Λυκούργος Αγγελόπουλος, μια σπάνια μουσική προσωπικότητα.
Δέκα χρόνια σήμερα από την εκδημία του δασκάλου, που στήριξε με πάθος πως ‘η αποδοχή και υποδοχή της βυζαντινής μουσικής στο εξωτερικό, δίνει το μήνυμα αγώνα για σωστή παιδεία και επιστημονική γνώση του μουσικού μας πολιτισμού.
Του Νίκου Παπουτσόπουλου*
Ένας Θεόφιλος ή ένας Οδυσσέας Ανδρούτσος, που συνυπάρχουν δίπλα στον Μεγαλέξανδρο, μια παράδοση αιώνων, θύμιζε στον Λυκούργο Αγγελόπουλο η βυζαντινή μουσική, η μουσική την οποία λάτρεψε και υπηρέτησε πιστά και την οποία μετέφερε με σπάνια ευαισθησία και αφοσίωση στις άκρες του κόσμου. Μετέφερε έναν κόσμο διαφορετικό, έναν άλλο κόσμο και μιάν άλλη μουσική, άγνωστη ακόμη στο ευρύτερο κοινό, στον κόσμο της Δύσης, η οποία αγνοεί ακόμη το Βυζάντιο και την πνευματική του προσφορά.
Ο Αγγελόπουλος αφιέρωσε την ζωή του στην διάδοση της μοναδικής αυτής πνευματικής, θρησκευτικής και εκκλησιαστικής μουσικής στον κόσμο, μουσικής που ‘συμπυκνώνει όλο το νόημα της Ανάστασης, την ελπίδα αλλά και την βεβαιότητα των πιστών για την πορεία προς την αλήθεια και την ζωή’, όπως είχε υπογραμμίσει, αφού ‘είναι η πρόγευσις της Βασιλείας των ουρανών και βέβαια, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το γράφει καθαρά ο Απόστολος Παύλος: “ει Χριστός ουκ εγήγερται κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών”’, όπως ακριβώς είχε υπογραμμίσει.
Ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, είχε υποστηρίξει με πάθος πως ‘η αποδοχή και υποδοχή της βυζαντινής μουσικής στο εξωτερικό, δίνει το μήνυμα αγώνα για σωστή παιδεία και επιστημονική γνώση του μουσικού μας πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που αμφισβητούν και θα αμφισβητούν ώστε να αλλοιώσουν μια παράδοση αιώνων. Παράδοση που ερευνά και που προσπαθούν να αναδείξουν όλοι οι συνεργάτες της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας’.
‘Νομίζω πως το χρέος ενός σύγχρονου σοβαρού ερευνητή ή ερμηνευτή είναι η φροντίδα για την όσο γίνεται πιο πλατιά μελέτη σε βάθος, για λεπτομερή έρευνα και γνωριμία του παλαιού υλικού’, είχε επισημάνει (Βυζαντινοί Μελουργοί, από το Εκδοτικό Πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, περίοδος 1994-1995). ‘Η θεωρητική και πρακτική υποδομή που έχει γίνει στον τομέα αυτό εδώ και δεκαετίες από ερευνητή του κύρους του Σίμωνος Καρά, προσφέρει μια εξαιρετικά σημαντική βάση. Η εργασία αυτή θα αποκλείσει και την εμφάνιση δήθεν ερευνητών που καπηλεύονται το ενδιαφέρον για την παράδοση και παραπληροφορούν το ευρύτερο κοινό ως προς τον χαρακτήρα και την ποιότητα της μουσικής μας. Υπάρχει άμεση ανάγκη για διδασκαλία, για ενημέρωση, για παιδεία σαφή, κατανοητή και με επίγνωση της αξίας του συστήματος, που δεν εξαντλείται σε πομπώδεις φράσεις , αλλά θα προσπαθεί να διεισδύσει σε βάθος και να συνδέει την παλαιά παράδοση με το παρόν και το μέλλον’.
‘H Eλληνική Bυζαντινή Xορωδία αποτελεί δηµιούργηµα του Λυκούργου Αγγελόπουλου’, σύμφωνα με τον συνθέτη-ερευνητή Μιχάλη Αδάμη (στο 1ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Μουσικής Έρευνας, Δεκέμβριος 2001). ‘Tο έργο της διευθύνεται, πραγµατοποιείται εν πολλοίς µε την προσωπική του µέριµνα και στηρίζεται στο δικό του όραµα για τη διάσωση και διάδοση της Bυζαντινής Mουσικής.
O Λυκούργος Aγγελόπουλος αποτελεί την ψυχή και δίδει το στίγµα της Eλληνικής Bυζαντινής Xορωδίας (ΕΛ.ΒΥ.Χ), που όµως δεν τον πλαισιώνει απλώς. Λειτουργεί ως οργανισµός, στελεχώνεται από άξιες µονάδες και αποδίδει ως σύνολο. Πρεσβευτής της Bυζαντινής Mουσικής, η Xορωδία διαµορφώνει το κριτήριο της ποιότητος της µουσικής εκτελέσεως, υποστηρίζεται και συνεργάζεται µε πολλά µέλη της διεθνούς µουσικολογικής κοινότητος, προωθεί επιστηµονικό έργο, ασκεί και διαµορφώνει έναν ικανό αριθµό άξιων ψαλτών που µε γνώση και καλλιέργεια επανδρώνουν τα ψαλτήρια και στελεχώνουν την εκπαίδευση. Oυσιαστικό επιστηµονικό έργο αποτελεί η συστηµατική ∆ιδασκαλία της Bυζαντινής Mουσικής µε την οποία καταγίνεται η E.B.X. Στηρίζεται στο έργο του θεµελιωτή της σύγχρονης διδασκαλίας της Eλληνικής Mουσικής, Σίµωνος Kαρά, και τεκµηριώνει, µε εµπεριστατωµένη µελέτη των πηγών, απόψεις που προωθούν τη σύγκληση και συµφωνία θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας αξιοποιώντας την αναβίωση της χρήσεως της ενεργείας των µουσικών σηµαδιών στη γραφή ώστε, µε τρόπο δυνητικό, δίχως παρέµβαση στην καταγραφή της βασικής µελωδικής γραµής, και αποφεύγοντας την επιζήµια τάση της αναλυτικής γραφής, να αποδίδονται ποικίλµατα που έχει διασώσει η προφορική παράδοση, στοιχεία του ύφους της ερµηνείας που αποτελεί σηµαντικότατο ζητούµενο στην προσέγγιση ενός µουσικού κόσµου µε αυτοτελή αισθητική. H συστηµατοποίηση της διδασκαλίας απο τον Λυκούργο Aγγελόπουλο, που διδάσκει προφορικώς επι µακράν σειράν ετών, διατυπώνεται σε συγκεκριµένη πρόταση στα βιβλία του συνεργάτη του Γιώργου Kωνσταντίνου, που καλύπτει ολοκληρωµένα – θεωρητικά και πρακτικά – την ύλη της διδακτικής ενότητος. Στο ίδιο σκεπτικό εντάσσεται και η έκδοση της Aνθολογίας του Πέτρου Mανουήλ Eφεσίου – των αρχών του 19ου αιώνος – που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως σηµαντικότατη θεωρητική και µουσική πηγή της περιόδου όπου συντελείται η µεγάλη αλλαγή της Nέας Γραφής, και συµβάλλει καθοριστικά στην κατανόηση της γραφής διασαφηνίζοντας εν τη πράξει την λογική της’.
‘Ο ήχος της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας ήταν διακριτός με αισθητική μουσική υψηλού επιπέδου, υιοθετώντας μουσικό σχολαστικισμό προσδιορίστηκε μοναδικά στο μουσικό περιβάλλον που έδρασε’, είχε αναφέρει ο λυρικός καλλιτέχνης Γιάννης Χριστόπουλος. ’Παράλληλα, ο Λ. Αγγελόπουλος συνεργάστηκε και ως ερμηνευτής σε έργα Ελλήνων συνθετών όπως ο Αδάμης κι ο Τερζάκης γιατί η μοναδικότητα της μουσικής του ικανότητας τον έκανε ιδανικό ερμηνευτή για αυτά τα έργα με την τρισδιάστατη χωροχρονική μουσική ταυτότητα’.
Ο Λυκούργος Αγγελόπουλος (ελάχιστο αφιέρωμα στην δεκαετία από την εκδημία και την εκκωφαντική απουσία του), διετέλεσε Πρωτοψάλτης του ναού της Αγίας Ειρήνης οδού Αιόλου της πρώτης Μητρόπολης Αθηνών από το 1982, και ήταν ο εμπνευστής, ο ιδρυτής και διευθυντής της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας. Κατά την διάρκεια των τεσσάρων, περίπου, δεκαετιών συνεχούς παρουσίας, με σεβασμό στην παράδοση και αφοσίωση στην διδασκαλία, έρευνα και την μελέτη, μετέφερε στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο την μακραίωνη μουσική παράδοση, η οποία κατέκλυσε με την μεγαλειώδη ανάπτυξή της τον μείζονα ελληνικό χώρο, και η οποία αποτέλεσε και αποτελεί πηγή πνευματικής έμπνευσης και δημιουργίας. Ο Αγγελόπουλος και η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία, συμμετείχε σε μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, στα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στο Early Music Festival της Βοστώνης, στο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής Μόσχας και Αγίας Πετρούπολης. Συνεργάσθηκε και έδωσε συναυλίες με το Ensemble Organum και το Ensemble Kudsi Erguner, και παρουσίασε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση έργα σύγχρονης μουσικής του Μιχάλη Αδάμη, του Γιώργου Κυριακάκη, και Σωτήρη Φωτόπουλου καθώς και την παλαιά ακολουθία (λειτουργικό δράμα, των ‘Τριών Παίδων εν καμίνω’, σε μεταγραφή από τα χειρόγραφα και ανασύσταση από τον Μιχάλη Αδάμη καθώς και την ακολουθία του Ασματικού Εσπερινού (Οξφόρδη 2001), σε αποκατάσταση και μεταγραφή Αλεξάνδρου Λίγκα-Ιωάννη Αρβανίτη. Εκτός από τις εμφανίσεις της σε πολλές χώρες, ο Λυκούργος Αγγελόπουλος με την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία πραγματοποίησαν ηχογραφήσεις στους μεγαλύτερους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς της Ευρώπης, καταγραφές παλαιότερων σημαντικών μορφών της ψαλτικής τέχνης, από το Άγιον Όρος και άλλα κέντρα της Ορθοδοξίας, ερμηνεία, για πρώτη φορά, αποσπασμάτων αρχαίας ελληνικής μουσικής, παλαιορωμαϊκού και άλλων μελών από λατινικά χειρόγραφα, ηχογραφήσεις συναυλιών με συνθέσεις και μαθήματα των μεγάλων μαϊστόρων της βυζαντινής μουσικής αλλά και σπάνιων παλαιοχριστιανικών ύμνων.
Αξιόλογη είναι η πλούσια μουσική εκδοτική παραγωγή, που συνθέτει την πολυσήμαντη προσφορά στην μελέτη και την έρευνα, την οποία συμπληρώνει η ηχογράφηση και έκδοση των έργων του μεγάλου βυζαντινού μαϊστορα Ιωάννη Κουκουζέλη, με υποστήριξη από το Ίδρυμα Ωνάση.
‘Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὁ Λυκοῦργος Ἀγγελόπουλος (1941-2014)’ σύμφωνα με τον Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο, ομότιμο Καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, ‘όχι μόνο πρωτοστάτησε με τον Μαρσέλ Περές στην ηχογράφηση σημαντικών έργων του λεγόμενου «παλαιορωμαικού μέλους», που χαρακτήρισε τη δυτική εκκλησιαστική μουσική στον Πρώιμο Μεσαίωνα, αλλά πρωταγωνίστησε λαμπρά και σε σύγχρονες θρησκευτικές, κοσμικές –δηλαδή εξωλειτουργικές– συνθέσεις του Μιχάλη Αδάμη, του Δημήτρη Τερζάκη, του Τζων Τάβενερ και άλλων συνθετών’.
‘Τον Λυκούργο, πριν πολλές δεκαετίες, τον γνώρισα συμπτωματικά’, σημειώνει ο βυζαντινολόγος, ομότιμος Διευθυντής Ερευνών Κρίτων Χρυσοχοϊδης. ‘Τον άκουσα να ψέλνει σέ έναν ναό. Ασυνήθιστο, σε έναν εθισμένο στην εκκλησιαστική τετραφωνία, αισθάνθηκα βαθιά κατάνυξη με την ουράνια ψαλμωδία του. Έσπευσα να τον συναντήσω και έκτοτε γίναμε φίλοι. Δεν είμαι ψάλτης, ούτε βαθύς γνώστης της βυζαντινής μουσικής, ωστόσο κατάλαβα ότι το γονιδίωμα αυτού του χαρισματικού ψάλτη είναι η ίδια η βυζαντινή μουσική. Έτσι, έγινα βιωματικός «ακόλουθος» της σαγηνευτικής ψαλμωδίας του, μιας και αυτή με έμαθε να βιώνω την ουσία της υμνολογίας κάθε γιορτής του ενιαύσιου λειτουργικού κύκλου της εκκλησίας’.
Η συνεχής προσπάθεια και αφοσίωση του Λυκούργου Αγγελόπουλου και των συνεργατών της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας στην ορθή παιδεία, γνώση και διάδοση του μουσικού πολιτισμού, η έρευνα και η υψηλής ποιότητας και απαιτήσεων ερμηνεία, εξασφάλισε την αποδοχή της βυζαντινής μουσικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στην μακρά μουσική του πορεία, παρουσίασε την βυζαντινή μουσική, όπως αυτή έφθασε ως τις μέρες μας με την γραπτή και προφορική παράδοση, στην Ελλάδα και σε ολόκληρο, σχεδόν, τον κόσμο με εκατοντάδες συναυλίες, λειτουργίες και συμμετοχές σε πολλές σημαντικές διεθνείς εκδηλώσεις, επιστημονικά συνέδρια καθώς και σε κορυφαία εκκλησιαστικά γεγονότα, όπως στην πανορθόδοξη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων στην Βηθλεέμ, για τον εορτασμό των δύο χιλιάδων χρόνων από την Γέννηση του Χριστού, στην αρχαία βασιλική του Αγίου Απολλιναρίου in Classe, στην Ραβέννα, στον εσπερινό στην Αγία Σοφία του Κιέβου και στην Θεία Λειτουργία (στο Κίεβο επίσης), για τον εορτασμό των 1020 χρόνων από την βάπτιση των Ρως.
Στο Ναό της του Χριστού Γεννήσεως της Βηθλεέμ στις 7 Ιανουαρίου του 2000, κατά το ιστορικό Πατριαρχικό Συλλείτουργο.
Εσπερινός στην Αγία Σοφία Κιέβου , 2008 (ΦΩΤΟ:Ιδιωτική Οδός)
Με απόλυτο σεβασμό στην παράδοση και προσήλωση στην ερμηνεία, την έρευνα και την μελέτη, με άριστη μουσική κατάρτιση και ευαισθησία ο Λυκούργος Αγγελόπουλος με την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία ερμήνευσαν σε συναυλίες υψηλού καλλιτεχνικού και αισθητικού επιπέδου, αντιπροσωπευτικά μέλη της βυζαντινή μουσικής, από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Πετραία Αραβία και από την Φινλανδία και την Ρωσία στην Ιβηρική χερσόνησο, και απέδωσαν υποδειγματικά το ύφος, το ήθος και την πνευματικότητα της μουσικής, η οποία, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ‘εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων’.
‘Το ευ ζήν μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος’ ο Γιάννης Τσιοτσόπουλος, Λαμπαδάριος στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης Αιόλου: ‘για μένα, που διετέλεσα επί δεκαπέντε έτη Λαμπαδάριος στον Ναό όπου εκείνος έψαλλε, ήταν ο καταλύτης που με στιγμάτισε, που άλλαξε τον τρόπο της ζωής μου και καθόρισε την καλλιτεχνική μου πορεία. Ήταν ο Άνθρωπος και ο Δάσκαλος, ο Καλλιτέχνης’.
‘Ο Λυκούργος Αγγελόπουλος ανήκει στην σπάνια κατηγορία των μουσικών που συνδυάζουν την καλλιτεχνική ευαισθησία με την επιστημονική περιέργεια’, είχε αναφέρει ο μουσικός και καλλιτεχνικός και διοικητικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Γιάννης Ιωαννίδης. ‘Η προσφορά του τόσο ως εμψυχωτή και διευθυντή της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας, όσο και ως Δασκάλου που ξέρει να μεταγγίζει στους μαθητές του το πάθος για τη γνησιότητα, είναι ανεκτίμητη γιατί συμβάλλει αποφασιστικά στην ιστορικά τεκμηριωμένη και θεμελιωμένη απόδοση της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής (του μεγάλου αυτού κλάδου της Εθνικής μας Μουσικής, με τις πανάρχαιες ρίζες και την αξεπέραστη αισθητική και πνευματική αξία), με τρόπο που να προβάλλεται όλη της η αλήθεια και ομορφιά, απαλλαγμένη από ψευδεπίγραφες παραποιήσεις, που δεν εκφράζουν παρά προσωπικές ή τοπικές συνήθειες, ξένες προς την πραγματική ουσία αυτής της μεγάλης μουσικής’.
Oι µεγάλοι ορίζοντες της µουσικής του παρουσίας ανοίγονται όχι µόνον από τις σπάνιες δυνατότητες της φωνητικής του εκφοράς, αλλά κυρίως από τη µουσική του αντίληψη τού συνόλου έργου, της δοµής και της µορφής του, και τη θαυµαστή απόδοση τού ύφους που επιτυγχάνει να κρατεί αβίαστα και στέρεα στο ιδιοφυές µεταίχµιο Aνατολής και ∆ύσεως που υπήρξε το Bυζάντιο’.
‘Ποιός δεν περιμένει να ακούσει το Μ. Σάββατο’ όπως με ιδιαίτερη συγκίνηση είχε πεί σε εκπομπές στον 89,4, τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος, ‘το ιδιαίτερα κατανυκτικό αλλά και χαρακτηριστικό μέλος του Ιακώβου Πρωτοψάλτου: “Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία”, και το Κοινωνικό του Πέτρου Λαμπαδαρίου, “Εξηγέρθη ως ο υπνών”, που εξικνείται στις ακραίες περιοχές βάθους και ύψους του μέλους, σύμφωνα προς την τάση που περιγράφει ο θεωρητικός της μεθόδου, που ισχύει, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, στο “Μέγα Θεωρητικόν”: “μίμησις δε προς τα νοούμενα είναι το να μελίζωμεν με οξείαν μεν την μελωδίαν, εκείνα εις τα οποία νοείταί τις ύψος/ ως ουρανός όρος/ με βαρείαν δε μελωδίαν εκείνα εις τα οποία νοείταί τις χαρά/ ως παράδεισος νίκη/ με σκυθρωπόν δε ήχον εκείνα εις τα οποία νοείταί τις λύπη/ ως θάνατος καταδίκη”’.
‘Ένας Θεόφιλος ή ένας Οδυσσέας Ανδρούτσος, που συνυπάρχουν δίπλα στον Μεγαλέξανδρο’, ή άλλως, ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, που κράτησε σταθερά πορεία και διαφύλαξε και εξακτίνωσε στον κόσμο μια παράδοση αιώνων.
************************************************************************************
Ανέκδοτη συνομιλία του Λυκούργου Αγγελόπουλου με τον Νίκο Παπουτσόπουλο* – Αντίφωνο (antifono.gr)
Μνήμης και πράξεως χάριν by ARISTEIDIS VIKETOS on Scribd