«Μια ζωή γερμανική» από την Κύπρο στο Βερολίνο
«Δεν φταίγαμε εμείς, αφού δεν γνωρίζαμε.
Και δεν πρόκειται ποτέ να είναι δική μου ευθύνη. Όχι»
Μπρουνχίλντε Πόμζελ, 2013
Τι γνώριζαν οι απλοί Γερμανοί της «διπλανής πόρτας» ή οι ευυπόληπτοι δημόσιοι υπάλληλοι που έκαναν απλώς τη δουλειά τους την περίοδο του ναζισμού; Τι ήξεραν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το Ολοκαύτωμα, την κατοχή; Πού αρχίζει και που τελειώνει η ατομική ευθύνη; Υπάρχει αντικειμενική αλήθεια και τι ανασυνθέτει τελικά η μνήμη, αυτό που όντως έγινε ή εκείνο που θα θέλαμε να έχει γίνει; Η αυτοβιογραφία της Μπρουνχίλντε Πόμζελ, έμπιστης γραμματέως και προσωπικής δακτυλογράφου του υπ. Προπαγάνδας των ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς, θέτει με απροκάλυπτα φυσικό τρόπο όλα τα παραπάνω ερωτήματα.
Μια αυτοβιογραφία που προκαλεί σοκ και οργή για την κανονικότητα, με την οποία περιγράφει την καθημερινότητα στα ενδότερα του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος και που ταυτόχρονα αποτελεί ίσως μια από τις πιο αυθόρμητες καταγραφές της ναζιστικής θηριωδίας. Η πρώτη φορά που η Πόμζελ μίλησε δημόσια ήταν το 2013, σε ηλικία 103 ετών, με αφορμή ένα γερμανικό ντοκιμαντέρ που προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση. Έγινε επίσης βιβλίο και θεατρικό έργο, με πιο πρόσφατη μεταφορά του στη σκηνή σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Αραούζου και μια ανατριχιαστική ερμηνεία από τη σημαντική Ελληνίδα πρωταγωνίστρια Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Μετά τη Λευκωσία και την Αθήνα, παρουσιάστηκε πρόσφατα και στη γερμανική πρωτεύουσα στο κατάμεστο Acker Stadt Palast, με το κοινό να καταχειροκροτά τους συντελεστές αδιάκοπα σε μια έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Στιγμές υπαρξιακής περισυλλογής και ιστορικού αναστοχασμού.
«Ήμασταν ένα μάτσο καταπιεσμένων»
Η ζωή της Πόμζελ παρουσιάζεται επί σκηνής «καρέ-καρέ» με σκηνοθετική λιτότητα και ερμηνευτική μαεστρία. Ξεδιπλώνεται σπονδυλωτά από τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, με έναν πατέρα τραυματισμένο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως τη γρήγορη επαγγελματική της ανέλιξη στα άνω κλιμάκια της ναζιστικής διοικητικής μηχανής: στο γραφείο του Γκέμπελς. Η Πόμζελ αποτυπώνει ουσιαστικά τον «μέσο Γερμανό» της εποχής του εθνικοσοσιαλισμού. «Εμείς οι απλοί γραμματείς ποτέ δεν διαβάζαμε τα πολύ σημαντικά έγγραφα» αναφέρει η Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην DW μεταφέροντας λόγια της Πόμζελ από τον μονόλογο. «Απλώς δακτυλογραφούσα ό,τι μας έδιναν».
«Στην πραγματικότητα ενεπλάκη χωρίς να μπορεί ή να θέλει να κάνει πίσω γιατί ήταν επιβεβλημένο αυτό που έκανε. Δεν είχε επιλογή, όπως οι πλείστοι εκείνη τη εποχή. Εάν τολμούσαν να έχουν επιλογή, υπέγραφαν τον θάνατό τους», εξηγεί η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Η Πόμζελ μπορεί να μην ήξερε για την «Τελική Λύση», πάντως σε κάποιο σημείο της αφήγησης αναφέρει ότι συνάδελφοί της, φίλοι της Εβραίοι «άρχισαν να φεύγουν». Όσο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, «αυτά μας λέει ότι τους έλεγαν ότι είναι κέντρα επανεκπαίδευσης» αναφέρει ο Αραούζος. «’Δεν θέλαμε να ξέρουμε’. Αυτό είναι θα λέγαμε όλη η ουσία του δραματικού έργου και όλη η ουσία της αυτοβιογραφίας της Πόμζελ» συμπληρώνει ο ίδιος. Όπως και δυο ακόμη φράσεις της για τα αδέλφια Σολ που προσπάθησαν να αντισταθούν βρίσκοντας τραγικό θάνατο είναι ενδεικτικές: «Αμέσως τους συλλάβανε, πριν προλάβουν να σκεφτούν για το κίνημα που θέλανε να κάνουν (…) Αν είχαν κρατήσει το στόμα τους κλειστό μπορεί και να ζούσαν ακόμα».
Αφελής και συμπαθής ή αμετανόητη ναζί ως το τέλος;
Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης ο θεατής βρίσκεται σε μια διαρκή διερώτηση. Τι γνώριζε η Πόμζελ; Είναι ειλικρινής ή ψεύδεται χειραγωγώντας το κοινό; «Ενώ καταθέτει γεγονότα ή θέσεις, δυο τρεις σελίδες μετά τις αναιρεί και μετά επανέρχεται. Αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την αφήγησή της, είναι ένα διαρκές λοξοδρόμημα. Δεν εξομολογείται εκ βαθέων και ειλικρινώς. Ελίσσεται. Κρύβει πράγματα, δεν μπορεί να μην κρύβει. Ίσως λόγω της ηλικίας της ο αναγνώστης όμως να τη συγχωρεί» παρατηρεί η Δέσποινα Μπεμπεδέλη.
«Θέλουμε ο θεατής να βρεθεί σε ένα εύφορο περιβάλλον απόφασης. Ή δεν χρειάζεται να αποφασίσει κατ’ ανάγκην. Δεν πρέπει να δοθεί ετυμηγορία στο τέλος. Φτάνει να βυθιστεί στον κόσμο της Πόμζελ και είτε να πάρει αποφάσεις, είτε να κατανοήσει, είτε να μείνει με διλήμματα», αναφέρει χαρακτηριστικά στην DW ο Ανδρέας Αραούζος «Ίσως πρέπει να την σκεφτούμε και ως παιδί, πώς μεγάλωσε, σε τι συνθήκες, με τι παραδείγματα. Είναι μια ωραία ευκαιρία για να σκεφτούμε πώς μπορούμε να κρίνουμε έναν άνθρωπο, το έργο του, τις αποφάσεις του».
Ένα παιδί της κατοχής ερμηνεύει μια ναζί ηρωίδα
Παρακολουθώντας κανείς τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, γεννημένη το 1941 στην Αθήνα της κατοχής, στον συγκεκριμένο ρόλο εύλογα το μυαλό κάνει και τον εξής συνειρμό. Πώς μια ηθοποιός που γεννήθηκε μέσα στην κατοχή και οι πρώτες αδρές εικόνες ή οι αφηγήσεις των γονιών της είναι ακόμη ζωντανές, να ενσαρκώνει την Μπρουνχίλντε, μια ηρωίδα από την πλευρά των «θυτών» και μάλιστα μπροστά σε γερμανικό κοινό; «Γεννήθηκα στον πόλεμο. Οι μνήμες που έχω είναι κυρίως από τον εμφύλιο. Από αφηγήσεις των γονέων μου ξέρω τι συνέβη. Όταν μεγάλωσα μου αφηγήθηκαν τι τράβηξαν: διωγμούς, εξανδραποδισμούς, καταστροφές, οι Γερμανοί κρέμασαν, σκότωσαν ανθρώπους στην Αθήνα και την επαρχία. Είναι αξεπέραστο. Μετά τον ναζισμό η ανθρωπότητα έχει περάσει πολλές τραγωδίες, όπως τώρα το ουκρανικό. Αλλά αυτή τη θηριωδία δεν νομίζω ότι η ανθρωπότητα θα την ξεπεράσει ποτέ», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Για την ίδια πάντως, όπως και για τον σκηνοθέτη της, η Πόμζελ ήταν μια ηρωίδα-πρόκληση. Με όλες τις αντιφάσεις, το βαθύ σκοτάδι της, τα καλά κρυμμένα μυστικά της και την όποια αλήθεια της. Προκαλώντας άλλοτε αποτροπιασμό κι άλλοτε συμπάθεια για την ανήμπορη γριούλα που «δεν ήξερε». Όλα αυτά είναι η Πόμζελ και μαζί της ένα σπουδαίο τελικά θεατρικό έργο που λειτουργεί για τους θεατές ως δραματική υπενθύμιση, σαν ένα «καμπανάκι» για το πόσο εύκολα η μοίρα των απλών ανθρώπων μπορεί να ταυτιστεί με το απόλυτο έγκλημα. «Δεν θα ήθελα ποτέ να είμαι στη θέση της Πόμζελ, Μα τον θεό, θα προτιμούσα να είχα κόψει τις φλέβες μου, να φύγω από αυτόν τον κόσμο παρά να είχα εμπλακεί από τα νιάτα μου μέσα σε έναν τέτοιο τραγικό κυκεώνα, να δουλεύω για εγκληματίες».
Μια ζωή «καθρέφτης» του γερμανικού εικοστού αιώνα
Η Μπρουνχίλντε Πόμζελ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1911 και μεγάλωσε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το 1933 έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον εθνικοσοσιαλισμό. Γίνεται μέλος του Κόμματος, εντάσσεται στη Ραδιοφωνία του Ράιχ κι από εκεί, άριστη στενογράφος, παίρνει προαγωγή για τη θέση της γραμματέως του Γιόζεφ Γκέμπελς από το 1942 έως το 1945. Ήταν από τους τελευταίους αυτόπτες μάρτυρες των τελευταίων στιγμών του Χίτλερ και του Γκέμπελς, όταν ο Σοβιετικός Στρατός μπήκε στο Βερολίνο. Μεταπολεμικά φυλακίστηκε και εξέτισε την ποινή της στο πρώην στρατόπεδο εξόντωσης Εβραίων στο Μπούχενβαλντ, στους ίδιους θαλάμους, όπου κάποτε οι ναζί δολοφονούσαν με τοξικές ουσίες Εβραίους. Πέθανε σε ηλικία 106 ετών, κατά ένα τραγικό παιχνίδι της μοίρας, στις 27 Ιανουρίου του 2017, Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος. Μόνη, σε ένα γηροκομείο.
Το ντοκιμαντέρ «Ein Deutsches Leben» (2016) υπογράφουν οι Κρ. Κρένες, Ο. Μύλερ, Ρ. Σροτχόφερ και Φλ. Βάιγκενσάμερ, ενώ το ομώνυμο βιβλίο ο Τ. Χάνσεν. Τη θεατρική μεταφορά έκανε ο Βρετανός σκηνοθέτης Κρίστοφερ Χάμπτον. Στην Κύπρο ανέβηκε για πρώτη φορά το 2020 από το Σατιρικό Θέατρο της Λευκωσίας και παίχτηκε επίσης στο Εθνικό Θέατρο της Αθήνας. Η παράσταση στο θέατρο Acker Stadt Palast έγινε υπό την αιγίδα της Κυπριακής Πρεσβείας με τη στήριξη του υφυπ. Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ στην υλοποίηση της συνέβαλε και η Κύπρια ηθοποιός Ελίζα Πατσαλίδου.
Πηγή: Deutsche Welle