Η Αρχή κατά της Διαφθοράς δεν διαπίστωσε οποιδήποτε αδίκημα του βοηθού Γενικού Εισαγγελέα
Σἀββας Αγγελίδης:
Στη δημοσιότητα δόθηκε η ανακοίνωση της Ανεξάρτητης Αρχής Κατά της Διαφθοράς για το πόρισμα των βρετανών εμπειρογνωμόνων για τις καταγγελίες σε βάρος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, Σάββα Αγγελίδη. Η ανακοίνωση τοποθετείται επί των θέσεων των δύο ερευνητών από το Λονδίνο και του κύπριου δικηγόρου – συνεργάτη τους, σε σχέση με θέματα ασυμβίβαστου ή και διαφθοράς που αντιμετώπιζε ο κ. Αγγελίδης, όταν αποφάσισε την αναστολή ποινικής δίωξης εναντίον τριών προσώπων. Σημειώνεται ότι τα τρία άτομα ήταν πελάτες του κυρίου Αγγελίδη, όταν αυτός ήταν δικηγόρος, προτού διοριστεί στη θέση του βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Οι καταγγελίες προωθήθηκαν στην Αρχή από τον Γενικό Ελεγκτή, Οδυσσέα Μιχαηλίδη.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιουδήποτε αδικήματος διαφθοράς, ήτοι κατάχρησης εξουσίας από πλευράς του κ. Αγγελίδη. «Από τη μαρτυρία δεν διαπιστώθηκε η οποιαδήποτε γνωριμία, είτε προσωπική, είτε επαγγελματική μεταξύ του Καταγγελλομένου και των Κατηγορουμένων για τους οποίους είχε ανασταλεί η ποινική δίωξη». Επιπλέον, δεν διαπιστώνεται διαφθορά ούτε για τον αξιωματικό της Αστυνομίας, στον οποίο αναφέρεται η τρίτη καταγγελία. Ωστόσο, η Αρχή θα προωθήσει στον Γενικό Εισαγγελέα εισήγηση για ποινική δίωξη του αξιωματούχου, αναφορικά με την άρνησή του να απαντήσει σε ερωτήσεις που του επιβλήθηκαν από τους ερευνώντες λειτουργούς.
*Παρατίθεται το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης
1. Δυνάμει της νομοθεσίας που προνοεί για τη σύσταση και λειτουργία της Αρχής (Ν.19(I)/2022), επιβάλλεται απαγόρευση δημοσιοποίησης πληροφοριών οι οποίες λαμβάνονται στα πλαίσια της αποστολής της, χωρίς την εξασφάλιση της έγκρισης του Επιτρόπου Διαφάνειας.
2. Στην παρούσα περίπτωση, ο Επίτροπος ενέκρινε την άρση απαγόρευσης και η Αρχή, σε Συνεδρία της, αποφάσισε την έκδοση της παρούσας Ανακοίνωσης.
3. Η αιτιολογία του Επιτρόπου για την πιο πάνω άρση, είναι ότι στην παρούσα περίπτωση είχε ήδη δοθεί μεγάλη δημοσιότητα και είχαν δημοσιευτεί προσωπικά δεδομένα και λεπτομέρειες των 3 Καταγγελιών, οπότε για σκοπούς διαφάνειας θεωρήθηκε ορθό όπως δημοσιοποιηθούν και τα αποτελέσματα των Ερευνών.
Οι Καταγγελίες
4. Οι Καταγγελίες υπεβλήθησαν στον Γενικό Ελεγκτή ανώνυμα, ο οποίος έκρινε ότι εφόσον αυτές δεν εμπίπτουν εντός των δικών του αρμοδιοτήτων αλλά αφορούν σε θέματα διαφθοράς, τις προώθησε στην Αρχή.
5. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις περιπτώσεις 3 φυσικών προσώπων τα οποία αντιμετώπιζαν ποινικές υποθέσεις για τις οποίες ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, κ. Σάββας Αγγελίδης, καταχώρισε αναστολή ποινικής δίωξης.
6. Οι ισχυρισμοί οι οποίοι εμπεριέχονται στις εν λόγω Καταγγελίες είναι ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας συνδεόταν φιλικά και επαγγελματικά με τους εν λόγω Κατηγορουμένους, σε χρόνο πριν το διορισμό του ως Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και λόγω ασυμβίβαστου θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί από την εξέταση και λήψη απόφασης για τις υποθέσεις τους, εάν υπήρχαν αλλότρια κίνητρα για τη λήψη των συγκεκριμένων αποφάσεων για αναστολή ποινικής δίωξης. Οι δε ενέργειες του αυτές δυνατόν να αποτελούν κατάχρηση εξουσίας, αδίκημα το οποίο αποτελεί αδίκημα διαφθοράς.
Προκαταρκτική Εξέταση
7. Η Αρχή, προβαίνοντας σε Προκαταρκτική Εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών ως προνοείται από την κείμενη νομοθεσία και Κανονισμούς έλαβε υπ’ όψιν, αφενός τη νομολογία για ύπαρξη ανέλεγκτου στις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέως (στην παρούσα περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως) για αναστολή ποινικών διώξεων και αφετέρου τους ισχυρισμούς που εμπεριέχονται στις Καταγγελίες.
8. Η Αρχή, αξιολογώντας όλα τα δεδομένα, αποφάσισε να προχωρήσει στη διεξαγωγή Έρευνας για τις πιο πάνω Καταγγελίες και διόρισε ως Λειτουργούς Επιθεώρησης τους:
1. George Kampanella, Solicitor από το Λονδίνο,
2. Tanveer Qureshi, Barrister από το Λονδίνο,
3. Γιώργο Λιασίδη, Δικηγόρο από τη Λευκωσία
Η Έρευνα
9. Οι εν λόγω Λειτουργοί Επιθεώρησης διεξήγαγαν Έρευνα στη βάση των Όρων Εντολής που τους είχαν δοθεί από την Αρχή και προς τον σκοπόν αυτόν, κάλεσαν μάρτυρες για κατάθεση.
10. Όλοι οι μάρτυρες που κλήθηκαν, προσήλθαν ενώπιόν τους και απάντησαν σε όλες τις ερωτήσεις που τους τέθηκαν, πλην ενός για τον οποίο θα γίνει ρητή αναφορά πιο κάτω.
Οι Εκθέσεις των Λειτουργών Επιθεώρησης
11. Με τη συμπλήρωση της Έρευνας και τη μελέτη όλης της μαρτυρίας και δεδομένων, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης προέβησαν στη σύνταξη 3 Εκθέσεων (πορισμάτων) τα οποία υπέβαλαν στην Αρχή προς έγκριση.
12. Στις πρώτες δύο Καταγγελίες, στις οποίες Καταγγελλόμενος είναι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κ. Σάββας Αγγελίδης, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιουδήποτε αδικήματος διαφθοράς, ήτοι κατάχρησης εξουσίας. Από τη μαρτυρία δεν διαπιστώθηκε η οποιαδήποτε γνωριμία, είτε προσωπική, είτε επαγγελματική μεταξύ του Καταγγελλομένου και των Κατηγορουμένων για τους οποίους είχε ανασταλεί η ποινική δίωξη.
13. Η Τρίτη Καταγγελία: Στην εν λόγω Καταγγελία, εκτός από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, Καταγγελλόμενος ήταν και Ανώτερος Αξιωματικός της Αστυνομίας.
14. Ο εν λόγω Αξιωματικός καταγγέλθηκε ότι, μεσολάβησε εκτός των πλαισίων των καθηκόντων του προς το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, για να δοθεί αναστολή ποινικής δίωξης στον Κατηγορούμενο.
15. Προσερχόμενος για κατάθεση ο Αξιωματικός, παρουσίασε προς τους Λειτουργούς Επιθεώρησης δύο έγγραφα, αλλά αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν, επικαλούμενος ότι τα έγγραφα αφορούσαν σε “ευαίσθητα θέματα” (sensitive matters).
16. Στην Έκθεση αναφέρεται ότι ο Αξιωματικός με την άρνησή του δημιούργησε κωλυσιεργία στην Έρευνα (was being obstructive) και ότι δεν υπήρχε εύλογη αιτία (legitimate reason) για την άρνησή του αυτή.
17. Η Έκθεση καταλήγει ότι τέτοια συμπεριφορά ενδεχομένως να αποτελεί αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 8 (β), του Ν.19(I)/2022.
18. Αναφορικά με τα γεγονότα της τρίτης Καταγγελίας, είναι παραδεκτό ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας είχε λάβει και υπογράψει την απόφαση για αναστολή ποινικής δίωξης του Κατηγορουμένου, τον οποίο είχε εκπροσωπήσει σε προγενέστερο χρόνο ως δικηγόρος σε άλλη ποινική υπόθεση. Επί τούτου, η θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως ήταν ότι, επειδή η εισήγηση για αναστολή ποινικής δίωξης είχε γίνει από συγκεκριμένο Τμήμα της Αστυνομίας, δεν συνέδεσε το εν λόγω πρόσωπο και όνομα με αυτό του πρώην πελάτη του.
19. Στην Έκθεση για την τρίτη Καταγγελία, επί των πιο πάνω σημείων, καταγράφεται η ανησυχία (concern) των Λειτουργών Επιθεώρησης για τη μη ύπαρξη θεσμοθετημένης διαδικασίας για διαπίστωση περιπτώσεων σύγκρουσης συμφέροντος. Με το υπάρχον σύστημα, τέτοια θέματα επαφίενται αποκλειστικά στην ικανότητα μνήμης των αξιωματούχων κάτι το οποίο δεν είναι ικανοποιητικό.
20. Παρά τις πιο πάνω θέσεις, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία για την ύπαρξη αδικημάτων διαφθοράς αναφορικά με την τρίτη Καταγγελία.
Ύπαρξη Καλής Πίστης από πλευράς Γενικού Ελεγκτή
21. Επειδή κατά τη διάρκεια των διαδικασιών Έρευνας, υπήρξε αμφισβήτηση των προθέσεων του Γενικού Ελεγκτή αναφορικά με την προώθηση καταγγελιών τις οποίες λαμβάνει η Υπηρεσία του προς την Αρχή, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης υπέβαλαν προς τους μάρτυρες σχετικές ερωτήσεις.
22. Σε όλες τις Καταγγελίες, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης αποφαίνονται ότι έμειναν ικανοποιημένοι ότι η προώθηση Καταγγελιών προς την Αρχή, από το Γενικό Ελεγκτή, έγιναν με καλή πίστη.
Νομική Γνωμάτευση για το θέμα της Κατάχρησης Εξουσίας
23. Ζητήθηκε από τους Λειτουργούς Επιθεώρησης, εφόσον οι Καταγγελίες αφορούσαν σε κατάχρηση εξουσίας, να γνωματεύσουν αναφορικά με την ερμηνεία του όρου “ κατάχρηση εξουσίας ”.
24. Το Άρθρο 105, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθιστά την κατάχρηση εξουσίας ως ποινικό αδίκημα και τη διαχωρίζει σε περιπτώσεις που αυτή γίνεται χωρίς ίδιον όφελος, που είναι πλημμέλημα (φυλάκιση μέχρι 2 έτη) και σε περιπτώσεις που υπάρχει ίδιον όφελος που αποτελεί κακούργημα (φυλάκιση μέχρι 7 έτη).
25. Η Αρχή είχε, εξαρχής, την άποψη ότι, οποιαδήποτε εκδήλωση κατάχρησης εξουσίας αποτελεί αδίκημα διαφθοράς, ως αυτό καθορίζεται από το Ν.19(I)/2022.
26. Με δεδομένο ότι σχεδόν όλες οι Καταγγελίες που έχει ενώπιόν της η Αρχή, καταλήγουν σε κατάχρηση εξουσίας χωρίς ίδιον όφελος, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα οδηγούσε σε απόρριψή τους λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.
27. Την άποψη αυτή εξέφρασαν και οι Λειτουργοί Επιθεώρησης στη Γνωμάτευσή τους με αναφορά σε Κυπριακή νομολογία και αποφάσεις, σε Αγγλική νομολογία και νομολογία άλλων χωρών και σε Συνθήκες και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
28. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
“24. To this extent, we disagree with any suggestion that an abuse can only arise if and when one profits from an act. That in our view, would make a mockery of what the European law on corruption intended.”
Εξέταση από την Αρχή των 3 Εκθέσεων των Λειτουργών Επιθεώρησης
29. Η Αρχή σε Συνεδρία της ημερ. 28 Δεκεμβρίου, 2023, υιοθέτησε και ενέκρινε στην ολότητά τους και τις 3 πιο πάνω Εκθέσεις.
30. Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώνεται το ενδεχόμενο ύπαρξης αδικήματος διαφθοράς σε οποιαδήποτε από αυτές, ούτε αναφορικά με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, ούτε με τον Αξιωματικό της Αστυνομίας.
31. Παρά ταύτα, η Αρχή θεωρεί ότι ενδεχομένως ο Αξιωματικός της Αστυνομίας να έχει διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του Άρθρου 8 (β), του Ν.19(I)/2022, με την άρνησή του να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν.
32. Ως εκ τούτου, η Αρχή, θα προωθήσει όλα τα σχετικά έγγραφα προς τον Γενικό Εισαγγελέα με την εισήγηση για ποινική δίωξη του εν λόγω Αξιωματικού.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία (Ε.Υ), σχολιάζοντας την πιο πάνω ανακοίνωση, αναφέρει: “Επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος, αλλά δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της διαφθοράς αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ελεγκτική Υπηρεσία, αναφορικά με την ανακοίνωση της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, για τις τρεις καταγγελίες στις οποίες προέβηκε ο Γενικός Ελεγκτής, Οδυσσέας Μιχαηλίδης, για τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, Σάββα Αγγελίδη” .
Συγχαίροντας την Aρχή για την έκθεσή της και τον επαγγελματισμό με τον οποίο ενήργησαν, η Αρχή, και οι Λειτουργοί Επιθεώρησης, η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει ότι στην ουσία του πορίσματος επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος και η άμεση ανάγκη άρσης του ανέλεγκτου του Γενικού Εισαγγελέα. “Η παρούσα υπόθεση είναι η δεύτερη, μετά την υπόθεση του παυθέντος τέως Γενικού Εισαγγελέα, που αποδεικνύει ότι το ανέλεγκτο δεν συνάδει με πρακτικές κράτους που ισχυρίζεται ότι επιθυμεί να πατάξει τη διαφθορά”, υπογραμμίζει.
Σημειώνει ότι “όπως έχει επιβεβαιωθεί πλέον από την Αρχή, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ήταν στο πρόσφατο παρελθόν προσωπικά δικηγόρος σε πρόσωπο που κατηγορείτο για πολύ σοβαρό κακούργημα. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το όνομα του προσώπου αυτού είναι σπάνιο και καθόλου κοινότυπο. Ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ανέστειλε την ποινική δίωξη του προσώπου αυτού επειδή, όπως ισχυρίστηκε, δεν είχε αντιληφθεί ότι επρόκειτο για τον πρώην πελάτη του”.
Η Αρχή υιοθετεί το Πόρισμα των Λειτουργών Επιθεώρησης ότι υπήρξε μεν σύγκρουση συμφέροντος αλλά ότι δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία για την ύπαρξη αδικημάτων διαφθοράς, συνεχίζει στην ανακοίνωσή της της ΕΥ. “Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε την κατάληξη αυτή. Ακόμη όμως κι αν υιοθετήσει κανείς τη θέση για μη ύπαρξη επαρκούς μαρτυρίας για έναρξη διερεύνησης ποινικών αδικημάτων, τούτο (με κάθε σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας) δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κατάχρησης εξουσίας που απλώς δεν ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί”, αναφέρει.
Προσθέτει ότι “τα γεγονότα εύλογα καταδεικνύουν τον μη σοβαρό και ουδόλως τεκμηριωμένο τρόπο με τον οποίο αποφασίζονται αναστολές ποινικών διώξεων”.
Στο μεταξύ, ενώπιον της Αρχής εκκρεμούν άλλες τρεις καταγγελίες που υπέβαλε η ΕΥ σε σχέση με αναστολές ποινικών διώξεων. Η πρώτη αφορά ισχυρισμούς σε σχέση με τη συμπεριφορά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για την υπόθεση του μαύρου βαν παράνομων παρακολουθήσεων και σχετίζονται και πάλι με θέματα σύγκρουσης συμφέροντος. Η δεύτερη, όπως σημειώνει η ανακοίνωση, άπτεται της διερεύνησης σοβαρής μορφής φορολογικών θεμάτων εταιρείας συμφερόντων προσώπων που ασκούν δημόσια επιρροή.
“Αυτή η υπόθεση αποτελεί εύρημα ελέγχου της Υπηρεσίας μας και είχε εντοπιστεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο ελέγχων για το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα (ΚΕΠ). Θεωρούμε το θέμα ως πάρα πολύ σοβαρό γιατί η κατάληξη των χειρισμών ήταν να εμποδιστούν οι φορολογικές αρχές από τον έλεγχο εταιρείας. Η ίδια εταιρεία ήταν αντικείμενο πολύ σοβαρών ευρημάτων μας και σε σχέση με το ΚΕΠ, τα οποία η Νομική Υπηρεσία δεν έκρινε αναγκαίο να διερευνήσει”, αναφέρει.
Επιπλέον, η τρίτη υπόθεση αφορά την αναστολή ποινικών διώξεων πέντε φυσικών προσώπων που κατηγορούνταν για το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της τήρησης ψευδών λογαριασμών, της κλοπής από διευθυντή και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όλα στο πλαίσιο δημόσιας σύμβασης και εις βάρος του δημοσίου.
Όπως αναφέρει η ΕΥ, οι κατηγορούμενοι, οκτώ αρχικά, αιτήθηκαν από το δικαστήριο διακοπή της διαδικασίας και απαλλαγή τους. Τον Μάρτιο του 2021 το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα των δύο, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί πριν σε άλλη, παρόμοια υπόθεση αλλά απέρριψε το αίτημα των άλλων έξι, τονίζοντας ότι, «το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την συνέχιση και όχι τη διακοπή της παρούσας υπόθεσης.».
Αμέσως μετά ο ένας εκ των έξι παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκε ποινή. “Τρεις μήνες μετά, τον Ιούνη του 2021, δηλαδή πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι της πένας του δικαστή, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ανέστειλε την ποινική δίωξη των άλλων πέντε, ενεργώντας αντίθετα από τη βούληση του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση. Ο αδελφός ενός εκ των πέντε είναι γνωστός δικηγόρος”, αναφέρει η ανακοίνωση της ΕΥ.
Η Υπηρεσία σημειώνει ότι τα πιο πάνω αναφέρονται, καθώς, στις 22.5.2023, μετά τη δημοσιοποίηση του γεγονότος ότι η Υπηρεσία είχε διαβιβάσει καταγγελία στην Αρχή, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είχε εκδώσει ανακοίνωση στην οποία, εν είδει απειλής, έκανε αναφορά σε «εσκεμμένη προσπάθεια στοχοποίησης», «επικίνδυνη συμπεριφορά» και «αυθαιρεσία και κακοπιστία», στα οποία πρέπει να «δοθεί ένα τέλος».
Ακολούθησαν την επόμενη ημέρα, όπως σημειώνει, ανάλογοι “απαράδεκτοι” χαρακτηρισμοί και κατηγορίες από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος μάλιστα, μιλώντας στις 7.9.2023 σε εκπομπή του ΡΙΚ “είχε απειλήσει ευθέως τον Γενικό Ελεγκτή, δηλώνοντας ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο για παύση του Γενικού Ελεγκτή, αν η Αρχή απορρίψει τις κατηγορίες για τον Βοηθό του”.
“Θεωρούμε ότι πλέον οι πολίτες μπορούν να αντιληφθούν ποιοι είναι οι λόγοι που συχνά οδηγούν σε ευθεία σύγκρουσή μας με την Νομική Υπηρεσία”, τονίζει η ΕΥ.
Καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να επισπεύσει την υλοποίηση όσων περιλαμβάνονται στο προεκλογικό του πρόγραμμα και όσα κατ’ επανάληψη έχουν συστήσει η Ομάδα GRECO και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της Έκθεσής της για το Κράτος Δικαίου: άμεσο διαχωρισμό των εξουσιών του δημόσιου κατήγορου και του νομικού συμβούλου και άμεση κατάργηση του ανέλεγκτου στη μη έναρξη και στην αναστολή ποινικών διώξεων.
“Δυστυχώς όμως, μέχρι σήμερα, η Κυβέρνηση, αντί να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, επιχειρεί να διευρύνει έτι περαιτέρω τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα υπάγοντας την Ελεγκτική Υπηρεσία στις δικές του γνωματεύσεις και αποφάσεις”, σημειώνει.
Η ΕΥ χαιρετίζει την κατάληξη της Αρχής στον ορισμό του τι αποτελεί «κατάχρηση εξουσίας», σημειώνοντας ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι κατάχρηση εξουσίας υπάρχει ακόμη και χωρίς ίδιον όφελος, που συνήθως είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί. “Αυτό ανοίγει τον δρόμο για την εξέταση πολύ μεγάλου αριθμού υποθέσεων που έχουμε διαβιβάσει στην Αρχή”, καταλήγει.