Χρειάζεται προσοχή στον νέο τουρκοελληνικό «διάλογο»
Του Άγγελου Συρίγου*
Για πολλοστή φορά στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων γίνεται προσπάθεια αποφυγής εντάσεων, επίτευξης ελάχιστης συνεννόησης, συνεργασίας σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος και συνομιλιών για σοβαρότερα ζητήματα. Οι δύο χώρες μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία χωρίς να έχουν εγκαταλείψει καμία από τις θέσεις τους. Η Τουρκία επιμένει να αμφισβητεί σχεδόν τα πάντα, από την έκταση του εναέριου χώρου της Ελλάδας μέχρι την ελληνική κυριαρχία σε μεγάλα νησιά του Αιγαίου, που αναφέρεται ρητά στις διεθνείς συνθήκες.
Από την πλευρά της, η Ελλάδα πιστεύει ότι το μόνο υπάρχον πραγματικό σημείο διαμάχης που πρέπει να επιλυθεί είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των αντίστοιχων αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Οι θέσεις των δύο χωρών απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους, που δεν υπάρχει πραγματική ελπίδα ότι μπορούμε να επιτύχουμε μια μόνιμη ειρήνη. Ωστόσο, αυτός είναι ένας δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε ως χώρα. Ο διάλογος και η ειρηνική επίλυση διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο ήταν η στρατηγική επιλογή της Ελλάδας, τουλάχιστον από το 1974.
Ο πόλεμος δεν είναι τρόπος επίλυσης διαφορών. Είναι το απόλυτο μέσο για τη διασφάλιση της ελευθερίας και της εδαφικής μας κυριαρχίας. Αντίθετα, η Τουρκία πιστεύει ότι τα ζητήματα μπορούν να λυθούν και στρατιωτικά. Έχει εισβάλει παράνομα σε τρία γειτονικά κράτη (Κύπρος, Ιράκ, Συρία) και συνεχίζει να διατηρεί στρατεύματα εκεί. Το χάσμα μεταξύ των θέσεων των δύο χωρών είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα.
Ένα άλλο, κρίσιμο πρόβλημα πρακτικής σημασίας είναι η κατανόηση που επικρατεί στη χώρα μας για το τι είναι διπλωματική διαπραγμάτευση. Μια διπλωματική διαπραγμάτευση αποτελείται από δύο στοιχεία: το απόρρητο της διαδικασίας και τη λογοδοσία στο τέλος. Οι στόχοι της διαπραγμάτευσης θα τεθούν από τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται από εμπειρογνώμονες, οι οποίοι θα είναι υπεύθυνοι για την τακτική. Η πολιτική ηγεσία θα παρακολουθεί τη διαδικασία και θα λάβει την τελική απόφαση εάν θα αποδεχτεί, θα τροποποιήσει ή θα απορρίψει το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Η απόφαση θα κατατεθεί στη Βουλή για τελική έγκριση.
Ας σταθούμε στο απόρρητο της διαδικασίας. Οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις, ειδικά για πολύ περίπλοκα ζητήματα, όπως οι ελληνοτουρκικές διαφορές, πρέπει να γίνονται μυστικά. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί. Ακόμη και δύο ή τρεις λέξεις στο τελικό κείμενο θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλη διαφορά. Για παράδειγμα, η Τουρκία φαίνεται να έχει από καιρό αποδεχτεί να ζητήσει διεθνή διαιτησία σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, υπό την προϋπόθεση ότι το έγγραφο που (θα) συμφωνεί αμοιβαία σε μια τέτοια διαιτησία περιλαμβάνει «άλλα σχετικά θέματα». Αυτές οι τρεις, φαινομενικά αθώες λέξεις, ανοίγουν την πόρτα για αμφισβήτηση της εδαφικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Όταν η διαφορά φτάσει στο Διεθνές Δικαστήριο, η Τουρκία θα πει ότι προϋπόθεση για την οριοθέτηση θα είναι να γνωρίζει σε ποιον ανήκουν τα νησιά. Άρα, θα παρασυρθούμε να συζητήσουμε για την κυριαρχία.
Δυστυχώς, το απόρρητο των διαπραγματεύσεων αντιμετωπίζει δύο εμπόδια στην Ελλάδα. Πρώτον, οι διαρροές σχετικά με το τι συνέβη στις διμερείς συνομιλίες ξεπηδούν αρκετά γρήγορα. Δεύτερον, πολλοί πιστεύουν ότι η διαδικασία είναι μια ανοιχτή διαπραγμάτευση που πρέπει να γίνει υπό το φως της δημοσιότητας. Εάν οι πληροφορίες που γίνονται διαθέσιμες δεν είναι «επαρκείς», τις δημιουργούμε. Ήδη, μετά τη συνάντηση των ηγετών των δύο χωρών στο Βίλνιους, μια πολύ προκαταρκτική συνάντηση, μετά από μήνες πολύ έντονης λεκτικής έντασης, όπου αισθανόμαστε ακόμα τον δρόμο μας προς έναν πολιτικό διάλογο με την Τουρκία, ακούστηκαν απίστευτα πράγματα. Είδαμε αμείλικτες εικασίες από ειδικούς, πραγματικούς ή φανταστικούς, στο διαδίκτυο και στην τηλεόραση. Είδαμε και την αξιωματική αντιπολίτευση ΣΥΡΙΖΑ να αναρωτιέται, αν μια αμιγώς δικαστική διαμάχη, όπως η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ, έχει γεωπολιτική διάσταση. Προφανώς, έχασαν το «γεω-» κομμάτι.
*Ο Άγγελος Συρίγος είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα./ Tα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις θέσεις των συγγραφέων τους/ Πηγή: “Καθημερινή” Αθηνών