Το ιδιόμελο της Κασσιανής στον Ι.Ν. Πέτρου& Παύλου & Αγίου Αρτεμίου στην Λεμεσό
Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης ( Όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης) ψάλλεται στις εκκλησίες στο τέλος της Ακολουθίας το δοξαστικό των αποστίχων, το γνωστό ιδιόμελο τροπάριο της ευσεβούς και λογίας ποιητρίας του Βυζαντίου, Κασσιανής μονμαχής. Από το έργο της έχουν διασωθεί περίπου 50 ύμνοι και 23 από αυτούς περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ακριβής αριθμός τους είναι εξαιρετικά δυσχερές να προσδιοριστεί καθώς διαφορετικά χειρόγραφα πολλές φορές αποδίδουν τον ίδιο ύμνο σε διαφορετικά πρόσωπα, ενώ συχνά δεν διασώζεται το όνομα του υμνογράφου.
Χθες βράδυ (30.4.2024) στον Ι.Ν. Πέτρου& Παύλου & Αγίου Αρτεμίου, στην Λεμεσό, το τροπάριο της Κασσιανής εψάλη από τον εφημέριο του Ναού, διευθυντή της Σχολής Εκκλησιαστικής και Παραδοσιακής Μουσικής της Μητρόπολης Λεμεσού, πρωτοπρεσβύτερο Νικόλαο Λυμπουρίδη και τους ιεροψάλτες Δημήτρη Παπαϊωάννου και Νικόλα Κυριάκου. Το μέλος, σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, ήταν του πρωτοψάλτη του Καθεδρικού Ναού Αγίας Νάπας Λεμεσού, Νίκου Παπασάββα.
Το Ιδιόμελον
“Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γυνή, την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι, προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι, υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ· κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει· καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις, ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος”.
Απόδοση στην νεοελληνική από τον Μικρασιάτη λογοτέχνη και αγιογράφο Φώτη Κόντογλου(1895-1965)
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.