθανότητας καθαίρεσής του από την Προεδρία, φαίνονται και ακούγονται ακατανόητα εκτός αμερικανικών συνόρων.
Όμως το αμερικανικό Σύνταγμα είναι ξεκάθαρο ως προς τις διαδικασίες. Εφόσον αυτές ολοκληρωθούν και ο πρόεδρος βρεθεί ένοχος τότε εκπίπτει από το αξιώμα, τον διαδέχεται ο αντιπρόεδρος και πιθανόν να διωχθεί και ποινικά.
Στις συνταγματικές αυτές διαδικασίες θα επανέλθω. Υπάρχει όμως ένας πρακτικός οδηγός – ένας “μπούσουλας”- που επιτρέπει να κατανοούμε τις πολιτικές εξελίξεις στην Αμερική όσο “δυσνόητες” και να φαίνονται από μακριά και ο οποίος αρχίζει και τελειώνει με τις ανα τετραετία προεδρικές εκλογές. Και το γεγονός αυτό αποτελεί το κλειδί για να κατανοούμε όχι μόνο τα αμερικανικά πράγματα αλλά και τα κίνητρα πίσω από αποφάσεις του εκάστοτε προέδρου, συμπεριλαμβανομένων και αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής.
Στις ΗΠΑ η εκλογική διαδικασία για την προεδρία της χώρας δεν τελειώνει ποτέ. Είναι αέναη. Kυριολεκτικά από την επαύριο της ολοκλήρωσης μιας προεδρικής εκλογικής αναμέτρησης, η έγνοια κάθε νεοεκλεγέντος προέδρου και του κομματικού του επιτελείου είναι η πολιτική εξουδετέρωση των αντιπάλων του και η επανεκλογή του. Όλα τα υπόλοιπα έπονται.
Αρχικά αυτό σημαίνει πως ο νεοεκλεγείς πρόεδρος και το κόμμα του δεν πρέπει να χάσουν έδαφος στις εκλογές που ακόλουθουν σε δυο χρόνια. Οι ενδιάμεσες αυτές εκλογές (midterm elections) αφορούν ολόκληρη την Βουλή των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο των Γερουσιαστών.
Ο Τράμπ και το Ρεπουπλικάνικο κόμμα είχαν θριαμβεύσει στις εκλογές του 2016 κερδίζοντας και τα δυο νομοθετικά σώματα. Στις ενδιάμεσες κράτησαν τη Γερουσία αλλά έχασαν τη Βουλή στους Δημοκρατικούς. Αν και κατά κανόνα απώλειες στις ενδιάμεσες θεωρούνται φυσιολογικές για το κυβερνών κόμμα, για τον Τράμπ και το επιτελείο του κτύπησε καμπανάκι για τις προεδρικές του 2020.
Ανθυποψήφιοι του Τράμπ για τις πρεοδρικές του 2020 αλλά και για το απαραίτητο χρίσμα του κόμματος, υπήρχαν από την επόμενη μέρα. Με δεδομένο πως ο Τράμπ θα πάρει το Ρεπουπλικάνικο χρίσμα, αντίπαλοι του θα είναι Δημοκρατικοί υποψήφιοι. Υπάρχουν αρκετοί από αυτούς. Αλλά ο Τράμπ και το επιτελείο του θεωρούν ως πιθανότερο αντίπαλο τους τον πρώην αντιπρόεδρο του Ομπάμα, τον Τζόσεφ Μπάϊντεν. Και τον στοχοποίησαν.
Οι “βρώμικοι” πόλεμοι σε αμερικανικές εκλογές έχουν μακρύ και γνωστό ιστορικό. Συμβαίνουν πολύ συχνά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τράμπ κατηγορείται πως ζήτησε τη βοήθεια μια ξένης χώρας, της Ουκρανίας, ώστε να κερδίσει τις εκλογές του 2020. Και αυτό θεωρείται παράνομο και αρκετά σοβαρό ώστε να νομιμοποιεί διαδικασία καθαίρεσής του (impeachment) από την προεδρία.
Συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 2019, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Ουκρανίας ο Τράμπ του ζήτησε να ξανάνοιξει μια παλιά υπόθεση εναντίον του Μπάϊτεν και του γιού του αναφορικά με φαιρόμενες ως ύποπτες εμπορικές δραστηριότητες του τελευταίου στη Ουκρανία, όταν ο πατέρας ήταν αντι-πρόεδρος. Κατά τον Τράμπ ο Μπάϊντεν εκβίασε τους Ουκρανούς να τερματίσουν την έρευνα κατά του γιού του. Αλλιώς απείλησε πως αν ουσιαστικά δεν ξανάνοιγαν την υπόθεση ώστε να βρεθεί “βρωμιά” εναντίον του Μπάϊντεν, η Αμερική θα απέκοπτε βοήθεια προς το Κιέβο, κάτι που όντως συνέβη τότε για μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό είναι το κατηγορητήριο εναντίον του Τράμπ.
Τα στοιχεία βάση των οποίων κατηγορείται ο Τράμπ βασίζονται σε ανώνυμη καταγγελία- που έγινε τον Αύγουστο- Αμερικάνου αξιωματούχου που ανήκει σε ομάδα της CIA εντεταλμένη να παρακολουθεί τις συνομιλίες του Αμερικάνου προέδρου με ξένους ηγέτες ώστε να προστατεύεται η αμερικανική εθνική ασφάλεια. Και κατά τον αξιωματούχο- του οποίου η ταυτότητα παραμένει μυστική- στη διάρκεια της συνομιλίας με το Ουκρανό ομόλογό του, ο Τράμπ προσπάθησε να προσπορίσει προσωπικό ώφελος από μια ξένη δύναμη ώστε να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές του 2020 υπέρ του.
Το στρατόπεδο Τράμπ απορρίπτει τις κατηγορίες ως ένα “κυνήγι μαγισσών” και ως προσπάθειες των Δημοκρατικών να ακυρώσουν την ήττα του 2016. Αντίθετα οι Δημοκρατικοί υιοθέτησαν τις κατηγορίες και άρχισαν τις διαδικασίες καθαίρεσης (impeachment) τον τρέχοντα μήνα.
Κατά το Σύνταγμα ένας πρόεδρος μπορεί να καθαιρεθεί αν βρεθεί ένοχος από το Νομοθετικό Σώμα των κατηγοριών της “προδοσίας, δωροδοκίας, ή άλλων μεγάλων αδικημάτων και πλημμελημάτων/πταισμάτων”. Η διαδικασία είναι άκρως πολιτική, δηλ. δεν είναι δικαστήριο. Και έχει δυο στάδια. Πρέπει να αρχίσει από την Βουλή με την εξαγγελία των κατηγορητηριών- οι κατηγορίες ονομάζονται articles of impeachment- με τη διεξαγωγή σχετικών Ακροάσεων.
Για να προχωρήσει η διαδικασία απαιτείται απλή πλεοψηφία στη Βουλή. Οι Δημοκρατικοί την έχουν, θεωρητικά. Αλλά στη Αμερική δεν υπάρχει κομματική πειθαρχία και δεν είναι σίγουρο πως το σώμα θα πλειοψηφίσει.
Αν υπάρξει πλειοψηφία τότε η διαδικασία μεταφέρεται στη Γερουσία για “δίκη”, που θα είναι πολιτική. Εκεί απαιτείται πλειοψηφία 67%. Και την πλειοψηφία εκεί την έχουν οι Ρεπουμλικάνοι. Για να να καθαιρεθεί ο Τράμπ θα πρέπει να ψηφίσουν εναντίον του και μέλη του κόμματος του. Δεν είναι αδύνατο αλλά είναι πολύ απίθανο. Πριν τον Τράμπ υπήρξαν τρεις περιπτώσεις προσπάθειας καθαίρεσης χωρίς αποτέλεμα. Το 1868, το 1974- με τον Νίξον να παραιτείται πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία – και το 1999 με τον Κλίντον, όταν δεν υπήρξαν οι αριθμοί στη Γερουσία για την καθαίρεσή του.
Πως “όλα έπονται” της επανεκλογής του Τράμπ, ίσως να μας ερμηνεύει και το βασικό κίνητρο της πρόσκλησης του Τράμπ στον Ταγίπ Ερντογάν να τον επισκεφθεί στην Ουάσιγκτον, πρόσφατα. Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες για την εκτίμηση, δημόσιο θαυμασμό και τη φιλία του Τράμπ προς τον ισλαμιστή αυταρχικό ηγέτη. Αυτές αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα του Τράμπ στην Τουρκία, τον θαυμασμό του έναντι σε τέτοιους ηγέτες, κλπ. Όμως κατά τον μελετητή των αμερικανό-τουρκικών σχέσεων Steven Cook, ίσως το ζήτημα της επαναεκλογής του Τράμπ, σε μια περίοδο που απειλείται και με καθαίρεση, να προσφέρει την πιο άμεση και καλύτερη εξήγηση για την πρόσκληση του Ερντογάν.
Κατά τον Cook η τουρκική εισβολή στη Συρία με τις ευλογίες του Τράμπ- συνεννοημένα δηλαδή- επιτρέπει στον τελευταίο να αποποιηθεί των όποιων αμερικανικών ευθυνών στη Συρία, να περιορίσει την εμπλοκή της Αμερικής στο ελάχιστο και, έτσι, να παρουσιάζεται πως υλοποιεί την προεκλογική του υπόσχεση να τερματίσει τους “ατέρμονους” Αμερικανούς πολέμους στη Μέση Ανατολή. Η θέση αυτή- πως η Αμερική δεν έχει καμια δουλειά στους εκεί πολέμους και πως πρέπει να αποσυρθεί- βρίσκει μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Ο Τράμπ πιστεύει πως η πολιτική του αυτή θα λειτουργήσει καταλυτικά για την επανεκλογή του και πως αυτή γίνεται δυνατή χάρις στην εισβολή του Ταγίπ στη Συρία. Έτσι το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει για τον Τούρκο φίλο του ήταν να τον ανταμείψει οικογενειακά με φιλοξενία στον Λευκό Οίκο, κάτι που κάθε ξένος ηγέτης διακαώς επιθυμεί και αυτός για το δικό του εσωτερικό ακροατήριο.