Μονή του Χριστού της Χώρας
Ναοί, μονές και ευαγή Ιδρύματα της βασιλίδος Κωνσταντινουπόλεως, Β΄, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2022, σελ. 409-422. Μτφ. Δρ. Φωτίου Αν. Τζελέπη,
Τ
Του Raymond Janin
Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την ακρινή σημασία του ονόματος «Χώρα» που βρίσκεται στις επιγραφές των ψηφιδωτών του Χριστού και της Θεοτόκου που διακρίνεται μέχρι σήμερα: ΙΣ ΧΣ Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΡ ΘΥ Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ. Αυτό μας κάνει να προσανατολιστούμε στον μυστικό χαρακτήρα και στον υπαινιγμό των επιθέτων του Χριστού ως περιοχή της ανώτερης ζωής των ανθρώπων. Αυτή είναι η έννοια που δίνουν οι μεταγενέστεροι ιστορικοί, όπως ο Καντακουζηνός (1) και ο Ψευδο-Φραντζής (2). Αλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η έννοια προέρχεται από το γεγονός ότι το αρχικό κτίριο βρίσκεται στην εξοχή (Χώρα), δηλαδή εκτός των τειχών της πόλης, κάτι που είναι ακριβές αν τα πρώτα οικοδομήματα έγιναν πριν το 413, τότε δηλαδή που κτίσθηκαν τα τείχη του Θεοδοσίου Β Μικρού (408-450). Είναι πιθανόν αυτή η έκφραση να διατηρήθηκε και μετά από αυτήν την ημερομηνία κατ ακολουθία της παλαιάς χρήσης. Η έννοια που δόθηκε τον 14ο αιώνα φαίνεται να προσδίδει έναν μυστικό χαρακτήρα στην αρχική έννοια (3).
Προέλευση. Είναι δύσκολο να καθορίσουμε την ιστορική αρχή της μονής. Ένας ανώνυμος βιογράφος του πρώτου μισού του 9 ου αιώνα αποδίδει την θεμελίωσή της στον άγιο Θεόδωρο που έζησε τον 6 ο αιώνα (4). Από την πλευρά της μητέρας του αυτό το πρόσωπο ήταν θείος της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του Ιουστινιανού.
Διακρίθηκε ως αρχιστράτηγος στον πόλεμο κατά των Περσών, ενώ αργότερα αποσύρθηκε σε ένα βουνό κοντά στην Αντιόχεια, για να αφιερωθεί στην ασκητική ζωή μαζί με δύο μαθητές. Ο Ιουστινιανός τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβει μέρος στην σύνοδο κατά του Θεοπασχητισμού (536). Μετά την σύνοδο παρακλήθηκε να μείνει μόνιμα στην πρωτεύουσα και έτσι εγκαταστάθηκε στην ιδιοκτησία του επιφανούς Χαρισίου, κοντά στην πύλη του θεοδοσιανού τείχους ( Edirnekapi). Εκεί είχε ένα μικρό κελί και μια μικρή εκκλησία. Μιας και ο Μ. Γεδεών τοποθετεί χρονικά αυτήν την ίδρυση το 529-530, συνάγεται από το κείμενο ότι η μονή ιδρύθηκε μετά την σύνοδο του 536,
το αργότερο ως το 537. Η κατασκευή της μονής φαίνεται ότι διήρκησε πολύ, αφού τελείωσε μετά τρία χρόνια, όταν ο φοβερός σεισμός στις 6 Οκτωβρίου του 557 κατέστρεψε όλο το οικοδόμημα. Ο Ιουστινιανός βοήθησε την Θεοδώρα να ξανακτίσει την μονή αλλά αυτή την φορά πιο μεγάλη και πιο ωραία. Είχε τρεις ναούς ή παρεκκλήσια αφιερωμένα στον ’γιο ’νθιμο τον μάρτυρα και επίσκοπο της Νικομήδειας, στους Τεσσαράκοντα μάρτυρες της Σεβαστείας και στην Θεοτόκο. Αυτή η τελευταία εκκλησία ήταν το Καθολικό η κεντρικός ναός βασιλικού ρυθμού, διακοσμημένος με ποικιλόχρωμα μάρμαρα που ακτινοβολούσε από τα ψηφιδωτά με χρυσό φόντο. Οι μοναχοί είχαν ένα λουτρό στην διάθεσή τους και στα δεξιά της μονής υπήρχε ένα νοσοκομείο για άνδρες και μάλιστα για τους τυφλούς. Ο Θεόδωρος κοιμήθηκε σε ηλικία 91 ετών αφήνοντας την διοίκηση της μονής στον μαθητή του Θεόπλαστο. Ο Μ. Γεδεών τοποθετεί την κοίμησή του το 568 και την γέννησή του το 477, παρά το γεγονός ότι ο Ch. Loparev υποστηρίζει ότι γεννήθηκε το 504 και πέθανε το 595 (αυτή η ημερομηνία διατηρήθηκε στην Bibliotheca Hagiografica Graeca ) (5). Η διαφορά του υπολογισμού βγαίνει από το νόημα που δόθηκε σε μια φράση κακογραμμένη ή ατελή, η οποία ενώνει τα 53 χρόνια του Θεοδώρου ήδη από τον πρώτο χρόνο διαμονής του στην Χώρα, στην αρχή δηλαδή του δεύτερου κτισίματος και τον σεισμό του 557 που συνέβη τρία χρόνια μετά το τέλος των εργασιών.
Ο ανώνυμος βιογράφος υποστηρίζει ότι ο άγιος Σάββας διέμενε στην μονή της Χώρας κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη. Θα είχε βρει τον Θεόδωρο και δώδεκα άλλους μοναχούς, ενώ μετά από εκείνη την χρονική στιγμή η μονή έγινε τόπος φιλοξενίας των περαστικών μοναχών που έρχονταν από την Παλαιστίνη και κυρίως των Σαββαϊτών. Εδώ υπάρχει ένα προφανές λάθος: ο άγιος Σάββας έζησε στην Κωνσταντινούπολη το 531 και κοιμήθηκε το επόμενο έτος, κάτι που καθιστά την διαμονή του στην μονή της Χώρας έναν μύθο.
Αυτό δεν είναι το μόνο αναληθές στοιχείο που παρουσιάζει ο Βίος του αγίου Θεοδώρου. Δεν γνωρίζουμε τον συγγενή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας που είχε αυτό το όνομα, ήταν στρατιωτικός και ίδρυσε την μονή της Χώρας. Οι ιστορικοί εξάλλου δεν γνωρίζουν κανέναν στρατηγό Θεόδωρο κατά την διάρκεια του πολέμου των Περσών στην αρχή της βασιλείας του Ιουστινιανού. Γι᾽ αυτό ο Th.I. Scmitt υπέθεσε ότι ο ανώνυμος συγγραφέας, μοναχός της Χώρας, μπέρδεψε ηθελημένα ή όχι τον Θεόδωρο με τον Κρίσπο, γαμπρό του Φωκά, τον οποίον οι ιστορικοί θεωρούν ως ιδρυτή της μονής της Χώρας στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου (6).
Όποιος και αν είναι ο ιδρυτής της μονής, φαίνεται ότι ο χώρος είχε κάποια εκκλησία ήδη από τα τέλη του 3 ου αιώνα. Αν δεχθούμε τα διάφορα συναξάρια, δυστυχώς μεταγενέστερα, τα λείψανα των αγίων Βαβύλα και των 84 μαθητών του που μαρτύρησαν στην Νικομήδεια το 298, μεταφέρθηκαν δια θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη και ενταφιάστηκαν στα βόρεια της πόλης μέσα σε τρεις τάφους, εκεί που αργότερα κτίστηκε η μονή της Χώρας (7). Είναι βέβαιο ότι τον 9 ο αιώνα υπήρχε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο σε αυτούς τους αγίους εντός του ναού του Αγίου Ανθίμου (8). Στο μεταξύ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα πιο παλαιά συναξάρια αναφέρουν πως στην Χώρα τελούνταν η εορτή του αγίου Βαβύλα επισκόπου Αντιοχείας της μεγάλης « και των συν αυτώ πδ νηπίων επί Νουμεριανού του βασιλέως αποτμηθέντων » και όχι του συνωνύμου του της Νικομήδειας (9). Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι επικρατούσε σύγχυση για τους δύο αυτούς συνώνυμους αγίους.
Μπορούμε να αναρωτηθούμε για το αν δεν πρέπει να ταυτιστεί η μονή της Χώρας με εκείνη του Αγίου Μιχαήλ των Χαρισίου που σημειώνεται το 518 και το 536. Πράγματι, και οι δύο μονές βρίσκονταν σε κτήματα του Χαρισίου. Επιπλέον, η μονή του Αγίου Μιχαήλ των Χαρισίου δεν σημειώνεται μετά την σύνοδο του 536. Καταστράφηκε από τον σεισμό του 557 ή πρέπει να την ταυτίσουμε με την μονή της Χώρας; Δεν μπορούμε να δώσουμε μια σίγουρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο χώρος που καταλάμβανε η μονή της Χώρας φαίνεται να ήταν περιοχή λατρευτικού χώρου, ενώ δεν σχετίζεται με αυτήν ο υποθετικός άγιος Θεόδωρος, ο οποίος δεν έζησε εκεί, ενώ η μονή ίσως να είναι η ίδια με εκείνη που τα συνοδικά έγγραφα ονομάζουν μονή του Αγίου Μιχαήλ των Χαρισίου, ενώ οι μοναχοί της Παλαιστίνης την χρησιμοποιούσαν ως τόπο στάσης και δεν ήταν αφιερωμένη στον Χριστό. Αυτό ακριβώς είναι που φαίνεται καθαρά στον Βίο του αγίου Μιχαήλ του Συγκέλλου και στις μεταγενέστερες πηγές. Τον 14 ο αιώνα ο Νικηφόρος Γρηγοράς, που έζησε για πολύ καιρό στην Χώρα και πρέπει να γνώριζε πολύ καλά τις παραδόσεις της μονής, βεβαιώνει επίσης ότι η μονή κτίστηκε από τον Ιουστινιανό και ότι ο ναός της ήταν βασιλικού ρυθμού (10). Στο μεταξύ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Προκόπιος δεν αναφέρει ούτε μια λέξη για το κτίσιμο της μονής από τον Ιουστινιανό.
Οι ιστορικοί από την πλευρά τους σημειώνουν ότι εκεί πρωταρχικά δεν υπήρχε παρά ένα εξωκκλήσι και ότι ο Κρίσπος, έπαρχος της πόλης και γαμπρός του Φωκά, φυλακίστηκε εκεί από τον Ηράκλειο (610-641) και ότι έκτισε την μονή δίνοντας αρκετά χρήματα για την επέκταση και την διακόσμησή της (11). Ο Κρίσπος τελικά φυλακίστηκε στην Χώρα στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου και πέθανε εκεί μετά από έναν χρόνο (12). Επειδή φυλακίστηκε εκεί, πρέπει η μονή να υπήρχε από πιο πριν. Ίσως ο Κρίσπος να την είχε ήδη κτίσει και διακοσμήσει. Ίσως πάλι να έκανε αυτές τις εργασίες εξαιτίας της αναγκαστικής φυλάκισής του εκεί.
Ιστορία. Σύμφωνα με ένα παλαιό συνοδικό, στο οποίο παραπέμπει ο Lambécius στην εργασία του για τον Ψευδο- Κωδινό, ο Πατριάρχης Καλλίνικος Α´ (693-706) φυλακίστηκε στην Χώρα το 706 (13). Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Ιουστινιανός Β´ Ρινότμητος (685-695 και 705-711) εξόρισε τον Καλλίνικο στην Ρώμη (14). Στις 19 Ιανουαρίου του 729 ο Πατριάρχης Γερμανός Α´ (715-730) μη μπορώντας να μεταστρέψει τον Λέοντα Γ´ Ίσαυρο (717-741) που ήταν εικονομάχος, αποσύρθηκε στην πατρική του οικία « εν τω Πλατανείω ήτοι εν τη μονή νυν καλουμένη Χώρα » (15). Αυτή η οικία ήταν τουλάχιστον κοντά στην μονή, ώστε να είναι δυνατόν να γίνει αυτή η σύγχυση: πάντως όπως και να έχει το πράγμα, ο Γερμανός ενταφιάστηκε στην Χώρα το 740 (16). Το 742 ο Βακτάνης, που βρέθηκε ένοχος για την συμμετοχή του στην επανάσταση του Αρτάβασδου εναντίον του Κωνσταντίνου Ε´ Κοπρώνυμου (741-775), απελευθερώθηκε αλλά αποκεφαλίστηκε. Το πτώμα του τάφηκε στην Χώρα. Τριάντα χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας ξέθαψε τα λείψανά του και υποχρέωσε την χήρα του Βακτάνη να τα μεταφέρει μέσα στον μανδύα της μέχρι την περιοχή « τα Πελαγίου », όπου πετούσαν τα πτώματα των εγκληματιών και των αυτόχειρων (17). Ο Βίος του αγίου Μιχαήλ του Συγκέλλου δεν αναφέρει καθόλου τον Βακτάνη, αλλά λέει ότι ο Κωνσταντίνος Ε´ φυλάκισε στην Χώρα τον φίλο του Αρτάβασδο μαζί με την γυναίκα του και τα εννιά παιδιά τους, αφού πρώτα είχε κυνηγήσει τους μοναχούς και είχε καταστρέψει την μονή (18).
Αυτή η καταστροφή της μονής δεν ήταν ολοκληρωτική ή τουλάχιστον είχαν γίνει οι απαραίτητες επισκευές, γιατί ο μοναχισμός αναβίωσε και πάλι. Βλέπουμε μάλιστα κάποιον ηγούμενο της Χώρας Συμεών που πήρε μέρος στην Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο του 787 (19). Στην αρχή της δεύτερης εικονομαχικής περιόδου ο ηγούμενος της Χώρας, που το όνομά του μας είναι άγνωστο, υπέκυψε στην δημόσια πίεση όπως και οι περισσότεροι μοναχοί της πρωτεύουσας ακολουθώντας αυτό που έγραψε ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης στον Ευθύμιο Σάρδεων (20).
Το 813 έφθασαν από την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος Μιχαήλ ο Σύγκελλος και δύο μαθητές του, ο Θεόδωρος και ο Θεοφάνης, που έγιναν αργότερα γνωστοί ως Γραπτοί. Ο άγιος Μιχαήλ συζήτησε με τον αυτοκράτορα για την εικονομαχική έριδα. Για τον λόγο αυτόν ο Λέων Ε´ Αρμένιος (813-820) τους εγκατέστησε πρώτα στην Χώρα, που ήταν τόπος στάσης των μοναχών της Παλαιστίνης, και τους διέτρεφε με χρήματα του αυτοκρατορικού θησαυρού, όταν ο άγιος Μεθόδιος Α´ έγινε Πατριάρχης (842-846) (21). Μετά την νίκη των εικονόφιλων το 843, έκανε ηγούμενο της Χώρας τον άγιο Μιχαήλ τον Σύγκελλο. Το κτίριο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές κατά την διάρκεια της εικονομαχίας. Οι μοναχοί είχαν καταφύγει σε μια ιδιοκτησία της μονής που λεγόταν Καστόρεον. Ο Μιχαήλ τους επανέφερε στην Χώρα, ενώ πολύ σύντομα είχε υπό την καθοδήγησή του εκατό περίπου μοναχούς. Ο Θεοφάνης ο Γραπτός κοιμήθηκε στην Χώρα και τάφηκε εκεί στις 11 Οκτωβρίου του 845. Ο Μιχαήλ Σύγκελλος τάφηκε και αυτός εκεί στις 4 Ιανουαρίου του 846 (22).
Μετά από αυτήν την ημερομηνία ως την αρχή της βασιλείας του Αλεξίου Α´ του Μεγάλου Κομνηνού (1081-1118), δηλαδή μετά από δύο και πλέον αιώνες, δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για την μονή αυτήν. Ήταν γνωστή από ένα απόφθεγμα των αρχών του 11ου αιώνα. Κάποιος ιδιώτης έχοντας πουλήσει τα προϊόντα του στην μονή της Ελεούσας, τα οποία μάλιστα δεν του ανήκαν, τα δώρισε στην συνέχεια στην μονή της Χώρας παραιτούμενος υπέρ του εγγονού του. Η μονή της Ελεούσας ξαναπούλησε τα δικαιώματά της αλλά, αφού ο πωλητής δεν μπορούσε να την αποζημιώσει, η μονή της Χώρας αναγκάστηκε να δώσει στην μονή Ελεούσας το κομμάτι χρυσού που είχε δεχθεί, για να σιγουρέψει μια διατροφή στον εγγονό του (23).
Η μονή φαίνεται να υποβαθμιζόταν σιγά-σιγά σε σημείο να είναι σχεδόν κατεστραμμένη, όταν μία πριγκίπισσα θέλησε να βοηθήσει οικονομικά. Αυτή ήταν η Μαρία, η εγγονή του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ και ανιψιά της Ειρήνης, συζύγου του Ισαάκιου Α´ Κομνηνού (1057-1059). Παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ´ Δούκα (1067-1078), και υποστήριξε την υποψηφιότητά του στον θρόνο εναντίον μάλιστα του γαμπρού του Αλεξίου Κομνηνού. Ήταν αναμφίβολα στην αρχή της βασιλείας αυτού του τελευταίου που η πριγκίπισσα ανοικοδόμησε τον ναό πάνω σε καινούργια σχέδια, αφού ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά ερειπωμένος. Στην βασιλική αντικατέστησε τον εξωτερικό σταυρό στον θόλο (24). Αυτή αναμφίβολα αφιέρωσε τον ναό στον Χριστό, όπως άλλωστε πολλά άλλα ιερά που έκαναν οι Κομνηνοί (μονές Φιλανθρώπου, Παντεπόπτου, Παντοκράτορος κ.τ.λ.). Ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, γιος του Αλεξίου Α´, έκτισε έναν μεγαλοπρεπή τάφο στον νάρθηκα της μονής. Όταν θεμελίωσε στον Έβρο την μονή της Θεοτόκου Κοσμοσώτειρας, αυτός ο τάφος μεταφέρθηκε εκεί όπως και οι επιτάφιες στήλες και τα ταφικά κιγκλιδώματα των τάφων, άφησε όμως την επιτάφια στήλη που είχε κάνει για τον εαυτό του στα νιάτα του (25). Ο Πατριάρχης Κοσμάς Α´ Ιεροσολυμίτης (1075-1081), που παραιτήθηκε στην αρχή της βασιλείας του Αλεξίου Α´ Κομνηνού, τάφηκε στην μονή της Χώρας (26).
Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε η μονή αυτή κατά την διάρκεια της λατινοκρατίας. Δεν έχουμε καμιά απόδειξη ότι καταλήφθηκε από τον λατινικό κλήρο. Είναι πιθανόν ότι δεν είχε καταστραφεί, όταν οι ορθόδοξοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν εκεί μετά το 1261. Πάντως ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΑ´ Βέκκος (1275-1282) αποσύρθηκε εκεί στην αρχή της πατριαρχίας του (1275), όταν διαπίστωσε ότι ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος (1259-1282) δεν τον υπολόγιζε. Ο αυτοκράτορας αποφάσισε να παραμείνει ο Βέκκος εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, ώσπου να μπορέσει να διαπραγματευτεί μαζί του με καλύτερες συνθήκες (27). Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α´ (1289-1293 και 1304-1310) φαίνεται ότι είχε πολύ στενές σχέσεις με την μονή αυτήν. Ο Βίος του τον θέλει να παίρνει μέρος στην « συνήθη λιτανεία » (28), για την οποίαν όμως δεν υπάρχει καμιά πληροφορία πουθενά. Κατά την διάρκεια της μιας από τις δύο πατριαρχίες του ο Αθανάσιος έγραψε ένα γράμμα, με το οποίο ζητούσε την δημιουργία επισκοπής με έδρα την μονή της Χώρας, ώσπου να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν στις σχέσεις με τους Λατίνους, τους Αρμενίους κ.α. (29).
Στην αρχή του 14ου αιώνα η μονή χρειαζόταν ξανά αναστήλωση. Ο μελλοντικός μέγας λογοθέτης Θεόδωρος Μετοχίτης, που κατοικούσε κοντά στην μονή, συνέβαλε τα μέγιστα στην αναστήλωση. Ανοικοδόμησε πλήρως την εκκλησία εκτός από το κεντρικό τμήμα της, το οποίο παρέμεινε όπως το είχε κτίσει η Μαρία Δούκαινα. Οι εργασίες άρχισαν ίσως το 1303 και τελείωσαν λίγο μετά το 1321. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης ήθελε πολύ να μετέχει σε μοναστηριακές αγρυπνίες. Πρέπει να κατείχε ένα διαμέρισμα ή τουλάχιστον ένα κελί στην μονή, όπου δέχθηκε τον δάσκαλο των παιδιών του Νικηφόρο Γρηγορά. Όταν επέστρεψε από την εξορία, βρήκε την κατοικία του κατεστραμμένη και αποσύρθηκε στην μονή της Χώρας, όπου και έγινε μοναχός. Πέθανε εκεί στις 13 Μαρτίου του 1332 (30). Ένας σύγχρονος του Θεόδωρου Μετοχίτη και φίλος του, ο Μιχαήλ Τορνίκης, που η μητέρα του ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β´ Παλαιολόγου (1282-1328), ενήργησε ώστε να ταφεί μέσα στο παρεκκλήσιο. Σώζεται μάλιστα εκεί και το επιτηδευμένο επιτάφιο επίγραμμα (31).
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός έφερε από το ’γιον Όρος μοναχούς που θα επηρέαζαν τις συζητήσεις που είχε με την αυτοκράτειρα ’ννα της Σαβοΐας, αλλά ο Πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ´ Καλέκας (1334-1347), που ήταν αντίθετος στον αυτοκράτορα, φυλάκισε τους Αθωνίτες. Για τον λόγο αυτόν ο όσιος Σάββας ο Βατοπαιδινός φυλακίστηκε και αυτός στην μονή της Χώρας (32). Ο Νικηφόρος Γρηγοράς που ήταν αποφασιστικός αντίπαλος του αυτοκράτορα και του πατριάρχη στην ησυχαστική έριδα αποσύρθηκε στην μονή αυτήν. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός απαγόρευσε στους μοναχούς να αφήσουν οποιονδήποτε ήθελε να τον επισκεφθεί (33). Ελευθερώθηκε, όταν παραιτήθηκε ο αυτοκράτορας το 1354.
Μετά από αυτήν την εποχή δεν γίνεται κανένας λόγος για την μονή. Παρόλα αυτά γνωρίζουμε ότι το 1371 ο ηγούμενος ήταν κάποιος Μελχισεδέκ (34). Ο Γαβριήλ, μελλοντικός επίσκοπος Χαλκηδόνος και μετά Θεσσαλονίκης, ήταν ηγούμενος της μονής το 1387 με την υποχρέωση να επιβλέπει την τήρηση της κανονικής τάξης στις άλλες μονές (35). Επί πατριάρχη Αντωνίου Δ´ (1389-1390 και 1391-1397) ο ιερομόναχος της Χώρας Κορνήλιος ήταν πρωταγωνιστής ενός εκκλησιαστικού γεγονότος (36). Κανένας Ρώσος δεν αναφέρει ούτε μια λέξη για την μονή, ενώ μιλούν από μόνοι τους και μάλιστα εκτενώς για την μονή του Προδρόμου της Πέτρας που τότε άκμαζε. Αυτή η αρχειακή σιωπή οδήγησε μερικούς να ταυτίσουν την μονή της Χώρας με την διπλανή μονή του Χριστού Φιλανθρώπου (37).
Η θέση της μονής κοντά στην πύλη της Αδριανούπολης την κατέστησε πρώτο θύμα των Γενίτσαρων στις 29 Μαΐου του 1453. Λεηλάτησαν ολοκληρωτικά τον ναό και την μονή, αφαίρεσαν τους πολύτιμους λίθους που κάλυπταν το πλαίσιο της εικόνας της Θεοτόκου Οδηγήτριας και την περιέφεραν με ατιμωτικό τρόπο μέσα στην Πόλη πριν την κάψουν (38). Ο μέγας βεζύρης του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β´ Αλή Ατίκ Πασάς (1495-1511) μετέτρεψε τον ναό σε τζαμί. Επικάλυψε τα ψηφιδωτά με κονίαμα. Ο P. Gylles, που επισκέφθηκε την μονή σαράντα χρόνια αργότερα, δεν τα αναφέρει καθόλου, ενώ δηλώνει τον θαυμασμό του για την ομορφιά των μαρμάρων που κοσμούσαν το εσωτερικό του ναού (39). Μερικοί άλλοι επισκέφθηκαν την μονή, αλλά οι πληροφορίες που μας δίνουν είναι ελάχιστες σε βαθμό ώστε να θεωρείται άγνωστη. Η αδιαφορία ήταν εμπόδιο για το ενδιαφέρον για την μονή. Οι πυρκαγιές και οι σεισμοί της προξένησαν εκτεταμένες ζημιές. Ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, ο Πελοπίδας Κούππας, ανακίνησε το ενδιαφέρον για την μονή και έτσι η τουρκική κυβέρνηση έκανε κάποιες αναστηλώσεις. Τα ψηφιδωτά καθαρίστηκαν και επανατοποθετήθηκαν το 1876. Το 1929 η παγωνιά βοήθησε να εμφανιστεί το τελευταίο ψηφιδωτό, αυτό της Κοίμησης της Θεοτόκου πάνω από την πύλη εισόδου στο εσωτερικό του ναού. Νέες εργασίες αναστήλωσης άρχισαν το 1948 και τελείωσαν το 1960.
Λείψανα και εορτές. Η μονή της Χώρας κατείχε τα λείψανα του αγίου Βαβύλα και των μαθητών του, που μαρτύρησαν στην Νικομήδεια. Βρίσκονταν στην Καταφυγή του παρεκκλησίου του 9 ου αιώνα, που ήταν αφιερωμένο στον ’γιο ’νθιμο (40). Τιμώνταν στις 4 Σεπτεμβρίου. Το συναξάριο της Κωνσταντινούπολης αναφέρει ότι την ίδια ημέρα στην μονή της Χώρας τελούνταν η εορτή του αγίου Βαβύλα Αντιοχείας (41), αλλά ο κωδ. Paris. gr. 1594 του 12 ου αιώνα εξειδικεύει λέγοντας ότι το λείψανό του βρισκόταν στο εξής στην μονή του Στουδίου (42). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι πιθανό να υπάρχει κάποια σύγχυση μεταξύ των δύο συνώνυμων αγίων Βαβύλα. Επιπλέον φαίνεται λιγότερο αληθοφανές ότι το λείψανο του αγίου Βαβύλα Αντιοχείας της Μεγάλης που μαρτύρησε στην πόλη του, να είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Η μονή της Χώρας κατείχε το λείψανο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Γερμανού Α´ (715-730). Ήταν μαζί με το λείψανο του αγίου Θεοφάνη του Γραπτού στο παρεκκλήσι των Τεσσαράκοντα μαρτύρων των εν Σεβαστεία (43). Το συναξάριο αναφέρει ότι η σύναξη του αγίου Γερμανού τελούνταν στην Αγία Σοφία στις 12 Μαΐου. Τελούνταν βέβαια και στην μονή αυτήν λόγω των λειψάνων του. Το ίδιο ισχύει και για τον άγιο και Ομολογητή Θεοφάνη Σαββαΐτη και ποιητή, αρχιεπίσκοπο Νικαίας, του οποίου η μνήμη τελούνταν στις 11 ή 12 Οκτωβρίου χωρίς να σημειώνεται ο χώρος εορτής.
Στις 2 Ιανουαρίου ήταν η σύναξη του αγίου Κοσμά Α´ Ιεροσολυμίτη (1075-1081), παραιτηθέντος το 1081 Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου το λείψανο ήταν στην μονή της Χώρας (44), στις 4 του ίδιου μήνα τελούνταν η εορτή του « αγίου Μιχαήλ του Συγκέλλου της αγίας Χριστού του Θεού ημών πόλεως του Ομολογητού και πρώτου ηγουμένου της μονής » μετά την δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας. Ορισμένα μάλιστα συναξάρια την τοποθετούν στις 18, άλλα στις 19 και άλλα στις 20 Δεκεμβρίου (45). Στις 8 Ιανουαρίου ήταν η μνήμη του « εν αγίοις πατρός ημών και αρχιεπισκόπου γενομένου της βασιλίδος πόλεως » Κύρου (706-712), του οποίου η σύναξη τελούνταν στην μονή της Χώρας και στην Μεγάλη Εκκλησία την επόμενη Κυριακή. Το λείψανό του τοποθετήθηκε στην μονή από τον Ιουστινιανό Β´ Ρινότμητο το 711 (46).
Δεν γνωρίζουμε την τύχη αυτών των λειψάνων εκτός από του αγίου Γερμανού, που μεταφέρθηκε κατά την διάρκεια της λατινοκρατίας και τοποθετήθηκε στον ναό του Bort ( Corrèze) (47).
Σημειώνουμε επίσης την « συνήθη λιτανεία », στην οποίαν συμμετείχε ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α´, όπως προαναφέρθηκε, Ακολουθία που δεν είναι γνωστή πουθενά αλλού.
Βιβλιοθήκη. Πρέπει να ήταν πολύ σημαντική, κυρίως κατά τον 14ο αιώνα, αφού ο μέγας λογοθέτης Θεόδωρος Μετοχίτης δώρισε στην μονή την δική του βιβλιοθήκη. Γνωρίζουμε μόνο τρία χειρόγραφα της μονής: το Vat. gr. 202 που γράφτηκε τον 13 ο αιώνα από τον Μάξιμο Πλανούδη, το Ambros. gr. 1005 του 14ου αιώνα και ένα τρίτο που χάθηκε, αλλά με βάση το οποίο γράφτηκαν οι κώδικες Vat. gr. 830 και Utrecht 36, που χρονολογούνται την 1 η Μαΐου του 1446 (48).
ΦΩΤΟ: brewminate.com
Τοποθεσία. Η ταύτιση της μονής της Χώρας με το Kariye Camii είναι αποδεκτή από όλους. Η λέξη Kariye είναι εξάλλου ίσως παραφθορά της λέξης Χώρα. Το τζαμί βρισκόταν στην άκρη των τειχών, στα βορειο-ανατολικά της Πύλης της Αδριανούπολης. Χρησιμοποιήθηκε ως βυζαντινό μουσείο αλλά του αρμόζει να είναι ναός. Τα σημερινά κτίρια που βρίσκονται γύρω από την μονή αποκρύπτουν τα υπολείμματά της που είναι δύσκολο να ταυτοποιήσουμε. Για την παλαιά εκκλησία ακολουθεί περιληπτικό σχέδιο και περιγραφή. Όλες τις σχετικές πληροφορίες τις βρίσκουμε στα εξειδικευμένα βιβλία και τους τουριστικούς οδηγούς.
Το κτίριο. Είχε πολύ ακανόνιστο σχήμα. Στο κέντρο ένας θόλος στηριζόταν πάνω σε τετράγωνο χώρο, χωρίς κάτω πλαϊνά, και τελείωνε προς τα ανατολικά με μια αψίδα. Οι δύο μικρές αψίδες που πλαισίωναν το κτίριο κανονικά μετατράπηκαν σε παρεκκλήσια μικρών διαστάσεων που έπαιζαν τον ρόλο της Πρόθεσης και του Διακονικού. Της εκκλησίας προηγούνταν δύο νάρθηκες, ενώ ο εσωνάρθηκας συνέχιζε προς τα δεξιά και τελείωνε σε ένα παρεκκλήσι ενωμένο με την εκκλησία. Ο εξωνάρθηκας ήταν καλυμμένος από μικρούς υποστηριζόμενους κώνους, ενώ ο εσωνάρθηκας στεφανωνόταν από δύο ανάγλυφους θόλους και είχε δύο μεσοδομές. Το παρεκκλήσι τελείωνε στα ανατολικά με μια αψίδα. Έφερε θόλο. Ο κυρίως ναός και το αριστερό μισό του εσωνάρθηκα είναι τα αρχαιότερα τμήματα. Τα υπόλοιπα προστέθηκαν αργότερα, ίσως μόλις στις αρχές του 14 ου αιώνα μετά την αναστήλωση του Θεόδωρου Μετοχίτη. Ο εσωνάρθηκας και η εκκλησία είναι διακοσμημένα μέχρι τους θόλους με γκρίζα μάρμαρα που τέμνονται από λωρίδες πράσινου μαρμάρου ή κόκκινου ή πράσινου πάνω σε κόκκινο φόντο. Τα ανάγλυφα του ναού είναι το ίδιο όμορφα με εκείνα του νάρθηκα και του παρεκκλησίου.
Εκείνο όμως που δίνει ιδιαίτερη ομορφιά στο μνημείο είναι τα ψηφιδωτά. Παρόλο που φθάρθηκαν από τον χρόνο συνθέτουν ένα σύνολο που είναι το πιο εντυπωσιακό της βυζαντινής τέχνης. Τα πιο σημαντικά ψηφιδωτά συνθέτουν δύο διαφορετικούς κύκλους. Στον εξωνάρθηκα και στην νότια πλευρά του εσωνάρθηκα υπάρχουν σκηνές από την ζωή του Χριστού, που ξεκινούν από την Γέννηση και φθάνουν ως την είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Στον νότιο θόλο του εσωνάρθηκα ξεχωρίζει η σύνθεση με τον Χριστό Παντοκράτορα περιστοιχισμένο από 39 μετάλλια με τους προγόνους του. Ο άλλος κύκλος συμπληρώνει τις τρεις βορεινές μεσοδομές του εσωνάρθηκα και αναπαριστά με βάση τα απόκρυφα Ευαγγέλια τον βίο της Θεοτόκου, της οποίας η εντός κύκλου μορφή βρίσκεται στο μέσο του βορεινού θόλου και περιστοιχίζεται από 16 προγόνους του Χριστού, από τον Δαβίδ ως τον Σαλαθιήλ και 12 προφήτες. Οι δύο κύκλοι βρίσκονται εντός μεγαλύτερου ψηφιδωτού παραλληλόγραμμου που προεκτείνεται πάνω από τα μάρμαρα επένδυσης, μέσα στην νότια μεσοδομή του εσωνάρθηκα. Εκεί βλέπουμε σε μεγάλη κλίμακα τον Χριστό και την Παναγία γονατιστή. Στα αριστερά και στα δεξιά της εισόδου του κυρίως ναού οι απόστολοι άγιος Πέτρος και άγιος Παύλος φαίνονται ως οι υπερασπιστές του ναού.
ΦΩΤΟ: brewminate.com
Πάνω στο τύμπανο της θύρας μία σκηνή παρουσιάζει τον αναστηλωτή του μνημείου Θεόδωρο Μετοχίτη να προσφέρει τον ναό στον Χριστό. Κάτω από τις ευαγγελικές σκηνές και σε διάφορες πλευρές του εξωνάρθηκα ιστορούνται πάνω από 20 ’γιοι. Τέλος, μέσα στον κυρίως ναό και κάτω από την θύρα της εισόδου μία μεγάλη σκηνή, που ανακαλύφθηκε μόλις το 1929, παριστάνει την Κοίμηση της Θεοτόκου. Τα περισσότερα ψηφιδωτά χρονολογούνται στις αρχές του 14 ου αιώνα, άλλα είναι παλαιότερα και ανάγονται ως τον 11 ο αιώνα, όχι όμως τον 6 ο αιώνα όπως υποστηρίζουν μερικοί ιστορικοί. Το 1948 το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο επιχείρησε να καθαρίσει όλα τα ψηφιδωτά, εργασία που κράτησε 12 χρόνια.
Το δεξιό παρεκκλήσι είναι διακοσμημένο με σαράντα περίπου αγιογραφίες που είναι από παλιά κατεστραμμένες λόγω υγρασίας. Ιστορούν κυρίως αγίους αλλά και σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, τον κύκλο της γενικής Ανάστασης, την Κρίση κ.τ.λ. Στον νότιο τοίχο διαβάζουμε κάτω από έναν ανάγλυφο δίσκο άριστης τεχνοτροπίας το μεγαλόπρεπο επιτάφιο επίγραμμα του μεγάλου Δούκα Μιχαήλ Τορνίκη (14 ος αιώνας). Στους τοίχους υπάρχουν και άλλοι τάφοι. Βρίσκουμε μάλιστα απομεινάρια παλαιών αγιογραφιών. Διάφορα άλλα διακοσμητικά στοιχεία αναστηλώθηκαν, τα μάρμαρα καθαρίστηκαν και γυαλίστηκαν. Οι αναγκαίες αναστηλωτικές εργασίες του παρεκκλησίου περιγράφτηκαν από τέσσερις διαδοχικές αναφορές του Paul A. Underwood. Το 1957 και το 1958 το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο ανέλαβε την μελέτη του μνημείου από αρχιτεκτονικής άποψης, για να κατανοηθεί η εξέλιξη στο πέρασμα των αιώνων. Ο David Oates κατέγραψε τα αποτελέσματα.
Ο Paul A. Underwood συνόψισε όλα τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών και των αναστηλώσεων μέσα στο νέο τρίτομο έργο του με τίτλο The Kahriye Djami, Pantheon Books, 1966. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει μια ιστορική εισαγωγή του κτιρίου, την περιγραφή του και τις επακόλουθες μετατροπές του, όπως επίσης και τα ψηφιδωτά με τις αγιογραφίες. Δύο τόμοι είναι αφιερωμένοι ο ένας στα ψηφιδωτά και ο άλλος στις αγιογραφίες. Το συνολικό έργο είναι ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και με εξαιρετική έκδοση.
Βιβλιογραφία: Μία ολοκληρωμένη μελέτη για την μονή της Χώρας δημοσιεύτηκε στα ρωσικά από τον Th. I. Schmitt με τον τίτλο Kahrie – Djami, BIRC 1906, 10-306 σελίδες και μία συλλογή από 92 σχέδια. Βλ. επίσης: Du Cange, 4, 15, νουμ. 3. J.P. Richter, σ. 195-197. Α.Γ. Πασπάτη, Βυζαντιναί μελέται, σ. 326-332. Al. Van Millingen, Byzantine Churches in Constantinople, σ. 288-331. A.-M. Schneider, Byzanz, σ. 57-58. Ο H.E. del Medico προσπάθησε να ταυτοποιήσει την μονή της Χώρας με την μονή του Χριστού Φιλανθρώπου, Essai sur Kahrié- Djami au début du XII siècle, 32, 1932, σ. 16-48. Σχετικά με την Κοίμηση που ανακαλύφθηκε το 1929 βλ. J. Ebersolt, στο Revue de lArt, 55, 1929, σ. 83-86/ 56, 1930, σ. 153-166. H.E. del Medico, La mosaïque de la Koimesis à Kahrié-Djami, Byzantion, 7, 1932, σ. 123-141. La Koimesis de Kahrié-Djami ( προσπάθεια χρονολόγησης ), Revue Archéologique, 37, 1933, σ. 58-92. Π. Σιδερίδη, Το νέον ψηφιδωτόν του Καχριέ Τζαμί η Κοίμησις της Θεοτόκου, Γρηγόριος ο Παλαμάς, 13, 1929, σ. 358-360. Γενναδίου Ιεραπόλεως, Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος περί της ονομασίας της μονής της Χώρας, Ορθοδοξία, 22, 1947, σ. 278. Paul A. Underwood, Dumbarton Oaks Papers, 9-10 (1955-1956), σ. 253-258· 2 (1957), σ. 173-220· 12 (1958) σ. 237-265, 269-287, 57 φωτογραφίες · 13 (1959), σ. 127-210, σ. 215-228, 33 φωτογραφίες. David Oates, Dumbarton Oaks Papers, 14 (1960), σ. 223-231. J. Lafontaine, Byzantion, 29-30, 1960, σ. 350-354. R. Janin, REB, 21, 1963, σ. 263-266.
Υποσημειώσεις
(1) Bonn 3, PG 154, 185 C.
(2) Bonn, 36. PG 156, 655 B.
(3) Σχετικά με την έννοια της λέξης « Χώρα»βλ. τις δύο αντίθετες απόψεις του Δωροθέου Λαοδικείας, « Καριέ Τζαμί (η μονή της Χώρας). Πόθεν η επωνυμία;» Ορθοδοξία 5, 1930, σ. 484-486, 585-595, και του Γενναδίου Ιεραπόλεως «Η ονομασία της Μονής της Χώρας», όπ. π. σ. 575-584.
(4) Μ. Γεδεών, στο ΕΦΣ, 24-26, συμπλ. Σ. 19-23, ΒΗ, σ. 227-231. Ch. Loparev, De Sancto Theodoro (504- 509) monacho hegoumenoque Chorensi, Saint – Petesburg 1903,σ. 1- 16, Th. I. Schmidt, Kahrie Djamisi (στα ρωσικά), BIRC, 11, 1906, σ.11- 18, 27- 29.
(5) 3 η έκδοση, 1960, σ. 274.
(6) Όπ. π. σ. 21.
(7) Μηναία, Σεπτέμβριος, Βενετία 1808, σ. 25.
(8) Sanctis Michelis Syncelli, Th. I. Schmidt, όπ. π. 257. BH, σ. 241.
(9) Syn. CP, 12, 1, 6.
(10) Bonn 3, σ. 459. PG 148, 653C.
(11) Th. Preger, 3, 273. PG 157, 604B. Byz. Ven., 21, 48 BC.
(12) Νικηφόρου, Επιτομή, έκδ. C. de Boor, 30. PG 100, 884A. Κεδρηνού, Bonn, 1, σ. 713.
(13) PG 157, 604, n. 39.
(14) Θεοφάνους 1, 375.
(15)Vita Sanctissimum martyrum Constantinopolitarum, Acta S.S., 2 Αυγούστου 441 Β. Πρβλ. Mansi 12, 269 B. Θεοφάνους, 1, σ. 409.
(16) Syn. CP., 677, 1, 55. 680, 1, 3.
(17) Θεοφάνους, 1, 420.
(18) Th. I. Schmidt, όπ. π. σ. 251, BH, 239.
(19) Mansi 12, 1111D, 13, 152A.
(20) Mai,Nova Patrorum bi bliotheca 8, 1, σ. 34.
(21) Vita Sanctis Michelis Syncelli, Th. I. Schmidt, όπ. π., σ. 234. ΒΗ, σ. 234.
(22) Th. I. Schmidt, όπ. π. 253, 254, ΒΗ, 240. 242.
(23) Πείρα, 15, 15. Zacharia von Lingenthal, Jus graeco- romanum 1, σ. 48
(24) Γρηγορά 9, 13. Bonn 1, 459. PG 148, 653 C.
(25) L. Petit, « Typicon du monastère de la Kosmosotira», BIRC 13, 1908, σ. 63.
(26) Syn. CP., 366, 1, 55. ΒΗ, 48.
(27) Παχυμέρη, 5, 24, 25. Bonn 1, σ. 407- 408.
(28) Α. Παπαδόπουλου – Κεραμέως, Jitie dvukh usel. Patriarchov XIV u suv. Afanasie I I Isidora I, Saint-Petersburg, 1905, 44.
(29) PG 142, 513 A.
(30) Γρηγορά 8, 5. 9, 13. 10, 2. Bonn 3, σ. 303, 459, 474.
(31) Καντακουζηνού 1, 11. Β onn 1, 54.
(32) Όπ. π. Β onn 2, σ. 213.
(33) Όπ. π. 4, 24. Β onn 3, σ. 172.
(34) Sib. 4, 135, σ. 267 (19).
(35) Αθηνά 56 (1952), σ. 205. Πρβλ. Ελληνικά 13, 1954, σ. 244.
(36) ΜΜ 2, σ. 383.
(37) «Essaie sur Kahrié Djami au début du XIIe siècle», BZ 32, 1932, σ. 16- 48.
(38) Δούκα, Bonn, 288.
(39) TC 4, 4, 201.
(40) Vita Sanctis Michelis Syncelli, Th. I. Schmidt, όπ. π., σ.257. ΒΗ, σ. 241.
(41) Syn. CP., 12, 1, 15-16.
(42) Όπ. π. 12, 1. 44-45.
(43) Vita Sanctis Michelis Syncelli, Th. I. Schmidt, όπ. π., σ. 253, ΒΗ, σ. 240-241.
(44) Syn. CP., 356, 1, 56. ΒΗ, σ. 48.
(45) Syn. CP., 324, 1. 1. 29, 328. 1, 49, 329. 1.38, 39, 44. ΒΗ, σ. 48.
(46) Syn. CP., 376, 1, 29-30. ΒΗ, 54. Typikon, 1, σ. 190.
(47) Riant 2, 6-8.
(48) Otto Volk, Die Byzantinischen Klosterbibliotheken von Konstantinopel,