Τα ράσα της καθήλωσης
Του Άρη Αλεξανδρή*
Όταν λέµε ότι η Εκκλησία δεν έχει καμία δουλειά να υπερβαίνει τα θρησκευτικά της καθήκοντα και να ανακατεύεται σε πολιτικά ζητήματα, κάποιοι σπεύδουν να μας θυμίσουν την ιστορική και ταυτοτική της σύνδεση με τον ελληνισμό· η αναδρομή τους φτάνει μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους: «Αν δεν υπήρχε η Εκκλησία, δεν θα υπήρχε Ελλάδα! Ο προσδιορισμός της ελληνικότητας έγινε με βασικό άξονα το θρήσκευμα! Η Εκκλησία δικαιούται να έχει λόγο για τα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα, γιατί αποτελεί πυλώνα του έθνους!». Εντάξει, λοιπόν. Ας πει τη γνώμη της η Εκκλησία για το νέο νομοσχέδιο σχετικά με τον πολιτικό(!) γάμο μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. Ως πυλώνας του έθνους, όμως, είναι λίγο περίεργο που η Εκκλησία επιμένει να βλέπει το έθνος αυτό σαν κουκκίδα στατική στον χρόνο· είναι περίεργο που, παρά την ιστορική της διαδρομή, απέτυχε να κατανοήσει την έννοια της κοινωνικής ρευστότητας, το γεγονός δηλαδή ότι η χώρα δεν είναι λείψανο αγίου προς συντήρηση, αλλά μια δυναμική κατάσταση που μεταβάλλεται, εξελίσσεται και αφομοιώνει πολύ διαφορετικά ανθρώπινα στοιχεία από εκείνα που περιείχε τον 19ο αιώνα. Πόσο εύστοχη μπορεί να είναι η κρίση ενός θεσμού για ένα σύγχρονο θέμα, αν ο θεσμός αυτός βδελύσσεται εξ ορισμού την αλλαγή; Πόσο καλό κάνει στο έθνος ένας δομικός θεσμός του, που το θέλει καθηλωμένο;
Το μέσο είναι ο σκοπός
Το μάρκετινγκ της Εκκλησίας περικλείει και την αρτηριοσκληρωτική υπαρξιακή της ουσία: να μείνουν όλα όσο πιο ανέγγιχτα γίνεται· να αποφύγουμε όσο καλύτερα μπορούμε οτιδήποτε συντείνει στην ατομική ελευθερία· να μην προσαρμόζουμε θεσμούς και ήθη στις ανάγκες μας, αλλά να αρνούμαστε τις τελευταίες λες και δεν υπάρχουν, ώστε οι θεσμοί και τα ήθη να διατηρηθούν ίδια και απαράλλακτα. Το αγαθό που η Εκκλησία «πουλάει» είναι εκείνο της μη αλλαγής. Η Εκκλησία προωθεί την ακινησία ως αρετή και ποντάρει σε ανθρώπους υπερβολικά φοβισμένους ή αδαείς, που αδυνατούν να βάλουν το ένα πόδι μπροστά στο άλλο, στρέφοντάς τους παράλληλα εναντίον όσων επιζητούν την προσωπική και συλλογική πρόοδο. Οι πρώτοι είναι οι ευσεβείς χριστιανοί και σωστοί Ελληνες, οι δεύτεροι είναι οι πλανεμένοι και διεφθαρμένοι «νεοταξίτες». Το κίνητρο του επιθετικού συντηρητισμού είναι λιγότερο ιδεολογικό και περισσότερο ωφελιμιστικό: η Εκκλησία φοβάται ότι θα μείνει πίσω, ότι αν οι πολίτες αυτοπροσδιορίζονται όλο και πιο ελεύθερα, η ίδια θα χάσει τον λόγο ύπαρξής της, δηλαδή τη δυνατότητα να ορίζει τις ζωές των άλλων με οδηγίες και απαγορεύσεις. Τόσο πιστεύει στο πνευματικό της έργο, τόσο μεγάλη είναι η ανασφάλειά της· σκέφτεται ότι αν δεν παίζει τον ρόλο του «κακού», δεν θα έχει άλλο ρόλο να παίξει.
Εναλλακτικός δρόμος
Τι θα γινόταν, όμως, αν η Εκκλησία σταματούσε να αντιτίθεται αυτοματικά σε ό,τι δεν ανταποκρίνεται στις δογματικές και πολιτικές θέσεις της; Τι θα γινόταν αν η Ιερά Σύνοδος δεν συνεδρίαζε πριν από λίγες ημέρες (λες και ήταν απαραίτητη η «τελετουργία» αυτή για να διαπιστωθεί ότι είναι εναντίον του γάμου ομοφύλων!) και άφηνε το θέμα στην κρίση των αντιπροσώπων του λαού; Τίποτα κακό για την Εκκλησία δεν θα γινόταν, όπως τίποτα δεν θα γινόταν αν η Εκκλησία απείχε γενικά από τον εμπρηστικό διάλογο για το νομοσχέδιο. Μόνο καλή για την εικόνα της θα ήταν μια στάση ουδετερότητας: με αυτόν τον τρόπο, η Εκκλησία θα διατηρούσε τις αρχές και τους κανόνες της για τον θρησκευτικό γάμο, που είναι και ο μόνος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, και, χωρίς να αποδεχτεί τυπικά κάτι που δεν θέλει να αποδεχτεί, θα απέφευγε να αποτυπωθεί για πολλοστή φορά στη συλλογική συνείδηση ως θεσμός της εχθροπάθειας. Δεν είναι ανάγκη να δώσει η Εκκλησία την έγκρισή της σε κανέναν· αρκεί να σταματήσει να επεμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων και τότε ενδέχεται να πείσει και κάποιον έξω από το ποίμνιό της πως, όταν μιλάει για αγάπη, δεν ψεύδεται τελείως.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις θέσεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: kathimerini.gr/ ΦΩΤΟ: Χρήστος Μπόνης