Το Κυπριακό πρόβλημα: Πολιτική και Πολιτισμός
Του Τάκη Χατζηδημητρίου*
Η Κύπρος είναι μια Ευρωπαϊκή χώρα στην Ανατολική άκρη της Μεσογείου και συνιστά, στον 21ο αιώνα, το πιο ακραίο σημείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε επαφή και επικοινωνία με τον Ισλαμικό κόσμο. Μια κατάσταση που δεν υπήρχε, όταν οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες ασκούσαν παγκόσμια κυριαρχία. Η Μεγάλη Βρετανία βρισκόταν στην Αίγυπτο και μαζί με τη Γαλλία έλεγχαν το Κανάλι του Σουέζ. Αργότερα, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία βρισκόταν στην Παλαιστίνη, στην Ιορδανία, στο Ιράκ, στο Ιράν και η Γαλλία στο Λίβανο, στην Αλεξανδρέττα, στη Συρία. Το Αραβικό εθνικιστικό κίνημα και αργότερα το Ισλαμικό, ανάτρεψαν αυτήν την επικυριαρχία και σταδιακά εξουδετερώθηκε κάθε Ευρωπαϊκή παρουσία στη Μέση Ανατολή. Έτσι η Κύπρος παραμένει πια ως το πιο ακραίο σημείο Ευρωπαϊκής παρουσίας και επικοινωνίας με τη Μέση Ανατολή. Αυτό συνιστά και ουσιαστικό στοιχείο αποδοχής και στήριξης της Κύπρου από το Δυτικό κόσμο. Δε θα ήταν προς το συμφέρον κανενός να αφηνόταν η Κύπρος στα χέρια της Τουρκίας, οπότε ο κόσμος του Ισλάμ θα έφτανε ως τη μέση της Μεσογείου και η Τουρκία θα γινόταν μια υπερδύναμη ελέγχοντας την πιο νευραλγική περιοχή του κόσμου, την Ανατολική Μεσόγειο, πλάι στα Δαρδανέλια και τη Μαύρη Θάλασσα. Σε τέτοια περίπτωση η Άγκυρα και όχι η Λευκωσία θα συνιστούσε το κέντρο συνεννόησης και παρουσίας στην περιοχή.
Ο Κυπριακός Ελληνισμός, που πάλεψε ενάντια στην αποικιακή κατοχή, δεν πέτυχε το στόχο της ένωσης με την Ελλάδα, αλλά εξασφάλισε εκείνο που ήταν μέσα στο πνεύμα της εποχής, την ανεξαρτησία της Κύπρου. Εξέλιξη που δε σήμαινε μοναξιά. Άμεσα εντάχθηκε στους διεθνείς οργανισμούς και από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας η Κύπρος προσανατολίστηκε προς την ενωμένη Ευρώπη, κάτι που τελικά πέτυχε ύστερα από μακρά και αντιφατική διαδρομή, αρχικά με την Τελωνειακή Ένωση και αργότερα με την πλήρη ένταξη στην ΕΕ. Μια συμπόρευση, δηλαδή, με το πιο προχωρημένο θεσμικά πλαίσιο συνεργασίας κρατών και λαών, που την έφερε σε συνάφεια με όλες τις άλλες χώρες – μέλη και φυσικά και με την Ελλάδα.
Η ένταξή της στην ΕΕ είναι ό,τι πιο σημαντικό συνέβη στην ιστορία της μετά την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητη Δημοκρατία. Πόσο έκθετη θα ήταν η Κύπρος αν παρέμενε ένα νησί απομονωμένο, αν δεν είχε ενταχθεί στην ΕΕ, ιδιαίτερα με την κατοχή, τη διαίρεση και τώρα μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας αναστάτωσης. Με την ένταξή της στην ΕΕ πέτυχε και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Με διεθνή πράξη, εξαιρετικού κύρους, η Κύπρος έχει ενταχθεί ως σύνολό στην ΕΕ, έστω και αν το Κοινοτικό Κεκτημένο δεν εφαρμόζεται στο βόρειο, κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Πρόνοια που τονίζει την ενότητα του νησιού και που δείχνει το δρόμο της υπέρβασης σε μια μελλοντική ρύθμιση.
Όμως η ΕΕ δεν περιμένει πότε θα λυθεί το Κυπριακό για να εκφράσει την πολιτική της βούληση για ενότητα.
Καθημερινή και συνεχής είναι η φροντίδα της για την επικοινωνία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ενίσταται ενεργά στην διαίρεση και εκφράζει έντονα τη διαφωνία της για την προτεινόμενη από τον Τατάρ και την Άγκυρα λύση των δύο κρατών.
Χρηματοδοτεί κοινωφελή έργα στην κατεχόμενη Κύπρο, μετά που η ελληνοκυπριακή πλευρά έθεσε ως εμπόδιο για την επανένωση το ζήτημα διαφορετικής οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ Βορρά και Νότου. Η ΕΕ προωθεί ταυτόχρονα σχέδια τεχνικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Έχει την πεποίθηση ότι μέσα από τέτοιες πολιτικές ενισχύεται η έννοια της ενότητας και η μείωση της εξάρτησης των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία. Χαρακτηριστική είναι η συνεργασία για το κοινό αποχετευτικό σύστημα της Λευκωσίας με γενναία συνεισφορά της ΕΕ. Από το ίδιο ταμείο της ΕΕ προέρχονται και τα 40 εκατομμύρια ευρώ που πρόσφερε για τη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου. Με το ίδιο σκεπτικό συνέβαλε αποφασιστικά στην υπόθεση του χαλουμιού που εξασφάλισε στην Κύπρο το προνομιακό καθεστώς της χώρας προέλευσης. Ο κανονισμός της Πράσινης Γραμμής είναι δικό της επίτευγμα και συνιστά πλαίσιο που επιδέχεται περαιτέρω ανάπτυξη. Η πρόταση της Ούρσουλας Φον ντερ Λάιεν για φωτοβολταϊκό πάρκο στην Πράσινη Γραμμή είναι σχέδιο που γεφυρώνει βορρά και νότο και συνιστά ρήγμα στη διαιρετική γραμμή του συρματοπλέγματος. Είναι κρίμα που τερματίστηκε, με κυβερνητική παρέμβαση, μετά το ναυάγιο στο Γκραν Μοντάνα, η προσπάθεια εναρμόνισης των Τουρκοκυπρίων με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η επαναφορά του προγράμματος θα έχει θετικό αντίκτυπο ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους που επιθυμούν την επανένωση του νησιού, όπως και η εισήγηση για την καθιέρωση της τουρκικής γλώσσας.
Πολλά είναι και εκείνα που κάνει η ΕΕ ή που αναμένουμε να κάνει, αλλά και πολλά άλλα παραμένουν και στα δικά μας χέρια. Με απλές αποφάσεις μπορεί να ενισχυθεί η ενότητά μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Τα οδοφράγματα μπορούν να γίνουν σημεία συνάντησης και όχι διαχωρισμού. Τα μηνύματα προς τους πολίτες οφείλουν να είναι ενωτικά και όχι διαχωριστικά. Μπορούν ακόμη να ληφθούν μέτρα που να διευκολύνουν τη ζωή των Τουρκοκυπρίων που σήμερα είναι όχι μόνο δύσκολη αλλά και καταθλιπτική..
Η ΕΕ βοήθησε, ακόμη, την Κύπρο να ανταπεξέλθει σε τρεις διαδοχικές κρίσεις: την πρωτη, την οικονομική, του 2013, τη δεύτερη, με την πανδημία του κορωνοϊού και την τρίτη με την αναστάτωση που ο πόλεμος στην Ουκρανία προκάλεσε. Για τον προσεχτικό παρατηρητή δείγματα θετικής επίδρασης της ΕΕ σημειώνονται καθημερινά με θεσμικές παρεμβάσεις και χρηματοδοτήσεις που βελτιώνουν το επίπεδο της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
Η ΕΕ, επιπλέον, διανοίγει στην Κύπρο ορίζοντες πολύπλευρης επικοινωνίας με τα 400 εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών και ταυτόχρονα της προσφέρει τη δυνατότητα προνομιακής συνεργασίας με τρίτες χώρες, όπως το Λίβανο, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και πιο μακρινές όπως τις χώρες του Αραβικού κόλπου, τις Ινδίες ακόμη και την Κίνα. Δηλαδή η ΕΕ προσφέρει στην Κύπρο τη δυνατότητα, παρόλα τα προβλήματά της, να απολαμβάνει τα ωφελήματα του κράτους – μέλους και να μετέχει, στο ευρωπαϊκό και το διεθνές σύστημα.
Και πάλι να μη χάνουμε την αίσθηση του μέτρου, γιατί, όχι σπάνια, δημιουργούνται εντυπώσεις και αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες πέραν των δυνατοτήτων και των μεγεθών μας ή παρατηρούνται φαινόμενα κατάχρησης της θέσης μας ως κράτους – μέλους. Δείγματα τέτοιων συμπεριφορών, αποτελούν το θέμα των διαβατηρίων και πιο πρόσφατο το εμπάργκο που επιβλήθηκε σε Κυπριακά δικηγορικά και λογιστικά γραφεία. Μια μικρή χώρα σε κάθε παρουσία της ανάμεσα στους μεγάλους και τους ισχυρούς, επιβάλλεται να είναι καλύτερα προετοιμασμένη, να είναι πιο σοβαρή και προ παντός να αποφεύγει επιπόλαιες ενέργειες ή πρωτοβουλίες. Με υπευθυνότητα και σοβαρότητα και ακόμη, όταν χρειάζεται, με την αναγκαία ανοχή και αυτοσυγκράτηση, η Κύπρος μπορεί ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τα μεγάλα και σοβαρά υπαρξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει στις διμερείς και πολυμερείς της σχέσεις.
Η ένταξη και μόνο της Κύπρου στην ΕΕ δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Η κοινωνία μας χρειάζεται μεγάλες αλλαγές. Το κόστος, όμως, τόσο μεγάλων αποφάσεων είναι πολύ ψηλό, μιας και θέτει σε κίνδυνο ό,τι έχουμε μάθει ή ό,τι συνηθίσαμε να έχουμε από το παρελθόν. Συμπεριφορές που εξηγούν τη στασιμότητα στο πολιτικό μας πρόβλημα και τη διστακτικότητα της κοινής γνώμης μπροστά στο ενδεχόμενο λήψης σοβαρών αποφάσεων. Η έλξη της κοινωνίας από τους μύθους και τα στερεότυπα παραμένει σταθερό σημείο της πολιτικής μας ζωής. Το ερώτημα πια που αντιμετωπίζουμε καθημερινά και που μας το υποδεικνύει επίμονα ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, είναι: Μπορούμε να θεωρούμε σταθερό ό,τι φέρουμε μέσα μας από το παρελθόν; Εμείς που είδαμε το 1974 να κατακρημνίζεται ο κόσμος γύρω μας, γνωρίζουμε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όταν βλέπουμε μέσα από την άκαρπη πάροδο του χρόνου το στάτους κβο να μεταβάλλεται καθημερινά σε βάρος μας, δεν μπορούμε να αισθανόμαστε ασφάλεια. Τα Βαρώσια, με τα όσα ακούμε και τα όσα γίνονται, όπως και οι πληροφορίες για πώληση ξενοδοχείων σε Τουρκοκύπριους, είναι πολύ σοβαρά. Αυτά δεν είναι τα μόνα. Ορισμένα συμβάντα στη νεκρή ζώνη αποτελούν σαφείς ενδείξεις για την επιδείνωση των καταστάσεων.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε με την κατοχή της πατρίδας μας είναι θεμελιώδες. Το δίλημμα μέγα. Ιδανική λύση θα ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας μας, όμως η συσχέτιση δυνάμεων και τα μέσα που προσφέρονται είναι ατελέσφορα. Απορριπτέα είναι και η όποια αντίληψη για παραδοχή και υποταγή στα τετελεσμένα. Έτσι ανάμεσα στις ακραίες θέσεις μόνη διέξοδος που απομένει είναι η αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου, που θα αποβλέπει στη διαφύλαξη της ενότητας του νησιού και στη διάσωση όσων είναι δυνατό να περισωθούν. Οι δισταγμοί, η αδράνεια, οι μεγαλοστομίες, οι άκριτες απορρίψεις και οι αυτοσχεδιασμοί είναι ότι χειρότερο μπορεί να υπάρξει.
Υπάρχουν και τα δεδομένα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Η ΚΔ αντιπροσωπεύει τόσο τους Ελληνοκύπριους όσο και τους Τουρκοκύπριους που είναι ταυτόχρονα και Ευρωπαίοι πολίτες. Από αυτό προκύπτει και το πρόβλημα της ταυτότητας: Να είσαι Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος και ταυτόχρονα Ευρωπαίος πολίτης. Πράγμα όχι θεωρητικό αλλά απόλυτα πρακτικό και συγκεκριμένο, που σημαίνει μερισμό των ίδιων αξιών, αναγνώριση κοινών εμπειριών, αλλά και πρόθεση για κοινή μελλοντική προοπτική. Μια δύσκολη, ακόμη, κατάκτηση, που όμως αξίζει να την κυνηγούμε ως προϋπόθεση ενός δημιουργικού και ειρηνικού μέλλοντος.
Ξοδέψαμε όλη μας τη δύναμη στην καταστροφή. Ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε με στρατούς και με αναμνήσεις συγκρούσεων. Συνηθίσαμε να περπατούμε ανάμεσα σε ερείπια και αδυνατούμε να ονειρευτούμε κάτι το διαφορετικό. Σημάδια θλιβερά γύρω μας, χωριά εγκαταλειμμένα, μνημεία που καταρρέουν, νεκρές ζώνες και μια περίεργη βλάστηση, που δεν την ξέραμε, να κατατρώει δρόμους και τοίχους. Η πολιτική σκέψη έχει οδηγηθεί σε μια σειρά αδιεξόδων. Πώς μπορούμε να τα ξεπεράσουμε; Μήπως πρέπει να τα δουμε όλα από την αρχή; Να δουμε τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά; Να διαρρήξουμε δογματικές απόψεις, ν΄ ανοίξουμε τους ορίζοντες της σκέψης και της δράσης μας; Να επανεκτιμήσουμε τι είμαστε; Τι είναι Κύπρος, τι επιδιώκουμε μέσα στις σημερινές συνθήκες; Τι έπρεπε να κάνουμε και τι παραλείψαμε; Την ευκαιρία την προσφέρει η ΕΕ. Μας δείχνει με το παράδειγμά της το δρόμο. Η ΕΕ δεν είναι μόνο μια γεωγραφική έννοια. Έχει μια μακρά ιστορία πολέμων και συγκρούσεων και αναδύθηκε ύστερα από δυο Παγκόσμιους Πολέμους με εκατομμύρια νεκρούς και μια απέραντη συσσώρευση ερειπίων. Αναζήτησε την ειρήνη στην πολιτική, την οικονομία και τον πολιτισμό. Κύριό της χαρακτηριστικό η πολυμορφία. Είναι Ορθόδοξη, Προτεσταντική, Καθολική, ακόμη και Μουσουλμανική. Άλλη η Βόρεια Ευρώπη και άλλη η Νότια και η κάθε χώρα με τη δική της γλώσσα, έθιμα, παραδόσεις και ιστορία. Παρόλες τις διαφορές υπάρχει ένα κοινό, υπό διαμόρφωση όραμα, όμως ενοποιητικό. Μια μεγάλη προσπάθεια, μια σημαντική εμπειρία, χρήσιμη και για μας που πρέπει να συνταιριάσουμε στο μικρό μας τόπο θρησκείες, γλώσσες, έθιμα και αντιλήψεις. Τα πράγματα για μας δεν είναι ιδανικά. Ο ύστερος εθνικισμός, φορτισμένος με την ένοπλη αντιπαράθεση, την εισβολή και την κατοχή μας φέρνουν αντιμέτωπους με πολλά προβλήματα. Τα συμβάντα καθημερινά. Πολλά απ’ αυτά δε βλέπουν το φως της δημοσιότητας, συντηρούν, όμως, την αντιπαράθεση. Χρειάζεται πολλή υπομονή και αντοχή για να αντιμετωπισθούν τέτοιου είδους καταστάσεις και το πιο κύριο, παρόλες τις προκλήσεις, να παραμένουμε προσηλωμένοι στους αρχικούς μας στόχους, της συμπόρευσης και της επανένωσης.
Πιο εύκολος είναι ο δρόμος για τα εξτρεμιστικά στοιχεία που επιδιώκουν όξυνση των παθών και καλλιέργεια της αντιπαράθεσης, αν όχι και του μίσους. Ανοικτή παραμένει η αναμέτρηση μεταξύ καταστροφής και διαφύλαξης των μνημείων, αλλά και των ανθρωπίνων σχέσεων. Συνεχής ο ανταγωνισμός μεταξύ εχθρότητας και συμφιλίωσης. Και εδώ είναι που δοκιμάζονται πίστεις και πεποιθήσεις.
Θα πρέπει, ακόμη, να έχουμε κατά νου ότι ζούμε πενήντα χρόνια μετά την εισβολή και κατοχή, εξήντα από τις διακοινοτικές και εξήντα τέσσερα από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Υπάρχουν πια γενιές που δεν γνώρισαν την Κύπρο ενιαία, που δε συνάντησαν ποτέ Τουρκοκύπριους και που δεν έζησαν μαζί τους. Όσα συνέβησαν και άλλαξαν τη φυσιογνωμία της Κύπρου ίσως να τα θεωρούν άσχετα με τη ζωή τους. Εξάλλου ζουν σε μια άλλη εποχή συναρπαστικών και κοσμογονικών αλλαγών με τις ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας και με την εμφάνιση νέων προβλημάτων, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής. Κι εδώ είναι που προβάλλει ο ρόλος της παιδείας, που ως αποστολή της πρέπει να έχει τη γνώση του τόπου, την ανάγκη της υπέρβασης της διαίρεσης, της αντιμετώπισης του προβλήματος, της προσήλωσης στην έννοια της ενότητας με την καλλιέργεια της αποδοχής του άλλου, και της πίστης στις δημοκρατικές αξίες. Χρειάζεται να μάθει η νεολαία μας, από τις εμπειρίες του παρελθόντος, ότι οι ακρότητες και οι συγκρούσεις δεν είναι λύση. Η μετριοπάθεια, ο μέσος δρόμος, όπως και μια παρεξηγημένη λέξη, ο συμβιβασμός, είναι έννοιες αναγκαίες, για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που μας περιβάλλουν. Οι μεγάλες εκστρατείες και οι μεγάλες προσπάθειες χρειάζονται την «ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» μας λέγει ο Καβάφης μεταφέροντας εμπειρίες μέσα από τα βάθη της ιστορίας.
Γύρω μας τα προβλήματα αυξάνονται και μας πνίγουν. Η κατοχή συνεχίζεται για 49 χρόνια, το αδιέξοδο στις συνομιλίες συνεχίζεται για έξι χρονιά, ενώ τα συνταγματικά και νομικά σημεία, παρόλες τις συγκλήσεις περιπλέκονται όλο και περισσότερο. Το σημερινό αδιέξοδο στις συνομιλίες μπορεί και πρέπει να ξεπεραστεί με σαφείς και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στο βάση των ήδη συμφωνημένων σημείων, με πιο κεντρικό αυτό της πολιτικής ισότητας, που άλλωστε καθορίζεται επακριβώς σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Εργαλείο και επιχείρημα για τη διάσπαση του αδιεξόδου αποτελεί και το φυσικό αέριο, που από θέμα διένεξης και διαφωνίας μπορούμε να το κάνουμε σημείο επαφής και συνεργασίας προς αμοιβαίο όφελος.
Παράλληλα η προσπάθεια για οικονομική αναζωογόνηση, που τόσο είχε ανάγκη ο τόπος, ξεστράτισε κι αυτή. Έγινε εργαλείο κατάχρησης διαδικασιών που εξέθεσε και δυσφήμησε την Κύπρο διεθνώς. Οι μηχανισμοί της διαφθοράς απλωμένοι σε θεσμούς και αδίστακτους επαγγελματίες προκαλούν εσωτερική κρίση, τη στιγμή που άπρεπε ν’ ακτινοβολεί η Κύπρος πολιτικές και ηθικές αξίες για να στηρίζει και την εθνική της υπόθεση.
Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, στην κρισιμότερη ώρα της κυπριακής ιστορίας αναζητούμε στέρεα στοιχεία πάνω στα οποία μπορούμε να στηριχτούμε και αυτά τα βρίσκουμε στη γη μας, στον τόπο μας, στον πολιτισμό μας. Σε ό,τι μας κληροδότησε η ιστορία σε μνημεία και πολιτισμό, σε αξίες και παραδόσεις, που δίνουν στην Κύπρο ξεχωριστή θέση στην Ευρώπη και τον κόσμο. Μέσα από τον πολιτισμό και τις κοινές μνήμες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ανευρίσκουμε τους εαυτούς μας και αποκτούμε μια συνολική εικόνα της Κύπρου. Τα μνημεία παραμένουν η αδιάψευστη ιστορία του τόπου ολόκληρης της Κύπρου, χωρίς διαχωριστικές γραμμές και συρματοπλέγματα Οι εργασίες για στη συντήρηση των μνημείων απέδειξε ότι η συμπόρευση και η συνεργασία μεταξύ Ελληνοκυπρίων κα Τουρκοκυπρίων είναι δυνατή.
Όμως πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, να έχουμε καθαρή ματιά και να μπορούμε να βλέπουμε τα πάντα, γιατί υπάρχουν μνημεία λογής-λογής. Υπάρχουν μνημεία που σημαίνουν πολιτισμό, ομορφιά και αρμονία, μνημεία που γοητεύουν και που εμπνέουν, αλλά υπάρχουν και μνημεία ντροπής και βαρβαρότητας εγκλημάτων και γενοκτονίας: Το Άουσβιτς και το Νταχάου, τα Καλάβρυτα και το Δίστομο, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι . Κι σε εμάς εδώ η Τόχνη και η Μαράθα το Παλαίκυθρο και η Άσσια. Είναι πια καιρός ν’ αφήσουμε πίσω μας όσα ντροπιάζουν τον άνθρωπο και να προχωρήσουμε με τα έργα του πολιτισμού.
Όταν ανοίξουμε την καρδιά μας στα μνημεία θα την ανοίξουμε και έναντι των ανθρώπων. Θα συναντηθούμε και σε άλλους χώρους που χρειάζεται ανθρωπιά, ειλικρίνεια, εμπιστοσύνη και αλληλοκατανόηση, σε χαρές και σε λύπες, σε γιορτές και σε αρρώστιες, στην παιδεία και στα γράμματα, στο μεροκάματο και στην επιβίωση. Και τότε όλοι μαζί μπορούμε να συμπορευτούμε στην ειρήνη και στην πρόοδο. Θα έχουμε άλλη ζωή και άλλη κοινωνία. Θα έχουμε κοινά μνημεία, κοινά νοσοκομεία, κοινές αξίες , κοινή παιδεία, κοινό κράτος, σε μια πολυπολιτισμική και πολυεθνική Κύπρο.
Δε λέμε ότι με τα μνημεία και τον πολιτισμό μπορούμε να λύσουμε το Κυπριακό, όμως ο πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο πάνω στο οποίο να στηριχτεί ένα ενοποιητικό μέλλον.
Το κρίσιμο σημείο για τη μελλοντική μας πορεία δεν είναι η αναμονή της λύσης που θα έλθει κάποτε ως δωρεά από τρίτους. Δε θα μας την φέρει η ΕΕ ούτε ο ΟΗΕ. Θα πρέπει εμείς με τον τρόπο μας να εργαστούμε με σωφροσύνη, σχέδιο και φαντασία για να βγούμε από τα σημερινά αδιέξοδα. Ο Ου Θαντ μας είπε από το 1964: «Ο Διεθνής Οργανισμός δε δύναται να χρησιμοποιήσει ή να αναλάβει εξουσίες της Κυβέρνησης ή των τοπικών αρχών του νησιού. Δε δύναται να υπαγορεύσει οποιασδήποτε λύση. Μπορεί μόνο να βοηθήσει εκείνους που επιθυμούν ειλικρινά να βρουν λύση στα προβλήματα τους». Ρεαλιστική εκτίμηση που επανέλαβαν έκτοτε όλοι οι Γενικοί Γραμματείς. Ανάλογη και η στάση της ΕΕ που έκανε εμφανή την παρουσία της σε κάθε περίπτωση που υπήρχε η προοπτική της προόδου. Η ΕΕ μπορεί, μας είπαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, να βοηθήσει ώστε η λύση να είναι συμβατή με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και να έχει η Κύπρος μια θετική παρουσία στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Μπορεί, ακόμη, η ΕΕ να είναι πιο χρήσιμη μετά από τη λύση. Οφείλουμε και εμείς να αξιοποιούμε τις ευκαιρίες που μας δίδονται χωρίς ψευδαισθήσεις. Η ΕΕ χωρίς κοινή εξωτερική πολιτική, και με τις διάφορες διασυνδέσεις που έχουν τα κράτη μέλη και η ίδια η ΕΕ με την Τουρκία, δεν μπορεί από μονή της, να μας φέρει τη λύση.
Η Κύπρος δεν είναι χαμένη υπόθεση. Έχει δυνατότητες και προοπτικές και υπάρχει ένας λαός και από τις δυο πλευρές του συρματοπλέγματος, που στην πλειοψηφία του θέλει την ειρήνευση και τη λύση. Απομένει σε μας να απαλλαγούμε από τις αγκυλώσεις που αποδείχθηκαν αυτοκτονικές και να αξιοποιήσουμε με τόλμη, σχέδιο και φρονιμάδα, τις δυνατότητές μας για μια εναλλακτική πορεία συνεννόησης και ειρήνης, στο εσωτερικό και στο γύρω μας κόσμο. Τότε και μόνο τότε θα ενεργοποιηθεί και ο Διεθνής παράγοντας για την διευθέτηση του Κυπριακού. Μια δύσκολη πορεία αλλά σταθερή και καίρια που μπορεί ν’ ανοίξει δρόμους , για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για το λαό της.
* Ta ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα τους./ Το κείμενο είναι ομιλία (2.5.2023) στο Ροταριανό Όμιλο Αμμοχώστου / ΦΩΤΟ: Βασιλική Αγίας Τριάδας, κατεχόμενη Γιαλούσα