Η ιστορική και η εκκλησιαστική πλευρά της Ουκρανορωσικής τραγωδίας.
Του Νίκου Φραγκάκη*
Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται ότι η σημερινη τραγωδία των Ουκρανορωσικών σχέσεων εξηγείται από το άθλιο σοβιετικό παρελθόν και την απροθυμία της σύγχρονης Ουκρανίας να συμμετάσχει στην αναβίωση της ΕΣΣΔ.
Η άρνηση, όμως, της Ουκρανίας να αποδεχτεί την “ρωσική αυτοκρατορική υπόσταση” δεν βασίζεται σε πολιτικούς λόγους.
Υπάρχει μια άλλη διάσταση που αφορά στην αιματηρή σύγκρουση:
Είναι πολύ δύσκολο για την “ρωσική συνείδηση” να συμβιβαστεί και να αποδεχτεί την πολιτισμική κυριαρχία της Ουκρανίας και της πρωτεύουσας της, του Κιέβου, δηλαδή της πόλης απ’ όπου «γεννήθηκαν τα ρωσικά εδάφη».
Το Κίεβο για την “ρωσική συνείδηση” είναι ένα σημείο αναφοράς της πολιτιστικής και κρατικής οντότητας της “Ρωσικής Αυτοκρατορίας”. Εδώ έγινε η βάπτιση των Ρως. Εδώ βρισκόταν η πρωτεύουσα των πρώτων χριστιανών ηγεμόνων των ανατολικών σλαβικών εδαφών: Άσκολντ, Όλγα, Βολοντίμιρ, Γιαροσλάβ κλπ. Από εδώ προήλθαν οι ιεραπόστολοι και οι παιδαγωγοί που φώτισαν την υπόλοιπη Ρωσία με το φως της αλήθειας του Χριστού. Τα κυριότερα Ιερά και Όσια των αρχαίων Ρως βρίσκονται εδώ – η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου και ένα σωρό άλλα.
Το Κίεβο είναι έδαφος Ιερό αλλά ταυτόχρονα και “ενοχλητικό” για την “ρωσική υπόσταση”. Είναι εξαιρετικά αγαπητό, σε ότι αφορά την ρωσική κοσμοθεωρία ως σύμβολο του πρώτου «εισαγωγικού» κεφαλαίου στην ιστορία του ρωσικού κράτους. Αλλά ταυτόχρονα, στα μάτια ενός υποστηρικτή της “μεγάλης Ρωσίας”, το Κίεβο είναι μια ιστορική παρεξήγηση και ένα ενοχλητικό “πρόβλημα”. Η αρχαία πρωτεύουσα των Ρως (το Κίεβο) θα έπρεπε να έχει εξαφανιστεί. Αλλά συνεχίζει την ιστορική του πορεία, και το γεγονός της σημερινής του ύπαρξης έρχεται σε αντίθεση με το παραδοσιακό νόημα της ρωσικής ιστορίας. Η αρχαία πρωτεύουσα των “Ρως του Κιέβου” πρέπει να “πεθάνει” και να «αναστηθεί» από αυτήν το κράτος των “Ρως της Μοσχοβίας”.
«Η Κωνσταντινούπολη πρέπει να γίνει δική μας», είχε γράψει ο Ντοστογιέφσκι, που είχε καταλάβει τον μελλοντικό παγκόσμιο ρόλο της Μοσχοβίας. Αλλά, τότε, τι θα μπορούσε να πει κανείς για το Κίεβο; Πώς μπορεί η ρωσική “αυτοκρατορική ιδέα” να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η αρχαία πρωτεύουσα των Ρως είναι, σήμερα, η πρωτεύουσα ενός άλλου κυρίαρχου κράτους;
Η αναγνώριση ενός ολοκληρωμένου Ουκρανικού πολιτισμού και ενός Ουκρανικού κυρίαρχου κράτους για την Ρωσία σημαίνει ότι ο λαός της Ουκρανίας έχει δικαιώματα στην “Κληρονομιά του Κιέβου”.
Αλλά τότε ποια μπορεί να είναι η βάση για την σύγχρονη ρωσική ταυτότητα; Μερική συμμετοχή στην “Κληρονομιά του Κιέβου”, που θα πρέπει να «μοιραστεί» με δύο ή και τρεις ακόμη λαούς; Ή μήπως να αποδεχτεί, τελικά, την ταυτότητα της ιδεολογίας του ευρασιατισμού, που είχε διατυπωθεί στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 του περασμένου αιώνα;
Τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία ισχυρίζονται ότι τα εθνικά τους ιστορικά αφηγήματα έχουν «ρίζες» στο “Κίεβο των Ρως”. Η Ουκρανία, όμως, είναι ο άμεσος κληρονόμος του “Κιέβου των Ρως” λόγω του παράγοντα «εδάφους». Η γη και τα ιερά του Κιέβου δεν εξαφανίστηκαν. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στην Ουκρανική γη, και όσο κι αν προσπαθήσουν οι Ουκρανοί να «ξεχάσουν» ότι κατάγονται από το “Κίεβο των Ρως”, σε κάθε Ουκρανό, αλλά και σε κάθε ξένο επισκέπτη, θα το θυμίζει, συνεχώς, ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας και τα λείψανα των αγίων που αναπαύονται στις Σπηλιές της Λαύρας του Κιέβου.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ρωσία, σε σχέση με την “κληρονομιά του Κιέβου”, είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Ο παράγοντας “έδαφος” για αυτούς μάλλον κλίνει προς την ιδέα της Ευρασίας. Αλλά, “η κάποια”, προσκόλληση στην Ορθόδοξη παράδοση δεν επιτρέπει στη Ρωσία να ξεχάσει το Κίεβο, από όπου οι λαοί της, μαζί με άλλες εθνοτικές ομάδες του “Κιέβου των Ρως”, έλαβαν το Άγιο Βάπτισμα.
«Υπήρξαν πολλές οδυνηρές αποκλίσεις στη ζωή της Ρωσίας», έγραψε ο ρώσος Γκεόργκι Φεντότοφ.
— Στη Μόσχα ξεφύγαμε από την Καθολική ζωή με περηφάνεια. Στην Αγία Πετρούπολη αποφύγαμε να διαλυθούμε από τον λατινικό, στη ρίζα του, πολιτισμό. Τώρα δείχνουμε προς την Ασία και κηρύττουμε μίσος για το λατινισμό» (βιβλίο:«Τρεις πρωτεύουσες»).
Πόσο σύγχρονες φαίνονται οι παραπάνω λέξεις, αν και γράφτηκαν σχεδόν πριν από έναν αιώνα, το 1926. Και πόσο παράδοξα ακούγονται σήμερα για την “ρωσική ιδέα” τα ακόλουθα λόγια του στοχαστή: «Ο αληθινός δρόμος δόθηκε στο Κίεβο: ούτε ο Λατινισμός, ούτε ο Βασουρμανισμός (πρόκειται για τον μουσουλμανισμό ή οποιαδήποτε άλλη θρησκεία εκτός του χριστιανισμού), αλλά ο Ελληνισμός».
Η ερώτηση όμως που προκύπτει είναι εάν η υπεριδεολογική αξία, του Κιέβου μπορεί να συνυπάρξει οργανικά στο πλαίσιο της ορθόδοξης κοσμοθεωρίας;
Κάτι που διατυπώθηκε σε διαφορετικούς αιώνες και από διαφορετικούς συγγραφείς. Το κύριο πράγμα για την εκκλησιαστική συνείδηση είναι η κατανόησή της, η οποία αποκτήθηκε από τα αρχαία χρόνια – την εποχή του Αγίου Ιλαρίωνα και του ιερού αρχαίου Ουκρανού πρίγκιπα, του Γιαροσλάβ του Σοφού.
Στην πνευματική του διαθήκη, ο Μακαριστός Μητροπολίτης Βλαδίμηρος εφιστά την προσοχή στη σύνδεση της «ιδέας του Κιέβου» με τη γνωστή ιστοριοφιλοσοφική φόρμουλα ως “Νέας Ιερουσαλήμ”:
«Γνωρίζοντας την θέση του “Κιέβου των Ρως” στην παγκόσμια ιστορία, οι αρχαίοι συγγραφείς την ταύτιζαν συμβολικά με την κύρια πόλη του κράτους του Κίεβου, που χτίστηκε την εποχή του Γιαροσλάβ του Σοφού στα πρότυπα της Ιερουσαλήμ. Έτσι προέκυψε η «ιδέα του Κιέβου», η οποία προσπάθησε να προσδιορίσει την θέση της Ρωσίας και της Ουκρανίας στην παγκόσμια ιστορία μέσω της αντίληψης του αρχαίου Κιέβου ως «Νέας Ιερουσαλήμ».
Η χριστιανική σκέψη του Μεσαίωνα αντιμετώπιζε την Ιερουσαλήμ με ιδιαίτερη ευσέβεια. Η πόλη του Ιησού Χριστού ήταν αντιληπτή ως το ιερό κέντρο της Γης. Εδώ αναφέρονται τα λόγια του Θεού, τα οποία παραθέτει ο προφήτης Ιεζεκιήλ: «Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός: αυτή είναι η Ιερουσαλήμ! Την έβαλα ανάμεσα στα έθνη και την γη γύρω της» (Ιεζεκιήλ 5:5). Η ίδια άποψη της Ιερουσαλήμ ως κέντρου της Γης επιβεβαιώθηκε αργότερα τόσο από χριστιανούς πνευματικούς συγγραφείς όσο και από συμβολικούς χάρτες του Μεσαίωνα, όπου η ιερή πόλη απεικονιζόταν στο κέντρο της Γης.
«Από εδώ, και με την δύναμη και την βοήθεια των Αγγέλων, ο σωτήριος Λόγος έλαμψε στον κόσμο, όπως ο ήλιος», γράφει, για την Ιερουσαλήμ, ο αρχαίος εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας. Ως πόλη του Σωτήρα, η Ιερουσαλήμ θεωρήθηκε η «πόλη της σωτηρίας». Το 327, η μητέρα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, έκανε προσκύνημα εκεί. Έκτοτε, η Αγία Πόλη είναι τόπος ενός συνεχούς χριστιανικού προσκυνήματος, το οποίο έγινε μαζικό μετά την κατάκτησή της από τους Σταυροφόρους το 1099.
Αλλά το προσκύνημα δεν είναι ο μόνος τρόπος για να μπορείς να αγγίξεις τα αξιομνημόνευτα ευλογημένα μέρη της Αγίας γης. Έχοντας αναγνωρίσει ως κύριο Ιερό του χριστιανικού κόσμου την Ιερουσαλήμ, η χριστιανική συνείδηση έθεσε στον εαυτό της ένα άλλο καθήκον: να φέρει τον ιερό αυτόν τόπο πιο κοντά στον χώρο της πραγματικής και καθημερινής ζωής.
Έτσι προέκυψε η ιδέα της «μεταφοράς» της Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα σε άλλες χριστιανικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου και του Κιέβου. Ο σκοπός ενός τέτοιου ιερού έργου δεν ήταν να αντιγράψει, αλλά να αναδημιουργήσει την χωροταξική εικόνα της Ιερής πόλης. Να δημιουργήσει έναν ίδιο αρχιτεκτονικό κατάλογο της εικόνας της Ιερουσαλήμ.
Όταν οι ιδεολογικοί εμπνευστές της κατασκευής νέων χριστιανικών πρωτευουσών δημιουργούσαν αρχιτεκτονικές «εικόνες» της Ιερουσαλήμ ή άλλων ιερών πόλεων, βασίστηκαν στην κοινή θεολογική λογική της λατρείας των εικόνων. Όπου η αξία που υψώνεται σε μια νέα δημιουργία μιας εικόνας πηγαίνει πίσω στο πρωτότυπο.
«Το Κίεβο είναι η Νέα Ιερουσαλήμ». Αυτή η ιδέα προέρχεται από την εποχή του Γιαροσλάβ του Σοφού, όταν το Κίεβο χτίστηκε κατά το πρότυπο της Κωνσταντινούπολης και της Ιερουσαλήμ. «Στο κέντρο της Ιερουσαλήμ», έγραφε ο Μακαριστός Μητροπολίτης Βολοδίμηρ, «ήταν το κύριο ιερό της – ο ναός της Παλαιάς Διαθήκης (αργότερα, μετά την καταστροφή του από τους Ρωμαίους, ο Ναός του Παναγίου Τάφου θα γινόταν ένα τέτοιο ιερό). Η “Χρυσή Πύλη” του Κιέβου συνδέθηκε με αυτήν – η ίδια μέσω της οποίας εισήλθε ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ. Το ίδιο σημασιολογικό επίπεδο — ο κύριος ναός της πρωτεύουσας και η Χρυσή Πύλη — είναι χαρακτηριστικό του πολεοδομικού σχεδιασμού της Κωνσταντινούπολης και του Κιέβου» («Memory of New Jerusalem: Kyiv παράδοση», 2009).
Η ιδέα της «Νέας Ιερουσαλήμ» υιοθετήθηκε από αρχαίους Ουκρανούς συγγραφείς από το Βυζάντιο, όπου χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο πλαίσιο της πολιτικής θεολογίας: για να καταδειχθεί ότι η βυζαντινή μοναρχία ήταν ο ιστορικός διάδοχος του βασιλείου του Δαβίδ και του αρχαίου Ισραήλ. Εδώ όμως δεν έγινε τυφλή αντιγραφή, αλλά συνειδητή επιλογή. Όπως είναι γνωστό, η Κωνσταντινούπολη αυτοπροσδιορίστηκε χρησιμοποιώντας μια διπλή ιστοριοσοφική φόρμουλα: ως “Νέα Ρώμη” και “Νέα Ιερουσαλήμ”. Έτσι, οι αρχαίοι Ουκρανοί συγγραφείς μπορούσαν να επιλέξουν τρία μοντέλα συμβολικού αυτοπροσδιορισμού:
1. να ανακηρύξουν το Κίεβο ως «Νέα Ρώμη»·
2. να υιοθετήσουν το καθεστώς μιας «Νέας Ιερουσαλήμ»· ή
3. όπως η Κωνσταντινούπολη, να ανακηρύξουν την πρωτεύουσα της αρχαίας Ουκρανίας, ταυτόχρονα, και «Νέα Ρώμη» και «Νέα Ιερουσαλήμ».
Όπως, όμως, είναι γνωστό, είναι οι βάρβαροι που αγαπούν ιδιαίτερα τους πομπώδεις τίτλους. Προς τιμή, λοιπόν, των αρχαίων Ουκρανών συγγραφέων, το Κίεβο δεν ακολούθησε το βάρβαρο μονοπάτι και αρνήθηκε τον τίτλο του Κιέβου ως «Νέα Ρώμη» αλλά αυτό της “Νέας Ιερουσαλήμ”.
Ιερουσαλήμ, Κωνσταντινούπολη, Κίεβο. Πρόκειται για τα σύμβολα τριών ιστορικών εποχών. Είναι το έργο του Μητροπολίτη Ιλαρίωνα, το οποίο δεν είναι καρπός μιας στενής εθνικιστικής τάσης. Είναι όμως απαραίτητο να αποτίσουμε φόρο τιμής στο “ζωντανό” θρησκευτικό αίσθημα και στον υψηλό θεολογικό πολιτισμό του Αγίου Ιλαρίωνα ο οποίος αμφισβητεί τα αποκλειστικά δικαιώματα της Κωνσταντινούπολης στην παγκόσμια πολιτική και πνευματική κυριαρχία, με βάση την θεωρία της Καινής Διαθήκης η οποία αναφέρεται στον καθολικό αγιασμό ολόκληρου του ανθρώπινου γένους από τον Χριστό.
«Η Μόσχα είναι η Τρίτη Ρώμη», διακήρυξε ο Φιλόθεος, τρόφιμος του μοναστηριού Πσκοβ Ελεάζαρ, στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Το Κίεβο, όμως, του 11ου αιώνα έκανε μια διαφορετική επιλογή, προτιμώντας την ιστοριοφιλοσοφική φόρμουλα της Ιερουσαλήμ. Ποιος ήταν, όμως, ο λόγος για μια τέτοια επιλογή; Το Κίεβο της εποχής του Γιαροσλάβ του Σοφού ήταν πολιτικά πολύ πιο κοντά στο κρατικό μεγαλείο του Βυζαντίου από την Μόσχα του 16ου αιώνα.
*** Αυτή είναι, ιστορικά, η διαφορά μεταξύ των δύο τύπων ορθόδοξης νοοτροπίας: του Κιέβου και της Μοσχοβίας.
Η ιδέα της «Νέας Ρώμης» συνδέθηκε με την παράδοση της πολιτικής εξουσίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ενώ η ιδέα της «Νέας Ιερουσαλήμ» σχετίζεται με την θρησκευτική παράδοση και την ιδέα της Ιερής Ενωσης ανθρώπου και Θεού της λεγόμενης “Θέωσης του Ανθρώπου” η οποία για την μεσαιωνική ανθρώπινη συνείδηση συνδέθηκε με την βιβλική εικόνα της Ιερουσαλήμ. Η Μόσχα της εποχής του Γέροντος Φιλόθεου είχε φιλοδοξίες για την παγκόσμια ορθόδοξη κυριαρχία και επέλεξε την κατάλληλη ιστοριοφιλοσοφική φόρμουλα της “Τρίτης Ρώμης”. Και το Κίεβο, το οποίο τον 11ο αιώνα βίωνε ακόμη έντονα την νεότητα της χριστιανικής του πίστης, επέλεξε την προτεραιότητα του θρησκευτικού, εκκλησιαστικού ιδεώδους και ταυτίστηκε με την ιδέα της «Νέας Ιερουσαλήμ».***
Στην πραγματικότητα οι πολιτικοί και οι εκκλησιαστικοί ιεράρχες του Βυζαντίου έπρεπε συνεχώς να πολεμούν μεταξύ των αντιδραστικών αιρέσεων της ρωμαϊκής ζωής. Αρειανισμός, μονοφυσιτισμός, εικονομαχία – δύσκολα μπορεί να βρεθεί έστω και μια αίρεση που να μην προσπάθησε να απλώσει την επιρροή της στο Βυζάντιο, κρυμμένη πίσω από τα κρατικά συμφέροντα της Ρώμης. Περνώντας στην ιστορία της Ορθοδοξίας στην Ανατολική Ευρώπη, είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι η ιδέα της «Ιερουσαλήμ» ή της «Ρώμης» δεν ήταν μια τυχαία επιλογή. Η έννοια της «Τρίτης Ρώμης» οδήγησε στην εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής συνείδησης και στη μετατροπή της Εκκλησίας σε μέρος της κρατικής μηχανής κατά την εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Αλλά η πίστη στην ιδέα της «Νέας Ιερουσαλήμ» ενέπνευσε τον Ουκρανικό λαό να δημιουργήσει ένα ειδικό, πρότυπο εκκλησιαστικότητας, το οποίο ήταν χαρακτηριστικό της ζωής της “Μητρόπολης του Κιέβου” μέχρι το 1686.
«Νέα Ιερουσαλήμ» και «Νέα Ρώμη». Είναι πραγματικά τόσο διαφορετικοί αυτοί οι ιστοριοφιλοσοφικοί τύποι? Άλλωστε, όπως ειπώθηκε ήδη παραπάνω, η Κωνσταντινούπολη ονομάστηκε «Νέα Ιερουσαλήμ» όχι μόνο λόγω θρησκευτικού ιδεώδους, αλλά και για καθαρά πνευματικούς λόγους: ως απόδειξη της Θεϊκής της επιλογής σύμφωνα με το παράδειγμα του Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την διαφορά μεταξύ των τύπων «Ρώμης» και «Ιερουσαλήμ», δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ιερουσαλήμ στο αρχαίο ουκρανικό μυαλό δεν ήταν διαχωρισμένη σε γήινη και επουράνια. Τόσο, λόγω της απόστασης και του εξωτισμού της επίγειας Ιερουσαλήμ, όσο και λόγω του πολύπλευρου περιεχομένου της εικόνας της στη Βίβλο, όπου η επίγεια πόλη συχνά ταυτίζεται με την Επουράνια Ιερουσαλήμ.
Σε πολλά λογοτεχνικά μνημεία της Αρχαίας Ουκρανίας και των μεταγενέστερων εποχών, το Κίεβο αποκαλείται η «Νέα» ή η «Δεύτερη» Ιερουσαλήμ. Αλλά κατά την παράδοση, η πρώτη εκδοχή του συμβολικού αυτοπροσδιορισμού εξακολούθησε να επικρατεί: «Το Κίεβο είναι η Νέα Ιερουσαλήμ». Και αυτό είναι σημαντικό. Η έκφραση «Δεύτερη Ιερουσαλήμ» υποδηλώνει ένα «οριζόντιο» σύστημα αναφοράς, όταν μια πρώτη επίγεια πόλη η οποία κληρονομείται από μια δεύτερη κ.ο.κ. Ενώ η έκφραση «Νέα Ιερουσαλήμ» υποδηλώνει μια «κάθετη» γραμμή διαδοχής, όταν η σύνδεση εκδηλώνεται όχι μόνο με την επίγεια πόλη αλλά και με την μυστηριώδη Επουράνια Ιερουσαλήμ, που περιγράφεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη του Θεολόγου.
«Το Κίεβο είναι η μητέρα των ρωσικών πόλεων», λέει το “Tale of Bygone Years”. Σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη ερμηνεία, ο συγγραφέας του κειμένου του χρονικού εδώ εννοεί ότι το Κίεβο, σαν μητέρα πόλη, γέννησε άλλες πόλεις στην Ρωσία. Αλλά αυτή η εικόνα μπορεί να περιέχει και μια άλλη “βιβλική” χροιά: «Και η “μητέρα” Ιερουσαλήμ είναι ελεύθερη και η μητέρα όλων μας» (Γαλ. 4,26), γράφει στην επιστολή του ο Απόστολος Παύλος.
Είναι γνωστό ότι το αρχαίο Κίεβο χτίστηκε σύμφωνα με την αρχή της αρχιτεκτονικής «μήτρας» της Κωνσταντινούπολης και της Ιερουσαλήμ. Αλλά μετά από προσεκτική ανάλυση του χώρου του αρχαίου Κιέβου και του αγιογραφικού συστήματος της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η πρωτεύουσα των “Ρως του Κιέβου” χτίστηκε επίσης ως αντανάκλαση της «Νέας» ή «Μεγάλης» Ιερουσαλήμ.
«Και εγώ, ο Ιωάννης, είδα την πόλη της Ιερουσαλήμ να κατεβαίνει από τον ουρανό από τον Θεό, προετοιμασμένη σαν νύφη στολισμένη για τον άντρα της. Και άκουσα μια δυνατή φωνή από τον ουρανό ότι: Αυτή είναι η κατοικία του Θεού με τους ανθρώπους, και θα ζήσει μαζί τους. Θα είναι λαός και ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους» (Αποκ. 21, 1-2).
«Χτίζοντας το Κίεβο ως εικόνα αυτής της Θείας και μυστηριώδους πόλης», έγραψε ο Μακαριστός Μητροπολίτης Βολοντίμιρ, «ο άγνωστος εμπνευστής της αγιογραφίας του καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας έδωσε εντολή να διακοσμηθεί η εικόνα, στην οποία η Παναγία προσεύχεται, με μια ελληνική επιγραφή από τον Ψαλμό 45: ” ὁ Θεός ἐν μέσῳ αὐτῆς και οὐ σαλευθήσεται· βοηθήσει αὐτῇ ὁ Θεός το πρωΐ.”
“Ο Θεός είναι ανάμεσά μας και δεν αμφιταλαντεύεται, ο Θεός θα μας βοηθήσει το πρωί” («Memory of New Jerusalem: Kyiv παράδοση», 2009).
Η μετάφραση εδώ συγκαλύπτει εν μέρει το νόημα που περιείχε αυτή η επιγραφή για τον μέσο άνθρωπο του Μεσαίωνα. Στη χριστιανική παράδοση, η Παναγία τιμάται ως προστάτιδα της πόλης (Κωνσταντινούπολης). Και η λέξη πόλη (πόλις) στα ελληνικά είναι θηλυκού γένους. Έτσι, η σημασία της επιγραφής δεν αναφερόταν μόνο στη Μητέρα του Θεού, αλλά και στην ίδια την «πόλη-Κίεβο».
Όπως μπορούμε να δούμε, για τους δημιουργούς της “ιδέας του Κιέβου” την εποχή του Γιαροσλάβ του Σοφού, το κύριο νόημα δεν ήταν η πολιτική εξουσία, αλλά η εγγύτητα με τον Θεό. «Ο Θεός είναι ανάμεσά του και δεν θα συγκινηθεί», αυτά τα λόγια φαίνεται να μας παραπέμπουν στα περίφημα λόγια της Αποκάλυψης: «Αυτός είναι ο τόπος κατοικίας του Θεού με τους ανθρώπους και θα ζήσει μαζί τους».
Τα πολιτικά και κρατικά συμφέροντα με αυτόν τον τρόπο σκέψης υποτάσσονται σαφώς στα θρησκευτικά. Και αυτό είναι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της “ιδέας του Κιέβου” σε όλες τις περιόδους. Ταυτίζοντας το Κίεβο με την Ιερουσαλήμ, θυμίζει πάντα στους ανθρώπους το νόημα της ζωής: την Θέωση και την Ελευθερία, χωρίς τις οποίες η χριστιανική και η “τίμια” ζωή είναι ανέφικτες.
«Το Κίεβο πρέπει να είναι δικό μας», ισχυρίζονται οι ρώσοι εθνικιστές που φαντασιώνονται την ιδέα της αναδημιουργίας μιας νέας ευρασιατικής αυτοκρατορίας. Θέλοντας όμως να αποκτήσουν εξουσία στην αρχαία πρωτεύουσα των “Ρως του Κιέβου”, το σημερινό Κίεβο, δεν περνά από το μυαλό τους το γεγονός ότι το περιεχόμενο της “ιδέας του Κιέβου” είναι ακριβώς αντίθετο με τις φιλοδοξίες τους. «Είμαστε οι άμεσοι απόγονοι του Κιέβου των Ρως», ισχυρίζονται με υπεροψία, αλλά ξεχνούν ότι η πραγματική κληρονομιά του Κιέβου είναι ένα σύστημα αξιών που προήλθε και αναπτύχθηκε από το θρησκευτικό ιδεώδες της «Νέας Ιερουσαλήμ».
Το αρχαίο Κίεβο ήταν ξένο προς το πνεύμα της Εθνικής απομόνωσης και του περιθωριακού απομονωτισμού. Αντίθετα, ξεκινώντας την χριστιανική του πορεία, το “Κίεβο των Ρως” αποδέχτηκε θυσιαστικά την επιρροή του Βυζαντίου και του υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου. Η Εκκλησία του, υποταγμένη στην Κωνσταντινούπολη, είχε ένα αυτόνομο καθεστώς και, χρησιμοποιώντας την ελευθερία της, μπορούσε να διδάξει την πριγκιπική εξουσία, υπενθυμίζοντάς της ότι το Βασίλειο του Καίσαρα έχει πάντα ένα τέλος ενώ το Βασίλειο του Θεού εκτείνεται στην αιωνιότητα. Τέλος, το καταπιεστικό πνεύμα της Μοσχοβίας, που αργότερα οδήγησε στη δημιουργία αυταρχικών μορφών κρατισμού στη ρωσική ιστορία, δεν μπορούσε να γεννηθεί και να συνυπάρξει στους κόλπους μιας τέτοιας γενναιόδωρης φύσης, σαν αυτής του Κιέβου.
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία», γράφει ο αρχιερέας Ολεξάντρ Σμέμαν, «ότι υπάρχει ένας πραγματικός πολιτισμός στο Κιέβο των Ρως – σε σχέση με αυτόν των Μοσχοβιτών που για αιώνες ακόμη μπορούν να θεωρούνται παρακμιακοί. Στο Κίεβο, μια συνειδητή τάση είναι αυτή που επικρατεί – να δημιουργήσουμε πολιτισμό, να κατακτήσουμε πλήρως την χριστιανική και Ελληνιστική κληρονομιά». [(Ιστορική διαδρομή της Ορθοδοξίας). «Λόγος περί Νόμου και Χάριτος» του Μητροπολίτη Ιλαρίωνα, κηρύγματα Κύριλλου Τουρόφσκι, «Λόγος για το Σύνταγμα του Ίγορ».]
Αν και ο πολιτισμός του Κιέβου ήταν αρχικά μιμητικός, τα λογοτεχνικά μνημεία που αναφέρονται παραπάνω δείχνουν ότι από την εποχή του Γιαροσλάβ του Σοφού, η βυζαντινή παράδοση στο Κίεβο άρχισε να γίνεται αντιληπτή όχι πλέον παθητικά, αλλά δημιουργικά.
Σε ποιον ανήκει η κληρονομιά του Κιέβου; Από τότε που δημοσιεύτηκε το διάσημο άρθρο του πρώτου πρόεδρου της Ουκρανίας, Γρουσέβσκι για το «σχήμα της “Ιστορίας των Ρως”», το 1903, οι επιστημονικές συζητήσεις επάνω σε αυτό το θέμα, μεταξύ ιστορικών διαφορετικών σχολών, δεν έχουν σταματήσει. Ωστόσο, από εκκλησιαστικής και όχι μόνο άποψης, το σημαντικό δεν είναι σε ποιον ανήκει η πνευματική κληρονομιά του “Κιέβου των Ρως”, αλλά ποια είναι η σχέση του σημερινού Ουκρανικού και ρωσικού πολιτισμού με αυτήν την “Κληρονομιά”!
* Tα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
Φωτο: η Χρυσή Πύλη του Κιέβου.