Οι Αγαλματοποιοί
Του Άντη Ροδίτη*
Όταν κυκλοφόρησε η συλλογή ΚΑΤΑΘΕΣΗ του Παντελή Μηχανικού το 1975, το ποίημα “ΑΓΑΛΜΑΤΟΠΟΙΟΣ”, (δείτε το πιο κάτω) έμεινε ανερμήνευτο. Ποιον ή ποιους ποιητές-καλλιτέχνες, “αγαλματοποιούς”, ποιου αγάλματος, εννοούσε ο Μηχανικός; Δεν θυμούμαι τότε και μέχρι σήμερα να έδωσε κανείς ικανοποιητική ερμηνεία. Ήταν ένα προφητικό ποίημα “μυστήριο”.
Λίγα χρόνια πριν, μιλώντας για τον εαυτό του ως ποιητή-καλλιτέχνη, σ’ ένα άλλο ποίημά του (“Το Αγνάντεμα”) τού 1963 (συλλογή ΤΑ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ), το τελείωνε με αυτούς τους τρεις στίχους:
” – δεν μπορώ να ζήσω / χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου / πανέτοιμα κι αστραφτερά”.
Οι ποιητές-καλλιτέχνες ονειρεύονται δίπλα τους, δικά τους, αστραφτερά “καράβια”, πανέτοιμα για μεγάλα ταξίδια στα πέρατα των ονείρων. Τέτοιο όνειρο, με πανέτοιμο στόλο, ήταν εκείνο της Ένωσης. Μέχρι να ξεκινήσει το ταξίδι οι ποιητές-καλλιτέχνες φρόντιζαν τα καράβια, τα στόλιζαν, τα καμάρωναν, σκάλιζαν ξύλινα αγάλματα γοργόνων στις πλώρες τους, πίστευαν στον καπετάνιο του στόλου κι “ένωναν την πνοή τους με τη δική του πνοή”.
Ο Παντελής Μηχανικ
Μα τελικά τα καράβια σάπισαν στις ακτές, ο καπετάνιος δεν αποδείχθηκε άξιος του ρόλου του, είχε αλλού τον νου του, σε άλλα που τα πέρασε σαν πιο σπουδαία στα μυαλά και των ποιητών ακόμα (“ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο”, γράφει ο Χαραλαμπίδης), και κατάντησε “από τη ζύμη των ανθρώπων να φτιάχνει ερπετά, σκουλήκια και τρωκτικά να ροκανίζουν τα πλοία”.
Ανίκανοι να καταλάβουν που οδηγήθηκαν οι ποιητές-ταξιδευτές, ο αγαλματοποιοί-λαξευτές των γοργόνων, ξέπεσαν χωρίς να το καταλάβουν, με τον καιρό, κι έγιναν ναυαγοί και ανίδεοι υποτελείς ποιητές-αγαλματοποιοί του “καπετάνιου” του βυθισμένου, πια, στόλου.
Ιδού το ποίημα
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους